Ανταπόκριση από τη Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Παναγιώτη Χοροζίδη στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013 στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία»

Γράφει: η Σοφία Ιωάννου

«Η αδράνεια του μυαλού είναι χειρότερη απ αυτή του σώματος: το αγύμναστο μυαλό είναι αρρώστια, μαυρίλα στην ψυχή, σκουριά στο πνεύμα, ανάθεμα και κόλαση· ο Γαληνός θεωρεί πως είναι η μεγαλύτερη πληγή για την ψυχή. Όπως ο βούρκος θρέφει ένα σωρό σκουλήκια και ελεεινά ζωύφια (αν τα νερά δεν τρέξουν βρωμάνε· σαπίζει ώς και το νερό, όπως και ο αέρας αν δε φυσά συνέχεια), έτσι κι ο ακαμάτης γεμίζει με κακές και αχρείες σκέψεις, κολλάει κι η ψυχή. Στην πολιτεία που δεν έχει κάποιον κοινό εχθρό, πιο πιθανό είναι να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον λυσσασμένα, και να ξεσπάσει εμφύλιος. Μα και το σώμα μας όταν νωθρεύει και δε ξέρει πώς να δοθεί, αδυνατίζει και ρημάζεται από έγνοιες, λύπες, φόβους απατηλούς, διαψεύσεις και υποψίες· κόβει και τρώει τα ίδια του τα σωθικά, μην ησυχάζοντας ποτέ. Το λέω απερίφραστα: αυτός που μένει άπραγος γυναίκα ή άντρας ή στα ψηλά ή στα χαμηλά , κι ας έχει όσα πλούτη θέλει, τους πιο ισχυρούς ανθρώπινους δεσμούς και τύχη και ευτυχία, όλου του κόσμου τα καλά που μια καρδιά μπορεί να ευχηθεί και να ποθήσει, την κάθε ευχαρίστηση, όσο απρακτεί, δε θα χει καμιά ικανοποίηση ποτέ, θα υποφέρει στο κορμί και στο μυαλό, θα νιώθει όλο κούραση, αηδία, ενόχληση και σιχασιά, θα κλαίει, θα ξεφυσάει θα βαραίνεται, θα τον πειράζει ο κόσμος όλος, το κάθε πράγμα, και δε θα θέλει άλλο τη ζωή ή θα ζητά να τον γελάσει κάποιο όνειρο.»

Το απόσπασμα που διαβάσατε παραπάνω, προέρχεται από το μνημειώδες έργο του Robert Burton «Ανατομίας της Μελαγχολίας». Το γνωρίσαμε μέσα από τη σύσταση του μεταφραστή του, φιλολόγου, καθηγητή στη Μέση Εκπαίδευση, Παναγιώτη Χοροζίδη, όταν τον συναντήσαμε στο σχολείο μας, στην τελευταία συνάντηση του θεματικού κύκλου για το «Συμβόλαιο Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία».

2013.03.02-HorozidisΟ Παναγιώτης Χοροζίδης διευκρίνισε εξ αρχής ότι, «παρά την άνεση του επαγγέλματος» με το κοινό,  αυτή ήταν η πρώτη δημόσια εμφάνιση όπου κλήθηκε και ανταποκρίθηκε. Προτίμησε να αρχίσει «από την προσωπική εμπειρία», αλλά προέβη σε αρκετές κρίσεις γενικότερου κύρους. Αν και με ομολογημένο δισταγμό: μνημόνευσε μια ταινία για τον Χεμινγουέι και τη ζωή του με τη Μάρθα Γκέλχορν, όπου ο συγγραφέας συνάγει από την εμπειρία του στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο πως «Οι συγγραφείς δεν πρέπει να μιλούν», και προσέθεσε: «Πόσω μάλλον οι μεταφραστές…» Εξέφρασε, ακόμη, την αμηχανία τους για τον όρο «συμβόλαιο» στον τίτλο του θεματικού κύκλου μας. Αλλ’ αποφάσισε να το δει, στην περίπτωσή του, από τη σκοπιά της «συμβολής» αξιόλογων μεταφράσεων.

Έφερε δυο παραδείγματα σχετικά. Το πρώτο από αγαπημένο του κείμενο: τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου. Εκεί, η Κλυταιμνήστρα δέχεται μαζί με τον σύζυγό της την Κασσάνδρα – «χελιδόνος δίκην / ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη». Για τους Έλληνες, που άκουγαν τον ήχο ακατάληπτα, εισάγεται ο διερμηνέας. Για να κάνει καταληπτό το ακατάληπτο. Δεύτερο παράδειγμα: οι ερμηνείες των χρησμών. Ο ρόλος των ερμηνευτών τους ήταν πολιτισμικός. Έθεταν ως προϋποθέσεις για την οικείωση του ξένου την άρση των προκαταλήψεων και τη γεφύρωση των αντιθέσεων. Άρα είχαν υψηλό προορισμό – όχι επάγγελμα.

Τα δυο αυτά παραδείγματα, σύμφωνα με τον κ. Χόροζίδη, οριοθετούν αρχετυπικά το έργο της μετάφρασης. Ο ίδιος τάσσεται με την πλευρά του Τ.Σ. Έλιοτ, θεωρώντας ότι οι μεταφραστές είναι «εμπειροτέχνες (practitioners)». Βεβαίως, η μετάφραση είναι, συμπλήρωσε, «απείρως ασκητική, μοναχική δουλειά, μέσα σ’ ένα εργαστήρι με τα διαθέσιμα στον καθέναν εργαλεία».

Ξεκαθάρισε ότι δεν σπούδασε τη μετάφραση (εννοώντας σε κάποιο από τα σήμερα διαθέσιμα ακαδημαϊκά τμήματα), αλλά και πως πιστεύει ότι «χίλιες θεωρίες δεν μπορούν να γεννήσουν μια καλή μετάφραση».

Χαρακτήρισε τον μεταφραστή «συγγραφέα εκ του παραλλήλου», αλλά θέτοντας ως όρο απαράβατο «να μην ανταγωνίζεται τον συγγραφέα» – με τα λόγια του Σάμιουελ Τζόνσον: «να μην εξέχει του συγγραφέα». Αλλά παραδέχτηκε ότι και κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει αποδεκτό, σε μεγάλα λογοτεχνικά αναστήματα. Τον ενδιαφέρουν και αυτές οι περιπτώσεις, είπε, αλλά δεν τις θεωρεί κανόνα. Στη συνείδησή του παραμένει τέχνη, «μαστορική», η μετάφραση – γι’ αυτό και ισχύουν οι αλληγορίες της «μαγειρείο», «κουζίνα» κλπ.

Στην ερώτηση πώς γεννιέται ο μεταφραστής, περιορίστηκε να παρουσιάσει τη δική του περίπτωση. Είκοσι επτά ετών, κατά τη διάρκεια ενός μεταπτυχιακού Erasmus στὸ Freie Universität του Βερολίνου, μελετώντας την αρχαία τραγωδία, ένιωσε πολύ μεγάλη αποθάρρυνση και αποξένωση μέσα στα πελώρια σπουδαστήρια του ταρασσόμενου τότε από πολιτικές κινητοποιήσεις πανεπιστημίου. «Εμένα με ενδιέφερε η σπουδή της ανάγνωσης και της γλώσσας. Πάθος μου ήταν να θησαυρίζω. Και νομίζω ότι ο μεταφραστής γεννιέται από τις αναγνώσεις. Κι έτσι έφτασα στα κείμενα, μέσα σ’ ένα κλίμα παιδικής αφέλειας, παρορμητισμού.» Διέκοψε τις σπουδές, λοιπόν, και στράφηκε στα διαβάσματα που τον έφεραν, μεταξύ άλλων, και στην «Ανατομία της Μελαγχολίας».

Κόπος επτά ετών η μετάφραση του Ρόμπερτ Μπέρτον. Η αρχή έγινε συστηματικότερα από το 2004. «Η υποδοχή και ο πλούτος του έργου με αποζημίωσαν.» Παρά ταύτα, η μοναχική του πορεία συνεχίστηκε: «Μακριά και από τον πνευματικό κόσμο, για να θαυμάζω και να απορρίπτω απροκατάληπτα.»

