Ο καθοριστικός ρόλος του πατέρα στην ανάπτυξη του παιδιού
Τι χάνουν λοιπόν τα παιδιά όταν ο πατέρας τους είναι απών, απόμακρος ή μονίμως απασχολημένος;
Κάποιες έρευνες σχετικές με την ανάπτυξη του παιδιού μας πληροφορούν ότι αυτό που τα παιδιά χάνουν είναι κάτι περισσότερο από μια «βοηθητική μητέρα». Ο πατέρας δημιουργεί με το παιδί του μια σχέση τελείως διαφορετική από την αντίστοιχη με τη μητέρα, πράγμα που σημαίνει ότι η συμμετοχή και η εμπλοκή του συμβάλλουν στην ανάπτυξη διαφορετικών ικανοτήτων, ιδιαίτερα στον τομέα των κοινωνικών σχέσεων.
Η επίδραση του πατέρα φαίνεται ακόμη και σε παιδιά πολύ μικρής ηλικίας. Μια έρευνα έδειξε ότι αγοράκια μόλις πέντε μηνών, τα οποία είχαν πολλές επαφές με τους πατέρες τους, ένιωθαν πιο άνετα όταν περιβάλλονταν από άγνωστα ενήλικα άτομα. Τα μωρά έβγαζαν περισσότερους ήχους και δυσανασχετούσαν λιγότερο όταν οι άγνωστοι τα έπαιρναν αγκαλιά —πάντοτε σε σύγκριση με βρέφη των οποίων οι πατέρες δεν συμμετείχαν στην ανατροφή τους. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι τα μωρά ενός έτους που είχαν περισσότερη επαφή με τον πατέρα τους έκλαιγαν λιγότερο όταν τα άφηναν με άγνωστα πρόσωπα.
Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η επίδραση του πατέρα συντελείται κυρίως μέσα από το παιχνίδι. Όχι μόνο γιατί οι μπαμπάδες αφιερώνουν χαρακτηριστικά μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που διαθέτουν για τα παιδιά τους σε δραστηριότητες παιχνιδιού, αλλά και γιατί το στιλ του παιχνιδιού που υιοθετούν είναι πιο πολύ σωματικό και περισσότερο συναρπαστικό από την αντίστοιχη αλληλεπίδραση των μητέρων. Παρατηρώντας κάποιους γονείς με τα νεογέννητα παιδιά τους, οι Michael Yogman και Τ. Berry Brazelton διαπίστωσαν ότι οι πατέρες μιλούσαν λιγότερο αλλά άγγιζαν τα παιδιά τους περισσότερο. Ακόμη, δημιουργούσαν περισσότερους ρυθμικούς ήχους και χτύπους για να προσελκύσουν την προσοχή των μωρών. Το παιχνίδι τους μπορούσε να προκαλέσει στα παιδιά ένα απίστευτο εύρος διαφορετικών συναισθημάτων, ξεκινώντας από δραστηριότητες που παρουσίαζαν ελάχιστο ενδιαφέρον μέχρι δραστηριότητες που συνάρπαζαν τα μωρά. Οι μητέρες, αντίθετα, κρατούσαν το παιχνίδι και τα συναισθήματα των παιδιών τους σε ισορροπία, χωρίς «σκαμπανεβάσματα».
Οι διαφορές αυτές εμφανίζονται και στην παιδική ηλικία, με τον πατέρα να εισάγει τα παιδιά του σε «τραχιά», γεμάτα ανατροπές και χωρίς κανόνες παιχνίδια, στα οποία περιλαμβάνονται οι ανυψώσεις, τα πηδήματα και τα γαργαλητά. Οι μπαμπάδες επιδίδονται συχνά σε ιδιόρρυθμα και ασυνήθιστα παιχνίδια, σε αντίθεση με τις μαμάδες που είναι πολύ πιθανό να παραμείνουν προσκολλημένες σε δοκιμασμένες συνταγές, όπως το «κρυφτούλι», το «πλάθω κουλουράκια», το «έλα να διαβάσουμε ένα βιβλίο» ή το «ας παίξουμε με τα παιχνίδια και τα παζλ σου».
Πολλοί ψυχολόγοι πιστεύουν ότι το τραχύ πατρικό στιλ του θορυβώδους παιχνιδιού χαράσσει μια σημαντική δίοδο που διευκολύνει τη μάθηση των συναισθημάτων από τα παιδιά. Φανταστείτε τον μπαμπά σαν μια «κακιά αρκούδα» να κυνηγά ένα καταγοητευμένο μικρό παιδάκι στην αυλή του σπιτιού. Ή φανταστείτε έναν άλλο μπαμπά που σηκώνει ψηλά το παιδί και το φέρνει γύρω-γύρω σαν αεροπλανάκι. Τα παιχνίδια αυτά επιτρέπουν στο παιδί να βιώσει τη συγκίνηση του μικρού, ελεγχόμενου φόβου, ενώ ταυτόχρονα το διασκεδάζουν και το ευχαριστούν. Του μαθαίνουν τον τρόπο να παρατηρεί και να αντιδρά στα επικοινωνιακά σήματα του πατέρα του για να βιώσει μια θετική εμπειρία. Διαπιστώνει, για παράδειγμα, ότι το στρίγκλισμα και το γαργάλημα κάνουν τον μπαμπά να γελά και να παρατείνει το παιχνίδι. Παρατηρεί επίσης τον πατέρα του αναζητώντας ενδείξεις ότι το παιχνίδι πλησιάζει στο τέλος του («Εντάξει, φτάνει για την ώρα») και μαθαίνει πώς, μετά τη διέγερση του παιχνιδιού, να επανέρχεται στη φυσιολογική του κατάσταση και να ηρεμεί.
Οι δεξιότητες αυτές είναι εξαιρετικά χρήσιμες καθώς το παιδί αποτολμά να βγει έξω στον κόσμο των συνομηλίκων του. Από την εμπειρία των παιχνιδιών του με τον μπαμπά έχει μάθει να διαβάζει τα μηνύματα των άλλων και ξέρει πότε η κατάσταση οξύνεται. Γνωρίζει πώς να αναπτύξει το δικό του συναρπαστικό παιχνίδι και ανταποκρίνεται στους άλλους με τρόπο που δεν είναι ούτε πολύ νωθρός ούτε υπερβολικά παρορμητικός. Γνωρίζει πώς να ρυθμίζει τα συναισθήματά του έτσι ώστε να συμβάλλει σε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι.
Οι μελέτες σε τρίχρονα και πεντάχρονα παιδιά, τις οποίες πραγματοποίησαν οι Ross Parke και Kevin MacDonald, κατέδειξαν τη σχέση ανάμεσα στο φυσικό παιχνίδι με τον πατέρα και στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αντιμετωπίζουν τους συνομηλίκους τους.