Πόσες ώρες πρέπει να ασχολείται το παιδί με τον υπολογιστή;

Το διαδίκτυο αποτελεί πλέον αναγκαίο εργαλείο ενημέρωσης, κοινωνικής επαφής και ψυχαγωγίας για τους εφήβους. Ωστόσο, η υπερβολική ενασχόληση με το μέσο αυτό δημιουργεί κινδύνους ανάπτυξης ακραίων συμπεριφορών σχετικά με τη χρήση του.

Τα αρχικά συμπτώματα της «εξάρτησης» είναι ο υπερβολικός χρόνος ενασχόλησης με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στα Internet-cafe ή/και στο σπίτι, η μονομανία, η παραμέληση υποχρεώσεων και άλλων ασχολιών και η απότομη πτώση της σχολικής επίδοσης. Η απομόνωση, η μείωση του χρόνου δραστηριοτήτων και του χρόνου που περνούν τα παιδιά με την οικογένεια και τους φίλους τους, η μεταβολή της συμπεριφοράς (π.χ. βίαιη συμπεριφορά μέσα στο σπίτι), η αδιαφορία για πράγματα που πριν ευχαριστούσαν, συχνά συνθέτουν τη συνολική εικόνα. Υπάρχουν βέβαια και τα σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλος, ξηρότητα οφθαλμών, διατροφικές παρεκτροπές και παραμέληση της σωματικής υγιεινής και φροντίδας εαυτού.

Το πρώτο κέντρο απεξάρτησης λειτούργησε το 1995 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ο όρος «εθισμός» χρησιμοποιείται σε εισαγωγικά λόγω του ότι η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε αμηχανία και δεν υπάρχει ομοφωνία για το εάν πρόκειται για αληθή εθισμό ή όχι. Δεν πρόκειται άλλωστε για κάποια ουσία που καταναλώνει ο χρήστης, ωστόσο υπάρχει ενεργητική συμμετοχή, αλληλεπίδραση και αίσθημα ευχαρίστησης που πολλές φορές μπορεί να οδηγήσει σε συμπεριφορές εξάρτησης.

Το γεγονός πάντως είναι ένα: υπάρχουν παιδιά και έφηβοι που παραμελούν σημαντικά την κοινωνική τους ζωή, τις δραστηριότητες και τις υποχρεώσεις τους, και η χρήση του διαδικτύου αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο στην ζωή τους.

Ο πιο πρόσφατος ορισμός για τη διάγνωση του «εθισμού» είναι αυτός των Caplan και Sadock, και θα πρέπει να ισχύουν, πέντε από τα έξι παρακάτω κριτήρια, προκειμένου να τεθεί η διάγνωση: 1. παραμονή online για όλο και περισσότερο χρόνο, 2. αποτυχία διαχείρισης του επερχόμενου αισθήματος διέγερσης ή και κατάθλιψης 3.παραμονή online για περισσότερο από το προτιθέμενο χρονικό διάστημα, 4. κίνδυνος απώλειας σχέσης ή ευκαιρίας εξαιτίας της χρήσης, 5. ψεύδη προκειμένου να καλυφθεί η αληθής έκταση της χρήσης και 6.χρήση προκειμένου να ελεγχθούν τα αρνητικά συναισθήματα. Αυτός είναι και ο ορισμός που προτείνεται για το επόμενο εγχειρίδιο Ψυχικών Νοσημάτων των Η.Π.Α., προκειμένου να αναγνωριστεί ως αυτόνομη διαταραχή. Αν ισχύουν, όπως προαναφέρθηκε, πέντε από τα έξι κριτήρια, τίθεται η διάγνωση του «εθισμού». Υπάρχουν όμως και οριακές-borderline περιπτώσεις που μπορεί να μην ισχύουν όλα τα κριτήρια αλλά μερικά από αυτά, και είναι υψηλού κινδύνου για τη μελλοντική ανάπτυξη «εθισμού».

Το θέμα της συν-νοσηρότητας είναι πολύ σημαντικό. Παρατηρούνται συνοδές καταστάσεις όπως η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και η υπερκινητικότητα, το καταθλιπτικό συναίσθημα, το άγχος και οι ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων κ.α. Σύμφωνα με την τρέχουσα βιβλιογραφία, η συν-νοσηρότητα παρατηρείται σε τουλάχιστον 60% των περιπτώσεων με κατάχρηση του διαδικτύου.

Το φαινόμενο των συμπεριφορών «εθισμού» αποτελεί ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο και σίγουρα δεν μπορούν να ενοχοποιηθούν ένας ή δύο ή και τρεις παράγοντες. Φαίνεται πως παίζουν ρόλο γενετικοί παράγοντες, ειδικά εάν υπάρχει συν-νοσηρότητα, αλλά και το είδος της προσωπικότητας (π.χ. ορισμένα παιδιά είναι ευαίσθητα με χαμηλή αυτοεκτίμηση και ντροπαλά, άλλα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά διαταραχής του ελέγχου των παρορμήσεων και μια πιο επιθετική προσωπικότητα). Γεγονότα ζωής μπορεί να οδηγήσουν εκεί, περιβαλλοντικοί παράγοντες σαφέστατα συμβάλλουν (π.χ. η σημαντική δυσλειτουργία της οικογένειας), ενώ και οι πολιτισμικοί παράγοντες είναι σημαντικοί. Επιπλέον, η εφηβεία αποτελεί ένα ασταθές περιβάλλον το οποίο μπορεί να οδηγήσει λόγω των αναπτυξιακών της χαρακτηριστικών (πειραματισμός, σχετική έλλειψη αντικειμενικής κρίσης, αδυναμία υποθετικής σκέψης, αμφισβήτηση ορίων κ.λπ) σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου.

Η πρώτη έρευνα στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 2007, προκειμένου να καθοριστεί η επίπτωση των συμπεριφορών διαδικτυακής «εξάρτησης» στο γενικό εφηβικό πληθυσμό. Συμμετείχαν έφηβοι με μέσο όρο ηλικίας τα 15 έτη και διερευνήθηκαν τα χαρακτηριστικά της χρήσης, αλλά κυρίως της κατάχρησης, και πόσοι από αυτούς είχανε συμπεριφορές «εξάρτησης».

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, 1% των εφήβων είχαν score “εθισμού” στο ερωτηματολόγιο της Young, το οποίο είναι ένα διεθνές εργαλείο για την αξιολόγηση του «εθισμού», και 12,8% παρουσίασαν borderline-οριακή χρήση, η οποία δυνητικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε «εθισμό». Τα αγόρια παρουσιάζουν μεγαλύτερη επιρρέπεια στην ανάπτυξη συμπεριφοράς “εθισμού”, ενώ τα διαδικτυακά (on-line) παιχνίδια είναι η κύρια αιτία υπερβολικής χρήσης. Ας λάβουμε βέβαια υπόψη ότι αυτά είναι αποτελέσματα του 2007 και δεδομένου ότι το «γρήγορο» internet έχει εισέλθει στα Ελληνικά σπιτικά κυρίως μέσα στα επόμενα δύο έτη, είναι πιθανό τα ποσοστά αυτά να έχουν αυξηθεί.

Η χρήση του διαδικτύου πάνω από 10 ώρες την εβδομάδα, μπορεί σύμφωνα με την έρευνα να οδηγήσει δυνητικά σε υπερβολική χρήση. Το εύρημα αυτό είναι σε συμφωνία με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Παιδιατρικής Ακαδημίας για τα παιδιά και τους εφήβους που θέτει όρια ημερήσιας χρήσης οθόνης ‘screentime’, τηλεόρασης και ηλεκτρονικού υπολογιστή, τις δύο ώρες. Αυτό βέβαια εξατομικεύεται, και ειδικά στην εφηβική ηλικία που ο έφηβος έχει το δικαίωμα της γνώμης του, θα μπορούσε αυτό το όριο, -π.χ. τα Σαββατοκύριακα-, να είναι και τρεις ώρες. Τα όρια που θα τεθούν εξαρτώνται από τη συζήτηση που θα κάνουν ο γονέας και ο έφηβος μαζί, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, επιστημονικά στοιχεία και πληροφορίες. Η ενασχόληση στο περιβάλλον του σχολείου αποδείχθηκε προστατευτικός παράγοντας έναντι της ανάπτυξης προβληματικής χρήσης.

Σχετικά με την ψυχοκοινωνική κατάσταση των παιδιών, υπήρξαν συσχετίσεις του «εθισμού» με την υπερκινητικότητα, τη διάσπαση προσοχής, την παραβατικότητα καθώς και διαταραχή στη σχέση με τους συνομήλικους στα παιδιά με υπερβολική χρήση. Τα ποσοστά της Ελλάδας, όταν συγκριθούν με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, την Κορέα και την Κίνα, θεωρούνται σχετικά χαμηλά για την κατάχρηση και οριακή χρήση. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τα αποτελέσματα είναι του 2007 και η Ελλάδα γενικά έχει καθυστερήσει σχετικά με την ανάπτυξη της χρήσης νέων τεχνολογιών, και την εισαγωγή του «γρήγορου» internet, σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ήδη τα πρώτα αποτελέσματα έρευνας του 2010 αναδεικνύουν αυξητική στάση στις συμπεριφορές εξάρτησης και τις οριακές συμπεριφορές, ενώ το τοπίο μεταβάλλεται και τα δύο φύλα εξισώνονται με πρωταγωνιστικό αίτιο που οδηγεί σε υπερβολή τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης (facebook) και όχι τα διαδικτυακά παιχνίδια (onlinegames), όπως το 2007. Τα παιδιά με συμπεριφορές εξάρτησης αποκτούν μια κακώς εννοούμενη «άνεση» στο διαδίκτυο και αναπτύσσουν συμπεριφορές υψηλού κινδύνου (δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων, φυσική συνάντηση με αγνώστους που γνώρισαν διαδικτυακά κλπ) σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό από τα παιδιά με μη υπερβολική χρήση.

Στους Έλληνες εφήβους που παρουσιάζουν συμπεριφορά εξάρτησης μελετήθηκαν δημογραφικοί, ψυχοκοινωνικοί και κλινικοί παράγοντες. Το φαινόμενο αφορούσε έως πρόσφατα κυρίως αγόρια, ενώ ανάμεσά τους υπήρξαν έφηβοι που παρουσίασαν σημαντική πτώση της σχολικής επίδοσης και μείωση των δραστηριοτήτων και των χόμπυ τους. Σε πολλές από τις οικογένειες υπήρχαν δυσλειτουργία και έλλειψη επικοινωνίας-αδυναμία τήρησης των ορίων. Συναισθηματικές διαταραχές, άγχος, καταθλιπτικό συναίσθημα και διάσπαση προσοχής ήταν συνοδές οντότητες σε ορισμένα παιδιά. Σωματικά συμπτώματα ήταν συχνά π.χ. διαταραχές του ύπνου, διατροφικές παρεκτροπές, έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, πονοκέφαλοι και ξηρότητα οφθαλμών. Μετά από πρόγραμμα παρέμβασης, 72.2 % παρουσίασαν βελτίωση ενώ τα 27.7% δεν συνεργάστηκαν και εγκατέλειψαν το πρόγραμμα.

Το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε περιλαμβάνει την ψυχοεκπαίδευση (δηλ. την ενημέρωση και την παροχή πληροφοριών για το τι συμβαίνει και ποιοι είναι οι στόχοι) και την συμπεριφορικού τύπου παρέμβαση (τήρηση ημερολογίου, στήριξη και συζήτηση μία, δύο ή και τρεις φορές την εβδομάδα, επιβράβευση όταν επιτυγχάνονται στόχοι και σημειώνεται πρόοδος, προβληματισμός σε στασιμότητα κ.λπ). Η οικογενειακή στήριξη και καθοδήγηση είναι επίσης σημαντικά. Φαρμακευτική αγωγή χρησιμοποιείται μόνο όταν κρίνεται απολύτως απαραίτητο και εάν υπάρχει υπόστρωμα.

Η πρόληψη είναι εξαιρετικής σημασίας και βασικά μέτρα αποτελούν η ενημέρωση των γονέων και η εκμάθηση των κανόνων ασφαλούς διαδικτύου στο σχολείο. Η εφαρμογή φίλτρων αφορά τις μικρότερες ηλικίες, οι έφηβοι μπορούν να χειριστούν τα φίλτρα έτσι ώστε οι γονείς να μην καταλάβουν ότι έχουνε χρησιμοποιήσει συγκεκριμένο διαδικτυακό υλικό. Η αφιέρωση χρόνου από τους γονείς, η ενασχόληση με το διαδίκτυο μαζί με τα παιδιά τους ώστε να υπάρχει κριτικό φίλτρο, καθώς και η συναισθηματική κάλυψη ώστε τα παιδιά να αισθάνονται ασφαλή και να μπορούν να εφαρμόσουν όρια από πολύ μικρή ηλικία είναι σημαντικά. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι προτιμότερο να είναι σε κοινόχρηστο χώρο ώστε να υπάρχει η απαραίτητη επιστασία. Η ενημέρωση των παιδιών για τα φαινόμενα εθισμού και παρενόχλησης μέσω διαδικτύου, καθώς και προτάσεις για τον χειρισμό καταστάσεων που μπορεί να προκύψουν βοηθούν και προλαμβάνουν.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Το διαδίκτυο αποτελεί μέρος της ζωής των σημερινών παιδιών και από την ηλικία των πρώτων τάξεων του Δημοτικού (> 6 ετών) ξεκινούν την ενασχόλησή τους. Όπως και στον φυσικό κόσμο, έτσι και στον διαδικτυακό υπάρχουν κίνδυνοι, τους οποίους οι ανήλικοι δεν είναι αναπτυξιακά έτοιμοι να διαχειριστούν. Επιπλέον, η ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο δίνει την ευκαιρία και στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης να εκφραστούν με διάφορους τρόπους.

Οι γονείς είναι σημαντικό να προσφέρουν την εμπειρία ζωής, ανεξάρτητα από τις τεχνικές γνώσεις, οι οποίες μπορεί να είναι περισσότερες στην περίπτωση των εφήβων-δίχως αυτό να τους τρομάζει ή να τους φέρνει σε δύσκολη θέση (τους γονείς). Το σχολείο καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Η εκπαίδευση αποτελεί άλλωστε την βέλτιστη θωράκιση σε θέματα ασφάλειας-σε αντίθεση με τιμωρητικά ή περιοριστικά μέτρα των οποίων το αποτέλεσμα συχνά είναι προσωρινό και αποτελεί μη συνειδητή επιλογή.

Οι παιδίατροι, οι οποίοι έχουν την τύχη να είναι οι γιατροί της οικογένειας, καλούνται να ενημερωθούν σχετικά με το θέμα της ασφάλειας του διαδικτύου, εφόσον αυτό αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των παιδιών. Είναι αυτοί που θα καθοδηγήσουν τους γονείς, ώστε να μπουν βάσεις από μικρή ηλικία και να φτάσουν στην εφηβεία- μια ομολογουμένως «δύσκολη» ηλικία- με κανάλια επικοινωνίας και τη δυνατότητα εφαρμογής ορίων. Έτσι, μαζί με τις συστάσεις για την ανάπτυξη, τη διατροφή, τους εμβολιασμούς, ο παιδίατρος συμβάλλει και στην εφαρμογή βασικών αρχών για τη σωστή χρήση ενός εργαλείου συναρπαστικού και απολύτως απαραίτητου στη σύγχρονη πραγματικότητα.

Βασικές Οδηγίες Ασφάλειας στο Διαδίκτυο για Παιδιά και Εφήβους

  • Μη δημοσιοποιείς προσωπικά σου δεδομένα
  • Ανέφερε σε γονείς. δασκάλους ή κάποιον που εμπιστεύεσαι οποιαδήποτε αρνητική εμπειρία σου στο διαδίκτυο
  • Μην εμπιστεύεσαι χωρίς να ελέγχεις τις πληροφορίες που σου δίνονται στο διαδίκτυο
  • Μην εμπιστεύεσαι αγνώστους που γνωρίζεις μέσω του διαδικτύου και σε καμία περίπτωση μην συναντάς στο φυσικό κόσμο άτομα που γνώρισες διαδικτυακά
  • Μην παραμελείς τις σχολικές σου δραστηριότητες, τα ενδιαφέοντά σου, τους φίλους σου, εξαιτίας της ενασχόλησης σου με το διαδίκτυο. Βάλε όριο στην καθημερινή του χρήση.

