Το όνομα και η αφίσα της βιβλιοθήκης

Η εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας με ημερομηνία 20/2/2019 και θέμα: «Όνομα και λογότυπο για την σχολική βιβλιοθήκη» ζητούσε να δώσουμε ένα όνομα στη βιβλιοθήκη μας και να φτιάξουμε μια αφίσα με το όνομα της.

…καλεί τα σχολεία που έχουν ενταχθεί στο Δίκτυο Σχολικών Βιβλιοθηκών σε δημιουργία αφίσας με θέμα τη βιβλιοθήκη τους.
Σχετικά με την δημιουργία της αφίσας επισημαίνονται τα εξής:
1. Η αφίσα θα περιέχει την ονομασία του σχολείου και το όνομα που θα
επιλεγεί για τη βιβλιοθήκη του.
2. Η δημιουργία θα πρέπει να είναι πρωτότυπη.
3. Η τεχνική της δημιουργίας είναι ελεύθερη: εικόνες, σκίτσα, ζωγραφική, κολάζ, τεχνική graffiti κ.ά…

Αποφασίσαμε να την ονομάσουμε «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», από το ομώνυμο βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη, μιας και ο ήρωας του βιβλίου, ο Μέλιος, αγαπάει τόσο πολύ τα γράμματα και τα βιβλία.

Η εικαστικός του σχολείου μας Αγγελική Τσέκενη, με τη βοήθεια μαθητών της Ε και της ΣΤ τάξης, (Σχολική χρονιά 2018-2019) έφτιαξε την υπέροχη αφίσα που κοσμεί τη σελιδα μας και που πλέον κοσμεί και τον τοίχο της βιβλιοθήκης μας.

Απόσπασμα από το » Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη, που δείχνει την αγάπη του Μέλιου για τα βιβλία, αλλά και την χαρά που μπορεί να προσφέρει ένα βιβλίο, που ‘λέει’ τις ιστορίες του:

Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτοπουλειά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ’ αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και που-λούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του ’βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια και, «σε παρακαλώ», του λέει «αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρτο μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως…»

    Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω… έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του… και του τα ’δωσε πίσω. «Πάρτα, του λέει. Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια., μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;…» Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια… «Αιντε, άιντε… Σύχασε… είπε. Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;»

    Σε τρεις μέρες του ’φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό, απ’ το βαγγέλιο, και του το ’δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρτο εσύ, μην ’πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε.»

    Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξωφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το ’μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το ’χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε.