Σωτήρης Δημητρίου: «Ένα παιδί από τη …Θεσπρωτία». Ανταπόκριση από τη Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Σωτήρη Δημητρίου στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012 στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία»

Γράφει: η Νάντια Αθανασοπούλου-Αντωνίου.

Ακόμη μια Τετάρτη παραμένω συνεπής στο ραντεβού μου με τη λογοτεχνική συντροφιά του 2ου Πειραματικού Λυκείου Αθηνών. Ο σημερινός καλεσμένος; Κάποιος Σωτήρης Δημητρίου, κάποιος Έλληνας διηγηματογράφος. Υπάρχουν και τέτοιοι; Άγνωστος με βάση τα φτωχά μου αναγνώσματα.

Ως συνήθως, κατέφθασα καθυστερημένη, βρίσκοντας την υπόλοιπη ομάδα να παρακολουθεί την ανάγνωση ενός διηγήματος του κ. Διηγηματογράφου από τον κ. Αρμάο. (Είχα τις αμφιβολίες μου εκείνη τη στιγμή για τον αν λέγεται Δημητρίου ή Σωτηρίου. Άτιμη μνήμη.) Για καλή μου τύχη, όμως, ο προσκεκλημένος μας δεν είχε φανεί ακόμη. Εμφανίστηκε λίγα λεπτά αργότερα.

Ο κ. Δημητρίου, χωρίς να χάσει χρόνο, αναφέρθηκε στο θέμα που έχει τεθεί από την ομάδα πρώτο για φέτος: στη σχέση του πομπού και του δέκτη – συγκεκριμένα, του λογοτέχνη και του αναγνώστη. Για τον ομιλητή, ο αναγνώστης σήμερα, αν και είναι απαιτητικός, δεν απασχολεί τον συγγραφέα κατά τη διάρκεια της γραφής. Αν υπέθετε ότι έχει στον νου του ένα είδος αναγνώστη, αυτό θα ήταν «ένα μόρφωμά του. Θέλω να με ξεπερνά», είπε, «να είναι πάνω από μένα ως προς την ευφυΐα και την αισθαντικότητα.» Ένας ιδεατός αναγνώστης δηλαδή, ο οποίος, όπως εξομολογείται ο καλεσμένος μας, γίνεται μέτοχος των «παιχνιδιών» και των «τρικλοποδιών» του συγγραφέα. Αυτός που «ευχαρίστως θα συμμετάσχει». Πολύ κοντά στον αναγνώστη αυτόν, ο αποκαλούμενος «επαρκής» πραγματικός δεν νιώθει σεβασμό για τον συγγραφέα που τα κάνει όλα «φραγκοδίφραγκα». Άλλωστε, συνέχισε, «η γέφυρα που ρίχνει ο συγγραφέας είναι επικοινωνιακή και ειρηνευτική ανταλλαγή εμπειριών».

Τότε, στην πρώτη παρατήρηση, από το πάντα σε εγρήγορση ακροατήριο, για το βαθμό που ο συγγραφέας υπολογίζει το αναγνωστικό του κοινό, θεωρώντας δεδομένη τη δημοσιοποίηση του έργου του ενόσω το γράφει, απαντά πως, παρόλο που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, «κανείς δεν γράφει για να κιτρινίσουν οι σελίδες του σε κάποιο συρτάρι», αποκαλύπτοντας παρακάτω ότι τελικά η συγγραφή αποκτά ιδιότητες ψυχοθεραπείας, μέσω της οποίας ο γράφων απαλλάσσεται από ένα βάρος, το οποίο όμως φορτώνεται στον αναγνώστη. Η δήλωση αυτή απέσπασε αρκετά χαμόγελα επιβεβαίωσης, γιατί άλλωστε ποιος αναγνώστης δεν την έχει πάθει έτσι; – να πάει για μαλλί και να βγει κουρεμένος; Βέβαια, προσθέτει πως «κι ο αναγνώστης διαβάζοντας κάνει μια διαφορετική, δική του ψυχοθεραπεία».

Στη συνέχεια ζητήθηκε η γνώμη του για τη σχέση τόπου κι ιστορίας με τη λογοτεχνική δημιουργία, και με την αφορμή αυτή ο κ. Δημητρίου υπογράμμισε ότι ο ίδιος γράφει για πρόσωπα που ζουν σε παραμεθόριες περιοχές και ότι «το αίσθημα της ιστορίας εκεί είναι εντονότερο». Το κοινό ελκύεται από την «μικροϊστορία», από την άγνωστη, κυρίως, ιστορία, προσέθεσε, αλλά κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται για θέμα εξωτισμού. «Οι άνθρωποι, πάνω στην φλούδα αυτού του πορτοκαλιού, στα εννιά μοιάζουν και σε ένα διαφέρουν.» Το να κινείσαι όμως πέρα από τον κοινό τόπο, συμπληρώνει, εξασφαλίζεται μερικές φορές από την τύχη.

Ο ομιλητής διαχωρίζει τους συγγραφείς σε δυο κατηγορίες: σε όσους γράφουν εκ περιουσίας και σε όσους χρειάζονται την κατάλληλη ιστορική συγκυρία για να δημιουργήσουν. Για να διασαφήσει αυτό που έλεγε, έφερε ως παράδειγμα τον Γιάννη Μπεράτη με το «Πλατύ Ποτάμι»: «Λέγαν γι’ αυτόν πως “έξυσε το δόντι του” κι έγραψε αυτό το βιβλίο. “Ωραία”, απάντησε ο Μπεράτης. “Ας ξύσουν κι αυτοί το δικό τους δόντι”… Δε φτάνει λοιπόν η περιουσία.»

«Τα λέω λίγο μπερδεμένα», μονολόγησε ξαφνικά, «αλλά έτσι είναι κι η ζωή.»

Αμέσως μετά διατυπώθηκε η ερώτηση για το αν και πόσο η επιτυχία επηρεάζει τη γραφή. «Εξαρτάται από την αντίσταση που έχει ο καθένας», απάντησε, διευκρινίζοντας ότι η διατήρηση ενός τρόπου γραφής δεν οφείλεται πάντα στο γεγονός ότι είχε επιτυχία, και παραδεχόμενος στη συνέχεια ότι ο άνθρωπος επαναλαμβάνεται. (Όντως. Και, μάλιστα, καθημερινά. Αναρωτιέμαι πώς να μην αλλάξεις ολόκληρο το εβδομαδιαίο σου πρόγραμμα στο άκουσμα –στη συνειδητοποίηση– αυτής της αλήθειας; Κι όμως, η συνεχής αλλαγή, κι αυτή μια επανάληψη δεν είναι;) «Ο άνθρωπος μπορεί να πει το ίδιο τραγούδι. Ο συγγραφέας, απλώς, με κάθε βιβλίο του προσπαθεί να βαθύνει το τραγούδι του.»

«Εσείς αλλάξατε;» ρώτησε κάποιος, αναφερόμενος στο διαφορετικό ύφος των βιβλίων του.

«Όχι, ο ίδιος είμαι.»

Ο καταπέλτης ερωτήσεων επιμένει και προκαλεί τον κ. Δημητρίου να απαντήσει τώρα αν είναι απαραίτητο να υποφέρει κανείς για να δημιουργήσει. Αρνούμενος ότι ο πόνος είναι «βασιλική οδός» και αποφαινόμενος ότι η άποψη αυτή «είναι ρετσέτα», μας καθιστά κοινωνούς μιας από τις πιο όμορφες αντιφάσεις: «Κανονικά, για τη χαρά της ζωής μπορεί να γράψει μόνο ένας “απελπισιογράφος”.» Δεν διστάζει να πει πως «ο πιο πονεμένος μπορεί να γράψει κάτι άθλιο. Από την άλλη, όμως, το μαργαριτάρι προκύπτει από ασθένεια του στρειδιού. Θέλει λίγο-πολύ το πετραδάκι στο παπούτσι.»

Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω σχολιάστηκε το παράδειγμα του ευκατάστατου Τόμας Μαν. Ο ίδιος, προσθέτοντας μάλιστα αντίστοιχα τον Λέοντα Τολστόι, αποκρίθηκε: «…αυτά στην επιφάνεια πάντοτε. Γιατί μπορεί στα βάθη της ψυχής να ενοχλεί κάτι που δεν φαίνεται. Στο κάτω-κάτω της γραφής, κι οι ευτυχισμένοι έχουν στιγμές μαύρες.» Σιγή. «Ή κάτι λείπει, ή από περίσσευμα», συνόψισε τις προϋποθέσεις της δημιουργίας.

Ύστερα, δεν παρέλειψε να μας περιγράψει το ιδανικό γι’ αυτόν σχολείο, όπως το απεικονίζει κιόλας σ’ ένα από τα τελευταία του βιβλία, στη «Σιωπή του Ξερόχορτου». Κυρίαρχη θέση κατέχουν στο συγκεκριμένο σχολείο η αξία της τεμπελιάς, της αναποφασιστικότητας, της απόκλισης, που η γνωστή σ’ εμάς εκπαίδευση δεν επαινεί, ή μάλλον καταδικάζει. Υποστήριζε μάλιστα την άποψη –με πολύ μεγάλη τόλμη ανάμεσα σε τόσους φιλολόγους– ότι θα έπρεπε ο μαθητής που διακρίνεται περισσότερο για τα παραπάνω προσόντα να βραβεύεται. «Η εκπαίδευση είναι σφαγείο. Είναι μια βαθιά εσωτερική πίεση», σχολίασε, επεκτείνοντας τη σκέψη του και στο συνολικότερο περιβάλλον: «Η τηλεόραση τείνει να μας ψαλιδίσει…» «Μόνο η ιδιαιτερότητα παγιδεύει την αγάπη», κατέληξε, δίνοντας στην αγάπη το νόημα του απόλυτου στόχου και για τη ζωή και για την τέχνη.

Σ’ αυτό το σημείο, αν και καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης έδειχνε σχεδόν να αποφεύγει τα βλέμματα του ακροατηρίου, αποφάσισε να μας εξετάσει όλους περιμετρικά παρατηρώντας: «Γλυκά, θλιμμένα πρόσωπα. Υπάρχουν πάντα παιδιά με την πετριά μες στο σχολείο, αλλά χρειάζεται να τους δοθεί χρόνος. Δώστε δυο-τρία χρόνια στη χαζή νεότητα!»

Εξάπτοντας το ενδιαφέρον μας, αναφέρθηκε στη δική του σχολική εμπειρία, αποκαλύπτοντας ότι ήξερε από μικρός πως το μέλλον του ήταν δεμένο με το γράψιμο, όπως επίσης ότι στο μοναδικό μάθημα που τα πήγαινε καλά ήταν η έκθεση. Μάλιστα το διατυμπάνιζε, προκαλώντας το γέλιο των δικών του. Παρ’όλα αυτά, ίσως και γι’ αυτό, του ζήταγαν να βγάζει λόγους. «Έβγαινα πάνω κι έλεγα κάτι ελληνικούρες», θυμάται.

Καθώς άρχισε να περικυκλώνει το ακροατήριο μια αμήχανη σιωπή, μας παρακίνησε να στραφεί η συζήτηση σε πράγματα πιο θερμά, «στα χωράφια της ζωής» – όπου μας είχε προσκαλέσει από την αρχή κιόλας της συνάντησης. Απέναντι στο ανυποχώρητα «βουβό» ακροατήριο μνημόνευσε μια φράση του Νίτσε: «Τίποτε άλλο στη ζωή: ή γέλιο ή σιωπή.»

Η επόμενη ερώτηση ήταν από μας και αφορούσε στη διαδικασία που ακολουθεί κατά τη συγγραφή:

«Πώς συμβαίνει να απεικονίζετε τόσο αποστρογγυλευμένους ήρωες;»

«Είναι επειδή τις ιστορίες τις κρατάω μέσα μου.»

«Είναι τακτική αυτό;»

«Όχι, είναι αποτέλεσμα της ραθυμίας μου.»

