Εκτός από τον Θεόφιλο, αυτές τις μέρες έρχεται στο νου μας και ένας ακόμη σπουδαίος ζωγράφος, ο Νικόλαος Γύζης. Ο Γύζης (γεν. 1842) έζησε λίγα χρόνια πριν τον Θεόφιλο (γεν. 1870). Αλλά τι σχέση έχει ο Γύζης με τον Θεόφιλο;
Ο Θεόφιλος ήταν ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος που γυρνούσε με το βαλιτσάκι του και ζωγράφιζε σπίτια και μαγαζιά για να εξασφαλίσει το φαγητό του. Ο Γύζης, καταγόμενος και αυτός από φτωχή οικογένεια, είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει (Αθήνα, Μόναχο) και να διδάξει στις μεγαλύτερες σχολές της εποχής του. Τι σχέση έχει λοιπόν ένας λαϊκός με έναν ακαδημαϊκό ζωγράφο; Όπως λέει και ο Σεφέρης, το ζήτημα δεν είναι ποιος είναι μεγάλος ζωγράφος ή μικρός, αλλά ποιος κρατάει την τέχνη ζωντανή, και οι δύο αυτοί ζωγράφοι κράτησαν τη ζωγραφική ζωντανή.
Παιδιά, το πατρικό σπίτι του Γύζη ήταν εδώ, στην περιοχή μας, στα Εξάρχεια! Συγκεκριμένα στη Θεμιστοκλέους 18. Εδώ έζησε από τα 8 του χρόνια μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών (τότε ονομαζόταν Σχολή Ωραίων Τεχνών). Και εδώ επέστρεψε μόλις τελείωσε τις σπουδές του στο Μόναχο (Γερμανία), μετατρέποντας το σπίτι σε εργαστήρι του. Δυο χρόνια μετά, έφυγε και πάλι για το Μόναχο, όπου πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Ας παρακολουθήσουμε ένα ανεκδοτολογικό περιστατικό της ζωής του Γύζη. Όπως είπαμε οι γονείς του ήταν φτωχοί. Έτσι ο Γύζης δε θα μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο, εάν δεν είχε πάρει υποτροφία, αλλά και εάν δεν είχε τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας. Όταν επέστρεψε λοιπόν από τις σπουδές του, θέλησε να ευχαριστήσει για τη βοήθεια τον τότε υπουργό Παιδείας. Μαζί με τον φίλο του ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα, επισκέφθηκε τον υπουργό στο γραφείο του και του προσέφερε ως δώρο έναν πίνακά του που απεικόνιζε έναν χωρικό δεμένο πάνω σε ένα γάιδαρο. «Μα για να ζωγραφίσετε γαϊδάρους σας στείλαμε στη Γερμανία;», του είπε ο υπουργός. Αμέσως ο Γύζης πήρε πίσω τον πίνακα και έφυγε, λέγοντας στον φίλο του: «Πάμε, Νικηφόρε. O τόπος δε μας σηκώνει».
‘Λοιπόν παιδιά μου’ (που λέει και το τραγούδι μας) τι λέτε εσείς; Στη ζωγραφική έχει σημασία το θέμα του πίνακα ή ο τρόπος που θα το αποδώσουμε (θα το ζωγραφίσουμε); Δηλαδή εάν ο πίνακας του Γύζη απεικόνιζε τον ίδιο τον υπουργό θα ήταν καλύτερος; Αν ζωγραφίσω ένα νεόχτιστο σπίτι η ζωγραφιά μου θα είναι καλύτερη από ότι εάν ζωγράφιζα ένα γκρεμισμένο σπίτι;
Τι είναι αυτό που κάνει μια ζωγραφιά καλή; Το θέμα, η γραμμή, το φως (και η σκιά), το χρώμα, η σύνθεση, οι αναλογίες, η αρμονία, η ζωντάνια, η αλήθεια, το πάθος, η φαντασία, η δεξιοτεχνία, η δουλειά, η διαφορετικότητα, η κίνηση, η ζωή που κρύβει μέσα του ο κάθε πίνακας;
Ποια είναι τα κριτήριά μας για να κρίνουμε έναν πίνακα;
Σκεφτείτε το και θα το συζητήσουμε την Τετάρτη στο σχολείο.
Υστερόγραφο:
Γνώρισα και αγάπησα τα έργα του Γύζη μέσα από τις εκδόσεις. Όταν όμως είδα για πρώτη φορά από κοντά τους πίνακες στην Εθνική πινακοθήκη, δεν μπορούσα να αποστρέψω το βλέμμα. Είχα την εντύπωση ότι είναι ένας σπουδαίος μεν ζωγράφος, εγκλωβισμένος δε στους νόμους της σχολής του ρεαλισμού, ενός συντηρητικού ρεύματος που υποτάσσει τη δημιουργία στις αυστηρές επιταγές της απεικόνισης. Δεν συμβαίνει αυτό. Οι πίνακές του, ειδικά αυτοί της ύστερης περιόδου, είναι ζωντανοί, πλημυρίζουν από ένταση και πάθος. Οι γραμμές του φεύγουν, κινούνται ελεύθερα, γενούν μορφές, και είναι ταυτόχρονα τέτοιας αισθητικής ποιότητας, που είναι σαν να είναι οι ίδιες γραμμές που γέννησαν την αρμονία στη φύση.
Πηγές – Σύνδεσμοι:
http://www.istoria.gr/apr02/3.htm
http://roadartist.blogspot.com/2010/01/blog-post_04.html
http://xouakina.blogspot.com/2008/06/nikolaos-gyzis_9382.html
http://www.nationalgallery.gr/site/content.php?artist_id=4397
Αφήστε μια απάντηση