Υποσχεθήκαμε στα παιδιά να ανεβάσουμε εδώ τα τραγούδια από την ιστορική παράσταση του θεάτρου τέχνης του Κουν, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, ποίηση (και μετάφραση από το αρχαίο κείμενο) Βασίλη Ρώτα και σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη (περιττό να πω ότι το επώνυμο του Τσαρούχη εντυπώθηκε αμέσως στη μνήμη των παιδιών), για να ακούν και στο σπίτι τα τραγούδια που ακούμε και χορεύουμε στο σχολείο.

«Οι κύκνοι», ερμηνεύει ο Γιώργος Μούτσιος

Έτσι δα οι κύκνοι, Τιο τιο τιο τιξ
Με σύμφωνον αχό-τιο τιξ
ύμνον υφάναν στον Απόλλωνα
Τιο τιο τιο τιξ
Παίζοντας με τα φτερά τους
καθιστοί στην όχθη του Έβρου.
Τιο τιο τιο τιξ
Πέρασε η βοή το άσπρο σύννεφο
και φωλιάσαν τα πουλιά
κι ημερώσανε τα αγρίμια
και φωλιάσαν τα πουλιά
σβήσανε τα κύματα
στη γαλήνια νύχτα.
Τιο τιο τιο τιξ
Και θαμπώσαν οι θεοί
και τραγούδησαν μαζί
με τις Μούσες και τις Χάρες
πάνω στο γλυκό σκοπό.
Τιο τιο τιο τιξ

«Ω καλή μου ξανθιά», ερμηνεύει ο Γιώργος Μούτσιος

Ω! καλή μου ξανθιά,
συντροφιά μου γλυκιά,
που μαζί σου λαλώ
κάθε ωραίο σκοπό,
ήρθες, ήρθες, εφάνης
με σουραύλι να υφάνεις
ύμνους, κελαηδισμούς,
ήχους εαρινούς.

Εμπρός, αρχίνα, πες τους
γλυκά τους αναπαίστους

«Πάροδος», ερμηνεύει ο ‘χορός’

Πού πού πού πού πού πού ‘ναι αυτός
που μας εκάλεσε;
Πού πού πού πού σε ποιο μέρος βόσκει;
Tι τι τι τι τι τι τι ‘ν’ η αιτία;
Ποιο ποιο ποιο ποιο ποιο ποιος ο λόγος;
Πώς, πούθε, ποιοι ‘ναι,
πού ‘ναι, πες μας, δε θα πεις;

A, προδοθήκαμε, επάθαμε ανόσια,
τούτος ήτανε φίλος μας κι έβοσκε
στα χωράφια μαζί μας σαν σύντροφος.
Καταπάτησε νόμους αρχαίους
και τους όρκους των όρνιων επρόδωσε.

Με δόλο εδώ μας κάλεσε
κοντά σε γένος άνομο
που πάντα εχτρός μας στάθηκε
πάντα τροφή μας έκανε.

Αμή με τούτο τ’ όρνιο μας
ύστερα θα τα ειπούμε
μόνον ετούτοι οι γέροι λέω,
ευθύς να το πληρώσουν:
κομμάτια να τους κάνουμε
κομμάτια να τους φάμε
Α, προδοθήκαμε, πάθαμε ανόσια.

Εμπρός, απάνω τους ριχτείτε,
εμπρός με ορμή σκοτώστε τους,
εμπρός με τις φτερούγες σας
παντού περικυκλώστε τους
κι οι δυο τους να βογκήξουνε
να φάνε χώμα οι μύτες τους
γιατί ούτε σκιερό βουνό
ούτε κι αιθέριο σύννεφο
ούτε και πέλαγο ψαρό
μπορεί να τους γλιτώσει αυτούς
από τα νύχια τούτα μου.
E! μην κοντοστεκόσαστε,
εμπρός να τους μαδήσουμε,
απάνω τους νυχιές, τσιμπιές-
πού ‘ν’ ο ταξίαρχος; εμπρός,
να προχωρήσει το ελαφρό.

Αέρα, κελελέφ!
χαμηλώστε μπρος τις μύτες,
μην κοντοστεκόσαστε,
βάρα, χτύπα, μάδα, δείρε,
το τσουκάλι σπάσε πρώτα.

Λεξικό:

Λαλώ: κελαηδώ, ομιλώ
Σουραύλι: μικρός αυλός / φλογέρα
Εαρινός: (από το Έαρ = άνοιξη) ανοιξιάτικος
Ανάπαιστος (ή αναπαιστικό μέτρο): από τα βασικά μέτρα του ποιητικού λόγου (αρχαίου και σύγχρονου), ημιλυρικό μέτρο με επικά στοιχεία που απαγγέλλεται μελοδραματικά, βαρύ και μεγαλοπρεπές. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή, δηλαδή δύο άτονες και μία τονισμένη (π.χ. «στων ψαρών την ολόμαυρη ράχη»).
Ανόσιος: α (στερητικό) + όσιος (ιερός) = ανίερος, βέβηλος, ασεβής, αποτρόπαιος