Για καλή μας τύχη, η τελευταία αυτή ερώτηση ήταν τόσο επιτυχής, ώστε ο κ. Δημητρίου δε στάθηκε αποκλειστικά στην απάντησή της, αλλά μας αποκάλυψε και μια υπόθεση επικείμενης σύνθεσης. Μια παραμελημένη γυναίκα μονολογεί με ευγένεια στην παραλία. Στην αγορά ακούγεται μια φωνή «Κλέφτης! κλέφτης!» κι ένας Άραβας τρέχει. «Τον εφοδίασα με το ακαταμάχητο χαμόγελο ενός παιδιού από τα φανάρια και τον έστειλα στον χώρο της γυναίκας… Την πλησιάζει και της πιάνει τα πόδια…» Ώς εδώ η εξιστόρηση.. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αποφάσισε να μην την ολοκληρώσει, δίνοντάς μας απλώς ένα δείγμα της πρώτης ύλης προσεχούς διηγήματος, αν και ομολόγησε πως τον διασκεδάζει η ιδέα ότι το εξομολογείται, καθώς έχει την αίσθηση πως, άμα κάτι ειπωθεί, είναι σα να χάθηκε. – Άμα γραφεί όμως, παραμένει αιώνιο· έτσι δεν είναι;

Αν και μας είχε φανερώσει ήδη αρκετά, προτίμησε να συνεχίσει να μας περιγράφει τη διαδικασία σύνθεσης που ακολουθεί, αυτή τη φορά στρεφόμενος στον ρόλο που διαδραματίζει ο χρόνος: «Ο χρόνος βοηθάει την αφαίρεση. Κάτι που θα έγραφα φέτος σε 15 σελίδες, σταδιακά θα μειωνόταν. Ο χρόνος τα τακτοποιεί όλα, τα σμιλεύει… Αρκεί να τον αφήνεις να κάνει τη δουλειά του.» Αποδέχτηκε όμως και την παρατήρηση, από το ακροατήριο, ότι ενδεχομένως έτσι να βλάπτεται το αποτέλεσμα. Ο ίδιος δήλωσε, παρ’ όλα αυτά, ότι προτιμά αυτή τη λειτουργία, αναφέροντας με ενθουσιασμό μια κινέζικη παροιμία: «Αυτός που δεν έχει υπομονή δεν πρέπει να περιμένει τίποτα απ’ τη ζωή.» «Ισχύς στα μικρά, παντοδυναμία στα μεγάλα», διευκρίνισε καλύτερα την άποψή του.

Γελώντας μνημόνευσε σχολιαστικά τη ρήση του Μονταίνιου: «Οι μεγάλες έγνοιες βουβαίνονται, οι μικρές πολυλογούν.»

Μας γνωστοποίησε, επίσης, πως πάντα επιστρέφει στα κείμενα του, ανακαλύπτοντας πάντα λάθη προς διόρθωση («πλατειασμούς, πρωθύστερα, συγχύσεις, αντιφάσεις, επαναλήψεις…»), ενώ δε απέφυγε να μας πει ότι εκπλήσσεται με όσους λένε «Δε γυρίζω σε ό,τι έγραψα», επειδή κατά τη γνώμη του οι συγγραφείς είναι νάρκισσοι («Νοιάζονται γι’ αυτό που “βγαίνει έξω”…»), και μάλιστα οι πιο ταπεινόφρονες από αυτούς περισσότερο νάρκισσοι. Δεκτόν. Εξάλλου, πώς θα ήταν δυνατό να «κλειδώνονται» στα σπίτια τους χωρίς να έχουν τη βαθιά πεποίθηση ότι το έργο τους είναι αξιόλογο; – πολλές φορές και παραπάνω από αξιόλογο; Έχω την εντύπωση, όμως, ότι δεν φταίει η συγκεκριμένη ιδιότητα του «συγγραφέα». Μάλλον την ευθύνη την επωμίζεται η ιδιότητα του «ανθρώπου».

Εκεί που φαινόταν η συζήτησή μας έδειχνε να τείνει προς το τέλος της, ο ομιλητής υπέβαλε σχεδόν «απαιτητικά» μια «επικίνδυνη» ερώτηση, ως προϋπόθεση για να παραμείνει, καταλήγοντας ο ίδιος να δώσει τελικά μια τολμηρή απάντηση, αφού έγινε λόγος για κάποιες αρκετά ρηξικέλευθες απόψεις του σχετικά με την οικογένεια, που αναπτύσσονται και στο βιβλίο του «Σαν το Λίγο το Νερό». Ξεκίνησε τη σειρά των συλλογισμών του με τη φράση «Το κακό βρίσκεται στην ιδρυτική πράξη της οικογένειας» και συνεχίζοντας με τις άγνωστες για τα αφτιά μας εκφράσεις «κακοήθης “αγάπη” του σπαραγμού που επικρατεί στην τετραμελή οικογένεια», «παθολογική “αγάπη” της κοινής στέγης», «διαλυτική για κάθε συλλογικότητα διάσταση του πυρηνικού μοντέλου».

Ήταν πολύ ενδιαφέρουσες σ’ αυτό το σημείο οι αντιδράσεις της ομάδας. Ορισμένοι αναρωτιόντουσαν πώς θα υποστηρίξει αυτή την –για τους περισσότερους τουλάχιστον– πρωτάκουστη άποψη, μερικοί κατέβαλλαν τις όλες τις δυνάμεις τους για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τη σκέψη του, ενώ άλλοι φάνηκαν να την απορρίπτουν προκαταβολικά. Χωρίς λοιπόν να μας δώσει αρκετό χρόνο επεξεργασίας του λόγου του, σα να ανυπομονούσε για τη συνέχεια και τις αντιδράσεις μας, τόλμησε να ξεστομίσει μπροστά σε (μεγάλους) εφήβους: «Άσε το δίπολο μητέρας-παιδιού! Καλά λένε πως “όταν πεθαίνουν οι γονείς, αρχίζουν οι διακοπές”! Ούτε γρίπη δεν μπορείς να πάθεις όσο η ζει η μάννα σου…» (Και, σε καίριο σημείο της ανάλυσής του: «Υπάρχει τόση κακεντρέχεια… Ευτυχώς που το ρουθούνι τρεμίζει.») Δίχως παύση εξακολούθησε να υποστηρίζει θαρραλέα ότι δεν αγαπάμε το καλό έξω από το σπίτι μας διότι αμφισβητεί πως αυτό είναι ο ομφαλός της γης. «Από τη στιγμή που γεννιόμαστε ακούμε “Ο Σωτήρης είναι αυτό”, “O Σωτήρης είναι εκείνο”. Πώς να μη ζούμε με την πίστη ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου;» Ακόμη κι ευρύτερες ομαδοποιήσεις δεν κλιμακώνουν τα αισθήματα με τρόπο θετικότερο: «Η χαρά και της γειτονιάς και του σογιού είναι ψεύτικη.» Εύκολα παρατηρούσε κανείς ότι οι δειλές εκφράσεις μας πρόδιδαν ένα αίσθημα ενοχικής παραδοχής.

Διακόπτοντας για λίγο τον ειρμό του, προσέθεσε διστακτικά: «Μπορεί, βέβαια, η οικογένεια να είναι και το “λιγότερο κακό”. Δεν ξέρουμε τι θα μας επιφύλασσαν άλλες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας, που δεν έχουμε δοκιμάσει…» Γρήγορα πάλι, όμως, επέστρεψε στον τόνο της κριτικής του, παρουσιάζοντας ένα ακόμη επιχείρημα που αναμφίβολα όλοι, συνειδητά ή ασύνειδα, έχουμε διαπιστώσει: «Άσε το άλλο: την ανάγκη να αποδεικνύεις την αξία σου στην οικογένεια. Είναι σα να λέμε διαρκώς στη μάνα μας: “Καλώς έγιναν όλα! Άξιος ο μισθός σου!” Επιτακτικά και επεκτατικά σε όλους πρέπει να αποδεικνύουμε την αξία μας. Τί κουραστικό! Λες και γεννηθήκαμε για να αποδεικνύουμε ότι αξίζουμε.» Τρομαχτική η συνειδητοποίηση σχετικά με το πόσους ανθρώπους μπορεί να έχει γνωρίσει κανείς και να έχει συμπεριφερθεί απέναντί τους με γνώμονα την απόδειξη της αξίας του.

Η ερώτηση από το εντυπωσιασμένο ακροατήριο δεν άργησε να γίνει για το αν ισχύουν όλα τα παραπάνω και στις πολυμελείς οικογένειες. Παραδέχτηκε ότι σ’ αυτή την περίπτωση «τα πολλά παιδιά ελαφραίνουν το βάρος της προσήλωσης, αυτής της μορφής αγάπης που δεν δίνει χώρο, αυτή την ασφυξία από την πολλή αγκαλιά.» Τόνισε πως «τα παιδιά θέλουν λιγότερη σκιά. Ύψιστο καθήκον του γονέα είναι η ανεξαρτησία του γόνου του, η άσκησή του στην ανεξαρτησία από τα μικρά του χρόνια.» Συγκατατέθηκε στην ιδέα ότι μάλλον οι βόρειες οικογένειες αναθρέφουν ορθότερα τα τέκνα τους.

«Μπορεί να κάνω και λάθος», επανέλαβε τη χαρακτηριστική κατακλείδα του, «αλλά όλα τα παιδιά που βρισκόσαστε εδώ δεν θα έπρεπε στο σχολείο να κάνουν παρά μόνο τέτοια μαθήματα, πράγματα που τους αρέσουν.»

«“Μην αρνείσαι τις διασταυρώσεις”, έλεγε ο Νίτσε», πρόσθεσε σχολιάζοντας και τη συνθήκη που τον έφερε στη Λογοτεχνική Συντροφιά μας.

Μιλάγαμε πια για τη χρηστική αξία της προσφερόμενης μάθησης. «Οτιδήποτε πουλιέται έχει μικρή αξία», είπε μεταξύ άλλων επ’ αυτού.

«Καλό είναι που η τέχνη έχει τιμή;» ρώτησε κάποιος από μας.

«Κακό. Εκπόρνευση είναι.»

«Μα πώς θα ζούσε ο δημιουργός χωρίς να αμείβεται για τα έργα του;»

«Στη συνθήκη που περιέγραψα, δεν θα του χρειάζεται. Τώρα πουλάει το άρωμα της ψυχής του.»

Κοντά ήταν και ο ρόλος της γλώσσας, η οικονομική διάσταση που αναδεικνύεται και απ’ αυτήν. Η ανάγκη, επίσης, για μια ζωή χωρίς υπερβολικές εξαρτήσεις από αγαθά – «εννιά στα δέκα από τα οποία είναι άχρηστα και επικίνδυνα», επεσήμανε ο καλεσμένος μας.

Τελευταία κουβέντα για τη φύση, κάτι που γενικότερα απασχολεί τα γραπτά του: «Επεμβαίνουμε σαν κυρίαρχοι στη φύση, ενώ δεν την έχουμε ξεπεράσει πουθενά.»

Παρότι κουρασμένος, όπως ομολόγησε, και ταλαιπωρημένος εκείνη τη μέρα, ο κ. Δημητρίου άντεξε αισίως ένα ολόκληρο δίωρο εντατικής συζήτησης. Μιας συζήτησης που δεν περιορίστηκε απλώς στην ανταλλαγή απόψεων και την πρόσληψη πληροφοριών, αλλά σίγουρα κλόνισε καίριες έννοιες και δημιούργησε αρκετούς προβληματισμούς σχετικά με τη λογοτεχνική δημιουργία, τον ρόλο του σχολείου, τα ιδανικά του ανθρώπου, την οικογένεια. Δυνατό ερέθισμα για όσους από μας δεν γνώριζαν ήδη τον συγγραφέα. Μεγάλη αποζημίωση, φαντάζομαι, γι’ αυτούς που τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν ήδη. Εις το επανιδείν!

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *