Σας στέλνω τις ευχές μου για το 2013 με το καθιερωμένο πρωτοχρονιάτικο ποίημα μου, που φέτος είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Χρίστου Τσολάκη, που έφυγε μέσα στο 2012 και στο χαμόγελο της εγγονής μου, που ήρθε.
Για μια χαραμάδα αισιοδοξίας…
Γιάννης Τζανής
Το Ζήτα της ζωής
Πρωτοχρονιά 2013
Αφιερωμένο στη μνήμη αυτών που μας έφυγαν
Και στο χαμόγελο αυτών που μας ήρθαν
Άγιε Βασίλη,
Πνεύμα του Θεού περιιπτάμενον και καταβαίνον
Επί αγαθούς και πονηρούς, επί δικαίους και αδίκους,
Μη φεύγεις φέτος απ’ τη γη των δροσερών ανέμων,
Τη γειτονιά του ήλιου που την περιζώνει ο αφρός της θάλασσας
Και τη ζηλεύουν εβδομηκοντάκις εβδομήντα
λεγεώνες των δαιμόνων…
Σ’ έχουμε τόση ανάγκη τώρα που ο Ζέφυρος από τη Δύση,
Ο Λεβάντες από την Ανατολή, ο Λίβας απ’ το Νότο
Κι ο Βαρδάρης από το Βορά
Άνοιξαν τρύπες και μας στέγνωσαν τα όνειρα…
Ήρθαν και πάλι φέτος οι Τρεις Μάγοι
– Στη μορφή στα ρούχα και στο ύφος-
Με τ’ αστραφτερά κουτιά
-«Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας»-
Κι έσυραν τον αμνό, τον πιο αθώο όλης της γης,
Τρίτη φορά επί σφαγήν
Και καταδίκασαν τα νιάτα,
Ενάμιση εκατομμύριο δεμένες, άπραγες,
Ακτίνες ήλιου,
Να περιφέρονται από τον Άννα στον Καϊάφα
Για μια θέση κάτω από τον ουρανό…
Κι ο όχλος των φανατικών με τα χρυσά κουμπιά
Και των κουκουλοφόρων με τη λεοντή
Και των υποκριτών με «την προβάτου δέριν»
Να εξακοντίζουν πέτρες κι αναθέματα
Κρατώντας λάβαρα με τη φωτογραφία τους:
«Εν τούτω νίκα».
Κι οι άοπλοι, κι οι ταπεινοί και οι απορημένοι πανταχόθεν
Κάτω από τα άρματα των Φαραώ…
«Ο σώζων εαυτόν σωθείτω…»
Ύστερα ήρθε και ο θάνατος
Να σημαδέψει με το Χι του Χάρου το υπέρθυρο,
Να λαβώσει το εξαπτέρυγο αθώο Χερουβίμ…
Η πράσινη λωρίδα της αυλής μας έχασε
Το βήμα του χορού του, το υψωμένο χέρι του:
«Ωρέ παιδιά μ’ κλεφτόπουλα, παιδιά μ’ της Σαμαρίνας…»
Έκρυψε βιαστικά κάτω από το χώμα
Τα εικοσιτέσσερα αναπεπταμένα χρώματα της Αλφαβήτας,
Τα εβδομήντα επτά ποτάμια του μεγάλου Γαλαξία
Κι έγινε αστέρι στον Ωρίωνα…
Για λίγα εκατοστά του ουρανού
Δεν πρόφθασε να δει το Χι να γίνεται χαμόγελο
Και να γεμίζει όλο το χάος της οικουμένης,
Να δει τον Γαβριήλ, που καιροφυλακτούσε στην εξώπορτά μας
Ν’ ακουμπάει τον κρίνο,
Να γεμίζει άσπρο φως τα μάτια μας,
Κόκκινο θάρρος τις γεροντικές μας φλέβες,
Πράσινη άνοιξη τα όνειρα των νέων μας…
Άγιε Βασίλη, μείνε φέτος στη δική μας την αυλή:
Πάρε του αρχαγγέλου τη ρομφαία
Και κυνήγησε τα παγανά
«συντρίβων κεφαλάς δρακόντων και βουλάς ανόμων»,
Πάρε την τρίαινα του Ποσειδώνα και φοβέρισε τον πονηρό βαρκάρη
Να μη μας παίρνει τους καλύτερους,
Βάλε φτερά του πελαργού
Και φέρνε μας πουλιά πολύβουα, γέλια φτερακιστά,
Για κάθε αστέρι που μας κόβεται από τον ουρανό
Και χάνεται διάττοντας στο αχανές στερέωμα,
Ζωγράφισε το Ζήτα της ζωής στο υψωμένο λάβαρο,
Αλεξικέραυνο στα μαύρα σύννεφα της συμφοράς,
Σήμα κατατεθέν εις τους αιώνας για το άνθισμα των λουλουδιών,
Όρθιο οδοδείκτη για της Άνοιξης το δρόμο…
Αφήστε μια απάντηση