Ανταπόκριση από τη Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Γιάννη Πατίλη στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012 στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία»

Γράφει: η Νεφέλη-Ειρήνη Αγγελιδάκη.

Την τελευταία Τετάρτη του 2012, στις 19 Δεκεμβρίου, είχαμε την τιμή να υποδεχτούμε στη συντροφιά μας τον Γιάννη Πατίλη, ποιητή, δοκιμιογράφο, εκδότη του περιοδικού «Πλανόδιον». Ο κ. Πατίλης ήταν πολύ ανοιχτός μαζί μας. Απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις πρόθυμα, από την αρχή της συνάντησης, εξασφαλίζοντας, έτσι, τη συμμετοχή μας στη συζήτηση που ακολούθησε.

Ένα από τα πρώτα σημεία που τέθηκαν σε συζήτηση ήταν η μελαγχολική ιδέα ότι με το διαδίκτυο κατά κάποιον τρόπο αποχαιρετούμε τα βιβλία, που ίσως καταλήξουν μελλοντικά να είναι ένα «προστατευόμενο είδος». Εντούτοις ο κ. Πατίλης είναι ένας λάτρης του διαδικτύου, κι αυτό φαίνεται από το ιστολόγιό του με τις «Ιστορίες Μπονζάι». Τόνισε άλλωστε πόσο οι κανόνες καλαισθησίας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας δεν έπαψαν να ισχύουν στον κυβερνοχώρο, παρά την ακαλαισθησία και την ανευθυνότητα που βλέπουμε ακόμα εκεί να επικρατούν.

Θίξαμε, κυρίως, το θέμα περί ωραιότητας ενός ποιήματος, αλλά και περί του δημιουργού του. Πώς κρίνεται, αλήθεια, ότι ένα ποίημα είναι «καλό»; Καταλήξαμε, λοιπόν, στο γεγονός ότι για να κρίνει κανείς ένα ποίημα είναι αναγκαίο να κατέχει σε βάθος το θέμα του, να μπορεί να αντιληφθεί τα πραγματολογικά του στοιχεία (δηλαδή να μην του λείπει η εμπειρία σχετικά με ό,τι αναφέρει), και να διαθέτει την απαραίτητη καλλιέργεια για την πρόσληψη της αισθητικής του.

Τα λογοτεχνικά έργα, παρατήρησε ο καλεσμένος μας, γίνονται δυσπρόσιτα λόγω της μεταφορικότητάς τους, που καθιστά απαραίτητες τις πνευματικές και κοινωνικοπολιτικές εμπειρίες. Απέναντι στα καλλιτεχνικά επιτεύγματα, ωστόσο, οφείλουμε να έχουμε την τόλμη να λέμε αν μας αρέσουν ή όχι και γιατί. Αυτό είναι ένα μέτρο της επικοινωνίας μαζί τους.

Όπως ήταν φυσικό, ο καλεσμένος μας απήγγειλε κάποια από τα ποιήματά του, που έκαναν εντύπωση στο κοινό. Τα περισσότερα είχαν διανεμηθεί σε κάρτες και φωτοαντίγραφα μεταξύ των παρόντων. Η απαγγελία του ήταν ιδιαίτερη. Τον έκανε ιδανικό αναγνώστη για αυτά, εφόσον αποκτούσαν άλλη διάσταση.

Σχολίασε, π.χ., το [21] από το «Ζεστό Μεσημέρι» και άνοιξε το θέμα της φθοράς και του βιώματός της. Ή, κατόπιν, την «Πορεία» από τα «Κέρματα» και την τύχη της χώρας που προχωρούσε τότε προς την ΕΟΚ.

Με την ευκαιρία του «Calibri» από την «Αποδρομή του Αλκοόλ» αναφέρθηκε στην αισθητική της τυπογραφίας και στον τρόπο με τον οποίο την αξιοποίησε για το μήνυμά του. Αναφερόμενος στο «On air» τόνισε τη σημασία της προσοχής που πρέπει να δοθεί στην ομιλούσα persona. Συζητήθηκε συναφώς και η λειτουργία της περιστασιακότητας στην ποίηση

Λίγο αργότερα μπήκε στη συζήτηση η συνάρτηση ηθικής συνείδησης και καλλιτεχνικής πραγμάτωσης – πώς συμβαίνει ένας «κακός» άνθρωπος να παράγει στην τέχνη «καλά» πράγματα. Ο προσκεκλημένος μας τοποθετήθηκε ρητά: έτσι βγαίνει «αυτό το μαύρο πράγμα».

Όσον αφορά τον δημιουργό, ο εξαγνισμός που προσφέρει η ποίηση κάνει τη συγγραφή της προσιτή σε οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως από το αποτέλεσμα. Επέμεινε στον εξαγνιστικό ρόλο της ποίησης. Γι’ αυτό και η σημασία της για την εκπαίδευση είναι σπουδαία. Αφορμή παίρνοντας απ’ αυτό μάς διάβασε και το ποίημα της τελευταίας του συλλογής «Ποια Μέρα γιορτάζουμε την Ποίηση».

Εστιάζοντας στον τρέχοντα θεματικό άξονα των συναντήσεών μας, ο κ. Πατίλης διέκρινε σε τέσσερις κατηγορίες τις στάσεις των δημιουργών απέναντι στο κοινό. Είπε, δηλαδή, ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να λάβει υπόψη του είτε το ευρύ κοινό είτε τα ατομικά του κριτήρια (ό,τι χειρότερο, κατά την κοινή εκτίμηση) είτε τους δασκάλους του (επικίνδυνο αυτό) είτε το στενότερο κοινό (που είναι μάλλον το καλύτερο). Αποδέχτηκε ότι το μεγάλο κοινό δεν διέφερε ποτέ και παρατήρησε ότι στην καλλιέργειά του διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο η ομοιογένεια και ο τρόπος που την αξιοποίησε το εκάστοτε κατεστημένο (π.χ. η εκκλησία).

Τέλος, αναφερθήκαμε στο θέμα της «καταστροφής» της ποίησης από τη φιλολογία, η οποία αποτρέπεται όταν η ποίηση υπερβαίνει τον φιλολογισμό. Έφερε ως παράδειγμα τον «Παρθενοπίπη» από την τελευταία του συλλογή – ένα κείμενο με φιλολογικό υπόβαθρο. Η συνάντηση αυτή μαγνητοσκοπήθηκε, κι έτσι αρκετές λεπτομέρειες μιας γραπτής ανταπόκρισης δεν είναι απαραίτητες. Υπάρχει πάντα η ελπίδα αυτό το υλικό να δημοσιοποιηθεί. Ας προσθέσουμε όμως εδώ ότι ο κ. Πατίλης διέθετε και εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ, δημιουργώντας με κάθε ευκαιρία μια ευχάριστη ατμόσφαιρα.

Κλείνοντας, θα έλεγα με βεβαιότητα ότι η συνάντηση με τον Γιάννη Πατίλη ήταν η ιδεώδης για το κλείσιμο μιας γεμάτης ημερολογιακής χρονιάς.

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ | Ετικέτες: | Γράψτε σχόλιο

Σωτήρης Δημητρίου: «Ένα παιδί από τη …Θεσπρωτία». Ανταπόκριση από τη Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Σωτήρη Δημητρίου στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012 στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία»

Γράφει: η Νάντια Αθανασοπούλου-Αντωνίου.

Ακόμη μια Τετάρτη παραμένω συνεπής στο ραντεβού μου με τη λογοτεχνική συντροφιά του 2ου Πειραματικού Λυκείου Αθηνών. Ο σημερινός καλεσμένος; Κάποιος Σωτήρης Δημητρίου, κάποιος Έλληνας διηγηματογράφος. Υπάρχουν και τέτοιοι; Άγνωστος με βάση τα φτωχά μου αναγνώσματα.

Ως συνήθως, κατέφθασα καθυστερημένη, βρίσκοντας την υπόλοιπη ομάδα να παρακολουθεί την ανάγνωση ενός διηγήματος του κ. Διηγηματογράφου από τον κ. Αρμάο. (Είχα τις αμφιβολίες μου εκείνη τη στιγμή για τον αν λέγεται Δημητρίου ή Σωτηρίου. Άτιμη μνήμη.) Για καλή μου τύχη, όμως, ο προσκεκλημένος μας δεν είχε φανεί ακόμη. Εμφανίστηκε λίγα λεπτά αργότερα.

