του μαθητή Γαβαλάκη Κων/νου (Γ1)
ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ
Φεύγουμε, πίσω μας οι φλόγες καίνε τα τελευταία σπίτια.
Φωνές, σπαραγμοί, κλάματα, οδύνη και πόνος μόνο αυτά περιγράφουν τις δραματικές στιγμές που ζούμε.
Εμπρός μας, σφάζονται οι τελευταίοι Έλληνες της θεϊκής Σμύρνης. Αυτοί που τόσες χιλιετίες πριν σαν αήττητοι αετοί άνοιξαν τα φτερά τους και πέρασαν το Αιγαίο, φεύγουν!
Αηδιασμένος αποστρέφω το βλέμμα μου από τη σκηνή. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν άδικα εξαιτίας κάποιων βαρβάρων. Πράγματι ο καλύτερος οιωνός είναι να αμύνεσαι δια την πατρίδαν.
Αυτοί όμως ούτε να αντισταθούν δεν πρόφτασαν.
Να σώσουν τους συγγενείς τους δεν πρόφτασαν.
Να πάρουν ένα πλοίο δεν πρόφτασαν.
Να ζήσουν δεν πρόφτασαν.
Μόνο λίγο χώμα πήραν και το φυλάν στην καρδιά τους, να τους ζεστάνει και να τους σκεπάσει, όταν η Ώρα φθάσει, στη μαύρη Ξενιτιά.
ΠΑΤΡΙΣ
Ω πανώρια γυνή! Ω γλυκιά πατρίς!
Ω Ελλάς ένδοξη, Ω Ελλάς εσύ είσαι το φώς.
Πού είσαι τώρα; ποιοι σε ξέχασαν;
Εσύ που γέννησες τα πάντα, ποια ονόματα να αναφέρω από τα ένδοξα παιδιά σου;
Συ που οι αναμνήσεις σου χάνονται στα βάθη της σκοτεινής Ιστορίας.
Συ που έδωσες το φώς. Τι θα ήτο ο κόσμος χωρίς τον ήλιο;
Χωρίς της Σελήνης το φώς; Χωρίς τον ίδιο το Θεό;
Εκείνος που απλόχερα στα έδωσε όλα.
Εκείνος τώρα σε δοκιμάζει.
Σήκω, Αναστήσου, Λάμψε ξανά διώξε από πάνω σου το άγριο σκοτάδι του Ψέματος με το οποίο σε κάλυψαν.
Πέτα από πάνω σου τα βάρη που σε βαραίνουν, διώξε τους προδότες που πατούν τούτα τα Άγια Εδάφη.
Διατί σε ξέχασαν;
Διατί σε εξύβρισαν;
Διατί σε μίσησαν;
Ποιο παιδί μίσησε τη Μάνα;
Ποιος φίλος μίσησε το Φίλο του;
Ποιος πιστός μίσησε τον Ύψιστο;
Εις εσέ απευθύνομαι Ω πανώρια Ελλάς!
Εις εσέ λέγω: Να σπάσεις τα δεσμά που σε κρατούν.
Εσύ που ήσουν όμορφη και λαμπρή!
Ενώ τώρα σε κακομεταχειρίστηκαν.
Σε έγδυσαν από την λαμπρή σου Δόξα!
Συ που στέμμα εφορούσες.
Συ που όσο και να σε πολεμούν, ένα όνομα θα θυμούνται όλοι οι άνθρωποι σε όλο το μάκρος του γέρο- Χρόνου:
Ε Λ Λ Α Σ
ΖΕΥΣ
Ξεκινά τα χρόνια τα παλιά,
η Ρέα με μωρό μέσα στην κοιλιά.
Απ’ του Όθρυ τα κορφοβούνια,
στης Κρήτης τα ριζοβούνια.
Γλυκό, Αθάνατο παιδί να γεννήσει,
που παντοτινή θα έχει ζήση.
Να μεγαλώσει, να δυναμώσει
και τον πατέρα του απ’ το θρόνο θε να διώξει!
Και αυτόν και τα αδέλφια του στα Τάρταρα να χώσει
ώσπου ο κόσμος τούτος να τελειώσει.
Και Βασιλιάς Θεών- Ανθρώπων θα γενεί
πάνω σε τούτη τη δοξασμένη Γη.
Παιδιά θα έχει εκατό και μεγάλο το γένος του θα ΄ναι
γιατί αυτός είναι θεός που λίγοι αψηφάνε.
Και το θρόνο του τον έχει ψηλά στης Πιερίας τα μέρη
στο πιο ψηλό σημείο όλους να τους εποπτεύει.
Και ας προσέξουμε καλά εμείς οι θνητοί ανθρώποι γιατί αν κάποιος του τη φέρει,
κατάρα μεγάλη θα τον κατατρέχει.