Επανήλθε στη γένεση του μεταφραστή. Παρατήρησε πως, σε κάθε περίπτωση, είναι θεράπων δύο γλωσσών, αλλά ξεκινά από μία εκ των δύο. Ή βρίσκει ένα αμετάφραστο κείμενο που τον συναρπάζει και αισθάνεται την ανάγκη να το μοιραστεί ή βρίσκει ένα μεταφρασμένο κείμενο που δεν τον ικανοποιεί και επιθυμεί να το δώσει «καλύτερα». Από τη μια μεριά, κίνητρο είναι η ξένη γλώσσα· από την άλλη, η μητρική.

Υπάρχει και μια άλλη διχοτομία: μεταφραστές που τείνουν περισσότερο να υπηρετήσουν «πιστά» το πρωτότυπο κι άλλοι που επιδιώκουν να μην «παραβιάσουν» καθόλου τη γλώσσα όπου μεταφράζουν. Στην πρώτη περίπτωση σέβονται περισσότερο το κείμενο, στη δεύτερη το κοινό. Μπορεί να βρει κανείς ανάμεσά τους μεγάλη ποικιλία συνδυασμών. Ρυθμιστικοί παράγοντες είναι οι αρετές καθενός ως πνευματικού ανθρώπου, οι δυσκολίες των έργων, ο ρόλος που αντιλαμβάνονται ότι επιτελούν και τους αναγνωρίζεται.

Θύμισε ότι ο Έζρα Πάουντ έκρινε ότι οι πολλές μεταφράσεις εμφανίζονται σε εποχές μεγάλης λογοτεχνικής ακμής. Π.χ. στον Διαφωτισμό πανευρωπαϊκά ή στη δική μας Κρητική Λογοτεχνία (με τα πρότυπα και τις αναπλάσεις από δυτικές πηγές).

Έκανε κατόπιν μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Οι παλαιότερες μεταφράσεις δεν ήταν «πιστές». Κυριαρχούσε σ’ αυτές ο ανταγωνισμός των προτύπων και ανήκαν στην κατηγορία της emulatio (που απέδωσε πολύ εύστοχα και ως «ζήλωση»). Υπήρξαν κι έτσι, όμως, γέφυρες γλωσσών, λαών, κοινωνικών περιβαλλόντων. Σήμερα κυριαρχούν δυο αντιλήψεις: η μετάφραση «verbum pro verbo» («λέξη προς λέξη») και η μετάφραση «ad sensum» («κατά το αίσθημα») – που μετακινεί την προσοχή από τις λέξεις σε μεγαλύτερες ενότητες λόγου, φράσεις, περιόδους, παραγράφους κλπ. Ο Οράτιος και ο Κικέρωνας είχαν ήδη ταχθεί υπέρ της δεύτερης. Νεότεροι, εντούτοις, θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι ορθό είναι η «ξενότητα» των μεταφραζόμενων έργων να μην αποκρύπτεται (θεωρία του «ξενισμού»). Ο ίδιος δεν φάνηκε να ασπάζεται μια τέτοια άποψη.

Σταθήκαμε, όχι πολύ, στη σημασία που έχει για την επικοινωνία με την παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή η μετάφραση. Στο ρόλο των εκδοτικών επιλογών που επωμίζονται οι μεταφραστές, τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα. Παρατηρήθηκε ότι, προκειμένου για τη μετάφραση, οι υποχρεώσεις του δημιουργού απέναντι στο κοινό είναι μηδενικές, αλλά ο μεταφραστής αναλαμβάνει ρυθμιστικό ρόλο.

