«Ήταν μια ήσυχη καλοκαιρινή νύχτα σε μια επαρχιακή πόλη της Ισπανίας. Αν και από το σούρουπο ο καύσωνας άρχισε να καταλαγιάζει, ο ιδρώτας δεν έπαψε να ταλαιπωρεί τον Σαλβαντόρ. Μια σταγόνα κύλισε από το μέτωπό του, πέρασε το πρόσωπο, κι αφού έφτασε στο σαγόνι, έπεσε αθόρυβα στο τραπέζι.
Ο Σαλβαντόρ έμεινε μαγνητισμένος να παρακολουθεί την κίνηση. Πόσο αργά κυλούσε, πόσο αθόρυβα. Κοίταξε τη σταγόνα στο τραπέζι. Κι εκείνη έπαψε να είναι σταγόνα. Έγινε ένα κυρτό κάτοπτρο μέσα στο οποίο φυλακίστηκε για να απελευθερωθεί ο χρόνος. Πόσο αργά κυλούσε ο χρόνος εκείνη τη νύχτα. Ναι, καλά ακούσατε! Ο χρόνος κυλούσε!»
Ένας από τους σημαντικότερους πίνακες του Σαλβαντόρ Νταλί είναι «Η εμμονή της μνήμης» (The persistence of memory), πιο γνωστός με τον τίτλο «Τα λιωμένα ρολόγια», 1931 (είναι ο πρώτος πίνακας του άρθρου μας).
Το εισαγωγικό μας κείμενο δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική ιστορία του πίνακα (είναι γέννημα της φαντασίας μας). Η πραγματική ιστορία λέει πως ο Νταλί αποτύπωσε στον καμβά το όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ.
Ήδη, από το 1905 ο Αϊνστάιν είχε δημοσιεύσει τη θεωρία της σχετικότητας που αφορούσε στη σχετικότητα του χώρου και του χρόνου. Τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί ήταν φυσικό να παραπέμπουν στη νέα θεωρία (ο χρόνος καμπυλώνεται, συνεπώς και τα ρολόγια, τα σύμβολα του χρόνου, κυλάνε). Έτσι ο πίνακας έγινε πολύ γρήγορα γνωστός (από το 1934 βρίσκεται στο ΜΟΜΑ, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης).
Όμως τα λιωμένα ρολόγια δεν ‘μάγεψαν’ μόνο το κοινό της τέχνης, αλλά και τον ίδιο το δημιουργό τους. Ο Νταλί δεν έπαψε να επανέρχεται στον πίνακα με νέες ζωγραφιές, σκίτσα, γλυπτά.
Παιδιά, τι θα λέγατε να ‘καμπυλώναμε’ τα ρολόγια που φτιάξαμε για τη χρονομηχανή μας;
Αφήστε μια απάντηση