Ο κ. Δημητρίου, χωρίς να χάσει χρόνο, αναφέρθηκε στο θέμα που έχει τεθεί από την ομάδα πρώτο για φέτος: στη σχέση του πομπού και του δέκτη – συγκεκριμένα, του λογοτέχνη και του αναγνώστη. Για τον ομιλητή, ο αναγνώστης σήμερα, αν και είναι απαιτητικός, δεν απασχολεί τον συγγραφέα κατά τη διάρκεια της γραφής. Αν υπέθετε ότι έχει στον νου του ένα είδος αναγνώστη, αυτό θα ήταν «ένα μόρφωμά του. Θέλω να με ξεπερνά», είπε, «να είναι πάνω από μένα ως προς την ευφυΐα και την αισθαντικότητα.» Ένας ιδεατός αναγνώστης δηλαδή, ο οποίος, όπως εξομολογείται ο καλεσμένος μας, γίνεται μέτοχος των «παιχνιδιών» και των «τρικλοποδιών» του συγγραφέα. Αυτός που «ευχαρίστως θα συμμετάσχει». Πολύ κοντά στον αναγνώστη αυτόν, ο αποκαλούμενος «επαρκής» πραγματικός δεν νιώθει σεβασμό για τον συγγραφέα που τα κάνει όλα «φραγκοδίφραγκα». Άλλωστε, συνέχισε, «η γέφυρα που ρίχνει ο συγγραφέας είναι επικοινωνιακή και ειρηνευτική ανταλλαγή εμπειριών».

Τότε, στην πρώτη παρατήρηση, από το πάντα σε εγρήγορση ακροατήριο, για το βαθμό που ο συγγραφέας υπολογίζει το αναγνωστικό του κοινό, θεωρώντας δεδομένη τη δημοσιοποίηση του έργου του ενόσω το γράφει, απαντά πως, παρόλο που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, «κανείς δεν γράφει για να κιτρινίσουν οι σελίδες του σε κάποιο συρτάρι», αποκαλύπτοντας παρακάτω ότι τελικά η συγγραφή αποκτά ιδιότητες ψυχοθεραπείας, μέσω της οποίας ο γράφων απαλλάσσεται από ένα βάρος, το οποίο όμως φορτώνεται στον αναγνώστη. Η δήλωση αυτή απέσπασε αρκετά χαμόγελα επιβεβαίωσης, γιατί άλλωστε ποιος αναγνώστης δεν την έχει πάθει έτσι; – να πάει για μαλλί και να βγει κουρεμένος; Βέβαια, προσθέτει πως «κι ο αναγνώστης διαβάζοντας κάνει μια διαφορετική, δική του ψυχοθεραπεία».

Στη συνέχεια ζητήθηκε η γνώμη του για τη σχέση τόπου κι ιστορίας με τη λογοτεχνική δημιουργία, και με την αφορμή αυτή ο κ. Δημητρίου υπογράμμισε ότι ο ίδιος γράφει για πρόσωπα που ζουν σε παραμεθόριες περιοχές και ότι «το αίσθημα της ιστορίας εκεί είναι εντονότερο». Το κοινό ελκύεται από την «μικροϊστορία», από την άγνωστη, κυρίως, ιστορία, προσέθεσε, αλλά κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται για θέμα εξωτισμού. «Οι άνθρωποι, πάνω στην φλούδα αυτού του πορτοκαλιού, στα εννιά μοιάζουν και σε ένα διαφέρουν.» Το να κινείσαι όμως πέρα από τον κοινό τόπο, συμπληρώνει, εξασφαλίζεται μερικές φορές από την τύχη.

Ο ομιλητής διαχωρίζει τους συγγραφείς σε δυο κατηγορίες: σε όσους γράφουν εκ περιουσίας και σε όσους χρειάζονται την κατάλληλη ιστορική συγκυρία για να δημιουργήσουν. Για να διασαφήσει αυτό που έλεγε, έφερε ως παράδειγμα τον Γιάννη Μπεράτη με το «Πλατύ Ποτάμι»: «Λέγαν γι’ αυτόν πως “έξυσε το δόντι του” κι έγραψε αυτό το βιβλίο. “Ωραία”, απάντησε ο Μπεράτης. “Ας ξύσουν κι αυτοί το δικό τους δόντι”… Δε φτάνει λοιπόν η περιουσία.»

«Τα λέω λίγο μπερδεμένα», μονολόγησε ξαφνικά, «αλλά έτσι είναι κι η ζωή.»

Αμέσως μετά διατυπώθηκε η ερώτηση για το αν και πόσο η επιτυχία επηρεάζει τη γραφή. «Εξαρτάται από την αντίσταση που έχει ο καθένας», απάντησε, διευκρινίζοντας ότι η διατήρηση ενός τρόπου γραφής δεν οφείλεται πάντα στο γεγονός ότι είχε επιτυχία, και παραδεχόμενος στη συνέχεια ότι ο άνθρωπος επαναλαμβάνεται. (Όντως. Και, μάλιστα, καθημερινά. Αναρωτιέμαι πώς να μην αλλάξεις ολόκληρο το εβδομαδιαίο σου πρόγραμμα στο άκουσμα –στη συνειδητοποίηση– αυτής της αλήθειας; Κι όμως, η συνεχής αλλαγή, κι αυτή μια επανάληψη δεν είναι;) «Ο άνθρωπος μπορεί να πει το ίδιο τραγούδι. Ο συγγραφέας, απλώς, με κάθε βιβλίο του προσπαθεί να βαθύνει το τραγούδι του.»

«Εσείς αλλάξατε;» ρώτησε κάποιος, αναφερόμενος στο διαφορετικό ύφος των βιβλίων του.

«Όχι, ο ίδιος είμαι.»

Ο καταπέλτης ερωτήσεων επιμένει και προκαλεί τον κ. Δημητρίου να απαντήσει τώρα αν είναι απαραίτητο να υποφέρει κανείς για να δημιουργήσει. Αρνούμενος ότι ο πόνος είναι «βασιλική οδός» και αποφαινόμενος ότι η άποψη αυτή «είναι ρετσέτα», μας καθιστά κοινωνούς μιας από τις πιο όμορφες αντιφάσεις: «Κανονικά, για τη χαρά της ζωής μπορεί να γράψει μόνο ένας “απελπισιογράφος”.» Δεν διστάζει να πει πως «ο πιο πονεμένος μπορεί να γράψει κάτι άθλιο. Από την άλλη, όμως, το μαργαριτάρι προκύπτει από ασθένεια του στρειδιού. Θέλει λίγο-πολύ το πετραδάκι στο παπούτσι.»

Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω σχολιάστηκε το παράδειγμα του ευκατάστατου Τόμας Μαν. Ο ίδιος, προσθέτοντας μάλιστα αντίστοιχα τον Λέοντα Τολστόι, αποκρίθηκε: «…αυτά στην επιφάνεια πάντοτε. Γιατί μπορεί στα βάθη της ψυχής να ενοχλεί κάτι που δεν φαίνεται. Στο κάτω-κάτω της γραφής, κι οι ευτυχισμένοι έχουν στιγμές μαύρες.» Σιγή. «Ή κάτι λείπει, ή από περίσσευμα», συνόψισε τις προϋποθέσεις της δημιουργίας.

Ύστερα, δεν παρέλειψε να μας περιγράψει το ιδανικό γι’ αυτόν σχολείο, όπως το απεικονίζει κιόλας σ’ ένα από τα τελευταία του βιβλία, στη «Σιωπή του Ξερόχορτου». Κυρίαρχη θέση κατέχουν στο συγκεκριμένο σχολείο η αξία της τεμπελιάς, της αναποφασιστικότητας, της απόκλισης, που η γνωστή σ’ εμάς εκπαίδευση δεν επαινεί, ή μάλλον καταδικάζει. Υποστήριζε μάλιστα την άποψη –με πολύ μεγάλη τόλμη ανάμεσα σε τόσους φιλολόγους– ότι θα έπρεπε ο μαθητής που διακρίνεται περισσότερο για τα παραπάνω προσόντα να βραβεύεται. «Η εκπαίδευση είναι σφαγείο. Είναι μια βαθιά εσωτερική πίεση», σχολίασε, επεκτείνοντας τη σκέψη του και στο συνολικότερο περιβάλλον: «Η τηλεόραση τείνει να μας ψαλιδίσει…» «Μόνο η ιδιαιτερότητα παγιδεύει την αγάπη», κατέληξε, δίνοντας στην αγάπη το νόημα του απόλυτου στόχου και για τη ζωή και για την τέχνη.

Σ’ αυτό το σημείο, αν και καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης έδειχνε σχεδόν να αποφεύγει τα βλέμματα του ακροατηρίου, αποφάσισε να μας εξετάσει όλους περιμετρικά παρατηρώντας: «Γλυκά, θλιμμένα πρόσωπα. Υπάρχουν πάντα παιδιά με την πετριά μες στο σχολείο, αλλά χρειάζεται να τους δοθεί χρόνος. Δώστε δυο-τρία χρόνια στη χαζή νεότητα!»

Εξάπτοντας το ενδιαφέρον μας, αναφέρθηκε στη δική του σχολική εμπειρία, αποκαλύπτοντας ότι ήξερε από μικρός πως το μέλλον του ήταν δεμένο με το γράψιμο, όπως επίσης ότι στο μοναδικό μάθημα που τα πήγαινε καλά ήταν η έκθεση. Μάλιστα το διατυμπάνιζε, προκαλώντας το γέλιο των δικών του. Παρ’όλα αυτά, ίσως και γι’ αυτό, του ζήταγαν να βγάζει λόγους. «Έβγαινα πάνω κι έλεγα κάτι ελληνικούρες», θυμάται.