Συζητώντας, περάσαμε στο έργο του Μπέρτον, και ο καλεσμένος μας έδωσε ορισμένες εισαγωγικές πληροφορίες. Ότι έχει θεωρηθεί από μυθιστόρημα έως κέντρωνας (βιβλίο καμωμένο από βιβλία). Έχει πράγματι έναν «ήρωα»: τον Μελαγχολικό. Ειδολογικά θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί τραγικωμωδία – γι’ αυτό και τα δυο πρότυπα που προβάλλει, ο «γελασίνους» Δημόκριτος (με τον οποίο ταυτίζεται ο συγγραφέας) και ο «κλαυσίνους» Ηράκλειτος. Κατά τη νεότερη κριτική, πάντως, πρόκειται για «μεγάλου σχήματος σατιρογράφημα». Ένα πρωτεϊκό και δύσκολα κατατάξιμο έργο που λειτουργεί στον αναγνώστη εθιστικά – ως ναρκωτικό. Προϊόν εργασιοθεραπείας (ως ξόρκι) και χρηστικός οδηγός (προς συμπάσχοντες) για τον συγγραφέα του. Όπως μας είπε ο κ. Χοροζίδης: «Διαβάζοντάς το, ξεχνιέται κανείς. Αλλά μπορεί να λειτουργήσει και φαρμακευτικά: μια γουλιά την ημέρα. Έχει πράγματι μια γενική συνταγή στο τέλος για την καταπολέμηση της κατάθλιψης: μη μένεις μόνος και μη μένεις άπραγος.»

Αναφέρθηκε στη συνέχεια και στη διαδικασία της μεταφραστικής δουλειάς του. Στην ανάγκη των πολλών διασταυρώσεων για να εξακριβώσει τις παραπομπές. Στα λάθη που ενετόπισε σε άλλες μεταφράσεις του έργου. Στην αφοσίωσή του στο κείμενο με διαρκείς επαναναγνώσεις. «Τα λεξικά δεν φτάνουν. Η μετάφραση γίνεται με το αφτί. Με την ανάγνωση, που είναι πάθος υποκριτικής. Αίτημα είναι να σφηνωθεί στην ψυχή του αναγνώστη ανεμπόδιστα.» Σχετικά μ’ αυτό ανέφερε το παραδοξολόγημα του Χόρχε Λούις Μπόρχες: «Το πρωτότυπο δεν είναι πιστό στη μετάφραση.»

Σχολίασε την ιδιόρρυθμη θέση του μεταφραστή ως medium – ως διάμεσου. Απαλείφεται η προσωπικότητά του. «Υπηρετεί το ύφος γιατί κομίζει μια γλώσσα.»

Έγινε μια μικρή αναδρομή στις προηγούμενες μεταφραστικές του προσπάθειες. Αν και δεν ήταν πολύ εξομολογητικός (στη συζήτηση φάνηκε να έχει στο ενεργητικό του, όπως ήταν φυσικό, κι άλλα ανέκδοτα γραπτά), είπε ότι η πρώτη του μεταφραστική προσπάθεια ήταν γύρω στα δέκα με έντεκα, με το έργο της Λούσιλ Φλέτσερ (Lucille Fletcher, 1912-2000) «Συγνώμην, Λάθος Αριθμός» («Sorry, Wrong Number», 1944), όπου η ηρωίδα δέχεται τηλεφωνήματα από τον δολοφόνο της.

Ρωτήθηκε αν, ξεκινώντας, ήξερε πως θα βρει εκδότη. Απάντησε ότι αποτελούσε ένα «δόλωμα» ο τίτλος: «ανήκει σε βιβλία από εκείνα που δεν βάζεις στο ράφι». Από την άλλη, εξέφρασε την υποψία ότι μπορεί και να μην το δεχόταν αλογόκριτα και χωρίς πατρονεία ένας μεγάλος εκδότης. Ο ίδιος κινήθηκε μόνος και χωρίς ανασχέσεις. Τα κριτήριά του ήταν ενδολογοτεχνικά.

Έγινε λόγος για τον Λώρενς Στερν. Για την εντύπωση «λογοκλοπής» του απέναντι στον Μπέρτον. «Τα καταφέρνει μια χαρά ο Στερν», προσέθεσε· «προάγει την ουσιώδη αξίωση: το λίκνισμα, την περίσπαση – να είναι ψυχωφελής η ανάγνωση.» «Παρηγοριά», όπως την αντιλαμβάνεται ο Αλέν ντε Μποτόν.