Γράφει η Άρτεμις Τσίτσικα Επικ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής – Εφηβικής Ιατρικής και Επιστημονική Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ),  στη Β΄ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Παίδων “Π. & Α. Κυριακού”.

Ψυχολογική Στήριξη των Παιδιών σε Καταστάσεις Κρίσεων

Χρυσή Χατζηχρήστου

Καθηγήτρια Σχολικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αθανασία Κατή

Ψυχολόγος, Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Γεώργιος Γεωργουλέας

Σχολικός Ψυχολόγος, Υποψ. Διδ. Σχολικής Ψυχολόγιας, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τι είναι κρίση;

Κρίση είναι μια προσωρινή κατάσταση, η οποία προκαλεί έντονο άγχος και αποδιοργάνωση και χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του ατόμου να ελέγξει και να διαχειριστεί το συγκεκριμένο γεγονός. Οι κρίσεις διακρίνονται σε αναπτυξιακές και περιστασιακές. Οι αναπτυξιακές κρίσεις αφορούν σε γεγονότα που σχετίζονται με τη μετάβαση του ατόμου από ένα στάδιο του κύκλου της ζωής σε άλλο (π.χ. γέννηση παιδιού, έναρξη της σχολικής ζωής, εφηβεία κ.ά.), ενώ οι περιστασιακές είναι απροσδόκητες, αρχίζουν ξαφνικά και μπορεί να επηρεάζουν ένα άτομο ή μια ολόκληρη κοινότητα (π.χ. φυσικές καταστροφές, επιδημίες, ατυχήματα, απώλειες, διαζύγιο, σοβαρή ασθένεια, οικονομική κρίση κ.ά.).

Κάθε είδος κρίσης έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και βιώνεται με διαφορετικό τρόπο από τα άτομα, επηρεάζοντας κυρίως την αίσθηση σταθερότητας, ασφάλειας και ελέγχου, καθώς και το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, άμεσο (οικογένεια, φίλοι) ή ευρύτερο (γειτονιά, κοινότητα).

Παρόλη την αρνητική τους διάσταση, οι κρίσεις αποτελούν μέρος της ζωής, που όλοι κάποια στιγμή αντιμετωπίζουμε. Η επιτυχημένη επίλυσή τους μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της ανθεκτικότητας του ατόμου, ενόψει μελλοντικών στρεσογόνων καταστάσεων.

Αναμενόμενες φυσιολογικές αντιδράσεις παιδιών και εφήβων σε καταστάσεις κρίσεων

Μια κατάσταση κρίσης μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία, η οποία, ωστόσο, είναι πιθανό να είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε μια «μη φυσιολογική» κατάσταση (Brock, Sandoval, & Lewis, 2005). Το γεγονός αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη μας ιδιαίτερα όσον αφορά στα παιδιά. Στην πλειονότητά τους, οι διάφορες αντιδράσεις που εκδηλώνουν τα παιδιά μετά από μία εμπειρία κρίσης, είναι όχι μόνο φυσιολογικές, αλλά και αναμενόμενες.

Οι αντιδράσεις και τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία και την αναπτυξιακή ωριμότητα του παιδιού και μπορεί να εκδηλώνονται στο σπίτι και στο σχολείο. Οι κυριότερες αναμενόμενες αντιδράσεις των παιδιών σε καταστάσεις κρίσης είναι οι ακόλουθες (βλέπε και πίνακα 1):

α. Παλινδρόμηση: το παιδί εκδηλώνει συμπεριφορές που δεν αντιστοιχούν στην ηλικία του, αλλά σε παιδιά μικρότερης ηλικίας.

β. Σωματικά συμπτώματα: το παιδί εμφανίζει συμπτώματα αδιαθεσίας ή ασθένειας.

γ. Συναισθηματικές δυσκολίες: το παιδί εκδηλώνει συμπεριφορές που από το περιβάλλον θεωρούνται συνήθως «ανεπιθύμητες ή «αδικαιολόγητες», αφού συνήθως θεωρείται ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός ή τουλάχιστον εμφανής λόγος που τις προκαλεί.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κρίση είναι πιθανό να βιώνεται από το παιδί ως «τραύμα», δηλαδή η ψυχική και συναισθηματική λειτουργία του παιδιού να διαταράσσεται σοβαρά για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και να παρουσιάζονται συμπτώματα, όπως αμνησία γύρω από το τραυματικό γεγονός ή ακούσια αναβίωση δυσάρεστων εικόνων και εμπειριών.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ

πηγη:http://www.connecting4caring.gr

Σχολική Εμπλοκή και Κίνητρα στη Μαθησιακή Διαδικασία

Φωτεινή Πολυχρόνη

Επίκουρη Καθηγήτρια Μαθησιακών Δυσκολιών, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Χριστίνα Καμπυλαυκά

Υποψ. Δρ. Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η έννοια της σχολικής εμπλοκής

Η σχολική εμπλοκή αποτελεί μία πολυδιάστατη έννοια που συνδυάζει τις συναισθηματικές, συμπεριφορικές και γνωστικές διαστάσεις της προσαρμογής των μαθητών στο σχολείο (Jimerson, Campos, & Greif, 2003). Η πρώτη διάσταση, η συναισθηματική εμπλοκή (π.χ. Είμαι περήφανος που πηγαίνω σε αυτό το σχολείο), αναφέρεται στα συναισθήματα των μαθητών για τη μάθηση, ενώ η συμπεριφορική εμπλοκή αφορά στην προσπάθεια και την επιμονή των μαθητών για τη μάθηση (π.χ. Όταν είμαι στην τάξη, προσπαθώ όσο πιο πολύ μπορώ) και την ενεργή εμπλοκή τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες (π.χ. Συμμετέχω ενεργά σε σχολικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα σε αθλητικούς αγώνες και σχολικές εκδρομές) (Skinner & Belmont, 1993). Τέλος, η γνωστική εμπλοκή αναφέρεται στο βαθμό και τον τύπο των γνωστικών στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι μαθητές στη  μαθησιακή διαδικασία (π.χ. Για να καταλάβω καλύτερα το μάθημα κάνω σχεδιάγραμμα)  (Walker, Greene, & Mansell, 2006). Είναι απαραίτητη η συνύπαρξη και των τριών διαστάσεων προκειμένου να διαπιστωθεί ότι υπάρχει σχολική εμπλοκή.

Η σημασία της σχολικής εμπλοκής

Τα τελευταία χρόνια η σχολική εμπλοκή έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών στο χώρο της σχολικής ψυχολογίας (Appleton, Christenson, Kim, & Reschly, 2006. Fredricks, Blumenfeld, & Paris, 2004. Lam, Jimerson, Kikas, Cefai, Veiga, Nelson, Hatzichristou, Polychroni, et al., 2012). Η σημασία της για τη μάθηση, τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς είναι μεγάλη, καθώς καθιστά τη μαθησιακή διαδικασία ευκολότερη, πιο ενδιαφέρουσα και ταυτόχρονα πιο αποτελεσματική. Η συμπεριφορική εμπλοκή συσχετίζεται θετικά με την σχολική επίδοση, ενώ παράλληλα σχετίζεται αρνητικά με τη σχολική διαρροή (Archambault, Janosz, Fallu, & Pagani, 2009). Επίσης, στο πλαίσιο της θεωρίας των κινήτρων υποστηρίζεται ότι βασικά χαρακτηριστικά της σχολικής εμπλοκής, όπως το εγγενές ενδιαφέρον και η εσωτερική αξία, δηλαδή, οι πεποιθήσεις των μαθητών για την αξία του σχολείου και της μάθησης, οδηγούν στη χρήση κατάλληλων στρατηγικών και όλα τα παραπάνω συντελούν σε θετικά μαθησιακά αποτελέσματα (Ryan & Deci, 2000).

Παράλληλα, η συναισθηματική εμπλοκή, μέσω του αισθήματος «του ανήκειν» που προσφέρει στους μαθητές, συνδέεται όχι μόνο με ακαδημαϊκά αποτελέσματα αλλά και με μειωμένα προβλήματα προσαρμογής όπως χαμηλή παραβατικότητα, έλλειψη αντικοινωνικών συμπεριφορών, χαμηλότερη πιθανότητα χρήσης ουσιών κ.ο.κ. (Maddox & Prinz, 2003). Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η συμπεριφορική εμπλοκή σχετίζεται και αυτή με τη σειρά της με την σχολική επίδοση. Συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη και τις τρεις διαστάσεις της, υποστηρίζεται ότι η σχολική εμπλοκή αποτελεί προστατευτικό παράγοντα για τη σχολική επίδοση, για την πιθανότητα ολοκλήρωσης της σχολικής φοίτησης και για τις διαστάσεις της ψυχοκοινωνικής προσαρμογής των μαθητών (Fredricks et al., 2004). Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για μια θεωρητική έννοια, αλλά για μια έννοια με εφαρμογές σε πολλά πεδία καθώς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στο σχολικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, είναι ιδιαίτερα σημαντική για:

  • Τους μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς κατά τη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο παρατηρείται απομάκρυνση από τα εσωτερικά κίνητρα και προσανατολισμός προς εξωτερικά κίνητρα και χαμηλό αίσθημα αυτοαποτελεσματικότητας.
  • Τους μαθητές με χαμηλή επίδοση και μαθησιακές δυσκολίες που συνήθως περιγράφονται ως «μαθητές που βαριούνται το σχολείο, δεν έχουν κίνητρα, δεν συμμετέχουν» (Πολυχρόνη, 2011).

Παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της σχολικής εμπλοκής

Δεδομένης της μεγάλης σημασίας της σχολικής εμπλοκής για τη ζωή των μαθητών στο σχολείο, αποτελεί επιτακτική ανάγκη ο εντοπισμός εκείνων των παραγόντων που συμβάλλουν στη διαμόρφωσή της. Η σχολική εμπλοκή, ωστόσο, δεν αποτελεί ένα σταθερό ατομικό χαρακτηριστικό αλλά μια δυναμική κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται από ατομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες (Reschly & Christenson, 2006). Οι ατομικοί παράγοντες είναι τα κίνητρα, ο σχολικός δεσμός και η αυτορρυθμιζόμενη μάθηση. Αναλυτικότερα, η συναισθηματική εμπλοκή συνδέεται με τα εσωτερικά κίνητρα και την έννοια της σχολικής δέσμευσης (Voelkl, 1997), ενώ από την πλευρά της, η συμπεριφορική εμπλοκή συνδέεται με τη συμπεριφορική εκδήλωση υψηλών κινήτρων επίτευξης. Τέλος, στο πλαίσιο της έννοιας της αυτορρυθμιζόμενης μάθησης εντάσσεται η γνωστική εμπλοκή, δηλαδή η χρήση γνωστικών στρατηγικών που στοχεύουν στη βαθύτερη κατανόηση και επεξεργασία (Pintrich & De Groot, 1990).

Όσον αφορά στα κίνητρα, υποστηρίζεται ότι τα εσωτερικά κίνητρα των μαθητών για το σχολείο και, κατ’ επέκταση, για τη μάθηση αποτελούν καθοριστικό παράγοντα της σχολικής εμπλοκής. Τα κίνητρα περιλαμβάνουν τόσο τον προσανατολισμό στόχων των μαθητών (βλ. επόμενη ενότητα για αναλυτική αναφορά), όσο και τις αιτιακές αποδόσεις στις οποίες αυτοί προβαίνουν. Πιο συγκεκριμένα, ένας μαθητής με στόχους μάθησης, μετά από μια αποτυχία, συνήθως εκδηλώνει μεγαλύτερη επιμονή σε σχέση με ένα μαθητή με στόχους επίδοσης, καθώς εστιάζει στην απόκτηση γνώσεων και όχι στην επίδοσή του (Elliot & Dweck, 1988). Αντιθέτως, ένας μαθητής με στόχους επίδοσης, μετά από μια αποτυχία, αποφεύγει αντίστοιχα έργα, καθώς επικεντρώνεται στη θετική κρίση των ικανοτήτων του και μόνο. Τέλος, ο τρόπος με την οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται την επιτυχία ή την αποτυχία του και το πού την αποδίδει (αιτιακές αποδόσεις, Weiner, 1985) επιδρά στην προσπάθεια που καταβάλλει για ένα έργο και στην αυτό-αποτελεματικότητά του.

Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες περιλαμβάνονται το εκπαιδευτικό περιβάλλον και οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται εντός του. Σύμφωνα με τον Perry και τους συνεργάτες του (2006), ο τρόπος με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν επηρεάζει καταλυτικά τα κίνητρα των μαθητών. Αναλυτικότερα, οι μαθητές όσο περισσότερο αντιλαμβάνονται ότι οι εκπαιδευτικοί τους δίνουν  εργασίες που προκαλούν το ενδιαφέρον τους, ενσωματώνουν στοιχεία που έχουν σχέση με την πραγματική ζωή, ενθαρρύνουν την αυτονομία τους, αναγνωρίζουν την προσπάθειά τους και χρησιμοποιούν τη διαμορφωτική αξιολόγηση, τόσο περισσότερο αναπτύσσουν εσωτερικά κίνητρα μάθησης και εμπλέκονται στη σχολική διαδικασία. Επίσης, οι μαθητές που αναφέρουν μεγάλο βαθμό σύνδεσης με εκπαιδευτικούς και συνομηλίκους εμφανίζουν υψηλότερη συναισθηματική και συμπεριφορική εμπλοκή με το σχολείο ενώ αντιθέτως, τα συναισθήματα ανίας, ανησυχίας, λύπης, και απογοήτευσης επιτείνονται όταν τα παιδιά νιώθουν απομακρυσμένα από τους άλλους (Furrer & Skinner, 2003. Polychroni, Hatzichristou & Sideridis, 2012).

Στο πλαίσιο διερεύνησης της έννοιας της σχολικής εμπλοκής, πραγματοποιήθηκε ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα από το International School Psychology Association (ISPA) Research Committee με θέμα τη Σχολική Εμπλοκή μαθητών Γυμνασίου (Lam, Jimerson, Kikas, Cefai, Veiga, Nelson, Hatzichristou, Polychroni et al., 2012), στο οποίο συμμετείχαν μαθητές Α΄, Β΄και Γ΄ Γυμνασίου και ερευνητές από 12 χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Εσθονία, Η.Π.Α., Καναδάς, Κίνα, Κύπρος, Μάλτα, Μ. Βρετανία, Ν. Κορέα, Πορτογαλία, Ρουμανία). Σύμφωνα με τα ευρήματα, παρατηρήθηκαν χαμηλότερες τιμές της σχολικής εμπλοκής των μαθητών στις μικρότερες σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες τάξεις, ενώ παράλληλα, τα κορίτσια παρουσίαζαν μεγαλύτερη σχολική εμπλοκή συγκριτικά με τα αγόρια. Επιπλέον, η σχολική εμπλοκή αποτέλεσε προβλεπτικό παράγοντα της σχολικής επίδοσης ακόμη και μετά τον έλεγχο της επίδρασης του φύλου. Άλλο ένα σημαντικό εύρημα αποτέλεσε η θετική συνάφεια που παρατηρήθηκε ανάμεσα στη σχολική εμπλοκή και τις διδακτικές πρακτικές, την υποστήριξη από τον εκπαιδευτικό, τους συνομηλίκους, τους γονείς και τα θετικά συναισθήματα που βιώνει ο έφηβος. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των 12 χωρών και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, ανεξαρτήτως χώρας, παρουσίασαν θετική συνάφεια με τη σχολική εμπλοκή. Συνολικά, από τα ευρήματα της έρευνας συμπεραίνουμε ότι η σχολική εμπλοκή αποτελεί μια έννοια που αφορά στους μαθητές πολλών χωρών με παρόμοιο τρόπο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ

ΠΗΓΗ: http://www.connecting4caring.gr