Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία μακρινή χώρα, ζούσε ένα αγαπημένο ζευγάρι. Η γυναίκα ήταν χορεύτρια και ο άνδρας αρλεκίνος.

Είχαν φτιάξει έναν περιφερόμενο θίασο,  μαζί με τους φίλους τους, τους “Σαλτιμπάγκους”, και γύριζαν από πόλη σε πόλη δίνοντας παραστάσεις. 

Κάποτε η γυναίκα έμεινε έγκυος και γέννησε ένα αγοράκι, τον Πάμπλο. Πόσο ευτυχισμένοι ένιωθαν οι γονείς!

Κάθε άγγιγμα, κάθε χάδι τους, ήταν τόσο απαλό και ζεστό, που μετέδιδε στον Πάμπλο, όλη την αγάπη τους.
 

Η οικογένεια ζούσε φτωχικά και επειδή μετακινούνταν από τόπο σε τόπο, δεν είχαν σπίτι, αλλά σκηνή για κατάλυμα. Όσο φτωχοί ήταν όμως σε χρήματα, τόσο πλούσιοι ήταν σε αγάπη.  

Όπου πήγαιναν οι Σαλτιμπάγκοι, τους αντιμετώπιζαν σαν κάτι περίεργο και εξωτικό, που ήρθε για να τους διασκεδάσει. Έτσι, τους δέχονταν στην κοινωνία τους, χωρίς να τους δημιουργούν προβλήματα. 

Όταν όμως μεγάλωσε ο Πάμπλο, οι γονείς του αποφάσισαν να μείνουν σε έναν τόπο για να πάει ο Πάμπλο στο σχολείο. Έτσι, όταν ήρθε ο Σεπτέμβριος, δεν έφυγαν αλλά έμειναν στον ίδιο τόπο.

Τότε άρχισαν και τα προβλήματα. Οι άνθρωποι άλλαξαν. Άρχισαν να τους μιλάνε άσχημα, να τους ντροπιάζουν και να τους κατατρέχουν.

«Πώς γίνεται να πηγαίνει το παιδί των Σαλτιμπάγκων, στο ίδιο σχολείο με το δικό μας;» έλεγαν, φώναζαν, τσίριζαν, ωρύονταν. «Τι ζητάνε αυτοί οι ξένοι στον τόπο μας; Να φύγουν! Είναι ανεπιθύμητοι! Δεν έχουν σπίτι, είναι φτωχοί, μιλάνε διαφορετικά και συμπεριφέρονται διαφορετικά.»

«Αφήνουν το παιδί τους ξυπόλυτο, να παίζει όλη μέρα με τους σκύλους και τα χώματα. Δεν τους θέλουμε, να φύγουν!» 

Τότε ένας γέρος που μιλούσε σπάνια, τους είπε: «Μα είναι φυσικό να μιλάνε διαφορετικά, αφού μετακινούνται. Για τον ίδιο λόγο έχουν και διαφορετικές συνήθειες. Σιγά σιγά θα μάθουν από εμάς, όπως θα μάθουμε κι εμείς από αυτούς. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να μας μάθουν ιππασία.»

«Δεν θέλουμε να μάθουμε ιππασία. Δεν θέλουμε να αλλάξουμε. Θέλουμε μόνο να φύγουν!»

«Γιατί δεν μας θέλουν μπαμπά;» ρώτησε ο Πάμπλο. «Γιατί είμαστε διαφορετικοί παιδί μου, και οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται το διαφορετικό. Φοβούνται την αλλαγή, γιατί δεν ξέρουν εάν θα είναι για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Έτσι όμως, μένουν στάσιμοι. Δεν καταλαβαίνουν ότι η ζωή είναι κίνηση και αλλαγή. Ό,τι μένει στάσιμο, πεθαίνει.» 

Ξημέρωνε. Ο ήλιος ανέτελλε μέσα από πορτοκαλί και κόκκινα σύννεφα. Κάποια κοκόρια που ακούγονταν από μακριά, έσπαγαν την ησυχία της πόλης που δεν είχε ξυπνήσει ακόμη. Οι Σαλτιμπάγκοι ήταν έτοιμοι.  

Πού πάμε μπαμπά;» ρώτησε ο Πάμπλο.
«Πηγαίνουμε να βρούμε τον τόπο όπου οι άνθρωποι δεν φοβούνται να ζήσουν, παιδί μου.»
«Υπάρχει;»
«Έχω ακούσει ιστορίες που λένε πως υπάρχει.»

Υ/Γ. Αφορμή και οδηγός για το παραμύθι αυτό, ήταν τα έργα της ροζ περιόδου, του Πάμπλο Πικάσο, που το εικονογραφούν. Αιτία, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός. 

Μάγδα Παπαδάκη