Καθώς άρχισε να περικυκλώνει το ακροατήριο μια αμήχανη σιωπή, μας παρακίνησε να στραφεί η συζήτηση σε πράγματα πιο θερμά, «στα χωράφια της ζωής» – όπου μας είχε προσκαλέσει από την αρχή κιόλας της συνάντησης. Απέναντι στο ανυποχώρητα «βουβό» ακροατήριο μνημόνευσε μια φράση του Νίτσε: «Τίποτε άλλο στη ζωή: ή γέλιο ή σιωπή.»

Η επόμενη ερώτηση ήταν από μας και αφορούσε στη διαδικασία που ακολουθεί κατά τη συγγραφή:

«Πώς συμβαίνει να απεικονίζετε τόσο αποστρογγυλευμένους ήρωες;»

«Είναι επειδή τις ιστορίες τις κρατάω μέσα μου.»

«Είναι τακτική αυτό;»

«Όχι, είναι αποτέλεσμα της ραθυμίας μου.»

Για καλή μας τύχη, η τελευταία αυτή ερώτηση ήταν τόσο επιτυχής, ώστε ο κ. Δημητρίου δε στάθηκε αποκλειστικά στην απάντησή της, αλλά μας αποκάλυψε και μια υπόθεση επικείμενης σύνθεσης. Μια παραμελημένη γυναίκα μονολογεί με ευγένεια στην παραλία. Στην αγορά ακούγεται μια φωνή «Κλέφτης! κλέφτης!» κι ένας Άραβας τρέχει. «Τον εφοδίασα με το ακαταμάχητο χαμόγελο ενός παιδιού από τα φανάρια και τον έστειλα στον χώρο της γυναίκας… Την πλησιάζει και της πιάνει τα πόδια…» Ώς εδώ η εξιστόρηση.. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αποφάσισε να μην την ολοκληρώσει, δίνοντάς μας απλώς ένα δείγμα της πρώτης ύλης προσεχούς διηγήματος, αν και ομολόγησε πως τον διασκεδάζει η ιδέα ότι το εξομολογείται, καθώς έχει την αίσθηση πως, άμα κάτι ειπωθεί, είναι σα να χάθηκε. – Άμα γραφεί όμως, παραμένει αιώνιο· έτσι δεν είναι;

Αν και μας είχε φανερώσει ήδη αρκετά, προτίμησε να συνεχίσει να μας περιγράφει τη διαδικασία σύνθεσης που ακολουθεί, αυτή τη φορά στρεφόμενος στον ρόλο που διαδραματίζει ο χρόνος: «Ο χρόνος βοηθάει την αφαίρεση. Κάτι που θα έγραφα φέτος σε 15 σελίδες, σταδιακά θα μειωνόταν. Ο χρόνος τα τακτοποιεί όλα, τα σμιλεύει… Αρκεί να τον αφήνεις να κάνει τη δουλειά του.» Αποδέχτηκε όμως και την παρατήρηση, από το ακροατήριο, ότι ενδεχομένως έτσι να βλάπτεται το αποτέλεσμα. Ο ίδιος δήλωσε, παρ’ όλα αυτά, ότι προτιμά αυτή τη λειτουργία, αναφέροντας με ενθουσιασμό μια κινέζικη παροιμία: «Αυτός που δεν έχει υπομονή δεν πρέπει να περιμένει τίποτα απ’ τη ζωή.» «Ισχύς στα μικρά, παντοδυναμία στα μεγάλα», διευκρίνισε καλύτερα την άποψή του.

Γελώντας μνημόνευσε σχολιαστικά τη ρήση του Μονταίνιου: «Οι μεγάλες έγνοιες βουβαίνονται, οι μικρές πολυλογούν.»

Μας γνωστοποίησε, επίσης, πως πάντα επιστρέφει στα κείμενα του, ανακαλύπτοντας πάντα λάθη προς διόρθωση («πλατειασμούς, πρωθύστερα, συγχύσεις, αντιφάσεις, επαναλήψεις…»), ενώ δε απέφυγε να μας πει ότι εκπλήσσεται με όσους λένε «Δε γυρίζω σε ό,τι έγραψα», επειδή κατά τη γνώμη του οι συγγραφείς είναι νάρκισσοι («Νοιάζονται γι’ αυτό που “βγαίνει έξω”…»), και μάλιστα οι πιο ταπεινόφρονες από αυτούς περισσότερο νάρκισσοι. Δεκτόν. Εξάλλου, πώς θα ήταν δυνατό να «κλειδώνονται» στα σπίτια τους χωρίς να έχουν τη βαθιά πεποίθηση ότι το έργο τους είναι αξιόλογο; – πολλές φορές και παραπάνω από αξιόλογο; Έχω την εντύπωση, όμως, ότι δεν φταίει η συγκεκριμένη ιδιότητα του «συγγραφέα». Μάλλον την ευθύνη την επωμίζεται η ιδιότητα του «ανθρώπου».

Εκεί που φαινόταν η συζήτησή μας έδειχνε να τείνει προς το τέλος της, ο ομιλητής υπέβαλε σχεδόν «απαιτητικά» μια «επικίνδυνη» ερώτηση, ως προϋπόθεση για να παραμείνει, καταλήγοντας ο ίδιος να δώσει τελικά μια τολμηρή απάντηση, αφού έγινε λόγος για κάποιες αρκετά ρηξικέλευθες απόψεις του σχετικά με την οικογένεια, που αναπτύσσονται και στο βιβλίο του «Σαν το Λίγο το Νερό». Ξεκίνησε τη σειρά των συλλογισμών του με τη φράση «Το κακό βρίσκεται στην ιδρυτική πράξη της οικογένειας» και συνεχίζοντας με τις άγνωστες για τα αφτιά μας εκφράσεις «κακοήθης “αγάπη” του σπαραγμού που επικρατεί στην τετραμελή οικογένεια», «παθολογική “αγάπη” της κοινής στέγης», «διαλυτική για κάθε συλλογικότητα διάσταση του πυρηνικού μοντέλου».

Ήταν πολύ ενδιαφέρουσες σ’ αυτό το σημείο οι αντιδράσεις της ομάδας. Ορισμένοι αναρωτιόντουσαν πώς θα υποστηρίξει αυτή την –για τους περισσότερους τουλάχιστον– πρωτάκουστη άποψη, μερικοί κατέβαλλαν τις όλες τις δυνάμεις τους για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τη σκέψη του, ενώ άλλοι φάνηκαν να την απορρίπτουν προκαταβολικά. Χωρίς λοιπόν να μας δώσει αρκετό χρόνο επεξεργασίας του λόγου του, σα να ανυπομονούσε για τη συνέχεια και τις αντιδράσεις μας, τόλμησε να ξεστομίσει μπροστά σε (μεγάλους) εφήβους: «Άσε το δίπολο μητέρας-παιδιού! Καλά λένε πως “όταν πεθαίνουν οι γονείς, αρχίζουν οι διακοπές”! Ούτε γρίπη δεν μπορείς να πάθεις όσο η ζει η μάννα σου…» (Και, σε καίριο σημείο της ανάλυσής του: «Υπάρχει τόση κακεντρέχεια… Ευτυχώς που το ρουθούνι τρεμίζει.») Δίχως παύση εξακολούθησε να υποστηρίζει θαρραλέα ότι δεν αγαπάμε το καλό έξω από το σπίτι μας διότι αμφισβητεί πως αυτό είναι ο ομφαλός της γης. «Από τη στιγμή που γεννιόμαστε ακούμε “Ο Σωτήρης είναι αυτό”, “O Σωτήρης είναι εκείνο”. Πώς να μη ζούμε με την πίστη ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου;» Ακόμη κι ευρύτερες ομαδοποιήσεις δεν κλιμακώνουν τα αισθήματα με τρόπο θετικότερο: «Η χαρά και της γειτονιάς και του σογιού είναι ψεύτικη.» Εύκολα παρατηρούσε κανείς ότι οι δειλές εκφράσεις μας πρόδιδαν ένα αίσθημα ενοχικής παραδοχής.

Διακόπτοντας για λίγο τον ειρμό του, προσέθεσε διστακτικά: «Μπορεί, βέβαια, η οικογένεια να είναι και το “λιγότερο κακό”. Δεν ξέρουμε τι θα μας επιφύλασσαν άλλες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας, που δεν έχουμε δοκιμάσει…» Γρήγορα πάλι, όμως, επέστρεψε στον τόνο της κριτικής του, παρουσιάζοντας ένα ακόμη επιχείρημα που αναμφίβολα όλοι, συνειδητά ή ασύνειδα, έχουμε διαπιστώσει: «Άσε το άλλο: την ανάγκη να αποδεικνύεις την αξία σου στην οικογένεια. Είναι σα να λέμε διαρκώς στη μάνα μας: “Καλώς έγιναν όλα! Άξιος ο μισθός σου!” Επιτακτικά και επεκτατικά σε όλους πρέπει να αποδεικνύουμε την αξία μας. Τί κουραστικό! Λες και γεννηθήκαμε για να αποδεικνύουμε ότι αξίζουμε.» Τρομαχτική η συνειδητοποίηση σχετικά με το πόσους ανθρώπους μπορεί να έχει γνωρίσει κανείς και να έχει συμπεριφερθεί απέναντί τους με γνώμονα την απόδειξη της αξίας του.

Η ερώτηση από το εντυπωσιασμένο ακροατήριο δεν άργησε να γίνει για το αν ισχύουν όλα τα παραπάνω και στις πολυμελείς οικογένειες. Παραδέχτηκε ότι σ’ αυτή την περίπτωση «τα πολλά παιδιά ελαφραίνουν το βάρος της προσήλωσης, αυτής της μορφής αγάπης που δεν δίνει χώρο, αυτή την ασφυξία από την πολλή αγκαλιά.» Τόνισε πως «τα παιδιά θέλουν λιγότερη σκιά. Ύψιστο καθήκον του γονέα είναι η ανεξαρτησία του γόνου του, η άσκησή του στην ανεξαρτησία από τα μικρά του χρόνια.» Συγκατατέθηκε στην ιδέα ότι μάλλον οι βόρειες οικογένειες αναθρέφουν ορθότερα τα τέκνα τους.

«Μπορεί να κάνω και λάθος», επανέλαβε τη χαρακτηριστική κατακλείδα του, «αλλά όλα τα παιδιά που βρισκόσαστε εδώ δεν θα έπρεπε στο σχολείο να κάνουν παρά μόνο τέτοια μαθήματα, πράγματα που τους αρέσουν.»

«“Μην αρνείσαι τις διασταυρώσεις”, έλεγε ο Νίτσε», πρόσθεσε σχολιάζοντας και τη συνθήκη που τον έφερε στη Λογοτεχνική Συντροφιά μας.

Μιλάγαμε πια για τη χρηστική αξία της προσφερόμενης μάθησης. «Οτιδήποτε πουλιέται έχει μικρή αξία», είπε μεταξύ άλλων επ’ αυτού.

«Καλό είναι που η τέχνη έχει τιμή;» ρώτησε κάποιος από μας.

«Κακό. Εκπόρνευση είναι.»

«Μα πώς θα ζούσε ο δημιουργός χωρίς να αμείβεται για τα έργα του;»

«Στη συνθήκη που περιέγραψα, δεν θα του χρειάζεται. Τώρα πουλάει το άρωμα της ψυχής του.»

Κοντά ήταν και ο ρόλος της γλώσσας, η οικονομική διάσταση που αναδεικνύεται και απ’ αυτήν. Η ανάγκη, επίσης, για μια ζωή χωρίς υπερβολικές εξαρτήσεις από αγαθά – «εννιά στα δέκα από τα οποία είναι άχρηστα και επικίνδυνα», επεσήμανε ο καλεσμένος μας.

Τελευταία κουβέντα για τη φύση, κάτι που γενικότερα απασχολεί τα γραπτά του: «Επεμβαίνουμε σαν κυρίαρχοι στη φύση, ενώ δεν την έχουμε ξεπεράσει πουθενά.»

Παρότι κουρασμένος, όπως ομολόγησε, και ταλαιπωρημένος εκείνη τη μέρα, ο κ. Δημητρίου άντεξε αισίως ένα ολόκληρο δίωρο εντατικής συζήτησης. Μιας συζήτησης που δεν περιορίστηκε απλώς στην ανταλλαγή απόψεων και την πρόσληψη πληροφοριών, αλλά σίγουρα κλόνισε καίριες έννοιες και δημιούργησε αρκετούς προβληματισμούς σχετικά με τη λογοτεχνική δημιουργία, τον ρόλο του σχολείου, τα ιδανικά του ανθρώπου, την οικογένεια. Δυνατό ερέθισμα για όσους από μας δεν γνώριζαν ήδη τον συγγραφέα. Μεγάλη αποζημίωση, φαντάζομαι, γι’ αυτούς που τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν ήδη. Εις το επανιδείν!

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ | Γράψτε σχόλιο

Η Συνάντηση με τον Γιάννη Πατίλη την τελευταία Τετάρτη του 2012

Τον φίλο της Λογοτεχνικής Συντροφιάς ποιητή Γιάννη Πατίλη υποδεχτήκαμε την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012 στη Βιβλιοθήκη του σχολείου, μετά τη λήξη των μαθημάτων –όσων έγιναν, δεδομένης της απεργίας–, στο πλαίσιο του θεματικού κύκλου για το «Συμβόλαιο μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία». Κοντά στο κεντρικό θέμα, τη Λογοτεχνική Συνάντηση αυτή απασχόλησαν ζητήματα ποιότητας του λογοτεχνικού έργου, η καλαισθησία στον γραφόμενο κι εκδιδόμενο λόγο (έντυπα και ηλεκτρονικά), η σχέση φιλολογίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας κ.ά. Εκτός από το φύλλο των «Συστάσεων» (βιοεργογραφικά στοιχεία), μοιράστηκαν κάρτες με ποιήματα του προσκεκλημένου ποιητή. Κυκλοφορήθηκαν, επίσης, μεταξύ των παρόντων το κείμενό του «Ελληνικά και ιστορική ορθογραφία στην πλανητική εποχή» και μια επιλογή ποιημάτων ποιητικής του.

Γιάννης Πατίλης: Εργοβιογραφία

Πλακέτα

Κατηγορίες: ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ | Ετικέτες: | Γράψτε σχόλιο

Ανταπόκριση από τη Συνάντηση των Ομίλων Λογοτεχνίας και Κινηματογράφου με τον Δημήτρη Μαυρίκιο στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012, στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία» και στο Πλαίσιο Αναζητήσεων σχετικά με τη Σεναριακή Γραφή

Γράφει: η Κατερίνα Νικολάτου.

Την τελευταία Τετάρτη του Νοεμβρίου, τα μέλη των Ομίλων Λογοτεχνίας και Κινηματογράφου αποφασίσαμε να μοιραστούμε μεταξύ μας τους προβληματισμούς, τις απορίες και τον καλεσμένο μας, τον σκηνοθέτη (κινηματογράφου και θεάτρου) και μεταφραστή Δημήτρη Μαυρίκιο.


Της συνάντησης προηγήθηκε η προβολή της μαγνητοσκόπησης μιας ενδιαφέρουσας θεατρικής παράστασης που είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος, με κείμενο σε δική του μετάφραση, πάνω στην οποία έκανε αργότερα κάποιες παρατηρήσεις.

Η συζήτηση ξεκίνησε σε ανάλαφρο κλίμα, με τον κ. Μαυρίκιο να θίγει το θέμα του προφορικού λόγου και τη σημασία του για την επιβίωση του πολιτισμού μας. Επέμεινε στη σοβαρότητα της προφορικής παράδοσης και παρατήρησε ότι ίσως όλα να ήταν χειρότερα στον πολιτισμό χωρίς την προφορικότητα. Τόνισε την ιδιαιτερότητα των διαλόγων στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Παραπέμποντας στον επικαιρικό θόρυβο για τα φωνήεντα (φθόγγους), παρατήρησε ότι η ελληνική γλώσσα έχει πράγματι πέντε, αν και, προσέθεσε αστεϊζόμενος, στις δραματικές σχολές έχει παρατηρήσει ότι έχουν αναπτυχθεί από τους νεαρούς σπουδαστές άλλα δύο ξενικά, ένα /e/ και ένα /ο/ επιπλέον.

Σχετικά με τις περιπέτειες της γραφόμενης ελληνικής, πήρε μια πολύ ανοιχτή θέση: Ο ίδιος γράφει, ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες και το μέσο, και σε πολυτονικό και σε μονοτονικό και σε greeklish, παρότι προβληματισμένος για τις εκπτώσεις της ελληνικής, όπως και για το αδιέξοδο όσων την γράφουν σε συνθήκες παγκόσμιας κυριαρχίας του λατινικού αλφαβήτου. Ανέφερε διάφορα που είχε επισημάνει σε παλαιότερο άρθρο του σχετικά.

Προβλήθηκε η ένσταση ότι μπορεί στην πορεία της ζωντανής γλώσσας να γεννήθηκαν κι άλλα φωνήεντα. «Και το πολυτονικό, εντάξει – ξεπεράστηκε», προσέθεσε ο εταίρος της Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Δεν αρνήθηκε τίποτε απ’ αυτά ο κ. Μαυρίκιος. «Αν αυτή είναι η μοίρα μας», είπε ωστόσο, «εγώ θα συνεχίσω κάποιες από αυτές τις αξίες να τις υπερασπίζομαι.»

Από την πείρα του στο θέατρο και τον κινηματογράφο ξεχώρισε δύο «νόμους» του λόγου στους διαλόγους: Πρώτον, να αποφεύγουμε «γρίφους» (να επιδιώκουμε απλούστερες διατυπώσεις, ευκρίνεια και αμεσότητα), γιατί ο αναγνώστης έχει επαρκή χρόνο αντίληψης (σύλληψης και αφομοίωσης), καθώς και τη δυνατότητα επανάληψης (επιστροφής στα προηγούμενα), αλλά ο θεατής, όπως και ο ακροατής, όχι. Χαρακτηριστικό είναι ένα κατασκευασμένο παράδειγμα λόγου εκτεθειμένου σε διπλή ανάγνωση που έφερε, το οποίο χρειάστηκε να γραφτεί στον πίνακα της βιβλιοθήκης για να το καταλάβουμε: «Λήγει η θεομίσητη προπομπή των δαυλών. Αναμένεις τη στάχτη πια, καημένη γη προδομένων γονιών…» Η πρόταση αυτή μπορεί κάλλιστα να γίνει αντιληπτή και ως: «Λίγοι οι θεομίσητοι προπομποί των δαυλών, αναμμένοι στη στάχτη πια. Καημένοι γιοι προδομένων γονιών…»

Και, δεύτερον, να προσέχουμε την ευφωνία. Ο Μάριος Πλωρίτης του είχε κάνει μιαν απρόσμενη παρατήρηση στην αρχική μετάφραση της «Ανδρομάχης»: είχε πολλά συριστικά. Πράγματι, το διόρθωσε σε επόμενη θεώρηση. Το ίδιο με τα σύμφωνα συμβαίνει και με τα φωνήεντα, που η πρόσληψή τους εξαρτάται από τους χώρους, τους υπερβολικά μεγάλους ή με μέτρια ακουστική. Έδωσε σχετικά παραδείγματα. Με την ευκαιρία, εξέφρασε τη δυσφορία του εξαιτίας της προχειρότητας που έχει διαπιστώσει μερικές φορές να φτάνει ώς τη συσσώρευση ανεξέλεγκτων κακέμφατων στα σκηνικά κείμενα. Τα νέα παραδείγματα που έφερε γέννησαν πολλή ευθυμία.

Έπειτα προέβη σε παρατηρήσεις σχετικά με την οικονομία της στιχουργίας στη μετάφραση. Επεσήμανε ότι η έκταση λέξεων μιας γλώσσας δεν είναι δυνατόν να ρυθμίζει και την έκταση ενός ολόκληρου έργου, και η ελληνική, παρά την εκφραστικότητα και το ιστορικό της βάθος, φαντάζει «φλύαρη» στον μεταφραστή. «Η πιο σίγουρη μονάδα μέτρησης του θεατρικού χρόνου», υπογράμμισε, «είναι η συλλαβή. Δεν μπορεί μια τρίωρη παράσταση στα αγγλικά να γίνεται εξάωρη στα ελληνικά επειδή εκφραζόμαστε περίπου με τις διπλάσιες συλλαβές» – και επιφόρτισε τον μεταφραστή με την υποχρέωση να προσαρμόζει το λόγο της γλώσσας του στην έκταση του έργου.

Κι άλλη ένσταση από το ακροατήριο: «Άλλωστε πολλά χάνονται και από την ίδια τη μετάφραση.» Θα πρέπει εντούτοις, υποστήριξε ο καλεσμένος μας, να αξιώνουμε διαρκώς καλύτερες δουλειές. Θυμήθηκε τον Πιραντέλο που δήλωνε ότι δεν μπορεί το έργο να τελειώνει με την τελεία που βάζει ο συγγραφέας του. Κάθε γενιά πρέπει να καταθέτει τη δική της άποψη πάνω στο ζήτημα της αρτιότερης απόδοσης.

Αυτή η παρατήρηση έδωσε νέα πνοή στην συζήτηση, αφού ο κ. Μαυρίκιος έσπευσε να μας δώσει χαρακτηριστικά παραδείγματα διλημμάτων που αντιμετωπίζει ένας μεταφραστής, ακόμα και από τίτλους έργων που αποδόθηκαν αβασάνιστα και παραπλανητικά στη γλώσσα μας. Χαρακτηριστικό ήταν ένα λογοπαίγνιο που θυμήθηκε από τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς. Σε κάποιο σημείο, η Λώρα, η κεντρική ηρωίδα, εξηγεί πώς ένα αγόρι που κάποτε είχε ερωτευτεί την αποκαλούσε «Μπλε Ρόδο». «When I had that attack of pleurosis», λέει, «he asked me what was the matter when I came back. I told him I had pleurosis. And he thought I said “Blue Roses”. So that’s what he always called me after that…» Ο συνδυασμός «pleurosis» και «Blue Roses» ήταν η αιτία του προβλήματος που είχε να αντιμετωπίσει τόσο αυτός όσο και άλλοι μεταφραστές πριν από αυτόν, των οποίων οι μεταφράσεις δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες και μας προκάλεσαν μέχρι και γέλιο. Για παράδειγμα ο Σπάνιας στη δεκαετία του ’40 κατέφυγε στον συνδυασμό «Χαζό [;] κρύωμα» – «Γαλάζιο Κρίνο», ο Κακογιάννης στη δεκαετία του ’70 δημιούργησε τον συνδυασμό «απλό συναχάκι» – «Μπλε Συννεφάκι», ο Βολανάκης στη δεκαετία του ’80 έγραψε «κρίση άσθμα» – «Γκρίζο Άσμα», ενώ στους ελληνικούς υποτίτλους της ταινίας αποδόθηκε με το ζευγάρι «… αμυγδαλές» – «… αμυγδαλιές» (χωρίς μεγάλη σιγουριά για το επίθετο που προηγείτο). Εντέλει, ο κ. Μαυρίκιος, κάνοντας την πιο επιτυχημένη μετάφραση, βάζει την Λώρα να λέει: «…με ρώτησε τι είχα κι έλειψα από τα μαθήματα. “Έναν πλευρόπονο”, του είπα εγώ… Eκείνος κατάλαβε “ένα μπλε ρόδο”…» (και η μεταφραστική του λύση υιοθετήθηκε σιωπηρά από δύο κατοπινούς μεταφραστές).

Εκεί πάνω, η συζήτηση στράφηκε γύρω από τους τρόπους συγγραφής ενός σεναρίου. Οι συμβουλές και οι απόψεις του κ. Μαυρίκιου πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Οι περισσότεροι, είπε, δηλώνουν πως έχουν μια ιδέα και την υλοποιούν «βλέποντας εικόνες». Θεμέλιο, όμως, ενός σεναρίου είναι η αυτογνωσία του σεναριογράφου: τι ταιριάζει στον καθέναν. Επειδή είναι πολλών ειδών καλλιτέχνες οι σεναριογράφοι. Ο ένας είναι ζωγράφος, ο άλλος λογοτέχνης, ο τρίτος ηθοποιός κ.τ.λ. Ο ζωγράφος θα μπορούσε να ξεκινήσει με σκίτσα, ο ηθοποιός ορμώντας μέσα στο ρόλο κ.ο.κ. Το πιο συνηθισμένο είναι να ξεκινούν γράφοντας την ιστορία σαν μικρό διήγημα, αν και άλλοι θέλουν από την αρχή χωριστά τις σκηνές. Χρήσιμο είναι να γνωρίζεις τους ηθοποιούς – να έχεις μέσα σου την εικόνα τους και τη φωνή τους. Επέμεινε στην ποικιλία σεναριογραφικών τύπων, παρά τις ενστάσεις που προβλήθηκαν. Κάθε σεναριογράφος πρέπει να βρει τον καλλιτέχνη μέσα του, τον ζωγράφο, τον ηθοποιό, τον λογοτέχνη…, και να του επιτρέψει την έκφραση.

Συμφώνησε, επίσης, και με την άποψη ότι η σύνδεση/ταύτιση του κινηματογράφου με το θέατρο στη χώρα μας είχε αρνητικές συνέπειες, επειδή υπήρξαν «κακοαφομοιωμένες οι καταβολές του θεάτρου στην Ελλάδα». Αναφέρθηκε στο «Κραυγές και Ψίθυροι», την ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, για να τονίσει ότι ο καλός κινηματογράφος δεν φοβάται να φανερώσει τη σχέση της 7ης Τέχνης με τη μητρική της, το θέατρο. Αυτή η ταινία είναι ένα συναρπαστικό παράδειγμα όπου έχει γίνει τεράστια δουλειά με τους ηθοποιούς σε καθαρά υποκριτικό επίπεδο, όπως στο θέατρο, ειδικότερα για το μέρος των ψιθύρων και των σιωπών. Και πρόκειται για μια ταινία απολύτως «ενηλικιωμένη» απέναντι στο θέατρο, μια ταινία στην οποία έχουν εξελιχθεί απίστευτα οι κινηματογραφικοί κώδικες (π.χ. τα ιστορικής σημασίας «μονοπλάνα»). Σ’ αυτήν έχουμε «πολύ θέατρο χωρίς λόγο»: εκπληκτικη «θεατρική» δουλειά από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς για μεγάλες βουβές διάρκειες υποκριτικής έντασης, από τις οποίες απουσιάζουν οι διάλογοι, που ενίοτε προσδίδουν «θεατρικότητα» στον κινηματογράφο.

Στη σωρεία αναφορών που ακολούθησε, ομόφωνο ήταν το εγκώμιο στο «Η Γη τρέμει» («La Terra trema», 1948) του Λουκίνο Βισκόντι. Ὁ κ. Μαυρίκιος εξήρε τη σκηνή του ομαδικού γέλιου με ηθοποιούς χωρίς καμιά προπαιδεία.

Στη συνέχεια, ωστόσο, είπε ότι τον έχει πολύ κερδίσει το θέατρο. Δεν τον ικανοποιεί το γεγονός ότι στο σινεμά ό,τι βλέπεις έχει ήδη διαδραματιστεί. Στο θέατρο, αντίθετα, δεν είναι ασφαλή ποτέ τα νώτα σου – συνυπολογίζοντας και την επίγνωση του θεατή ότι ο ηθοποιός «βγάζει τον εαυτό του» επί σκηνής, την «αλήθεια της στιγμής». Από την άλλη, τόνισε ότι η τέχνη πρέπει σε όλες τις μορφές της να καλλιεργείται με ελευθερία. Απόλυτη ελευθερία, αλλά με σεβασμό στα τεχνικά ζητήματα.

Η συζήτηση εστιάστηκε κατόπιν και στη μαγνητοσκοπημένη παράσταση που είχαμε παρακολουθήσει. Σχολίασε τις προσαρμογές που δοκίμασε, τη θεατρική ομάδα που εμπιστεύτηκε, τέλος τα πρόσωπα που ξεχώρισε στη θητεία του ως σκηνοθέτης.

Συζητώντας, ενημερώθηκε για τις πρωτοβουλίες της θεατρικής ομάδας του σχολείου μας από μέλη της που παρευρίσκονταν στη συνάθροιση και κυρίως από την κ. Λαμπρίνα Μαραγκού. Εξεπλάγη με την επιλογή του Θουκυδίδη για ανέβασμα και έδειξε ευχαρίστηση από την ιδέα του συμπιλήματος από τον Αριστοφάνη.

Σε ερώτηση αν μετάνιωσε που δεν συνέχισε τη σταδιοδρομία του στο εξωτερικό απάντησε με χιούμορ: μέχρι πρότινος θα το σκεφτόταν, είπε, αλλά μια πρόσφατη εμπειρία του κλίματος από τη Γαλλία τον καθησύχασε ότι έκανε καλή επιλογή…

Μια τελευταία κουβέντα για τη δεινή περίσταση που διέρχεται η χώρα έδωσε στον προσκεκλημένο μας τη δυνατότητα ενός καίριου σχολίου: «Θα περάσουν όλα», είπε. «Έναν φόβο έχω: Οι ξένοι δεν ξέρουν το δημογραφικό μας πρόβλημα. Η Ελλάδα δεν έχει αποικιοκρατική σχέση με τους λαούς που την πλημμύρησαν. Δεν τους ήξερε καν… Δεν μοιάζει η περίπτωσή της με την περίπτωση των άλλων δυτικών χωρών. Και αυτό μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.»

Οι απόψεις του καλεσμένου μας, που μας αιφνιδίασαν αρκετές φορές, ήταν απολύτως ερεθιστικές –πράγμα που, άλλωστε, είναι το ζητούμενο μιας συζήτησης– κι ως εκτούτου άκρως ενδιαφέρουσες. Ο ίδιος ήταν χωρίς άλλο ένας εύγλωττος ομιλητής με πείρα και γνώση. Ο χρόνος πέρασε γρήγορα, η συζήτηση κύλησε αβίαστα και όλοι φύγαμε σίγουρα με αρκετή τροφή για σκέψη.

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ | Ετικέτες: | Γράψτε σχόλιο

Συνάντηση με τον Σωτήρη Δημητρίου, Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου

Την Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου, στη Βιβλιοθήκη του σχολείου, μετά τη λήξη των μαθημάτων, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον πεζογράφο Σωτήρη Δημητρίου στο πλαίσιο του θεματικού κύκλου για το «Συμβόλαιο μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία». Με χαρά είδαμε εκεί ξανά, για πρώτη φορά φέτος, φίλους και φίλες του προγράμματος από προηγούμενα χρόνια. Ζωή και τέχνη διαπλέκονταν σχεδόν σταθερά στα θέματα που απασχόλησαν την ομήγυρη.

Σωτήρης Δημητρίου: Βιογραφικό-Εργογραφικό σημείωμα

Τιμητική Πλακέτα

Κατηγορίες: ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ | Ετικέτες: | Γράψτε σχόλιο

Συνάντηση με τον ποιητή και δοκιμιογράφο Γιάννη Πατίλη, Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Κατηγορίες: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ | Γράψτε σχόλιο

Συνάντηση με τον πεζογράφο Σωτήρη Δημητρίου, Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Κατηγορίες: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ | Γράψτε σχόλιο

Δυο Άνθρωποι των Γραμμάτων που γνώρισαν Μαθητές/-τριες του Σχολείου μας στο Παρελθόν. Προσκεκλημένοι της Λογοτεχνικής Συντροφιάς αυτόν τον Δεκέμβριο

Η αναχώρηση της Τρίτης Τάξης για την εκδρομή τελειοφοίτων στις 6 Δεκεμβρίου, και με συνοδούς τούς υπεύθυνους για τη διοργάνωση των Λογοτεχνικών Συναντήσεων, καθιστά απρόσφορη για τις εργασίες της Λογοτεχνικής Συντροφιάς την επόμενη Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου. Οι συναντήσεις θα συνεχιστούν, λοιπόν, μετά την εκδρομή αυτή, και θα είναι δύο μέσα στον Δεκέμβριο, με επιφανείς εκπροσώπους των γραμμάτων μας, έναν πεζογράφο και έναν ποιητή, που είχαν την τύχη να γνωρίσουν κατά το παρελθόν σημερινοί απόφοιτοι του σχολείου μας και που, κατά σύμπτωση, μόλις έδωσαν στη δημοσιότητα από ένα νέο τους βιβλίο.

1. Την Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012 θα υποδεχτούμε στη Βιβλιοθήκη του σχολείου, 2,15΄ μ.μ., τον πεζογράφο Σωτήρη Δημητρίου, που είχε συναντηθεί με τη Λογοτεχνική Συντροφιά (με υπεύθυνους την κ. Αγάθη Μαρκάτη και τον κ. Γιώργο Κομματά) στον πρώτο χρόνο λειτουργίας της (2006-2007: «Συζητώντας με Λογοτέχνες»). Τη συνάντηση μνημονεύει σχόλιο της επόμενης (της Όλιας Δέδε, στην ενότητα «Διαβάζοντας Λογοτεχνία…»). Πρόσφατα κυκλοφορήθηκε η συλλογή διηγημάτων του Σ. Δημητρίου Το Κουμπί και το Φόρεμα, από τις εκδόσεις Πατάκη.

2. Την τελευταία Τετάρτη του τρέχοντος έτους, 19 Δεκεμβρίου 2012, πάντα στη Βιβλιοθήκη του σχολείου, 2,15΄ μ.μ., θα συναντηθούμε και θα κουβεντιάσουμε με τον ποιητή Γιάννη Πατίλη, που η Λογοτεχνική Συντροφιά (με υπεύθυνες προγράμματος τις κκ. Αγάθη Μαρκάτη και Ζωή Κούτρα) είχε υποδεχτεί σε δύο διαδοχικές συναντήσεις κατά την 4η περίοδο λειτουργίας της (Φεβρουάριος 2010: «Συν-ομιλώντας με Λογοτέχνες»). Πρόσφατα κυκλοφορήθηκε η ποιητική συλλογή του Γ. Πατίλη Αποδρομή του Αλκοόλ και Άλλα Ποιήματα από τις εκδόσεις  Ύψιλον/βιβλία.

Κατηγορίες: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ | Ετικέτες: , | Γράψτε σχόλιο

Η Συνάντηση των Ομίλων Λογοτεχνίας και Κινηματογράφου με τον Δημήτρη Μαυρίκιο

Την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου στη Βιβλιοθήκη του σχολείου, μετά τη λήξη των μαθημάτων, οι συντροφιές των Ομίλων Λογοτεχνίας και Κινηματογράφου, σε μια από κοινού διοργάνωση, συνάντησαν τον σκηνοθέτη κινηματογράφου και θεάτρου καθώς και μεταφραστή Δημήτρη Μαυρίκιο, στο πλαίσιο αφενός του θεματικού κύκλου για το «Συμβόλαιο μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία» και αφετέρου των προβληματισμών γύρω από τη σεναριακή γραφή. Η συζήτηση κινήθηκε με αρκετή ελευθερία και προς άλλα παρεμφερή θέματα, ιδίως όμως γύρω από τη μετάφραση του λόγου που προορίζεται για τη σκηνή.

Δημήτρης Μαυρίκιος: Βιογραφικό-Εργογραφικό σημείωμα

Τιμητική πλακέτα

Κατηγορίες: ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ | Ετικέτες: , , , | Γράψτε σχόλιο

Ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴ Συνάντηση τῆς Λογοτεχνικῆς Συντροφιᾶς μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Πουλῆ στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Σχολείου τὴν Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012 στὸ Πλαίσιο τοῦ Θεματικοῦ Κύκλου «Τὸ Συμβόλαιο Μεταξὺ Πομποῦ καὶ Δέκτη στὴ Λογοτεχνία»

Γράφει: η Ιωάννα Αλεξοπούλου

Τὴν Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ συζητήσουμε στὴ βιβλιοθήκη τοῦ σχολείου μας μὲ τὸν ἠθοποιό, σκηνοθέτη, συγγραφέα καὶ μεταφραστὴ Κωνσταντῖνο Πουλῆ. Ἡ συνάντηση πραγματοποιήθηκε στὸ πλαίσιο τῶν συναντήσεων τοῦ ὁμίλου τῆς Λογοτεχνικῆς Συντροφιᾶς, ποὺ διανύουν φέτος τὸν ἕβδομο χρόνο τους, καὶ ἡ συζήτηση ἐστιάστηκε κυρίως στὸ θέατρο καὶ τὸ κοινό του, στοὺς κοινωνικοὺς ὅρους τῆς ὑπηρέτησής του καὶ βεβαίως στὴ συναφὴ κριτική.

Ἀρχικὰ ὁ κ. Πουλῆς, τοποθετούμενος σχετικὰ μὲ τὸν θεματικὸ κύκλο τοῦ «Συμβολαίου Μεταξὺ Πομποῦ καὶ Δέκτη», ἐπισήμανε τὴ βασικὴ διαφορὰ ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν μελῶν στὸ θέατρο: «Τὸ κοινὸ εἶναι παρὸν καὶ κρίνει ἄμεσα», παρατήρησε. Τὸ θέατρο εἶναι ἀπὸ τὶς τέχνες ποὺ δέχονται κατευθεῖαν καὶ συλλογικὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ κοινοῦ. Στὴ λογοτεχνία, τὴ μουσικὴ ἢ τὴ ζωγραφικὴ καὶ τὴ γλυπτικὴ δὲ συμβαίνει τὸ ἴδιο, μιᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης –στὴν περίπτωση τοῦ βιβλίου–, ὁ ἀκροατής –στὴν περίπτωση τῶν ἀσμάτων ἢ τῶν ὀρχηστρικῶν κομματιῶν– καὶ ὁ θεατής –στὴν περίπτωση τῆς ζωγραφικῆς ἢ τῆς γλυπτικῆς– ἀπολαμβάνει μόνος του τὴν τέχνη. Σ’ αὐτὸ ἔχει συντελέσει καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας. Στὸ θέατρο τὸ κοινὸ παρακολουθεῖ ἀπευθείας τὰ γεγονότα νὰ διαδραματίζονται μπροστά του μὲ ἀποτέλεσμα καὶ τὸ ἴδιο νὰ ἐπηρεάζει τὸν ἠθοποιό. «Στὴν ἀρχαιότητα τὰ ἔργα ἔπρεπε νὰ ἀρέσουν στὸ κοινὸ γιὰ νὰ ἐπιβληθοῦν. Δὲν ὑπῆρχαν “καταραμένοι καλλιτέχνες” τότε. Αὐτὴ ἡ κατάσταση στηριζόταν θεσμικά. Ὁ Πλάτωνας διαφωνοῦσε μὲ αὐτὸ τὸ καθεστώς, τὴ “θεατροκρατία”. Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης, ποὺ ἀσχολήθηκε βαθιὰ μὲ τὸ ζήτημα, ὑποστηρίζει ὅτι ἦταν ἕνα κοινὸ τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ ἐκτιμήσει τὴν ποιότητα… Σήμερα ἡ πρωτοπορία ἰσχυρίζεται: “Αὐτὸ ποὺ κάνω δὲν τὸ καταλαβαίνετε.” Ὁ σπουδαῖος Γάλλος ἠθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητὴς καὶ θεωρητικὸς τοῦ θεάτρου Ἀντονὲν Ἀρτὸ εἶχε φτάσει νὰ λέει: “Ἅμα ἀρέσει τὸ ἔργο, τὸ κατεβάζω… Πρέπει νὰ μὲ βρίζουν οἱ κριτικοί…”. Ἔχει γενναιότητα αὐτὸ τὸ εἶδος πρωτοπορίας», συνέχισε ὁ καλεσμένος μας καλλιτέχνης. «Σκεφτεῖτε τὴν ἄρνηση στὴ “δόξα τοῦ ἠθοποιοῦ”!

Κανονικά, λοιπόν, εἶναι δύσκολο νὰ πάρεις τὴν ἀπόφαση νὰ εἶσαι “πρωτοπόρος” / “πρωτοποριακός”. Σήμερα, βέβαια, ὑπάρχουν κάτι “πρωτοπόροι” ποὺ χρηματοδοτοῦνται συστηματικὰ ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ ποὺ βρίσκουν ὅλες τὶς πόρτες ἀνοιχτές… Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὰ εἴδη ποὺ θεραπεύουμε: Στὴν ἐπιθεώρηση, λ.χ., ἐκλιπαρεῖς νὰ ἀρέσεις στὸ κοινό. Ὁ Πίτερ Μπρούκ, ἴσως ὁ μεγαλύτερος θεατράνθρωπος τοῦ καιροῦ μας, ἐγκωμιάζει τὸ κοινό, ὅποιο ἐπίπεδο κι ἂν τὸ κατηγοροῦν ὅτι ἔχει. Ἐγκρίνει τὸν σεβασμὸ τοῦ κοινοῦ. Εἶναι μιὰ συνθήκη ἀνάλογη τῆς Δημοκρατίας. Ἡ Δημοκρατία εἶναι ἀναμφίβολα ἄριστο πολίτευμα. Κι ἐντούτοις, οἱ ἄνθρωποι, ὅσο κι ἂν ἀποφασίζουν δημοκρατικά, ἔχουν πολὺ συχνὰ ἄδικο.» Τί θὰ πρότεινε ὁ κ. Πουλῆς; «Ταυτοχρόνως νὰ σεβαστοῦμε τὴ γνώμη τοῦ κοινοῦ (κι ἂς ἀποθεώνει τοὺς τηλεοπτικοὺς ἀστέρες) καὶ νὰ μὴν τοῦ χαριστοῦμε – νὰ διατηρήσουμε τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς φωνῆς μας… Ἕνας καλλιτέχνης δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γκρινιάζει γιὰ τὴν ἐπιτυχία ἑνὸς ἀτάλαντου συναδέλφου του. Νὰ τὴν καταγγέλλει, ἀλλὰ νὰ μὴ γκρινιάζει.»

Ἀναφέρθηκε στὴν ἐμπειρία του ἀπὸ τὴ συνεργασία μὲ τοὺς «Τσιριτσάντσουλες»: «Ἕνα “ἡρωικὸ σχῆμα”… Αὐτὸς εἶναι ἕνας τρόπος νὰ ἐπικοινωνεῖς μὲ τὸ κοινὸ χωρὶς νὰ τὸ κολακεύεις. Βεβαίως, ὅταν κάνεις “θέατρο δρόμου”, εἰσπράττεις πολλὲς δυσάρεστες ἐμπειρίες», ὁμολόγησε. «Ὁ κόσμος ἀναλογίζεται: “Ἅμα ἦταν καλός, κάπου ἀλλοῦ θὰ βρισκόταν τώρα…” – κι ὄχι στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ νὰ ξελαρυγγιάζεσαι γιὰ ν’ ἀκουστοῦν οἱ ἀτάκες σου. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, ἐσὺ ἔκανες νὰ γελάσουν μὲ ἀστεῖα χιλιάδων ἐτῶν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν ἐνδεχομένως πατήσει σὲ θέατρο ποτέ… Τρόποι, δέ, γιὰ νὰ παίξεις ὑπάρχουν πολλοί. Δὲν συνοψίζονται: εἶναι ὅσοι κι οἱ καλλιτέχνες.»

Στὴ συνέχεια μᾶς ρώτησε ἂν γράφουμε ποιήματα, ἂν ἔχουμε συμμετάσχει σὲ κάποια θεατρικὴ παράσταση καὶ ἂν κρατᾶμε ἡμερολόγιο. Πρότεινε τουλάχιστον νὰ κρατᾶμε ἡμερολόγιο. «Ἡ γραφή, ἀκόμα κι ἂν δὲν δείχνεις τὰ γραπτά σου, εἶναι ὑπέρβαση τῆς μοναξιᾶς καὶ ἄμυνα κατὰ τῆς δυσάρεστης πραγματικότητας.» Θυμήθηκε τὸν Σεφέρη. Παρατηρήθηκε ὅτι ὁ Σεφέρης κρατοῦσε ἡμερολόγιο μὲ σκοπὸ νὰ τὸ δημοσιεύσει. Συμφώνησε. Καὶ προσέθεσε ὅτι, παραδόξως, ὅσο πιὸ νέος ἦταν ὁ ποιητὴς αὐτός, τόσο μεγαλύτερη ἀγωνία εἶχε.

«Ἡ πραγματικότητα ἔχει μιὰ σταθερὴ ἀδικία ποὺ δὲν μπορεῖς ν’ ἀμφισβητήσεις», εἶπε ἐνισχύοντας τὴν ὑπόδειξή του. «Σὲ μιὰ τάξη ὑπάρχει ὁ πιὸ ὡραῖος ἢ ἡ πιὸ ὡραία, ὁ καλύτερος μπαλαδόρος, ὁ χαρισματικὸς μὲ τὰ ροῦχα κ.ο.κ. Εἰκόνες ἱεραρχίας. Γράφοντας, ὅμως, ἔχεις μιὰ γωνιὰ ὅπου ἡ ἱεραρχία δὲν ἰσχύει. Δίνοντας τὸ κείμενό σου μάλιστα, ἔστω στὴν “κολλητή” σου, ἔχεις ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ὅλη τὴν ἀδικία. Ἐλπίζω νὰ μὴ φτάσουμε ποτὲ στὴν κατάσταση τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου σὲ ρωτᾶνε χωρὶς συστολὴ “Πόσα βγάζεις ἐσύ;”, μὲ τὴν ἔννοια “Πόσο ἀξίζεις;”… Ἡ Lady Gaga “εἶναι καλὴ” ἐπειδὴ “βγάζει τόσα”· δὲν “βγάζει τόσα” ἐπειδὴ “εἶναι καλή”!»

Μνημόνευσε τὸν βιολιστὴ στὸ διήγημα τοῦ Μιχαὴλ Μητσάκη «Ἐν τῷ Ξενοδοχείῳ». «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ διαλύει τὴν ἱεραρχία;» κατέληξε: «Ἡ ἀγάπη. Ὅσο ὡραία κι ἂν ἀναγνωρίζει ἕνα παιδάκι ὅτι εἶναι ἡ μητέρα τοῦ φίλου του, μὲ τὴ μητέρα τὴ δική του δὲν τὴ συγκρίνει. Ὁ ἐρωτευμένος ἄνθρωπος δὲν συγκρίνει τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου του μὲ κανένα ἄλλο. Δὲ σκέφτεται ἂν κάποια ἄλλη γυναίκα ἢ κάποιος ἄλλος ἄνδρας εἶναι καλύτερη ἢ καλύτερος ἀπὸ αὐτὴν ἢ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάει. Τέτοια εἶναι καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς τέχνης… Ὁ Καβάφης ἀφομοίωσε, λένε, ὑλικὸ “δευτεροκλασάτο”. Ναί, ἀλλὰ παρήγαγε τὸ “πρωτοκλασάτο” δικό του. Ἡ σχέση πομποῦ-δέκτη εἶναι πολὺ προσωπική· εἶναι σὰν ἠλεκτρικὴ ἐκκένωση… Ἀκοῦμε κάθε λογῆς μουσική, διαβάζουμε κάθε λογῆς βιβλία. Τὸ κοινὸ δὲν εἶναι ἑνιαῖο. Ἀλλὰ ὑπάρχουν μηχανισμοὶ διαμόρφωσης τάσεων…».

Ἐπήνεσε τὸν Γιάννη Κιουρτσάκη γιὰ τὶς παρατηρήσεις του σχετικὰ μὲ τὸ ἑλληνικὸ θέατρο σκιῶν. «Κατασκευάστηκαν φιγοῦρες», εἶπε, «ποὺ ἐξαφανίστηκαν ἐξαιτίας τοῦ κοινοῦ ὑποδοχῆς. Ὁ Καραγκιόζης διαμορφωνόταν ἐξ ὁλοκλήρου “προφορικά”, “ζωντανά”. Ἡ τυπογραφία σταμάτησε τὴν ἐξέλιξή του. Διαφορὰ μὲ τὸ ρεμπέτικο, ποὺ ἡ ἠχογράφηση τὸ εὐνόησε.»

Μιλώντας γιὰ πρόσωπα τῆς ἐπικαιρότητας, διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ διερώτηση τοῦ ἠθοποιοῦ εἶναι ἠθικῆς τάξεως: «Τί θὲς νὰ κάνεις μὲ τὸ ταλέντο σου; ποῦ τὸ πᾶς; “Τὸ ταλέντο εἶναι μίγμα ἱκανότητας καὶ χαρακτήρα”, ἔλεγε ὁ Μπαλζάκ. Ἀκόμα καὶ οἱ ὑπερβολικὲς ἀμοιβὲς ἐνοχοποιοῦν τὶς προθέσεις. Δὲν ἔρχονται ἐκ τῶν ὑστέρων, ὡς ἐπιβράβευση τῆς ἀκεραιότητας. Χορηγοῦνται προγραμματικὰ στὴν πρόσμιξη τοῦ λαϊκισμοῦ. Δυστυχῶς, οἱ μηχανισμοὶ ἐπηρεάζουν τὸ συμβόλαιο. Καὶ χωρὶς νὰ “πουλήσεις τὴν ψυχή σου στὸν διάβολο”, πῶς μπορεῖς νὰ προσπεράσεις τοὺς μηχανισμούς; Προκειμένου γιὰ τοὺς σκηνοθέτες, τὰ πράγματα εἶναι πολὺ πιὸ ξεκάθαρα. “Θύμα περίστασης ἠθοποιὸς μπορεῖ νὰ ὑπάρξει”, ἔλεγε ὁ Πίτερ Μπρούκ, “σκηνοθέτης ὄχι”. Τὸ πάθος καὶ ἡ ἠθικὴ ἐπιλογὴ σὲ καθοδηγοῦν. Τὰ καπρίτσια περνοῦν· τὸ πάθος ὄχι. Δὲν σὲ σταματᾶ κανείς. Ἡ ἐποχή μας εἶναι γεμάτη δικαιολογίες, ἀλλά, καὶ μέσα στὴ “μουρμούρα” της, τὸ οὐσιῶδες δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ τὸ στερήσει κανείς».

Ὡς πρὸς τὴν οἰκονομικὴ κρίση καὶ τὸ πῶς ἐπεμβαίνει στὶς διαθέσεις μας, παρατήρησε ὅτι «Ἡ τέχνη δὲν φαίνεται νὰ συνδέεται μὲ τὴ δυστυχία. Δὲν ὑπάρχει ἐξήγηση. Εἶναι πάντως δεῖγμα τῆς ἀμηχανίας μας ἀπέναντι στὴν κρίση τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔχει ἀκόμα βρεθεῖ ἡ μουσική της. Λογικό, ὅταν ὑπάρχουν καλλιτέχνες μὲ χαρακτήρα ὑπουργοῦ – μερικοὶ ἔχουν πάρει καὶ ὑπουργεῖα… Κάθε ἠθικολόγος ὀφείλει νὰ λέει ὅτι οἱ “κακοὶ” τὴν πατᾶνε. Οὔτε στὴν τέχνη, ὅμως, οὔτε στὴ ζωὴ ἰσχύει πάντοτε αὐτό. Εἶναι ἔτσι, συμβαίνει καὶ τὸ ἀνάποδο. Μολαταῦτα, στὴν τέχνη μένουν σημάδια τοῦ χαρακτήρα. Μπορεῖ νὰ μὴ βγεῖ στὸ ἔργο ἡ ἀναισθησία σου; Ὄχι, δὲ μπορεῖ!»

Ἐρωτήθηκε πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπηρεάσουμε τὰ κριτήρια τοῦ κοινοῦ. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐπηρεάσουμε. «Ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ ἔργα ἐκπαιδεύουν τὸ κοινό.» Κι ἀνέφερε ἕνα ἀπὸ τὰ Παράδοξα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ: «“Ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀξίζει νὰ ξέρει κανεὶς δὲν διδάσκεται τίποτα.” Ἐλπίζει κανεὶς ὅτι θὰ γίνει κάποτε τὸ “σόκ”: ἀπέναντι σὲ ἀριστουργήματα δὲν μένουν γιὰ πολὺ ἀσυγκίνητοι οἱ ἄνθρωποι.»

Τέλος, τοῦ τέθηκε τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: «Μήπως μὲ τέτοιες προθέσεις “χαλᾶμε” τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων;» – μήπως δηλαδὴ ἐπεμβαίνουμε στὶς ἐπιλογές τους, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι προσανατολισμένες ἀντίθετα πρὸς ὅ,τι θεωρεῖται ποιοτικό, ἀλλὰ τοὺς ἐξασφαλίζουν τὸ εἶδος εὐτυχίας ποὺ αὐτοὶ ἐπιθυμοῦν; Ἀπάντησε μὲ τὰ λόγια τοῦ Σεφέρη: «Ἀρνούμενος τὴν καλὴ τέχνη, δὲν ξεφεύγεις· πᾶς στὴν κακὴ τέχνη. Ἡ ἀληθινὴ τέχνη κακῶς ταυτίζεται μὲ τὴν ταλαιπωρία στὰ μάτια καὶ στ’ ἀφτιὰ τοῦ κόσμου. Κι αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ἔτσι “πλασάρεται”. Εἶναι στρεβλὸ στερεότυπο ὅτι “τὰ καλὰ ἔργα τὰ ὑφίστασαι, δὲν τὰ ἐπιλέγεις”. Ἡ ἀνακάλυψη τῆς τέχνης, ὅμως, εἶναι πηγὴ εὐτυχίας. Κι ἐπιπλέον, μιὰ ἤπια μορφὴ περηφάνιας.»

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ | Ετικέτες: | Γράψτε σχόλιο