Διαβάστηκε απόσπασμα σχετικά με τη «Φυσική Ομορφιά» από τις κάρτες που είχαν διανεμηθεί. Επισημάνθηκε ότι θυμίζει το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Όσκαρ Γουάιλντ. «Έχει το ιοβόλο στοιχείο που ταράζει: την ηθική διάσταση που μας αποδεικνύει ανομία.» Σχολιάστηκε η αμφίθυμη στάση του Μπέρτον απέναντι σε τέτοια κρίσιμα ζητήματα.

Σχετικά με τον όγκο η επόμενη παρατήρηση: Συνδέεται με το αίσθημα της προφορικότητας. «Δεν έχει τις δεσμεύσεις του καθιερωμένου γραπτού λόγου αυτό το έργο. Ίσως γιατί η αγγλική γλώσσα δεν είχε αρχίσει να παγιώνεται. Το έργο έχει και λατινική εκδοχή. Ο ίδιος ο Μπέρτον προτιμούσε να γράφει λατινικά. Αν και με λατινικά κάλυψε στο αγγλικό πρωτότυπο τα πιο πιπεράτα σημεία.»

Ξαναγυρίσαμε στη μετάφραση γενικά. Άλλη δυσκολία τα πραγματολογικά – μείζον ζήτημα στο συγκεκριμένο έργο με τις άπειρες παραπομπές και τα χιλιάδες παραθέματα. «Το πρώτο που χάνεται στη μετάφραση», είπε ο Π. Χοροζίδης (με τα λόγια της Β. Γουλφ), «είναι το χιούμορ.»

«Και πώς το μεταφέρει ο μεταφραστής;»

«Αν είναι …χιουμορώδης.»

Ακολούθησε μια εξομολόγηση: «Τα παλιά αγγλικά ήταν για μένα κίνητρο μάθησης.» Εξέφρασε την υπόληψή του στις «μεταφραστικές ιδιοτροπίες» των Επτανησίων. Έγιναν διάφορα σχόλια για τους πειρασμούς της επικοινωνίας με τα κλασικά έργα και την ευγνωμοσύνη απέναντί τους.

Επανήλθαμε στα συστατικά στοιχεία του έργου. Ειδικότερα στη μίμηση των ιατρικών εγχειριδίων. Ο Π. Χοροζίδης σχολίασε τη δομή αναφερόμενος στα έξι «μη φυσικά στοιχεία» που εξέταζαν οι παλιοί γιατροί: τον αέρα, τη διατροφή, την επίσχεση, την κένωση, την άσκηση και τα πάθη του ασθενούς. Σχετικά με το τελευταίο και η ζήλεια. Διαβάστηκε το σχετικό απόσπασμα από τις διανεμημένες κάρτες.

Ο τρόπος διαπραγμάτευσης του θέματος στον Μπέρτον αποτέλεσε ένα τελευταίο αντικείμενο διαλόγου. Η εξέταση γίνεται κατά τα controversia των ρητορικών λόγων, είπε με λίγα λόγια ο Π. Χοροζίδης, αναζητώντας τη μεσότητα. «Γι’ αυτό και λίγα μέσα σ’ αυτό το έργο είναι δικά του κομμάτια. Τα πιο πολλά αποτελούν σύνθεση της σοφίας του κόσμου.»

Η συνάντηση μας με τον Π. Χοροζίδη μας αποκάλυψε έναν εξαιρετικά σεμνό άνθρωπο, έναν προσηλωμένο εργάτη της γλώσσας που με τρόπο ασκητικό σμιλεύει τις ψηφίδες της τέχνης του. Η γλυκύτητα του λόγου του και η ευγένεια του χαρακτήρα του εντυπώθηκαν στην μνήμη όλων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:

Νίκος Αυγερινός, “Η μετάφραση βιβλίου δεν μοριοδοτείται”, Αυγή 26.2.2013 url: http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=754853. … και ΕΔΩ σε Pdf

Δείτε ακόμη τη σχετική δημοσίευση στο Ποντίκι της 21.2.2013.

 

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *