Οι Σλαβόφωνοι της Ελλάδας στη δεκαετία του ΄40

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σήμερα που τα γεγονότα στο Κόσοβο ηχούν αρκετά κοντά μας και δεν είναι απίθανο να δημιουργηθούν παρόμοια στη δημοκρατία της «Μακεδονίας», μια ιστορική αναφορά στο λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα» την περίοδο της δεκαετίας του ΄40 δεν θα προκαλούσε δυσφορία. Τα πολύπαθα αυτά χρόνια, ιδωμένα από τα κάτω, από τις πράξεις των απλών ανθρώπων κι όχι από τις διαβουλεύσεις των επισήμων και τις συμφωνίες των σαλονιών, ίσως αποκαλύψουν στον αναγνώστη ελατήρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ασυνήθιστους καιρούς, όπως αυτοί που εξετάζονται στη μελέτη αυτή.

Το θέμα δεν είναι και τόσο εύκολο να διαλευκανθεί, όχι τόσο λόγω των δυσπρόσιτων πηγών και της ποικίλης φόρτισής των αλλά, πιστεύω, εξ αιτίας της δέσμης των προκαταλήψεων, οι οποίες περιορίζουν την κουλτούρα του εκάστοτε ερευνητή. Μεγαλώσαμε σ΄ έναν κόσμο γεμάτο σύνορα κι αξίες που ορίζονται από διαφορετικά χρώματα και φωνές.

Θυμάμαι μικρός την πρώτη μου επαφή με ένα παιδί από χωριό βόρεια της Κοζάνης. Μιλούσε τα ελληνικά με μιαν αδιόρατη ξενική προφορά. Ρώτησα το θείο μου κι όταν απάντησε «είνι Βούργαρ’ αυτοί» τρόμαξα. Βούλγαροι τόσο κοντά μας; Μεγαλώνοντας οι «Βούργαρ’» έγιναν «Γάλλ’» και σπουδάζοντας οι «Γάλλ’» άλλαξαν ονόματα. Όταν άρχισα ν΄ ακούω παλιές ιστορίες από τους ηλικιωμένους αγωνιστές οι λεγάμενοι έγιναν «Σλαβομακεδόνες» και «Μακεδόνες». Τώρα στην προκείμενη εργασία μετά απ’ τη μελέτη κλείνω έντρομος το στόμα μη δυνάμενος να βρω μιαν ονομασία, που να εμπεριέχει όλες τις μεταμορφώσεις του εικοστού αιώνα.

Με τεράστιο δισταγμό προτίμησα τους όρους Σλαβόφωνοι για την περίοδο ως το 1940 και Σλαβομακεδόνες για μετά προσπαθώντας να τοποθετήσω μιαν ικανοποιητική προσδιοριστική ετικέτα σε μια κοινότητα ανθρώπων που γι’ αυτήν δεν είχε κανένα νόημα πριν αρχίσει ο προπαγανδιστικός πόλεμος των προστατών της κι εμπλέξει και την ίδια στη σκακιέρα των ανταγωνισμών τους.[3]

Αν δεχτούμε ότι οι ρίζες της διάστασης βρίσκονται στα τέλη του 19ου αιώνα φυόμενες στη θρησκευτική διαφοροποίηση, το ζήτημα στις αρχές του 20ού μετά από ένα περαστικό διάλειμμα εκπαιδευτικών συμπλοκών πέρασε στα χέρια της πολιτικής και γρήγορα συμπυκνώθηκε στις αντιθέσεις της καθημερινής ζωής. Μακεδονομάχοι και κομιτατζήδες, Βούλγαροι κι Έλληνες πάλεψαν να τοποθετήσουν τις ανθρώπινες ψηφίδες του μωσαϊκού της Μακεδονίας σύμφωνα με την οπτική τους.

Ο επισυμβαίνων πρώτος παγκόσμιος πόλεμος έλυσε τις συγκρούσεις με τα όπλα αλλά δε διέλυσε το νόστο των, αναγκασμένων να μεταναστεύσουν στη νέα πατρίδα τους, «Βουλγάρων», οι οποίοι συγκροτώντας ενώσεις και σωματεία τροφοδοτούσαν τη μνήμη μ’ έναν παθιασμένο αλυτρωτισμό που ίσως άλλοι πρόβαλαν σ΄ αυτούς.

Στη δεκαετία του ΄20 με το σκηνικό αλλαγμένο από την εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων στην περιοχή προστέθηκαν στη διαφορά οι Γιουγκοσλάβοι επαρωγούμενοι από τη νέα δύναμη που είχε ανατείλει, το σοσιαλισμό των Σοβιετικών. Η πολιτική συνδιαλλαγή Ελλάδας-Σερβίας για τη «μειονότητα» των Σλαβοφώνων, όσο λίγο κι αν κράτησε, συνδυασμένη με την ανεξήγητη επιμονή του εξελληνισμού των κατοίκων της Μακεδονίας από το ελληνικό κράτος, άφησε την εντύπωση ότι με μικρή πίεση μπορούσε ο καθένας να διεκδικήσει για δικό του λογαριασμό τους πληθυσμούς της περιοχής.

Η ευκαιρία δόθηκε πρώτα στη Βουλγαρία το 1941 όχι μόνο για την Ανατολική, όπως είχε συμβεί το 1913, αλλά και την υπόλοιπη Μακεδονία και Θράκη. Αυξημένες βιοτικές ανάγκες αλλά και καιροσκοπισμός συντέλεσαν στην υιοθέτηση της  προπαγάνδας της από ορισμένους Σλαβομακεδόνες που όμως κατέρρευσε προς το τέλος της αξονικής κατοχής, όταν οι Γιουγκοσλάβοι εισήλθαν δυναμικά στο χώρο μετατρέποντας την πρότερη βουλγαροφιλία σε «μακεδονισμό».

Με την αναβάπτιση αυτή οι Έλληνες αντάρτες και πολιτικοί παγιδεύτηκαν στο δίλημμα της φάσης και της απόφασης στις αναγκαίες τους σχέσεις με την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία. Ο σκεπτικισμός αυτός λύθηκε βίαια, όταν ο ΕΛΑΣ Μακεδονίας χτύπησε κι έδιωξε έξω από τα σύνορα τους πρώην συμπολεμιστές του σνοφίτες αυτονομιστές, οι οποίοι κατέφυγαν στο νέο τους ανάδοχο, τη λαϊκή δημοκρατία της «Μακεδονίας».

Το επίσημο ελληνικό κράτος ήταν αρκετά αδύναμο να αντιμετωπίσει τις θανατηφόρες εισβολές των νοφιτών εκδικητών στο έδαφός του το 1945, όπως επίσης ανίσχυρο στάθηκε να συγκρατήσει τη λύμη των δεξιών ενόπλων, που λυμαίνονταν την ύπαιθρο, προκαλώντας κι αυτοί με τη σειρά τους την ένοπλη αντίδραση των πρώην ανταρτών. Η χώρα είχε ολισθήσει στον εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο γρήγορα ενεπλάκησαν οι βαλκανικές χώρες κι ιδιαίτερα η Γιουγκοσλαβία ενισχύοντας τους αντάρτες.

Αν δεν έμπαινε στη διαμάχη η Αμερική το 1947, είναι αμφίβολο ότι το ελληνικό κράτος θα υπερίσχυε της επανάστασης. Ο δυναμωμένος με θεωρία κι οπλισμό στρατός απώθησε τους αντάρτες έξω από τα σύνορα, αλλά η πληγή δεν έκλεισε. Αρκετοί Σλαβομακεδόνες κι Έλληνες είχαν εκτελεστεί, φυλακιστεί, εκτοπιστεί και πολλά παιδιά με ή χωρίς τους γονείς τους είχαν καταφύγει στο εξωτερικό. Τους Σλαβομακεδόνες που παρέμειναν στην Ελλάδα στιγμάτιζε συνεχώς το ελληνικό κράτος, μη συγχωρώντας τον καιροσκοπισμό που άλλοι κι όχι αυτοί που έμειναν πίσω είχαν δείξει.

Η ψυχροπολεμική περίοδος που ακολούθησε καλυτέρευσε, με την επίνευση των «δυτικών», τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία. Οι προβληματισμοί στην Ελλάδα για τις μειονότητες είχαν καταυγάσει, όταν στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε ζωήρεψαν ξαφνικά. Η ανεξαρτησία της «Μακεδονίας» με το όνομα δημοκρατία της Μακεδονίας το 1993 προκάλεσε έναν εθνικό-εθνικιστικό είπαν μερικοί- πυρετό, ο οποίος με τη σειρά του «έπεσε» μπροστά στην προοπτική της παγκοσμιοποίησης.

Όμως το Κόσοβο είναι ξαφνικά εδώ μπροστά μας!

Eυχαριστώ τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ για τη φιλοξενία και τις πολύωρες συζητήσεις που είχαμε μαζί. Χωρίς αυτούς αλλά και χωρίς τη βοήθεια που με πρόσφεραν χωρίς δισταγμούς επιστήμονες ιστορικοί, όπως ο Ιωάννης Κολιόπουλος, Ιάκωβος Μιχαηλίδης και Βασίλης Γούναρης, η προκείμενη εργασία θα ήταν αθωράκιστη και λιτή όχι βέβαια πως τώρα δεν είναι.

Τα υπάρχοντα εννοιολογικά και γραμματικά λάθη βαρύνουν αποκλειστικά τον υπογραφόμενο κι όχι τους συνομιλητές του.

Μεγάλες ευχαριστίες οφείλω επίσης στην ιστορικό Μαρία Μπρέτσα για την επιμέλεια του κειμένου και για την ποικίλη βοήθεια που πρόσφερε χωρίς να γογγύζει.

ΟΙ ΠΗΓΕΣ
Η εργασία αυτή εκπονήθηκε χωρίς τη χρήση αρχειακών πηγών, αφ΄ ενός λόγω της φύσεώς της -μεταπτυχιακή- κι αφ΄ ετέρου εξ αιτίας χρονικών και τοπικών περιορισμών. Επίσης αγνοήθηκαν η βουλγαρική, γιουγκοσλαβική και «δυτική» ιστοριογραφία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.

Είναι εν των πραγμάτων αδύνατο μια τέτοια εργασία να εξαντλήσει τις προς μελέτην πηγές, λόγω της πληθώρας των έργων που προκάλεσε η φόρτιση του θέματος, μια φόρτιση που έκλεισε ήδη έναν αιώνα ζωής και συνεχίζει να υφίσταται, εφ΄ όσον ο βιολογικός κύκλος των ανθρώπων, που έζησαν και στιγματίστηκαν από τις ταραγμένες αυτές εποχές, δεν έχει ακόμα κλείσει.

Η βιβλιογραφία στην οποία εντρύφησα χωρίζεται αυθαίρετα σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, οι δυο από τις οποίες είναι αυστηρά στεγανές μεταξύ τους. Ορίζω ως «δεξιά» βιβλιογραφία τα έργα που, είτε παρήχθησαν από συντηρητικών αρχών νικητές πολίτες άμεσα εμπλεκόμενους στο θέμα είτε συντάχθηκαν κάτω από τις επιταγές της ψυχροπολεμικής περιόδου. Στον αντίποδα ονοματίζω σαν «αριστερή» τη βιβλιογραφία των ηττημένων της δεκαετίας του ΄40, η οποία εκπονήθηκε ως εξομολογητική απάντηση απέναντι στην τριακονταετή «εθνική» επίθεση των αντιπάλων τους. Τέλος υπάρχει η «επιστημονική» βιβλιογραφία, το πεδίο της οποίας είναι και θα συνεχίσει να είναι ανοιχτό στην έρευνα και στις ερμηνείες των ιστορικών.

Από τον κύκλο της δεξιάς ιστοριογραφίας ξεχωρίζει το έργο των Αθανασίου Χρυσοχόου, Δημήτρη Ζαφειρόπουλου και Παρμενίωνα Παπαθανασίου, αν και οι δύο τελευταίοι αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις. Ο συνταγματάρχης Χρυσοχόου ανέλαβε επί κατοχής επιθεωρητής Νομαρχιών στη βόρεια Ελλάδα, ένα νευραλγικό και δύσκολο πόστο καθώς έπρεπε καθημερινά να ελίσσεται μεταξύ των τριών κατοχικών στρατευμάτων και των αντιμαχόμενων ανταρτικών δυνάμεων ΕΛΑΣ-ΠΑΟ-ΕΑΟΑ. Τα βιβλία του προσφέρουν εξαιρετικές και πολύτιμες λεπτομέρειες στην αξιολόγηση των οποίων ο ερευνητής πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικός.

Η εργασία του στρατηγού Ζαφειρόπουλου, ενός έντιμου, όπως φαίνεται από τα βιβλία του, στρατιωτικού, εγγίζουν την αντικειμενικότητα και είναι απαραίτητο βοήθημα, παρ΄ όλες τις ανακρίβειες που περιέχονται μέσα. Στον ίδιο καμβά είναι κεντημένο και το δίτομο έργο -ημερολόγιο του τότε ταγματάρχη Παπαθανασίου. Είναι κι αυτό μια αυθεντική πηγή υποχρεωτικά απαραίτητη, αν και μερικές αβλεψίες στις χρονολογίες των συμβάντων πρέπει να διορθωθούν.

Η αριστερή πλευρά γενικώς στέκεται αμήχανη μπροστά στο θέμα του «Μακεδονικού». Υπάρχουν πολλές παραλείψεις, καλύψεις και σιωπές αποτέλεσμα της ήττας και των εθνικιστικών καταιγιστικών κατηγοριών για αρνησιπατρία. Έτσι οι απολογητές της αριστεράς προσπερνούν το πρόβλημα με ρομαντισμό (π.χ. Βαλιούλης) ή αποποιούμενοι τις ευθύνες τις άμεσης εμπλοκής των (Κωνσταντάρας). Ξεχωρίζει το βιβλίο του Κυριάκου Πυλάη από το Ξυνό Νερό, ενός παλαίμαχου αγωνιστή που ακόμα μένει πιστά προσδεδεμένος στη διεθνιστική του ιδεολογία.

Στην αριστερή πλευρά αλλά με οξύτερες διεκδικήσεις κι αντιπαραθέσεις κινούνται τα έργα του ακτιβιστή Δημήτρη Λιθοξόου και τα στρατευμένα περιοδικά του Ουράνιου Τόξου Ζόρα και Νόβα Ζόρα. Πρόκειται για έντυπα στα οποία ο εθνικιστικός μύθος που προβάλλεται μπορεί εύκολα να διαβληθεί για την εγκυρότητά του από έναν ψύχραιμο αναγνώστη.

Η επιστημονική βιβλιογραφία είναι προϊόν νέων ως επί το πλείστον ερευνητών, οι οποίοι παράγουν ιστορία μέσα σε αδιάβλητους χώρους, όπως τα πανεπιστήμια. Έχουν απολακτίσει κατά πολύ τις αγκυλώσεις της επίσημης και στρατευμένης ιστορίας κι έχοντας στα χέρια τους μέθοδες και υλικά διατυπώνουν απόψεις χωρίς εθνικές και πολιτικές προκαταλήψεις. Τέτοιος είναι ο κύκλος των πρώην μαθητών του καθηγητή της Ιστορίας στο ΑΠΘ Γιάννη Κολιόπουλου και των ακροατών του ειδήμονα επί των Βαλκανίων Ευάγγελου Κωφού.

Άφησα για το τέλος τις εφημερίδες και τις προφορικές συνεντεύξεις. Μια ματιά στις πρώτες αρκεί να τοποθετήσει τον αναγνώστη μέσα στο κλίμα της ταραγμένης εκείνης εποχής και τη οξύτατη διελκυστίνδα των απόψεων. Μπορεί κανείς σήμερα αναδιφώντας τις κιτρινισμένες σελίδες των να περάσει απυρόβλητος μέσα από τις λεκτικές και πραγματικές διαμάχες των αντιπάλων. Οι συνεντεύξεις, μια προσφιλής μου μέθοδος, παρ΄ όλες τις δυσκολίες αξιολόγησής τους, συντελούν στη συναισθηματική ώθηση για την τοποθέτηση του ερευνητή στις συντεταγμένες της εποχής και στην πρόσκτηση πρωτότυπων στοιχείων που αποφεύγονται στον έντυπο λόγο.

Η ΕΥΤΟΚΙΑ ΤΩΝ ΟΡΩΝ
Μια απλή περιδιάβαση στους όρους με τους οποίους χαρακτηρίστηκε από τον προηγούμενο αιώνα ως σήμερα ο σλαβόφωνος πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας αποκαλύπτει την αδυναμία των πολιτικών και των απλών παρατηρητών ακόμη να προσονομάσουν μια κοινότητα ανθρώπων, η οποία διέφερε τουλάχιστον γλωσσικά με την πρώτη ματιά απ΄ τις άλλες. Οι όροι αυτοί παρουσιάζουν άμεση συνάρτηση με την πολιτική των τριών διεκδικητών της σλαβόφωνης κοινότητας, Ελλήνων, Βουλγάρων, Γιουγκοσλάβων και οι περισσότεροι είναι χρωσμένοι με βία και αίμα. Η διαφοροποίηση επιχειρήθηκε αρχικά από το πεδίο της θρησκείας, συνεχίστηκε με την αυγή του εθνικισμού, πολώθηκε με τις πολεμικές αναμείξεις και πέρασε στη λήθη με την επέμβαση των ανθρωπολόγων.

Στην αρχή οι όροι είχαν θρησκευτική χροιά καθώς η τάση για εθνικά κράτη στη Βαλκανική δεν έχει ωριμάσει. Οι δυο πηγές εξουσίας, το Ορθόδοξο Πατριαρχείο και η νεόκοπη βουλγαρική εκκλησία, προσπαθούσαν να προσεταιριστούν τον πληθυσμό της Μακεδονίας με βάση την πίστη τους. Έτσι τα «αδέρφια Χριστιανοί» του Ρήγα Βελεστινλή μερίζονταν στο τέλος του 19ου αιώνα σε «Πατριαρχικούς» και «Εξαρχικούς» και οι δεύτεροι χρεώνονταν το «αιρετικό» σχίσμα.[4]

Η αυγή του 20ού αιώνα και ο υποφωσκόμενος διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενέτεινε τις προσπάθειες Ελλήνων και Βουλγάρων για την πρόσκτηση του μακεδονικού πληθυσμού και της στρατηγικής του περιοχής. Οι κάτοικοι χωρίστηκαν αυθαίρετα σε «Βούλγαρους» και «Έλληνες», σε «Γραικομάνους» και «Σερβομάνους» και η κούρσα του εκπαιδευτικού αγώνα αύξησε την ταχύτητά της τρεφόμενη τώρα ευθέως με όπλα.[5]

Με την έκρηξη των βαλκανικών πολέμων το φυσικό ενδιαφέρον της Σερβίας για επέκταση στο Αιγαίο, αποτέλεσμα του χερσαίου αποκλεισμού της από τους Αυστριακούς, κόμισε στο προσκήνιο της διαμάχης τους «Μακεδονοσλάβους» του ανθρωπογεωγράφου Γιοβάν Τσίιτς, έναν όρο της επιστήμης πλέον καθώς οι ήπιες θρησκευτικές μέθοδοι υποχωρούσαν μπροστά στην κλαγγή των όπλων και το παιχνίδι συνεχίστηκε από τώρα και στο εξής με τρεις παίκτες.[6]

Η κατοχή της δυτικής Θράκης από τους Βούλγαρους και η αυξανόμενη πίεση που ασκούν ανάγκασε τους Έλληνες να αμυνθούν κατά του «προαιώνιου» εχθρού τους προσανατολιζόμενοι προς τη μικρή τότε Σερβία. Ο σερβογενής όρος «Μακεδονοσλάβοι» επικροτήθηκε για τους σλαβόφωνους της σημερινής βόρειας Ελλάδας σ΄ έναν ελληνικής χάραξης χάρτη του 1918, ενώ ένα χρόνο αργότερα εφευρέθηκε από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ο όρος «Σλαβόφωνοι», ονομασία που απευθύνονταν όμως στους «ελληνόφρονες» κι όχι στους «μη ελληνόφρονες».[7]

Μετά την ανθρωποσφαγή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου οι Μεγάλες Δυνάμεις επικρότησαν τη δημιουργία ομοιογενών κρατών για να λείψουν οι εθνικιστικές αναστατώσεις και τα προβλήματα μεταξύ των κρατών. Στο πλαίσιο αυτής της εκκαθάρισης η Ελλάς υπέγραψε με τη Βουλγαρία -με τη συνθήκη του Νεϊγύ το 1919- την εθελούσια ανταλλαγή των πληθυσμών σύμφωνα με το φρόνημά τους. Επειδή όμως η εφαρμογή της συνθήκης αυτής αργούσε συνομολογήθηκαν ενδιάμεσα οι συνθήκες Σεβρών το 1920 και Λωζάνης τον Ιούλη του ΄23, όπου η δεύτερη ενίσχυε την πρώτη στο ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων στην Ελλάδα. Το επόμενο έτος 1924 συνήφθη με τις υποδείξεις της Κοινωνίας Των Εθνών (ΚΤΕ) μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας το πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ, μια συμφωνία που προσανατολιζόταν στην καθιέρωση «Βουλγάρικης Μειονότητας» στην Ελλάδα και ίδρυση γραφείου μειονοτήτων, συμφωνία η οποία ακυρώθηκε σε μερικούς μήνες με τη την ίδια ευκολία που συνήφθη από την ελληνική κυβέρνηση.[8]

Αλλά το ζήτημα , ενώ θεωρητικά είχε προς το παρόν λυθεί, περιπλέχτηκε με την παρέμβαση ενός νέου τώρα παράγοντα του «κομμουνιστικού» τις επιταγές του οποίου εξέφραζε στην Ελλάδα ο διορισμένος από την Κομιντέρν γραμματέας του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης. Υιοθετήθηκε το Νοέμβρη του 1923 από τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (από τώρα και στο εξής ΒΚΟ) ο όρος «Μακεδόνες Σλάβοι», ενώ η «μητρόπολη» της επανάστασης, Σοβιετική Ένωση, στο 5ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς τίκτοντας αρχικά -το 1924- τον όρο «Μακεδονικός Λαός» κατέληξε ένα χρόνο αργότερα στη «Μακεδονική Εθνότητα» προς αντιδιαστολή κι αντίθεση με τη «Βουλγαρική Εθνότητα» της ηττημένης κι αντιδραστικής Βουλγαρίας.[9]

Μια τέτοια πριμοδότηση του σερβικού παράγοντα από τη ΒΚΟ και την αναπτυσσόμενη Σοβιετική Ένωση και η ίδια η εδαφική και πληθυσμιακή ισχύς της Σερβίας είχει ως αποτέλεσμα την καθιέρωση της «Σερβικής Μειονότητας» το 1925. Μια αυγουστιάτικη σύμβαση του 1926 μεταξύ Σερβίας κι Ελλάδας, η οποία ακυρώθηκε από την επόμενη κυβέρνηση, ρύθμιζε τα δικαιώματα, την εκπαίδευση και το σχολικό αναγνωστικό της «Μειονότητας», το Abecedar, το οποίο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία πριν δοθεί στους μαθητές.[10] Όσοι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας δεν αποδέχτηκαν τη νέα ονομασία τους καταγγέλθηκαν την ίδια περίοδο σύμφωνα με τον Έλληνα κομμουνιστή Χ. Βάτη ως «Βούλγαροι Σχισματικοί».[11]

Η άποψη για «Εθνικές Μειονότητες» που χρειάζονται αυτοδιάθεση μέχρι αποχωρισμού συνεχίστηκε σ΄ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου παρ΄ όλους τους εσωτερικούς τριγμούς και τις εξωτερικές διώξεις, εκτοπίσεις, εξορίες και φυλακίσεις που υπέστη το ΚΚΕ. Όμως μετά τα δραστικά μέτρα του επίσημου κράτους η παραδοχή της θεωρίας των καταπιεσμένων Εθνικών Μειονοτήτων είρπε πλέον σιωπηρά καθώς όχι μόνον οι χαλεποί διωκτικοί καιροί αλλά και η έλευση των προσφύγων είχε πλέον διαφοροποιήσει το πληθυσμιακό δυναμικό της Μακεδονίας.

Παράλληλα με την πομπώδη και πολιτικά φορτισμένη αυτή ορολογία συμπορεύτηκαν κατά το Μεσοπόλεμο και oι κρυφής εσωτερικής κατανάλωσης ορολογίες των διοικητικών αρχών «Βουλγαρίζοντες», ένας χαρακτηρισμός των Σλαβόφωνων που δεν λογαριάζονταν ως «Ελληνίζοντες» και «Σλαβομακεδόνες». Ο δάσκαλος Γ. Παπαδόπουλος σε αναφορά του προς την κρατική εξουσία το Μάη του ΄36 μοίραζε τους Σλαβόφωνους σε 4 κατηγορίες: «Έλληνες», Ελληνίζοντες, «Επαμφοτερίζοντες» και καθαροί «Βούλγαροι».[12] Στην ίδια περίοδο ο λαός χρησιμοποιούσε τις ονομασίες «Βούλγαροι» , ενώ οι ίδιοι οι Σλαβόφωνοι αυτοκαθορίζονταν ως «Ντόπιοι» η «Εντόπιοι», ένας όρος πολιτικά αφόρτιστος, προς αντιδιαστολή με τους συγκατοίκους τους πρόσφυγες. Ντόπιοι λοιπόν οι Σλαβόφωνοι καθώς ντόπιοι λέγονταν και οι Βλάχοι και οι Ρόμηδες αλλά «Ντόπιοι άλλη ράτσα» οι τελευταίοι.[13]

Όταν η Ευρώπη πέρασε το κατώφλι της ναζιστικής απειλής, οι Αντιγερμανικές Δυνάμεις μαζί με τη Σοβιετική Ένωση ενέτειναν τις προσπάθειες προσεταιρισμού φίλων και συμμάχων σ’ ένα ενιαίο μέτωπο. Το Γενάρη του 1936 σε αγαστή συμφωνία με τα άλλα αδελφά κόμματα το ΚΚΕ κοινοποίησε την απόφασή του για πλέρια ισοτιμία στις «Μειονότητες» χωρίς να τις αναφέρει ονομαστικά, μειονότητες που διαβιούσαν στην εθνική επικράτεια πλέον κι όχι Εθνικές Μειονότητες, όπως αποφθέγγονταν πριν, κι άρχισε σταδιακά η πρόσληψη και καθιέρωση από το Κόμμα της ονομασίας «Σλαβομακεδόνες», η οποία θα παραμείνει έκτοτε σε χρήση ως σήμερα.[14]

Κατά την αρχική περίοδο της τριπλής κατοχής η πόλωση ιδεολογιών και πράξης έφτασε στο ανώτερο σημείο της, γεγονός που αντανακλάστηκε στους ονομαστικούς όρους. Σύμφωνα με το στρατιωτικό Ζαφειρόπουλο οι 85000 «Βουλγαρόφωνοι» χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: οι Γραικομάνοι, οι παραμελημένοι από το κράτος και οι σκληρυμένοι κακούργοι, όπου προφανώς οι πρώτοι ήταν προσανατολισμένοι στην ΠΑΟ, οι επόμενοι υποστήριζαν τον ΕΛΑΣ και οι τελευταίοι υπερθεμάτιζαν το ιταλικό (βουλγαρικό) κομιτάτο.[15]

Αρχάς ΄44 η πολιτική και οικονομική υποστήριξη των συμμάχων προς τους δυναμικούς Σέρβους μεταμόρφωσε τους «Σλαβοέλληνες» των Άγγλων της συμμαχικής αποστολής στην Ελλάδα σε γνήσιους «Μακεδόνες», ένας χαρακτηρισμός που ρίζωσε μετά την ανακήρυξη της ομόσπονδης λαϊκής δημοκρατίας της «Μακεδονίας» και υποστηρίχτηκε αφειδώς από τους Σέρβους.[16]

Οι γραφικοί όροι του εμφυλίου πολέμου «Σνοφιτοκομιτατζήδες», «Οχρανίτες», «Κόκκινοι Λύκοι», «Καταδιωκόμενοι Αγωνιστές» κλπ δεν άντεξαν πολύ στο χρόνο, γιατί αφ΄ ενός αναφέρονταν στον εκτεθειμένο πληθυσμό της Μακεδονίας κι αφ΄ ετέρου επειδή η εμπόλεμη κατάσταση ήταν βραχύχρονη , ενώ η ειρηνική περίοδος μακρόχρονη.

Σήμερα οι ιστορικοί και οι ιδίως οι ανθρωπολόγοι, για να αποφύγουν  τα αδιέξοδα του παρελθόντος προσπαθούν να εφεύρουν πρωτότυπες προσδιοριστικές ονομασίες για τους Σλαβόφωνους της Ελλάδας: εθνοτικές ή πολιτισμικές ομάδες, κατηγορίες πληθυσμού, ράτσες, μακεδονόφωνοι αναμειγνύονται μαζί με τις παλιές λαϊκές ονομασίες και τους «ξεκάθαρους» όρους των ενδιαφερομένων κρατών: «Βούλγαροι» για τους Βουλγάρους, «Σέρβοι» για τους Σέρβους, «Μακεδόνες» για τους Φυρομίτες και «Έλληνες» για τους Έλληνες. «…ιστορικά η Μακεδονία αποτελεί ένα τέτοιο μείγμα εθνοτήτων-δεν είναι τυχαίο που έδωσε το όνομά της στην ανάμεικτη φρουτοσαλάτα (macedoine)- που δεν είναι δυνατόν να σταθεί καμιά προσπάθεια ταύτισής της με κάποια συγκεκριμένη εθνότητα» γράφει ο Χομπσμπάουμ.[17]

Η ΓΛΩΣΣΑ
Τα προβλήματα σχετικά με τη χρήση της μητρικής γλώσσας των Σλαβοφώνων άρχισαν απ΄ όταν επεκτάθηκε η διοίκηση του ελληνικού κράτους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Λύθηκαν κατά τη δεκαετία του ΄60, όταν οι αντάρτες του ΔΣΕ, οι περισσότεροι Σλαβομακεδόνες, είχαν ηττηθεί και αποτραβηχτεί. Στο ενδιάμεσο το διάλειμμα ομιλητικής ελευθερίας για τους Σλαβόφωνους εκτιμάται ως εξαιρετικά βραχύ-5 μόλις μήνες κατά τη διάρκεια της εαμοκρατίας 1944 με 1945- μπροστά στις 3 δεκαετίες της απαγόρευσης της.

Αρχικά Κρητικοί δάσκαλοι και δημόσιοι υπάλληλοι στη δεκαετία του 1910, Νοτιοελλαδίτες κατόπιν διορίστηκαν στις νέες χώρες για να επιβάλλουν τις αρχές και αξίες του κράτους. Πρώτο εμπόδιο στην επικοινωνία τους με το σημαντικότερο μέρος του πληθυσμού στάθηκε η γλώσσα. Έπρεπε όλο το φωνητικό μωσαϊκό της περιοχής να εγχυθεί σ΄ ένα γλωσσικό καλούπι, το ελληνικό. Έτσι τουρκικά, «βουλγαρικά», βλάχικα, τσιγγάνικα, αρβανίτικα ακόμη και  ποντιακά θεωρήθηκαν αλλόγλωσσα κι απαγορεύτηκαν με επιπλήξεις, επίμονες απειλές, πρόστιμα, από τα οποία οι χωροφύλακες έπαιρναν ποσοστά, ξύλο ή εκτοπίσεις.[18]

Στη δεκαετία του ΄20 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία και τη Βουλγαρία η γλωσσική κατάσταση δε διαφοροποιήθηκε. Αρκετοί πρόσφυγες ομιλούσαν την τουρκική, ενώ παρέμειναν αρκετοί, «Έλληνες το φρόνημα», Σλαβόφωνοι. Η ελληνική διοίκηση προσπάθησε μέσω της εκκλησίας και του σχολείου να εξελληνίσει τους αλλόφωνους υπήκοούς της. Εμπόδιο στην αρχή στέκονταν οι εξαρχικοί ιερείς, οι οποίοι συνέχισαν να λειτουργούν στα βουλγαρικά. Ο τομέας της εκπαίδευσης μεταμορφώθηκε σε πεδίο βασάνων για τους μαθητές, καθώς από το 1927 είχε θεσπιστεί η καθαρεύουσα στις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου, με αποτέλεσμα η πρότερη διγλωσσία των «ξενοφώνων» να χειροτερέψει σε τριγλωσσία.[19] Πελοποννήσιοι νεαροί δάσκαλοι με εθνικό ζήλο και αυστηρές βέργες δε συγχωρούσαν καμιά γλωσσική παρεκτροπή των μαθητών και οι συχνές τους περιπολίες στο χωριό παρέλυαν τις μητρικές φωνητικές χορδές των παιδιών.[20]

Αν τα παιδιά λόγω του εύπλαστου κόσμου τους μάθαιναν εύκολα, οι  ηλικιωμένοι, οι οποίοι έπρεπε κι αυτοί υποχρεωτικά να μαθητεύσουν στην ελληνική γλώσσα, υπέφεραν κυριολεκτικά. Νυχτερινά σχολεία στις έδρες των παραμεθόριων νομών απαιτούσαν καθημερινή παρακολούθηση και διάβασμα από εξαντλημένους ολημερίς αγρότες και κτηνοτρόφους.[21]

Τα πολλά ανέκδοτα που κυκλοφορούν αναφερόμενα στις σχέσεις χωροφυλάκων, δικαστών και Σλαβοφώνων σχετικά με την απαγόρευση της ομιλίας των τελευταίων δηλώνουν μια πραγματικότητα, η οποία επαναλαμβάνονταν στο μεγαλύτερό της μέρος προφανώς από ευαίσθητα όργανα της δημόσιας τάξης και διοίκησης, που απ΄ τη μια μεριά είχαν να αντιμετωπίσουν τα ιδεολογικά στερεότυπα των αιώνιων εχθρών της ελληνικής φυλής Βουλγάρων κι από την άλλη έναν ξενόγλωσσο πληθυσμό ο οποίος όταν δεν περιέθαλπε τους Βούλγαρους κομιτατζήδες που δρούσαν τρομοκρατικά στην περιοχή, έμενε απαθής απέναντι στην πιεστική συμπεριφορά των κρατικών αρχών.[22]

Αν η γλωσσική καταπίεση επαφίονταν στο χαρακτήρα του κάθε εκπροσώπου της εξουσίας κατά τον Μεσοπόλεμο, στη διάρκεια του καθεστώτος της 3ης Αυγούστου και στην αμέσως μεταπελευθερωτική περίοδο-1945 και μετά- έπρεπε καταναγκαστικά να εφαρμοστεί. Επί Μεταξά ο «τρίτος ελληνικός πολιτισμός» στηρίζονταν προπαντός στην ενιαία γλώσσα και καμία αμφισβήτηση δε χωρούσε, ενώ στην περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας» και του εμφυλίου η σλαβοφωνία θεωρούνταν κακούργημα, καθώς ταύτιζε τους χειριστές της είτε με το κατοχικό βουλγαρικό κομιτάτο είτε με τους αντάρτες εκδικητές. Η περίπτωση του χωριού Ολυμπιάδα Κοζάνης, όπου οι χωροφύλακες αντιμετώπισαν με ξυλοδαρμό νέους του χωριού που μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα στις 29.1.45, μπορεί δύσκολα να αμφισβητηθεί.[23]

Η γλωσσική απαγόρευση ίσχυε και στα τραγούδια-δεν γνωρίζω για τα μοιρολόγια. Ορχήστρες κι οργανοπαίκτες σε γάμους και σε πανηγύρια έπαιζαν τους ζωηρούς σκοπούς χωρίς τραγουδιστές. Κάθε απόπειρα τραγουδιού συνεπάγονταν κυρώσεις και μπορούσε να καταλήξει και σε εξορία, προφανώς όταν η ιδεολογία των αδόντων έκλινε προς τα αριστερά, όπως στην περίπτωση του Κώστα Ρόμπη από τη Βεύη Φλώρινας. Ο εν λόγω Σλαβόφωνος, φαντάρος ων, συμμετείχε το Πάσχα του ΄36 στο πανηγύρι του χωριού του ευωχούμενος με τους συντοπίτες του, όταν χωροφύλακες διέκοψαν το χορό, συνέλαβαν τους παραβάτες κι εξόρισαν τον αμφισβητία στρατιώτη.[24]

Έτσι τα «μακεδόνικα» ή «μακεδονίτικα», όπως ονόμαζαν τη γλώσσα τους οι Σλαβόφωνοι, μεταμορφώνονταν επίσημα κάτω από τη σπάθα των διώξεων σε «ντόπια, εντόπια, ντόπικα» ή «τα δικά μας», ονομασίες που ισχύουν ως σήμερα.[25]

ΟΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ
Το ερώτημα του αριθμού των Σλαβοφώνων της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα και τη λήξη της δεκαετίας του ΄50 είναι δύσκολο να απαντηθεί. Ο καθηγητής Κολιόπουλος στα σχετικά έργα του ξεκινά από τον αριθμό 250.000 και καταλήγει στους 60.000 με 80.000, ενώ άλλοι μελετητές δίνουν διάφορους αριθμούς.[26]

Η δημογραφική κίνηση των Σλαβόφωνων παρουσιάζει μια εξαιρετική χρονική και τοπική ποικιλία σ΄ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.. Αρχόμενη από την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα λόγω οικονομικών δυσκολιών έληξε το 1949 με την αναγκαστική προσφυγιά των τελευταίων επαναστατών του Γράμμου.[27]

Αν οι μετανάστες των αρχών του 20ού αιώνα κατευθύνθηκαν στις ΗΠΑ και στον Καναδά, το επόμενο κύμα, 15.000 σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, κατέφυγε στη Βουλγαρία κατά την περίοδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Βαλκανικών Πολέμων και επίσης μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 εξ αιτίας της νέας διαμορφούμενης κατάστασης.[28]

Το έτος 1919 με τη συνθήκη του Νεϊγύ (ανταλλαγή) και την επέκτασή της και στη Δυτική Θράκη η μετανάστευση προσέλαβε διεθνείς διαστάσεις και ο αριθμός των «Βουλγάρων το φρόνημα» που προτίμησαν νέα πατρίδα ανέβηκε κατακόρυφα παρ΄ όλο που είναι δύσκολο να εντοπιστεί επακριβώς καθώς εξαρτάται από την οπτική του εκάστοτε ερευνητή. Μια βουλγάρικη πηγή αναφέρει ότι έφυγαν από το 1913 ως το 1928 86.582 Βούλγαροι.[29]

Η μαζική έλευση των προσφύγων από το 1922 και μετά, η ταύτιση των Σλαβόφωνων με το διεκδικητικό ΚΚΕ και η δράση των κομιτατζήδων στην ίδια δεκαετία αποτέλεσαν τα νέα αίτια της μετανάστευσης. Έριδες και διχογνωμίες για τα πρώην τουρκικά κτήματα με τους πρόσφυγες, τους οποίους περιέθαλπε με στοργή και η ΚΤΕ, εκτός από το ελληνικό κράτος, οδήγησαν στην απόγνωση ορισμένους Σλαβόφωνους. Οι κάτοικοι της Μελίτης Φλώρινας ζήτησαν το 1925 να γίνουν υπήκοοι του Σέρβου βασιλιά, ενώ άλλοι ομόγλωσσοί τους, μη υποφέροντας τις διενέξεις και το χάσιμο των αγορασμένων κτημάτων τους, έφευγαν άτυπα στη Βουλγαρία ή κρυφά στη Σερβία.[30]

Αν στη δεκαετία του ΄20 ο αριθμός των εκτοπισμένων ως αρωγών των κομιτατζήδων ή του ΚΚΕ ήταν σχετικά μικρός, αυξήθηκε κατακόρυφα στην επόμενη δεκαετία ειδικά στο δεύτερο μισό της και κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο επίσης. Σλαβομακεδόνικα στελέχη του ΚΚΕ, φίλοι και συγγενείς τους καθώς και συγγενείς των λιποτακτών του αλβανικού μετώπου εκτοπίστηκαν στη νότια Ελλάδα, τη Γαύδο, τη Χίο, την Κεφαλονιά και σε άλλα νησιά είτε εξ αιτίας της κομμουνιστικής τους δράσης είτε διότι απλώς αποτελούσαν παραμεθόριες «μειονότητες» οι οποίες έπρεπε να παρακολουθούνται στενά από την ασφάλεια του ικανότατου Μανιαδάκη.[31] Όλοι αυτοί θα σφυρηλατηστούν επαναστατικά στην εξορία κι αρκετοί απ΄ αυτούς θα γίνουν εύκολος στόχος της ιταλικής, βουλγαρικής και γιουγκοσλαβικής προπαγάνδας στη δεκαετία του ΄40.[32]

Η τριπλή κατοχή της Ελλάδας το 1941 δημιούργησε επίσης δημογραφικές μεταβολές στον πληθυσμό των Σλαβομακεδόνων. Μαθητές γυμνασίων, φοιτητές και πολίτες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία για ένα καλύτερο μέλλον, ενώ μερικοί κάτοικοι της Δυτικής εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία, προφανώς γιατί παρέχονταν εκεί σ΄ αυτούς καλύτερες συνθήκες ζωής.[33] Τεράστια σε μέγεθος ήταν η κίνηση του πληθυσμού στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη όσον αφορά τους Έλληνες, τους Βούλγαρους και τους «Βουλγαρομακεδόνες», οι οποίοι ξαναγύρισαν το ΄41 στα εδάφη που κατοικούσαν πριν την ανταλλαγή. Οι Έλληνες που εγκατέλειψαν με πίεση ή εθελοντικά την περιοχή κυμαίνονταν από 110.000 έως 200.000, ενώ οι Βούλγαροι και οι Βουλγαρομακεδόνες άποικοι που τους αναπλήρωσαν αριθμούνταν στους 650.000.[34]

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του ΄44 η ανερχόμενη ισχύς της Γιουγκοσλαβίας και η διαφαινόμενη απίσχνανση της Βουλγαρίας προσανατόλισαν το ρεύμα φυγής προς τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Ο βασικός αυτός παράγοντας συναρτούνταν με τις πιέσεις που δέχονταν οι Σλαβομακεδόνες, γιατί κανείς δε μπορούσε να μείνει αμέτοχος, εφ΄ όσον κατοικούσε στις στρατηγικά ευαίσθητες αυτές περιοχές να οπλιστεί είτε από τη γερμανική Οχράνα είτε από τον ΕΛΑΣ είτε από το ΣΝΟΦ είτε από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΛΑΣ) της «Μακεδονίας». Επιθέσεις, λεηλασίες, εμπρησμοί και δολοφονίες των γερμανοντυμένων ανδρών του συνταγματάρχη Πούλου και των εξοπλισμένων από τους Γερμανούς οπλιτών του Εθνικού Ελληνικού Στρατού (ΕΕΣ) στα σλαβομακεδόνικα χωριά είχαν ως αποτέλεσμα τη μετοίκηση των κατοίκων στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία.[35] Οι κάτοικοι της Ερμακιάς Κοζάνης, ενός ανθηρού κεφαλοχωριού, που είχε την ατυχία να συνορεύει με τουρκόφωνα χωριά, αφού υπέστησαν τέσσερις επιδρομές το Μάρτη και τον Απρίλη του 44 έχοντας 56 θύματα κατέφυγαν στα Μπίτολα (Μοναστήρι) και στο Τρνβο. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου γύρισαν πίσω στο χωριό 20 μόνο οικογένειες, ενώ οι άλλοι έμειναν στην ξενιτειά για πάντα.[36]

Σ΄ όλη τη διάρκεια του ΄44 μερίδα των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας κατατάσσονταν στο αντάρτικο του Τίτο είτε περνώντας τα σύνορα, όπως στις 28, είτε ακολουθώντας τους παρτιζάνους, όταν εκείνοι κατέφευγαν αρκετά συχνά στις ελληνικές περιοχές για προπαγανδιστικούς λόγους ή κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.[37] Ο αριθμός τους ήταν όμως μηδαμινός, αν συγκριθεί με τη λιποταξία και φυγή στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία των δυο σλαβομακεδόνικων ευάριθμων ταγμάτων της 9ης και 10ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ τον Οκτώβρη του ΄44, όταν 2.700 περίπου Σλαβομακεδόνες μαχητές διέφυγαν από τη Φλώρινα και το Πάικο καταδιωκόμενοι από τον ΕΛΑΣ ως αρνητές της ελληνικής επαναστατικής νομιμότητας. Αρκετοί όμως απ΄ αυτούς άρχισαν αμέσως μετά να επιστρέφουν μυστικά στη γενέθλια γη εφ΄ όσον η επιβαλλόμενη εαμοκρατία τους πρόσφερε ό,τι τόσα χρόνια συστηματικά στερούνταν, όπως ελευθερία γλώσσας, εθίμων, εκπαίδευσης.[38]

Η ήττα τμημάτων του ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη του ΄44 στην Αθήνα πυροδότησε νέα φυγή Σλαβομακεδόνων, που εντάθηκε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και την επικράτηση της ελληνικής κρατικής εξουσίας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ξαναγύρισαν στις θέσεις των επαρωγούμενοι από την Εθνοφυλακή, ένα σώμα αποτελούμενο από περιθωριακούς της κατοχής, ανέργους των Αθηνών και ανταρτόπληκτους έμπλεους εκδικητικής αντιαριστερής μανίας, η οποία άρχισε αμέσως δράση επί δικαίων και αδίκων αδιακρίτως, ώστε το επίσημο έντυπο του ΓΕΣ να αριθμεί 25.000 Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία την Άνοιξη του ΄45, προφανώς αντάρτες, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους που κατέφυγαν στα Σκόπια ή στο Μπούλκες.[39]

Οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού κατά του ΔΣΕ την Άνοιξη του ΄47 στη Μακεδονία συνοδεύτηκαν από αθρόες φυλακίσεις κι εκτοπίσεις τέτοιας εκτάσεως, ώστε ο αριθμός των έγκλειστων να φτάσει στους 9.800 και των εξορίστων στους 23.800. Ταυτόχρονα αρκετοί από τους εναπομείναντες κατέφυγαν στα Σκόπια, όταν μαθεύτηκε ότι έρχεται επιτροπή του ΟΗΕ στα Βαλκάνια για να εξετάσει επιτόπου την κατάσταση.[40]

Για να αποτρέψει την τροφοδοσία και τις μελλοντικές εφεδρείες των ανταρτών ο στρατός άρχισε να εκκενώνει υποχρεωτικά ή να καταστρέφει αεροπορικώς τα χωριά, που αδυνατούσε να ελέγξει. Θύματα μέσα στους «ανταρτόπληκτους» και οι Σλαβομακεδόνες, οι οποίοι θεωρούνταν μαζί με τους αριστερούς ως δεύτερης ή μάλλον τρίτης κατηγορίας πρόσφυγες, ενώ οι «εθνικόφρονες» καμάρωναν ως οι άξιοι της πρώτης κατηγορίας.[41]

Η τελευταία πριν την τελική πτώση μετανάστευση άρχισε από τον Οκτώβρη του 1947 και αναζωπυρώθηκε μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν το καλοκαίρι του ΄48, αν εξαιρέσουμε το «παιδομάζωμα». Κατά τη πρώτη φάση Σλαβομακεδόνες αντάρτες άρχισαν να λιποτακτούν ατομικά ή σε ολιγομελείς ομάδες από κάθε τμήμα του ΔΣΕ που απομακρύνονταν από τη Μακεδονία. Η δεύτερη φάση ήταν επωδυνέστερη αριθμητικά, ώστε όποιος λιποτάκτης συλλαμβάνονταν εκτελούνταν επιτόπου χωρίς περιστροφές.[42]

Το «παιδομάζωμα» ή «παιδοφύλαγμα», η απομάκρυνση δηλαδή 25.000 με 28.000 παιδιών από το μέτωπο στις λαϊκές δημοκρατίες, αποτέλεσε για αρκετές δεκαετίες εστία αλληλοκατηγοριών. Το μέτρο αυτό είχε αρχίσει πρακτικά την πρώτη Μάρτη του 1948 από τα παραμεθόρια χωριά κι επεκτάθηκε όχι μόνον στα χωριά των πολεμικών μετώπων αλλά και σε ενδότερα.[43] Ο Αρβανίτης ταξίαρχος του ΔΣΕ Κοσμάς Σπανός (Αμύντας) προώθησε στο εξωτερικό τα δυο παιδιά του, ο Πόντιος ταξίαρχος του ΔΣΕ Γιάννης Καρυοφύλλης (Στάθης) την αδερφή και την ανιψιά του, ενώ ο Έλληνας ταγματάρχης του ΔΣΕ Νίκος Σταθόπουλος (Κεραυνός) άφησε πίσω στο χωριό του τα τέσσερα παιδιά του, καμπτόμενος από τις διαμαρτυρίες και τα κλάματα της γυναίκας του.[44] Για τους μεν αριστερούς ήταν αναγκαίο, γιατί έτσι σώθηκαν από βέβαιο θάνατο ορφανά και παιδιά ανταρτών, ενώ από τους αντιπάλους τους θεωρήθηκε αναβίωση του γενιτσαρισμού και συνδέθηκε με τα πάγια εθνικιστικά πρότυπα της ελληνικής φυλής. Όσα παιδιά πάντως δεν μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό ή δεν κατέφυγαν ανταρτόπληκτα στις πόλεις-25.000 περίπου-, μπήκαν τρόφιμοι στις 58 παιδουπόλεις της βασίλισσας, που κείτονταν σκορπισμένες στη νότια Ελλάδα.[45]

Αν το σύνολο των παιδιών που εγκατέλειψαν την Ελλάδα εξασφάλισαν τη συνέχιση της ζωής τους, δε συνέβη το ίδιο με τα μεγαλύτερα των 15 ετών παιδιά. Μετά από σύντομη εκπαίδευση στο εξωτερικό πήραν μέρος με φόβο και κλάμα στις μάχες του Βιτσίου παθαίνοντας «μεγάλη ζημιά».[46]

Τον Αύγουστο του ΄49 η ήττα του ΔΣΕ έκλεισε το μεγάλο πόλεμο και προκάλεσε την τελευταία φυγή των ανταρτών στο εξωτερικό. Μαζί τους έφυγαν και οι Σλαβομακεδόνες, οι οποίοι δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσουν ποτέ πια πίσω στον τόπο που γεννήθηκαν-με μερικές εξαιρέσεις ωριαίων αδειών που τους παραχωρούσε φειδωλά το ελληνικό κράτος- εκτός απ΄ τις γυναίκες που είχαν παντρευτεί με Έλληνα. Συγκεντρώθηκαν σιγά σιγά σχεδόν όλοι στη λαϊκή δημοκρατία της Μακεδονίας κι άρχισαν εκεί τη νέα τους ζωή ως πολίτες ενός άλλου πια κράτους, καθώς έλαβαν καινούργια υπηκοότητα. Τα σφύζοντα χωριά τους στην Ελλάδα έχασαν την πρότερη ακμή τους κι όσα δεν ερημώθηκαν, όπως ο Αρχάγγελος, χτυπήθηκαν πολύ σκληρά από την ξαφνική λειψανθρωπία, σαν τον Άγιο Γερμανό που έστειλε στην αναγκαστική και παντοτινή-ως σήμερα- προσφυγιά το 80% των κατοίκων του. Από το Ξυνό Νερό κατέφυγαν κι έμειναν στα Σκόπια ως σήμερα 218 άτομα κι απ’ τη Βεύη 269.[47]

Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Οι Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν πλήρως όχι μόνο τη σοβούσα δυσαρέσκεια του πληθυσμού της βόρειας Ελλάδας έναντι του καθεστώτος Μεταξά αλλά και κάθε τι που θα μπορούσε να προσπορίσει μέλη κι οπαδούς στην αλυτρωτική πολιτική τους. Γι αυτό από τον Απρίλη ήδη του ΄41 βουλγαρικός στρατός περιόδευσε τη Μακεδονία κι εμφανίστηκε για λίγο ως τη Φλώρινα και την περιοχή της Πτολεμαΐδας, τυπικά ως σύμμαχος αρωγός των Γερμανών και ουσιαστικά για την αναθέρμανση και τη δημιουργία νέων σχέσεων μεταξύ αυτού και των Σλαβομακεδόνων της περιοχής.[48]

Αν και η εμφάνιση των νικητών Βουλγάρων ήταν σύντομη στη περιοχή, η επιπολάζουσα αντιδικία μέρους των Σλαβομακεδόνων με το ελληνικό κράτος μετετράπη εν μια νυκτί σε ακραιφνή βουλγαροφιλία. Στο χωριό Φούφα Κοζάνης -το οποίο επισκέφτηκε έξι μήνες αργότερα ο ταγματάρχης Κύρωφ (Θωμάς Μπίντζης) του βουλγαρικού στρατού, ο οποίος είχε γεννηθεί εκεί και μεταναστεύσει στη Βουλγαρία το 1912- κάτοικοι ύψωσαν τη βουλγαρική σημαία στην κοινότητα στις 24 Μάη του ΄41. Το ίδιο συνέβη και σε αρκετά Σλαβομακεδόνικα χωριά της περιοχής, όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, η Βεύη, το Ξυνό Νερό και ο Άγιος Γερμανός. Ήταν μια ενέργεια βουλγαροφιλίας αλλά και μια πολιτική αποφυγής δεινών από τους ερχόμενους κατοχικούς στρατιώτες.[49]

Στα γερμανικά και ιταλικά φρουραρχεία των πόλεων εγκαταστάθηκαν Βούλγαροι αξιωματικοί-σύνδεσμοι με το γερμανικό και ιταλικό στρατό. Ο καθηγητής Σαρακίνωφ κι ο υπολοχαγός Άντον Κάλτσεφ στην Έδεσσα, ο αξιωματικός Μπλαντένωφ στη Φλώρινα άρχισαν αμέσως τις προσπάθειες προσεταιρισμού με κάθε μέσο του σλαβομακεδόνικου πληθυσμού. Το πρώτο μέλημα ήταν η απελευθέρωση των Σλαβομακεδόνων αιχμαλώτων και λιποτακτών προς τους Ιταλούς κατά τη διάρκεια του αλβανικού μετώπου μετά από δήλωση των οικογενειών τους ότι οι εν λόγω στρατιώτες ήταν Βούλγαροι. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο γύρισαν από την Ιταλία 370 αιχμάλωτοι, μερικές φορές χωρίς να γνωρίζουν τις ανθελληνικές απελευθερωτικές ενέργειες των δικών τους, όπως ο Θανάσης Κυρλόσης από το Χέρσο Κιλκίς που, ενώ δήλωσε Έλληνας στην Ιταλία, οι δικοί του τον είχαν γράψει Βούλγαρο. Επέμενε όμως και τους διόρθωσε.[50]

Το επόμενο βήμα επιχειρήθηκε προς την κατεύθυνση των Γερμανών. Οι Βούλγαροι ελευθέρωσαν από την αιχμαλωσία 60 στρατιώτες Σλαβομακεδόνες, που κρατούνταν στην Κρήτη, και κατάφεραν να λυτρώσουν από τα δεινά της Ακροναυπλίας στις 30.6.41 είκοσι εφτά σεσημασμένα κομμουνιστικά στελέχη, τα οποία δήλωσαν «Μακεντόντσι», ενώ ανάμεσά τους υπήρχαν εκτός από  Σλαβομακεδόνες και διάφοροι όπως ο Πόντιος καπνεργάτης Κώστας Λαζαρίδης, ο Βλάχος Ανδρέας Τζήμας και ο πραγματικός Βούλγαρος Γκεόργκι Γκρηγκόροβ. Οι αποφυλακισθέντες δηλώθηκαν στην Αθήνα ως Βούλγαροι κι αφέθηκαν ελεύθεροι. Απ΄ τους 27 μόνο δυο έδειξαν «περίεργη» συμπεριφορά, απ΄ τους οποίους ο ένας βουλγαρογράφτηκε ως γραμματέας του Δήμου Δράμας. Σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι θυσιάστηκαν για τα ιδανικά του Κόμματος.[51]

Η τακτική των Βουλγάρων να ελευθερώνουν όσους πολιτογραφούνταν πατριώτες τους συνεχίστηκε καθ΄ όλη τη διάρκεια της κατοχής ακόμη κι αν οι κρατούμενοι αυτοί πιάνονταν για δεύτερη φορά, όπως ο Σλαβομακεδόνας Παπανεδέλκος, απελεύθερος της Ακροναυπλίας. Φυλακίστηκε στου Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη αλλά ξαναβγήκε. Μισή χιλιάδα Σλαβομακεδόνων αφέθηκαν ελεύθεροι μόνο το 1942 με τη μεσολάβηση της Βουλγαρικής Λέσχης.[52]

Κέντρο της βουλγάρικης προπαγάνδας στη γερμανοκρατούμενη και ιταλοκρατούμενη Μακεδονία ήταν η Βουλγαρική Λέσχη στη Θεσσαλονίκη με πρόεδρο το Νεδέλκο Τσαούσεφ και στελέχη αξιωματικούς, όπως ο αντισυνταγματάρχης Ζίλκωφ. Το εν λόγω ίδρυμα έβαλε σε κίνηση έναν τεράστιο μηχανισμό πρακτόρων, οι οποίοι συνεργαζόμενοι με τους Βούλγαρους αξιωματικούς-συνδέσμους των φρουραρχείων του Άξονα περιέτρεχαν την ύπαιθρο και τις πόλεις αναλαμβάνοντας οποιαδήποτε πρωτοβουλία ενσωμάτωνε πολίτες στο βουλγαρικό κράτος: μοίραζαν τρόφιμα (σαπούνι, ζάχαρη, μακαρόνια) δωρεάν ή σε χαμηλές τιμές-στην αρχή με δισταγμούς, ενώ το ΄42 αφειδώς εφαρμόζοντας την αιώνια τακτική των δυναμένων κι εχόντων προς τους πένητες και μην έχοντες. Έστελναν παιδιά-γύρω στα 350 το Φλεβάρη του ΄42-, αποφοίτους γυμνασίου, φοιτητές, όπως ο Κώστας Χρυσάφης και ο μαθηματικός Γιώργος Γεωργίου από τη Χαλάρα Καστοριάς, εφέδρους, γυναίκες για σπουδές ή για θεραπεία χωρίς λεφτά στα Μπίτολα, Σκόπια, Πλόβντιβ ή τη Σόφια.[53] Κυκλοφόρησαν χιλιάδες έντυπα και βιβλία και ίδρυσαν γυμνάσιο ακόμα και νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη. Προσπάθησαν επίσης να δημιουργήσουν φιλοβουλγαρικούς πυρήνες ακόμα και μέσα στο Α.Π.Θ. προσεταιριζόμενοι τον κομμουνιστή φοιτητή Ηλία Κεπέση.[54]

Αν οι απόπειρες διάβρωσης του Πανεπιστημίου δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία, οι Βούλγαροι κατόρθωσαν να επιβάλουν ορισμένους «δικούς τους» ως στελέχη των δημοτικών συμβουλίων, όπως στη Φλώρινα ή να εκλέξουν φιλοβούλγαρους πρόεδρους και κοινοτικά συμβούλια σε αρκετά σλαβομακεδόνικα χωριά παίρνοντάς τα ολόκληρα με το μέρος τους ή δημιουργώντας πυρήνες υποστήριξης. Έτσι, εκτός της Καστοριάς και της Φλώρινας, μερικά χωριά της Βέροιας, όπως ο Κάτω Κοπανός, της Θεσσαλονίκης (Κύμινα), του Κιλκίς (Γουμένισσα) των Γιαννιτσών, της Εορδαίας αφοσιώθηκαν μερικώς ή σχεδόν ολικώς στη βουλγαρική προπαγάνδα.[55]

Ταυτόχρονα ικανοί πράκτορες, σαν τον Θύμιο Μάντζιο από χωριό της Κοζάνης, διένεμαν βουλγαρικές ταυτότητες στους εκάστοτε ωφελημένους ή σ΄ όποιους τις ζητούσαν με αποτέλεσμα να γραφούν γύρω στους 22.000 ως μέλη της Βουλγαρικής Λέσχης, κι εκτός από Έλληνες, όπως οι πρόσφυγες της Στρώμνιτσας, Σέρβοι κι Αλβανοί υπήκοοι, για τους οποίους παραπονέθηκαν οι Ιταλοί το Νοέμβρη του ΄42![56]

Η αποδοχή των ταυτοτήτων συμπορεύτηκε με την άρνηση των Σλαβομακεδόνων να δεχτούν τις ελληνικές αρχές, όταν αυτές επέστρεψαν στους τόπους τους μετά τη σαρωτική νίκη των Γερμανών, άρνηση η οποία βασίζονταν στις διεσπαρμένες φήμες για μια άμεση μόνιμη εγκατάσταση βουλγαρικού στρατού στην περιοχή κι επιτείνονταν από τις συχνές επισκέψεις και ομιλίες Βουλγάρων αξιωματικών στα χωριά και στις πόλεις. Εξαγριωμένοι «νεοφώτιστοι» όπως, στον Άγιο Γερμανό, στους Σαρακηνούς και τα Βρυτά Εδέσσης αντέδρασαν στην επανεγκατάσταση της χωροφυλακής, δεν έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο ούτε έδιναν στο κράτος την οριζόμενη φορολογία, το δέκατο. Αυτή η στάση όμως δεν κράτησε για πολύ λόγω της εξαγρίωσης και των αντιποίνων των Γερμανών εξ  αιτίας της ανυπακοής προς την κατοχική πολιτεία.[57]

Στη βουλγαρική προπαγάνδα αντιτάχθηκαν και οι σύμμαχοι των Βουλγάρων Ιταλοί προσπαθώντας να παρασύρουν με το μέρος τους όσους περισσότερους Σλαβομακεδόνες μπορούσαν -παρόλο που τους θεωρούσαν εκβουλγαρισθέντες Έλληνες- εξοπλίζοντας τους  το θέρος του ΄41 λόγω της παρθενικής εμφάνισης των προεαμικών ανταρτών και ιδρύοντας στο τέλος του χρόνου τα μικτά από Ιταλούς και Σλαβομακεδόνες «τάγματα ερευνών» τα οποία περιέτρεχαν την ύπαιθρο επιτάσσοντας και δέρνοντας, ενώ την άνοιξη του 42 κατάργησαν την ελληνική χωροφυλακή.[58]

Φαίνεται όμως ότι παρά τις έντονες προσηλυτιστικές προσπάθειες των Βουλγάρων κι εν μέρει των Ιταλών το ενδιαφέρον άρχισε να ατονεί. Έτσι, όταν εμφανίστηκαν στην ιταλοκρατούμενη ζώνη οι αντάρτες του ΕΑΜ και της ΥΒΕ, μπήκε σε εφαρμογή η βίαιη και τελική φάση, η ίδρυση στις 6.3.43 του ένοπλου κομιτάτου, που αποτελούνταν από ενάμισι με τρεις χιλιάδες εξοπλισμένους χωρικούς- στην Καστοριά μόνο- με ενέργειες του Ιταλού υπολοχαγού Ραβάλι, οι οποίοι κάτω από την ηγεσία Ιταλών αξιωματικών και τοπικών οπλαρχηγών συμπλήρωναν το μισθό τους με κάθε λογής πλιάτσικα και βιαιότητες. Επρόκειτο σύμφωνα με τον Άγγλο σύνδεσμο Έβανς για 4 κατηγορίες ανθρώπων: α) οπαδούς της αυτόνομης Μακεδονίας, β) αναγκασμένους να οπλιστούν, γ) φοβισμένους από τον ΕΛΑΣ και δ) πραγματικά βουλγαρόφιλους (οι λιγότεροι). Ο ίδιος ο Κάλτσεφ δήλωσε ότι δεν είχε καμιά σχέση μ΄ αυτούς, ενώ οι Γερμανοί ελάχιστα τους διαφοροποιούσαν από τους αντάρτες του ΕΑΜ και λίγο πριν αποχωρήσουν εκτέλεσαν τους κομιτατζήδες καπετάνιους Μπάι Κούζη και Δαμιανίδη.[59]

Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ Βοϊου-Γρεβενών αντέδρασαν αμέσως στη δημιουργία της ιταλοβουλγαρικής οργάνωσης χτυπώντας την μια και μοναδική φορά στα Λακκώματα Καστοριάς την Πρωτομαγιά του ΄43, μια εξοντωτική μάχη που χαρακτηρίστηκε τεράστιο πολιτικό λάθος από τον Λεωνίδα Στρίγγο, ορθόδοξο κομμουνιστή του Μακεδονικού Γραφείου. Καθώς τα μέλη του κομιτάτου ήταν ρευστής συνειδήσεως προσπαθούσαν να τα διεκδικήσουν πολιτικά και οι Έλληνες μαζί με τους παρτιζάνους του Τίτο που μπαινόβγαιναν αρκετά συχνά στη Μακεδονία. Έτσι οι κομιτατζήδες άρχισαν από το καλοκαίρι του ΄43 να αυτομολούν στον ΕΛΑΣ ή ευκολότερα στους παρτιζάνους.[60]

Η επέκταση της βουλγαρικής ζώνης κατοχής στην κεντρική Μακεδονία έμεινε ανεκμετάλλευτη από τους Βουλγάρους λόγω της απουσίας ισχυρού και συμπαγούς σλαβομακεδόνικου στοιχείου στην περιοχή κι εξ αιτίας της ελληνικής αντίδρασης, την οποία έλαβαν σοβαρά υπόψιν οι Γερμανοί. Οι τελευταίοι, για να μην υπάρξουν συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο «προαιώνιους εχθρούς», ανέλαβαν στα χέρια τους τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ως την Άνοιξη του ΄44. Έτσι ορισμένες μονάδες του βουλγαρικού στρατού στρατοπέδευσαν στο Κιλκίς και στο Λαγκαδά, ενώ άλλες προωθήθηκαν στη Χαλκιδική περνώντας τη νύχτα της 22ας Ιούλη μέσα από τη Θεσσαλονίκη![61]

Η απόσυρση των Ιταλών από τον πόλεμο το Σεπτέμβρη του ΄43 έβαλε το ζήτημα της αναδιοργάνωσης του υπάρχοντος κομιτάτου. Μέσα σε τρεις μήνες, τους  πρώτους του ΄44, σχηματίστηκαν δυο «τάγματα εθελοντών» Σλαβομακεδόνων σε Καστοριά και Φλώρινα με το γενικό όνομα Οχράνα (άμυνα), ενώ κατά τόπους η ονομασία τους ήταν διαφορετική: «Γηγενείς Εθελονταί Εδέσσης» τιτλοφορούνταν οι εξοπλισμένοι της  Έδεσσας. «Ντρουζίνια Ντεβετνάεσε» (19η ομάς) οι 200 οπλοφόροι της Θεσσαλονίκης. Τα τάγματα αυτά ουσιαστικά ήταν φρουρές για την υπεράσπιση των χωριών τους (Φωτεινή, Φλαμουριά, Πλατάνι, Βρυτά, Καρυδιά κ.α.) εμποδίζοντας όμως με ενέδρες κι εξορμήσεις τη δράση των ανταρτών ενάντια στους Γερμανούς.[62]

Όσο όμως οι Γερμανοί αδυνάτιζαν στα διεθνή μέτωπα τόσο έπεφτε το κύρος του Άξονα κι όσο σθενούσε ο Τίτο και ο ΕΛΑΣ τόσο αυξάνονταν οι αυτομολίες των κομιτατζήδων στους παρτιζάνους και το ΣΝΟΦ, την οργάνωση των Σλαβομακεδόνων επαναστατών. Μια σειρά χτυπημάτων Γιουγκοσλάβων κι Ελλήνων ανταρτών εναντίον των Σλαβομακεδόνων συνεργατών του κατακτητή-86 τέτοιες μάχες με 93 νεκρούς αντάρτες έδωσε μόνο το 28ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ!- επέτειναν τόσο πολύ τις λιποταξίες, ώστε ως το τέλος Αυγούστου του ΄44 το κομιτάτο είχε πια πάψει να υφίσταται.[63]

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Οι βουλγαρικές βιαιότητες δεν εξαντλούνταν μόνο με τις εκάστοτε επιθέσεις του κομιτάτου αλλά και με τις ξαφνικές επιδρομές Βούλγαρων πολιτών ή στρατιωτών ή και των δυο μαζί εναντίον χωριών και πόλεων της Μακεδονίας. Αρχής γενομένης την Πρωτομαγιά του 41, όταν στρατός μαζί με ατάκτους εισέβαλαν στα παραμεθόρια χωριά Λιθωτό, Σούρμενα, Αμάραντα και Καβαλάρι του Κιλκίς κι επιδόθηκαν στη διαρπαγή και τη λεηλασία, οι επιδρομές συνεχίστηκαν μέχρι το Σεπτέμβρη του ιδίου χρόνου, ώσπου εκφυλίστηκαν εξ αιτίας της ελληνικής αντίδρασης.[64]

Η ελληνική αντίδραση υφάνθηκε από δυο οργανώσεις, οι οποίες εναντιώθηκαν αρκετά νωρίς εναντίον των κατακτητών: η κομμουνιστικής απόκλισης «Ελευθερία» και οι συντηρητικοί «Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος» (ΥΒΕ). Η Ελευθερία προώθησε αντάρτες στη βόρεια Ελλάδα (Βέρμιο, Κρούσια, Γρεβενά, Κερδύλια το καλοκαίρι του ΄41, οι οποίοι άρχισαν σαμποτάζ κι φονικές ενέδρες κατά των Γερμανών και των συνεργατών τους. Οι πρώιμοι αυτοί αντάρτες αποσύρθηκαν στη σιωπή μετά τα μαζικά αντίποινα των Γερμανών στα Κερδύλια, το Μεσόβουνο κι αλλού. Η ΥΒΕ, που αργότερα μεταμορφώθηκε σε ΠΑΟ, είχε απολεμική ως προς τους Γερμανούς δράση, όμως εξαιρετικά σημαντική. Απαρτίζονταν από αξιωματικούς του στρατού και τουρκόφωνους πρώην αντάρτες του Πόντου και χρηματοδοτούνταν απ΄ τους Άγγλους.[65]

Η ΠΑΟ μέσω της κατοχικής διοίκησης και της χωροφυλακής-η οποία συγκρούστηκε αρκετές φορές με τους Βούλγαρους ατάκτους ή στρατιώτες- δεν έπαψε ποτέ να ανθίσταται πολυσχιδώς στην προπαγάνδα των Βουλγάρων. Δημιούργησε και στήριξε εθνικούς πολιτιστικούς συλλόγους μέσα κι έξω από τα Πανεπιστήμια, διακινούσε φυλλάδια, μάζευε με παραινέσεις είτε με βία βουλγαρικές ταυτότητες από τους δέκτες των.  Κατήγγειλε στους Γερμανούς τις δραστηριότητες των Σλαβομακεδόνων και υποστήριζε τους τουρκόφωνους των Κρουσίων οι οποίοι εμπλέκονταν σε μάχες με  τους Βουλγάρους. Το Φθινόπωρο του ΄42 έβγαλε ένοπλους αντάρτες στα Πιέρια και την Άνοιξη του επόμενου έτους στη Ζαρκαδόπετρα Κοζάνης, στο Βέρμιο και στο Πάικο. Τον Ιούλη του ΄43 ανέβασε αντάρτες και στα Κρούσια.[66]

Φυσικά η «ελληνική πολιτεία» δεν έμεινε αδρανής στην αφαίμαξη της ελληνικότητας των Σλαβομακεδόνων. Όταν οι Βούλγαροι προσπάθησαν να επανδρώσουν με προσωπικό τη γραμμή Φλώρινας-Μπίτολα, η Θεσσαλονίκη έστειλε από κει Έλληνες σιδηροδρομικούς. Υποστήριζε εξ αρχής την ΠΑΟ και το Μάη του ΄42 ο ίδιος ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου περιόδευσε στις μηδίσασες περιοχές της Φλώρινας, Γιαννιτσών κι Εδέσσης. Δυο μήνες αργότερα διενεργήθη απογραφή των κατοίκων κατά εθνικότητα από την οποία απείχαν οι Σλαβομακεδόνες. Το επόμενο έτος έκλεισε η Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας, γιατί θεωρούνταν άντρο της ΕΠΟΝ. [67]

Οι μοναδικοί κοινοί «πατριωτικοί» τόποι ΠΑΟ κι ΕΛΑΣ ήταν η άρνησή τους στην επέκταση των Βουλγάρων ως τον Αξιό τον Ιούλη του ΄43, άρνηση που εκφράστηκε με πανελλαδικές απεργίες και διαδηλώσεις από τις 5 έως τις 22 του ιδίου μηνός και η συμφωνία με την κυβέρνηση του Καίρου για αναθεώρηση των μεταπολεμικών συνόρων με τη Βουλγαρία. Μετά τη διάλυση της ΠΑΟ από τον ΕΛΑΣ η κατάσταση περιπλέχτηκε. Η διάδοχος, στη βάση τουλάχιστον, οργάνωση, ο φιλογερμανικός ΕΕΣ,  προβληματιζόταν αν έπρεπε να εναντιωθεί προς τους Βουλγάρους προκαλώντας προβλήματα με τους προστάτες Γερμανούς ή αν θα συμμαχούσε μαζί τους. Η λύση που τελικά βρέθηκε ήταν να τους αποφεύγει ακόμη και κατά τη διάρκεια κοινών αντιανταρτικών επιχειρήσεων. [68]

Η ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Η Σερβία είχε να αντιμετωπίσει προς νότον δυο βασικά προβλήματα: τη δράση της αλβανικής εθνικιστικής οργάνωσης Μπαλί Κομπετάρ, η οποία είχε υιοθετήσει την ενσωμάτωση του Κόσοβου στην Αλβανία και τη βουλιμία της Βουλγαρίας για την προσάρτηση της γεωγραφικής Μακεδονίας, την οποία ήθελε ο Τίτο μέλος της σοσιαλιστικής ομοσπονδίας του. Αν όμως εύκολα χειραγώγησε τους αδύναμους Αλβανούς αριστερούς αντάρτες, συνάντησε μεγάλες δυσκολίες στη Μακεδονία, όπου εκτός από τους Βούλγαρους είχε να αντιμετωπίσει Ιταλούς, Γερμανούς κι Έλληνες (επίσημους και ΚΚΕ).[69]

Στη Μακεδονία του Βαρδάρη οι κάτοικοι και το κομμουνιστικό της κόμμα είχαν μηδίσει και υποδεχτεί τους Βουλγάρους με ανοιχτές αγκάλες. Ενώ το «Μακεδονικό» Κομμουνιστικό Κόμμα (ΜΚΚ) υποτάχθηκε στην απόφαση της Κομιντέρν (Σοβιετικών) να προσφέρει άμεσα την αρωγή του υπέρ των γιουγκοσλαβικών σχεδίων-αρχικά αυτονομία όλης της Μακεδονίας δηλαδή-, χρειάστηκαν εργώδεις προσπάθειες των Σέρβων να μεταστρέψουν τη λαϊκή διάθεση των «Μακεδόνων» προς το μέρος τους κι, αν οι Βούλγαροι δεν πρωταθλούνταν στις ωμότητες, είναι αμφίβολο ότι θα μπορούσαν να το κατορθώσουν.[70]

Η περίπτωση της Ελληνικής Μακεδονίας ήταν διαφορετική. Οι Γιουγκοσλάβοι συναντούσαν μπροστά τους εκτός από την πάγια απόρριψη των Άγγλων για έξοδο τους στο Αιγαίο την καχυποψία του μακεδονικού ΕΛΑΣ, τα στελέχη του οποίου δυστροπούσαν στην οποιαδήποτε προσηλυτιστική καμπάνια για την αυτονόμηση της Μακεδονίας. Τη διευθέτηση του θέματος ανέλαβε ο Σβέτοβαρ Μπουκμένοβιτς (Τέμπο), ο οποίος συναντήθηκε γι  αυτό το σκοπό με τον αρχηγό των Αλβανών ανταρτών Εμβέρ Χότζα και τον αντιπρόσωπο του ΚΚΕ Γρηγόρη Βερβέρη (Τηλέμαχο) στο Κοτσάκι Αλβανίας στις 20 Ιούνη 1943. Θέμα της συζήτησης η ίδρυση και αποδοχή από τους αντάρτες της Αλβανίας, Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας κι Ελλάδας Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου (ΚΒΣ) για συνεργασία στην αντιμετώπιση του εχθρού με παραπληρωματικό στόχο την αυτοδιάθεση των Σλαβομακεδόνων. Ενώ όμως ο Χότζα συγκατατέθηκε με άνεση, δε συνέβη το ίδιο και με το Βερβέρη, ο οποίος παρέπεμψε τον Τέμπο σε περαιτέρω συνεννοήσεις.[71]

Έτσι έξι μέρες αργότερα ο Τέμπο μαζί με τον Αλβανό Τζότζα πέρασαν τα σύνορα και στις 25 του ιδίου μηνός έλαβε χώραν η σύσκεψη του Τσοτυλίου με τους αντιπροσώπους του ΕΑΜ Δυτικής Μακεδονίας, του Ανδρέα Τζήμα εκ μέρους του ΚΚΕ και του Άγγλου σύνδεσμου Νίκολας Χάμμοντ. Εκεί συμφωνήθηκε η συνεργασία των τεσσάρων ανταρτικών κινημάτων αλλά όχι και η αυτοδιάθεση των Μακεδόνων, γι αυτό επακολούθησε η κεντρική συνάντηση στην Καστανιά Θεσσαλίας με το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ παρουσία και του Βούλγαρου αντιπροσώπου. Μέσα Αυγούστου επικυρώθηκε και από το ΚΚΕ η συναδέλφωση των ανταρτών και των λαών αλλά όχι και η αυτοδιάθεση.[72]

Η αποτυχία των Γιουγκοσλάβων για την ίδρυση του ΚΒΣ οφειλόταν κατά τη γνώμη μου στη μόνιμη αλλογνωμία των Άγγλων, οι οποίοι είχαν επιπλέον θορυβηθεί από τη σύγχρονη επέκταση της βουλγαρικής κατοχής ως τον Αξιό, ώστε αντί για ΚΒΣ να συμφωνηθεί τελικά …Γενικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, όπου συμμετείχαν όλες οι ελληνικές ανταρτικές οργανώσεις, αλλά και στη διστακτικότητα του ΚΚΕ να ρίξει τη Μακεδονία στην αγκαλιά των Γιουγκοσλάβων, πράγμα που θα είχε τεράστια αρνητική απήχηση τουλάχιστον στον μακεδονικό ΕΛΑΣ και στους φιλικούς πρόσφυγες της Μακεδονίας.[73]

Πράγματι οι ελασίτες της Μακεδονίας-ειδικά οι μόνιμοι στρατιωτικοί, όπως ο ίλαρχος Λαζαρίδης του 28ου– είχαν εναντιωθεί εξ αρχής στην αυτονομία των Σλαβομακεδόνων, τάση που εξέφρασε επίσημα ο αρχηγός Βοΐου-Γράμμου  του ΕΛΑΣ Γιώργος Γιαννούλης σε εαμικό συνέδριο στο Πετροπουλάκι Καστοριάς ήδη από τις 28 Αυγούστου του ΄43, όταν Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές προσπάθησαν να δημιουργήσουν ξεχωριστή φράξια, με επόμενη συνέπεια τη διάσπαση του συνεδρίου και των ανταρτών. Οι αυτονομιστές αυτοί είχαν επιρρωθεί από την πεντάμηνη «μακεδονική» προπαγάνδα, την οποία εξασκούσαν μισοφανερά και με ζήλο οι παρτιζάνοι, που επισκέπτονταν αρκετά συχνά την ελληνική Μακεδονία. Από τον Απρίλη ήδη του ΄43 το Βίτσι κι απ΄ το Μάη η Αλμωπία γίνονταν συχνά τόπος καταφυγίου για τους παρτιζάνους, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν συνεχόμενες σκληρές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του βουλγαρικού στρατού. Στην Ελλάδα ξεκουραζόταν και ανεφοδιάζονταν με τρόφιμα. Εξ ίσου όμως αρνητική ήταν και η στάση των πολιτικών του ΚΚΕ απέναντι στους Σλαβομακεδόνες στο ζήτημα της στελέχωσης του ΕΛΑΣ στο Βίτσι και το Καϊμάκτσαλαν , παρ΄ όλη τη διεθνιστική ρητορεία των λόγων τους. Οι στρατιωτικοί και οι καπεταναίοι των μονάδων από τάγμα κι επάνω ήταν όλοι Έλληνες ή «γκρεκομάνοι» σαν τον Ναούμ Συπέρκο και Δημήτρη Τουπούρκα, διοικητών της «Γκρούπας Τερπόφσκι». Οι Σλαβομακεδόνες περιορίζονταν στα χαμηλά πόστα του λοχαγού και του διμοιρίτη. Το ζήτημα των διακρίσεων ήταν τόσο σοβαρό, ώστε επελήφθη προσωπικά του προβλήματος ο καπετάνιος της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας Μάρκος Βαφειάδης.[74]

Η υποβιβαστική αυτή πολιτική του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ ευκόλυνε τη γιουγκοσλαβική προπαγάνδα κι έσπρωχνε τους Σλαβομακεδόνες να καταταγούν στα παρτιζάνικα τμήματα. Γι αυτό το σκοπό είχε ιδρυθεί το «Μακεδονικό Σύνταγμα Καστοριάς-Φλώρινας». Αποτελούνταν από Σλαβομακεδόνες που εντάσσονταν σ΄ αυτό είτε εθελοντικά είτε κάτω από τη στρατολογική πίεση του ΕΛΑΣ, όπως π.χ. νεολαίοι από το Τρίγωνο ή αφοπλισμένοι απ΄ τους παρτιζάνους κομιτατζήδες. Σ΄ αυτό προσχωρούσαν κι οι Ρώσοι που αυτομολούσαν από το γερμανικό στρατό.[75]

Για να καλυτερέψουν, λοιπόν, οι ταραγμένες γειτονικές σχέσεις με τους παρτιζάνους, απαραίτητες στα μελλοντικά σχέδια του ΕΑΜ για την πολιτική αναμόρφωση της Ελλάδας, και για να προσελκυσθεί στις τάξεις του ΕΛΑΣ ο ουδέτερος ή ο συμπαθών σλαβομακεδόνικος πληθυσμός ιδρύθηκε, μετά από πρότερες συζητήσεις, το Νοέμβρη του ΄43 το Σλαβιανομακεντόνσκι Ναρότνο Οσλομποτίτελεν Φροντ (ΣΝΟΦ),  (Σλαβομακεδόνικο Λαϊκό (ή Εθνικό) Απελευθερωτικό Μέτωπο), ο εαμικός «δούρειος ίππος» για την άλωση των Σλαβομακεδόνων! Η οργάνωση αυτή με διπλό έμβλημα ΕΛΑΣ και ΝΟΒ (Ναρότνο Οσλομποτίτελνα Βόισκα), (Εθνικός Απελευθερωτικός στρατός) συστήθηκε στο Βίτσι κι απλώθηκε ως το Καϊμακτσαλάν έχοντας και τη γυναικεία αντίστοιχή της την Αντιφασίστιτσκι Φροντ να Ζένιτε (ΑΦΖ). Η εφημερίδα Σλαβομακεντόνσκι Γκλας (Σλαβομακεδόνικη φωνή) εξέφραζε τις θέσεις των οργανώσεων.[76]

Το ΣΝΟΦ όμως δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση στο σλαβομακεδόνικο πληθυσμό -είχε προηγηθεί εν τω μεταξύ δεκεμβριανή, νέα κι άκαρπη συνάντηση Τέμπο, «Μακεδόνων» και ΚΚΕ στη Φούστανη Πέλλας- πράγμα που ανάγκασε την ηγεσία του να λοξοδρομήσει από τον ήπιο δρόμο του σε τολμηρότερα μονοπάτια, όπως «να δημιουργήσουμε εθνική συνείδηση στο λαό μας… ισοτιμία με τους Έλληνες» και παρόμοια τσιτάτα, τα οποία ήταν αντιδραστικά έκγονα της ομόφωνης έγκρισης των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων στο 5ο συνέδριο του Γιάιτσε για τη δημιουργία της ομόσπονδης Μακεδονίας.[77]

Το Μάη του ΄44 συνέβη η αναμενόμενη ρήξη, όταν η «Γκρούπα Λάζος Τερπόφσκι», ο στρατιωτικός κλάδος του ΣΝΟΦ, στελεχωμένη με πρώην κομιτατζήδες και δηλωσίες του ΚΚΕ, επιχειρήθηκε να συγχωνευτεί με το απόσπασμα Βίτσι του ΕΛΑΣ. Όσοι σνοφίτες δεν πέρασαν στη Γιουγκοσλαβία με επικεφαλής τον Ναούμ Πέιο συνελήφθησαν, όπως ο Πασχάλης Μητρόπουλος, αλλά γρήγορα αφέθηκαν ελεύθεροι.[78]

Σε χρονικό διάστημα λιγότερο των τριών μηνών οι «χαφιέδες» φυγάδες Σλαβομακεδόνες αναπτύχθηκαν πάλι σε δυο ξεχωριστά τάγματα, ένα στο Βίτσι και το άλλο στο Πάικο, με τη σύμφωνη γνώμη του ΚΚΕ κάτω από τη χρεία διατήρησης των σχέσεων με τον «μεγάλο αδελφό» Τίτο. Οι μονάδες αυτές-η μια τουλάχιστον των Κορεστίων με διοικητές τους Αμύντα, Ηλία Δημάκη (Γκότσε) και επίτροπο τον Κώστα Ζησιάδη, αδερφό του Τερπόφσκι- είχαν αναπτυχθεί τόσο πολύ από την επιτυχή στρατολογία Σλαβομακεδόνων, μετανοούντων κομιτατζήδων κι εθελοντών από τις «Μακεδονίες», ώστε προς το τέλος του καλοκαιριού του ΄44 είχε δύναμη ταξιαρχίας και πολύ σημαντικό οπλισμό, τον οποίο είχαν στην αρχή χορηγήσει οι Άγγλοι για την επιχείρηση «Κιβωτό» και προς το τέλος οι παρτιζάνοι![79]

Η κρίση που υπέφωσκε εκδηλώθηκε, όταν άρχισαν να φεύγουν οι Γερμανοί. Ο Γκότσε αρνήθηκε να μετακινηθεί προς τη Σιάτιστα με αποτέλεσμα να «σπρωχτεί» μαζί με τους γιουγκοσλάβους αξιωματικούς συμβούλους του στις 11 Οκτώβρη ΄44 έξω από τα σύνορα από μονάδες της 9ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ενώ το άλλο σλαβομακεδόνικο τάγμα έφυγε χωρίς σύγκρουση. Μια απόπειρα του Γκότσε να εισέλθει στην Ελλάδα αποκρούστηκε από τους ελασίτες, που ανέλαβαν συνοριακοί φρουροί, ενώ αρκετοί αντάρτες του Γκότσε λιποτάκτησαν και γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους, την Ελλάδα. Παράλληλα το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ διαμαρτυρήθηκε διπλωματικά απευθείας και μέσω της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στον Τίτο.[80]

Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ
Η περίπτωση της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης είναι ξεχωριστή, γιατί οι περιοχές αυτές δόθηκαν για κατοχή στη Βουλγαρία, εκτός από το μεγαλύτερο μέρος του νομού Αλεξανδρούπολης, ο οποίος ανήκε στη γερμανική ζώνη λόγω των συνόρων με την ουδέτερη Τουρκία. [81]

Οι Βούλγαροι προσπάθησαν βιαίως να εκβουλγαρίσουν όσους Έλληνες και μουσουλμάνους κατοίκους παρέμειναν στις εστίες των. Κατήργησαν την ελληνική χωροφυλακή και διοίκηση, εδίωξαν κι έδιωξαν δασκάλους, ιερείς κι αξιωματικούς, εγκατέστησαν χιλιάδες εποίκους, απαγόρευσαν την ελληνική γλώσσα και μύρια παρόμοια. Οι Έλληνες εξεγέρθηκαν κάτω από την ηγεσία του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ το Σεπτέμβρη του ΄41 σκοτώνοντας Βούλγαρους πολίτες και χωροφύλακες στο Δοξάτο, Κουδούνια, Κίργια και προκαλώντας σαμποτάζ, όπως στο εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού της Δράμας. Αυτές οι ενέργειες προκάλεσαν με τη σειρά τους για ένα μήνα τεράστιες σφαγές και διώξεις εκ μέρους του βουλγαρικού στρατού και των κομιτατζήδων (πολιτών) που τον συνέδραμαν.[82]

Οι σφαγές σταμάτησαν με προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Βόρη και με την αμνηστία των φυγάδων, που είχαν διαφύγει στα βουνά, η τάξη αποκαταστάθηκε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου αλλά αρκετοί φυγάδες δεν ξαναγύρισαν. Δημιούργησαν ένα υποτυπώδες αντάρτικο διαβιώντας σε βαθιά παρανομία.[83]

Οι Σλαβόφωνοι κάτοικοι της περιοχής δηλώθηκαν μέσω της «διανομής τροφίμων» (σάμος ζα Μπόλγκαρι, αποκλειστικά για Βουλγάρους) όλοι Βούλγαροι κι αρκετοί οπλίστηκαν, όπως στη Φαιά Πέτρα Σιδηροκάστρου αλλά βουλγαρογράφτηκαν κι Αρμένιοι κι Έλληνες πρόσφυγες της Ρωμυλίας, καθώς, έχοντας βουλγαρική υπηκοότητα, μπορούσαν να κρατήσουν τις δουλειές τους ανέπαφες από τους υποχρεωτικούς Βούλγαρους συνέταιρους. Η βουλγαροφιλία των δηλωμένων αρκετές φορές έμενε μόνο στα χαρτιά, καθώς αρκετοί «ντόπιοι Βούλγαροι» είτε υποστήριζαν πολλαπλώς τους Έλληνες είτε συνδέονταν με το αντάρτικο.[84]

Οι συχνές περιπολίες των Βουλγάρων και οι σφαγές του Οκτωβρίου ΄41 είχαν αποτρέψει κάθε διάθεση για νέο ξεσηκωμό, οπότε, όσοι νέοι αισθανόταν την καταπίεση και γλύτωναν από την επιστράτευση στα τάγματα εργασίας (ντρουντουβάκια) των Βουλγάρων ή τις φυλακές του Κίρτζελι και της Σόφιας, κατέφευγαν ή στην κεντρική Μακεδονία ή στον Έβρο. Αλλά η ραγδαία ανάπτυξη του αντάρτικου στις υπόλοιπες περιοχές δημιούργησε επαγωγικά παράλληλα συναισθήματα αντίστασης και στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη. Οι αντάρτες αριστεροί και δεξιοί ενισχύθηκαν από άνδρες και υλικά ερχόμενα από την υπόλοιπη Μακεδονία κι άρχισαν τις εχθροπραξίες πρώτα κατά των σλαβοφώνων που είχαν μηδίσει και μετά εναντίον των ίδιων των Βουλγάρων με επιδρομές μέσα στη Βουλγαρία ή με ενέδρες εντός της Μακεδονίας. Η αντίσταση των Ελλήνων έγινε σημαντική μετά τις ενισχύσεις που δέχτηκαν και οι δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις, τον ΕΛΑΣ και τις «Εθνικές Ανταρτικές Ομάδες» (ΕΑΟ) των Πόντιων οπλαρχηγών.[85]

Το καλοκαίρι του ΄44 σηματοδότησε τη στροφή της Βουλγαρίας με πρώτο σταθμό την ουδετερότητα και δεύτερο την κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας το φθινόπωρο. Αλλά ο βουλγάρικος στρατός έμενε στα ελληνικά εδάφη που κατείχε σύμφωνα με απόφαση των δυτικών συμμάχων, για να κρατά το μέτωπο του Στρυμόνα και να ξεκαθαριστεί ποιος θα τον διαδεχθεί στην εξουσία. Οι Άγγλοι πριμοδοτούσαν τους εθνικιστές αντάρτες για στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους, οι Πόντιοι με τη σειρά τους λυκοφιλούσαν με τη βουλγαρική κυβέρνηση, ενώ οι ελασίτες μέσω των ΚΚΕ και ΚΚΒ έκλειναν παρόμοιες συμφωνίες.[86]

Κερδισμένος στη διελκυστίνδα βγήκε ο ΕΛΑΣ, που, αφού αρνήθηκε τη συγκυριαρχία της περιοχής με τους Βουλγάρους, συνέτριψε, σε μερικές φάσεις με τη βοήθεια των Βουλγάρων, τους Πόντιους αντίζηλους και οι αρχές της εαμικής εξουσίας εφαρμόστηκαν πλήρως σ΄ όλη την επικράτεια, αποχωρήσαντος βέβαια του στρατού κατοχής.[87]

Η ΕΑΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η υποχώρηση των Γερμανών έφερε στην εξουσία στη βόρεια Ελλάδα το ΕΑΜ, το οποίο προσπάθησε να εφαρμόσει το πρόγραμμα της λαϊκής πολιτικής του, μια πρωτοποριακή σύλληψη σ΄ έναν κόσμο με δομές απαρχαιωμένες, που κράτησε ένα εξάμηνο. Η δημοκρατία επεκτάθηκε στη βάση με την ανάδειξη νέων δημοτικών και κοινοτικών αρχών, νέας χωροφυλακής και νέας φορολόγησης. Οι «φυλετικές» διακρίσεις καταργήθηκαν, ιδιαίτερα όσον αφορά τους Σλαβομακεδόνες, κι επιχειρήθηκε η εφαρμογή της «ισοτιμίας» με τους Έλληνες παρά τις μόνιμες ενοχλήσεις απ΄ την πλευρά της λαϊκής δημοκρατίας της Μακεδονίας για το μέλλον του «αιγαίικου μακεδόνικου λαού».[88]

Στο πλαίσιο, λοιπόν, της ισοτιμίας άνοιξαν υπό την εποπτεία του ΕΑΜ σλαβομακεδόνικα σχολεία στη Βεύη, Πρέσπες, Δεντροχώρι κ.α. Επίσης ανελήφθη η συγγραφή βιβλίων κι αλφαβηταρίου στην Καστοριά, ενώ στο Άργος Ορεστικό λειτούργησε δεκαπενθήμερο φροντιστήριο για τους μέλλοντες δασκάλους-ήταν σλαβομακεδόνες επονίτες- των καινούριας οπτικής σχολείων. Θεατρικές ομάδες περιόδευαν τα σλαβομακεδόνικα χωριά κι έπαιζαν έργα στη μητρική τους γλώσσα, όπως το «Καρκάβα Σβάντμπα» (ματωμένος γάμος) που παίχτηκε στο Εμπόριο. Τα τραγούδια, ειδικά τα ανταρτικά σαν το «Ομπίτσαμ μάμο, μλάντα παρτιζάνκα» (θέλω μάνα να γίνω παρτιζάνα) και το «Βο μπόρμπα μακεντόνσκι ναρόντε» (στον αγώνα μακεδόνικε λαέ), φόρτιζαν την ατμόσφαιρα με πρωτόγνωρους ήχους ελευθερίας, ενώ τα παραδοσιακά απέκτησαν τους στίχους των, τραγούδια που άδονταν άστιχα επί τρεις δεκαετίες.[89]

Η ΛΕΥΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Δυστυχώς για τους Σλαβομακεδόνες και για αρκετούς Έλληνες το διάλειμμα αυτό της ελευθερίας διήρκησε όχι παραπάνω από μισό χρόνο. Με την εφαρμογή της συμφωνίας της Βάρκιζας το Μάρτη του ΄45 το επίσημο ελληνικό κράτος ανηφόρισε προς τη βόρεια Ελλάδα κι επέβαλε αυτό τώρα τις αρχές του: τα σλαβομακεδόνικα σχολεία καταργήθηκαν, οι γλωσσικές απαγορεύσεις ξανάρχισαν, η «κατοχική» διοίκηση αποκαταστάθηκε, όπως πριν, και προς βοήθεια της αδύναμης χωροφυλακής προσήλθαν τα νεοδημιούργητα τάγματα εθνοφυλακής, ο επίφοβος εχθρός των κομμουνιστών και κατ’ επέκτασιν των Σλαβομακεδόνων. Ζητήθηκαν μάλιστα μέσα στον πυρετό της αναδιοργάνωσης επίσημα από την Ελλάδα περιοχές της Βουλγαρίας και των Σκοπίων προς προσάρτηση. Η κατάσταση αυτή δίχασε ακόμα περισσότερο τον κόσμο και επηρέασε και το ΚΚΕ που δήλωσε μέσω του γραμματέα του Ζαχαριάδη ότι η Μακεδονία είναι ελληνική αποσιωπώντας τα περί μειονοτήτων[90]

Δυστυχώς για τους Σλαβομακεδόνες και για αρκετούς Έλληνες το διάλειμμα αυτό της ελευθερίας διήρκησε όχι παραπάνω από μισό χρόνο. Με την εφαρμογή της συμφωνίας της Βάρκιζας το Μάρτη του ΄45 το επίσημο ελληνικό κράτος ανηφόρισε προς τη βόρεια Ελλάδα κι επέβαλε αυτό τώρα τις αρχές του: τα σλαβομακεδόνικα σχολεία καταργήθηκαν, οι γλωσσικές απαγορεύσεις ξανάρχισαν, η «κατοχική» διοίκηση αποκαταστάθηκε, όπως πριν, και προς βοήθεια της αδύναμης χωροφυλακής προσήρθαν τα νεοδημιούργητα τάγματα εθνοφυλακής, ο επίφοβος εχθρός των κομμουνιστών και κατ΄ επέκταση των Σλαβομακεδόνων. Ζητήθηκαν μάλιστα μέσα στον πυρετό της αναδιοργάνωσης επίσημα από την Ελλάδα περιοχές της Βουλγαρίας και των Σκοπίων προς προσάρτηση. Η κατάσταση αυτή δίχασε ακόμα περισσότερο τον κόσμο και επηρέασε και το ΚΚΕ που δήλωσε μέσω του γραμματέα του Ζαχαριάδη ότι η Μακεδονία είναι ελληνική αποσιωπώντας τα περί μειονοτήτων.[91]

Γρήγορα μαζί με το στρατό, την εθνοφυλακή και τη χωροφυλακή εξέδραμαν πολίτες μέλη των προσφάτως αναγνωρισμένων από το κράτος Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων (ΕΑΟ), συνήθως πρόσφυγες και πρώην οπλίτες του Ελληνικού Εθνικού Στρατού (ΕΕΣ), όπως ο Μιχάλαγας, ο Κολάρας, ο Θεόδωρος Σκοτίδας κι άλλοι οι οποίοι απετέλεσαν μαζί με τους συνοδοιπόρους τους τη μάστιγα των αριστερών. Το ξύλο και οι απειλές και σε μικρότερη έκταση οι φόνοι είναι αδύνατο να καταγραφούν. Περισσότερο υπέφεραν οι Σλαβομακεδόνες που είχαν παραμείνει ή είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα προτιμώντας την παρά να αναλωθούν στη «Μπριγάδα του Αιγαίου», τη μονάδα των Σλαβομακεδόνων που έδρευε στα Σκόπια.[92]

Όσοι Έλληνες και Σλαβομακεδόνες δεν κατέφυγαν στο εξωτερικό υπέμεναν καρτερικά την εξόφθαλμη βία. Μερικοί θερμόαιμοι, όπως ο καπετάν Στάθης, ξανανέβηκαν οπλισμένοι στα βουνά αλλά οι παρακλήσεις του ΚΚΕ τους έστειλαν κι αυτούς στο Μπούλκες, ένα χωριό-στρατόπεδο της Σερβίας.[93] Εκεί οι 300 Σλαβομακεδόνες αποτέλεσαν την 6η ΚΟΒα με κοβάρχη τον Βαγγέλη Κοΐτση, αρχηγό του ΝΟΦ και μέλος του ανωτάτου πολεμικού συμβουλίου του ΔΣΕ το 1949. Έμειναν εκεί ως την άνοιξη του ΄46, οπότε επέστρεψαν στα Σκόπια και γράφτηκαν στο ΝΟΦ.[94]

Στη διαδρομή προς το Μπούλκες έπρεπε να περάσουν μέσα από Λ.Δ. Μακεδονίας, όπου όχι μόνο οι Σλαβομακεδόνες αλλά και οι Έλληνες αντάρτες κι αντάρτισσες βρέθηκαν μπροστά σε αναμενόμενα προβλήματα λόγω της εχθρικής στάσης του ΕΛΑΣ επί των αυτονομιστών. «Μακεδόνες» καθοδηγητές κι ο ίδιος ο Γκότσε προέτρεπαν τους φυγάδες να μείνουν στη «Μακεδονία», γιατί ο αγώνας του ΕΛΑΣ είχε χαθεί. Φαίνεται όμως ότι οι προτροπές δεν καρποφόρησαν, γι αυτό εφαρμόστηκαν σκληρότερα μέτρα: ο γιατρός του ΕΛΑΣ Σακελλαρίου κρατήθηκε 8 μέρες για «αντιμακεδονική συμπεριφορά», ενώ έναν ξανθό Έλληνα αντάρτη τον πέρασαν για Σλαβομακεδόνα και τον κράτησαν κι αυτόν! Η «μακεδονική» αυτή προσεταιριστική κι εκδικητική προπαγάνδα συνεχίστηκε παρόμοια, όταν επέστρεφαν στην Ελλάδα οι καταδιωκόμενοι αγωνιστές.[95]

Τα κρατικά κατασταλτικά μέτρα πλήθυναν μετά την αποχή του ΚΚΕ από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946. Περισσότερο εκτέθηκαν οι Σλαβομακεδόνες, στους οποίους η δεξιά εφημερίδα Φωνή της Καστοριάς δεν αναγνώριζε το δικαίωμα ν’ απέχουν, γιατί δεν ήταν κομμουνιστές αλλά «Βούλγαροι εθνικισταί… καθαροί εχθροί της Πατρίδας μας».[96] Πύκνωσαν οι συλλήψεις των κρυμμένων στα δάση Σλαβομακεδόνων κι οι ομαδικές δίκες των «Οχρανιτών» – 90 κάτοικοι του Αγ. Παντελεήμονα μαζί!- έληγαν εύκολα με θάνατο. Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε επίσημα το καλοκαίρι του ΄46, η νηπιαγωγός Ειρήνη Γκίνη ή Μίρκα Γκίνοβα από τα Ξανθόγεια, γραμματέας του ΑΦΖ Έδεσσας, ανήκε σε μια τέτοια παρόμοια περίπτωση.[97]

Την αυλαία του εμφυλίου είχαν ανοίξει οι διώκτες της άκρας δεξιάς (πρόσφυγες κι εθνοφύλακες) κι οι  αμυνόμενοι εκδικητές της άκρας αριστεράς (Μακεδόνες αντάρτες και Σλαβομακεδόνες νοφίτες). Η αποχή από τις εκλογές κι οι αμφιταλαντεύσεις του ΚΚΕ για μια ειρηνική ή πολεμική πολιτική απλώς επιδείνωσαν την τεταμένη κατάσταση.[98]

Οι νοφίτες, μέλη του Ναρότνο Οσλομποτίτελεν Φροντ (ΝΟΦ), η νέα οργάνωση των Σλαβομακεδόνων που είχε ιδρυθεί στα Σκόπια με την επίνευση των Γιουγκοσλάβων τον Απρίλη του ΄45, εισέδυαν στη Μακεδονία και κραδαίνοντας τη σπάθα της εκδίκησης συμπλέκονταν με χωροφύλακες, όπως στον Ακρίτα, ενέδρευαν κατά της Εθνοφυλακής, εκτελούσαν αγροφύλακες και κοινοτάρχες, τρομοκρατούσαν το «δεξιό» πληθυσμό και σε μια περίπτωση χτύπησαν στις 16 Ιούλη 1945 ένα βρετανικό φορτηγό αυτοκίνητο.[99]

Η δράση και η προπαγάνδα του ΝΟΦ θεσμοποιήθηκε το Α΄ συνέδριό του κοντά στην Έδεσσα στις 20.7.45 αλλά αντί να αποσοβήσει την τρομοκρατία των δεξιών ενόπλων την επέτεινε περισσότερο, με αποτέλεσμα την έναρξη της φυγής Σλαβομακεδόνων στα Σκόπια. Το ΚΚΕ αντέδρασε έμμεσα κατά των αυτονομιστών το φθινόπωρο του ΄45 στέλνοντας από το Μπούλκες τον Καυκάσιο καπετάν Στάθη στο Πάικο να «προστατέψει» τους καταδιωκόμενους. Είναι βέβαιο ότι ο ορμητικότατος Στάθης στάλθηκε τόσο νωρίς στην Ελλάδα με μοναδικό σκοπό να αντιπαλέψει την προπαγάνδα του ΝΟΦ στην περιοχή κρατώντας υπό την επιρροή του Κόμματος τους Γκρεκομάνους τουλάχιστον Σλαβομακεδόνες.[100]

Ο καπετάν Στάθης εκπλήρωσε επιτυχώς τον ερχομό του οργανώνοντας τους φυγάδες στις Ομάδες Δημοκρατικών Ένοπλων Καταδιωκόμενων (ΟΔΕΚ) κι ήρθε σε ρήξη με τους νοφίτες μηνύοντάς τους ή να έρθουν μαζί του ή να του παραδώσουν τα όπλα τους και να φύγουν στα Σκόπια! Την ίδια τακτική ακολούθησε και η δεύτερη αποστολή Ελλήνων από το Μπούλκες με επικεφαλής τον Γιαννούλη. Ήρθαν στο Γράμμο κι άρχισαν να χτίζουν σταθερά τις βάσεις του εμφυλίου, ίσως αντίθετα με τις εντολές του Κόμματος.[101]

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ
 Ο υπερβάλλων αγωνιστικός ζήλος των καπεταναίων Στάθη και Γιαννούλη, η δράση του ΝΟΦ και οι κρατικές διώξεις ορίζονται ως οι σημαντικότερες αιτίες του Εμφυλίου πολέμου πριν αρχίσει και η έμμεση υποστήριξη των ανταρτών από το σοβιετικό διπλωμάτη Βισίνσκυ στον ΟΗΕ το Γενάρη του 1946. Πράγματι το καλοκαίρι του ΄46 ο Ζαχαριάδης συναντήθηκε με εκπροσώπους το ΝΟΦ για καθορισμό των όρων συμμετοχής των τελευταίων στον σχεδιαζόμενο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Μετά από συσκέψεις, διαφωνίες, αποχωρήσεις στις 9 Νοέμβρη τα τμήματα Γιαννούλη και Τσολάκη-Φώτεφ συγχωνεύτηκαν. Η επίσημη ίδρυση του ΔΣΕ τον Οκτώβρη του ΄46 στα Χάσια είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση των συμπαγών σλαβομακεδόνικων τμημάτων, 400 άτομα, και το αναλογικό μοίρασμά τους στις νέες μονάδες. Παρ΄ όλ΄ αυτά τα αρχηγεία Βοΐου -Γράμμου και Πάικου-Καϊμακτσαλάν  είχαν μεγάλα ποσοστά Σλαβομακεδόνων και πιθανώς ξεπερνούσαν το 50%.[102]

Πώς οι αυτονομιστές νοφίτες δέχτηκαν να συμμετάσχουν στο ΔΣΕ και να μοιραστούν στα τμήματά του; Τι συνέβη κι ο Τίτο, που, ενώ το Νοέμβρη του ΄44 ζητούσε την πλήρη ενοποίηση της Μακεδονίας, μέσα σε δυο μόλις μήνες άρχισε να σιωπεί; η γενικότερη απάντηση είναι ότι η ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία που είχε στρέψει την προσοχή της στις βόρειες λαϊκές δημοκρατίες της ήθελε την οικονομική βοήθεια των συμμάχων. Εξ άλλου ούτε οι Άγγλοι ούτε οι Ρώσοι ούτε οι Αμερικανοί θα δεχόταν τη διχοτόμηση της Ελλάδας (σύμφωνα με τη σαφή συμφωνία των ποσοστών). Η ειδικότερη ορίζει την αντίθεση της ελληνικής κυβέρνησης, του ΚΚΕ κι ιδιαίτερα των Ελλήνων και Σλαβομακεδόνων ανταρτών, οι οποίοι είχαν αντιδράσει σθεναρά από την κατοχή ακόμη κατά του αυτονομισμού. Εξ  άλλου όσοι Σλαβομακεδόνες είχαν θελήσει ν’ αλλάξουν πατρίδα την είχαν επιλέξει κι ήταν ήδη εγκατεστημένοι στα Σκόπια. Το δε ΚΚΕ είχε υποσχεθεί στους νοφίτες ότι θα δεχόταν αρκετούς στα επίσημα όργανά του ιδίου αλλά και του ΔΣΕ. Δεν τήρησε όμως τις υποσχέσεις.[103]

Πίσω απ’ την προθυμία της Γιουγκοσλαβίας για την άπλετη βοήθεια της στο ΔΣΕ κρύβονταν οι μυστικές συμφωνίες Τίτο-Δημητρώφ στις 10.8.46 για την αυτονομία όλης της Μακεδονίας-αρχικά του Βαρδάρη και του Πιρίν και θα ακολουθούσε η του Αιγαίου- μέσα σε μια Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία με αντάλλαγμα την υποστήριξη της «αξονικής» Βουλγαρίας στο συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού αλλά και την ενσωμάτωση της Θράκης στη Βουλγαρία. Τότε «Μακεδόνες» καθοδηγητές και δάσκαλοι εισέδυσαν στην περιοχή του Πιρίν κι άρχισαν να προσηλυτίζουν στο «μακεδονισμό» τους κατοίκους του, οι οποίοι δήλωσαν από Βούλγαροι «Μακεδόνες». Οι συνεννοήσεις αυτές συνεχίστηκαν και στη διάσκεψη στο δαλματικό νησί Μπλεντ στις 30.7.47. Οι επαφές αυτές διεκόπησαν τον επόμενο χρόνο λόγω της ρήξης Στάλιν-Τίτο και το όραμα της μεγάλης βουλγαρο-γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας ναυάγησε και οι κάτοικοι του Πιρίν βαπτίστηκαν πάλι Βούλγαροι.[104]

Οι δίκες κι εκτελέσεις των αριστερών αυξήθηκαν κατακόρυφα με το νόμο 509/ 27.12.47. Επρόκειτο για μια «καθαρή» κυβερνητική αντεπίθεση, αν συγκριθεί με τη ως τότε «νόθα» περίοδο του Γ΄ ψηφίσματος (Ιούνης ΄46), όπου τα ΚΚΕ ήταν νόμιμο. Γύρω στους 3.000 ως το τέλος ΄49 εκτελέστηκαν επίσημα. Ταυτόχρονα κυκλοφόρησαν διάφορα σενάρια μαζικής «μετακίνησης» των Σλαβομακεδόνων στη νότια Ελλάδα ή αλλού, ενώ οι δηλώσεις των αριστερών-σχεδόν όλες πανομοιότυπες- και οι αποκηρύξεις των ανταρτών από τους γονείς τους περιέπλεξαν περισσότερο την κατάσταση.[105]

Σ΄ όσες περιοχές τις Ελλάδας κρατούσε υπό τον έλεγχό του ο ΔΣΕ λειτουργούσαν οι αρχές της επανάστασης. Όσον αφορά την εκπαίδευση ανελήφθη από τον Πάβελ Ρακόφσκι η κατάρτιση βιβλίων στα «βουλγάρικα» και ξανάνοιξαν πάλι στο Βίτσι και Καϊμάκτσαλαν 87 «μειονοτικά» σχολεία με 10.000 μαθητές, όπως ισχυρίζεται ο Β. Κόιτσεφ, γραμματέας του ΝΟΦ. Από τα φροντιστήρια των δασκάλων στο Ζέλοβο και τον Αγ. Γερμανό αποφοίτησαν δάσκαλοι για τα σλαβικά, ενώ το αντίστοιχο φροντιστήριο του Ανταρτικού στελέχωσε δασκάλους και για την ελληνική γλώσσα. Στα μάχιμα τμήματα προσφέρονταν μαθήματα γραφής κι ανάγνωσης στους Σλαβομακεδόνες αντάρτες, ενώ τα έντυπα «Νετοκόρεν» και «Νόβα Μακεδόνια» κυκλοφορούσαν αβίαστα. [106]

O υπουργός Παιδείας του ΔΣΕ καθηγητής Κόκκαλης ενδιαφέρθηκε και για τα παιδιά τα οποία είχαν καταφύγει ή φυγαδευτεί στο εξωτερικό. Όμως, ενώ οι γονείς ή οι συγγενείς των παιδιών πολεμούσαν ενωμένοι στην Ελλάδα, στο εξωτερικό τα παιδιά μοιράστηκαν σε ξεχωριστούς παιδικούς σταθμούς, όπου διδάσκονταν ανάλογα ελληνικά ή σλαβομακεδόνικα. Οι δασκάλοι των είχαν έρθει από την Ελλάδα ή από το Μπούλκες, όχι όλοι πάντα με τη θέλησή τους.[107]

Η ρήξη Τίτο-Στάλιν το 1948 επέφερε μη αντιστρέψιμες ζημίες σε έμψυχο κι άψυχο υλικό αλλά και στο ηθικό του επαναστατικού κινήματος. Η Γιουγκοσλαβία άρχισε να δυστροπεί και να κλείνει τα σύνορα, όταν ο ΔΣΕ ακολούθησε μεν  την ορθόδοξη γραμμή της Κομινφόρμ για τον «αποστάτη Τίτο και τα τσιράκια του» αλλά από τη άλλη μεριά δεν άκουσε ολοκληρωτικώς τον Στάλιν να σταματήσει τη βοήθειά της προς το ΔΣΕ (Σβαρνούτ, μαζέψτε τα!). Οι επαναστάτες μετά από τα ισχυρά χτυπήματα του κυβερνητικού στρατού είχαν περιοριστεί στο Γράμμο και το Βίτσι πολύ κοντά με τη Γιουγκοσλαβία, απ΄ την οποία εκπορεύονταν απογοητευτικά μηνύματα για τους αντάρτες κι ειδικότερα για τους Σλαβομακεδόνες, οι οποίοι αριθμούνταν σε 14.000 σε σύνολο 20.000, ότι ο αγώνας τους προδόθηκε κλπ. Αυτή ακριβώς η πεσιμιστική προπαγάνδα των πρώην «αδελφών» Γιουγκοσλάβων, που παρακινούσε τους Σλαβομακεδόνες στη λιποταξία, ανάγκασε το ΚΚΕ στην περίφημη 5η ολομέλεια στους Ψαράδες το Γενάρη του ΄49 να υιοθετήσει τη θέση για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας, όπως τουλάχιστον ερμηνεύτηκε τότε, μια ερμηνεία η οποία οδήγησε σε αρκετές εκτελέσεις Ελλήνων και παρέμεινε στη μνήμη παρ΄ όλες τις στροφές του Κόμματος στις 6η κι 7η ολομέλειές του τον ίδιο και τον επόμενο χρόνο.[108]

Ήταν όμως αργά και κανένα σύνθημα ή θέση δε μπορούσε ν΄ αποτρέψει την ανατροπή του ΔΣΕ. Ο ελληνικός στρατός ενισχυμένος με τα αμερικανικά εφόδια κονιορτοποίησε το Βίτσι και το Γράμμο κι έσπρωξε τους αντάρτες του ΔΣΕ έξω από τα σύνορα, μια οδός χωρίς επιστροφή σχεδόν για όλους τους Σλαβομακεδόνες, οι οποίοι άλλαξαν αυτοί, οι πρώην ζαχαριαδικοί, αναγκαστικά την υπηκοότητά τους από ελληνική σε μακεδονική, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του κράτους όπου καταστάλαξαν, τη Λ.Δ. Μακεδονίας.[109]

Εκτός τούτου η παραχάραξη της ιθαγένειας, αν αφαιρέσουμε τους Σλαβομακεδόνες που είχαν στερηθεί την ελληνική ιθαγένεια και τις περιουσίες τους το 1948 και το 1953, συνοδεύτηκε με τις ιστορικές στρεβλώσεις για την αποκλειστική διεκδίκηση των «φρούτων» της μακεδονικής σαλάτας με ποικίλους τρόπους, οι οποίοι σιγοντάρονταν από τις θεωρίες της «βουλγαρομάχας» επίσημης Ελλάδας για την Εθνική Αντίσταση. Παράδειγμα: οι πιστοί αγωνιστές του ΚΚΕ Λάζαρος Ζησιάδης (Τερπόφσκι) και Τάσος Καρατζάς από το Δενδροχώρι ανακηρύχτηκαν εθνικοί ήρωες της «Μακεδονίας» και τα ονόματά του δόθηκαν σε δρόμους των Σκοπίων, ένας εξόφθαλμος σφετερισμός της αγωνιστικής τους ιστορίας![110]

Εργασία μεταπτυχιακού κύκλου στο Τμήμα Ιστορίας του ΑΠΘ στις 14 Φεβρουαρίου του 1999, η οποία απηχεί τον καιρό και τον τόπο γραφής της. Αν γραφόταν σήμερα, θα ήταν εκ θεμελίων διαφορετική -διορθώθηκαν ελάχιστα παροράματα. 

ΒΙΒΛΙΑ και ΑΡΘΡΑ
Aγγελόπουλος Β.Γ. «Γαμήλιες ανταλλαγές σε πολιτισμικά μεικτές αγροτικές κοινότητες της Μακεδονίας: η σημασία τους για τον ορισμό και τη διάκριση των πληθυσμιακών κατηγοριών», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ.103 -122

Αλιβιζάτος Νίκος «Καθεστώς ‘έκτακτης ανάγκης’ και πολιτικές ελευθερίες 1946-1949» στο Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο 1984, σ.383-398

[Ανώνυμος] «Ραντεβού στο Τρνβο στις 27 Ιουλίου», Νόβα Ζόρα τ. 2, Ιούλης ΄97, Φλώρινα

Barker Elizabeth «Η γιουγκοσλαβική πολιτική προς την Ελλάδα στα 1947-1949» στο Μελέτες για τον Εμφύλιο πόλεμο, μετάφραση Αριστέα Παρίση, Ολκός, Αθήνα 1992

Barker Elizabeth Η Μακεδονία στις διαβαλκανικές σχέσεις και συγκρούσεις, μεταφρ: Κολιοπούλου Α., Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1996

Βαλιούλης Στέργιος Πολίτης β΄ κατηγορίας, γ΄ έκδ. Ελληνικές Εκδόσεις, 1985 [1975]

Βαλντέν Σωτήρης Μακεδονικό και Βαλκάνια 1991-1994, Η αδιέξοδη πορεία της ελληνικής πολιτικής, Αθήνα 1994

Βάρδα Χριστίνα «Θέματα πολιτικής αφομοίωσης στη Δυτική Μακεδονία στο Μεσοπόλεμο», Τα Ιστορικά, περιοδική έκδοση ιστορικών σπουδών, τ. 18-19, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1993, Μέλισσα, Θεσσαλονίκη, σσ. 151 -170

Βαφειάδης Μάρκος Απομνημονεύματα, τ. Α΄, Δίφρος 1984, τ. Β΄, τ. Γ΄ Νέα Σύνορα, Αθήνα 1985

Βλασίδης Β. «Η αυτονόμηση της Μακεδονίας: Από τη θεωρία στην πράξη», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ.63 -67

Γεωργιάδης Στέλιος Θεσσαλονίκη η ανυπότακτη πόλη μαρτυρίες και έρευνα για τον αγώνα 1941-1945, Θεσσαλονίκη 1995

Γιαννησοπούλου Μαρία «Η ανθρωπολογική προσέγγιση, Αλμωπία: Παρελθόν, παρόν και μέλλον», Μακεδονία και Βαλκάνια, Ξενοφοβία και ανάπτυξη, ΕΚΚΕ-Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998, σσ. 330-435,

Γκένιος Θανάσης «Όταν ξαναζωντάνευε τ΄ αρματολίκι», Γιατί, τ. 71, Μάης ΄81, σσ. 17 -31

Γούναρης Βασίλης «Ανακυκλώνοντας τις παραδόσεις: Εθνοτικές ταυτότητες και μειονοτικά δικαιώματα στη Μακεδονία», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 27-61,

Γούναρης Βασίλης «Εισαγωγικές παρατηρήσεις» , Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 11-25

Γρηγοριάδης Ν. Φοίβος Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου 1945-1949 (Το δεύτερο αντάρτικο), τ. Δ΄, Καμαρινόπουλος, Αθήνα χ.χ. [1964]

Γρηγορίου Θ. Εμμανουήλ Το βουλγαρικόν όργιον αίματος εις την Δυτικήν Μακεδονίαν (1941-1944) Πυρσός, Αθήναι 1947

Δασκαλάκης Ε. Απόστολος Ιστορία της Ελληνικής χωροφυλακής χρονικής περιόδου 1936-1950, τ. Α΄, Β΄, Αρχηγείον Χωροφυλακής, Αθήναι 1973

Δημητρίου Πάνος Εκ βαθέων, χρονικό μιας ζωής και μιας εποχής, θεμέλιο, Αθήνα 1997

Δουδούμης Ε. Γ. Βαλκανικές εξελίξεις ΙΙ, Δωδώνη, Αθήνα 1996

Έτσι άρχισε ο εμφύλιος, Ολόκληρη η εκθεση του Δημοκρατικου στρατού στον ΟΗΕ τον Μάρτιο του 1947, Η τρομοκρατία μετά τη Βάρκιζα 1945-1947, Γλάρος, Αθήνα 1987

Ζαούσης Λ. Αλέξανδρος Η τραγική αναμέτρηση 1945-1949, ο μύθος και η αλήθεια, τ. Α΄,Β΄, Ωκεανίδα, Αθήνα 1993

Ζαφειρόπουλος Γ. Δημήτριος Ο αντισυμμοριακός αγών 1945-1940, Αθήναι 1956

Ζαχαριάδης Νίκος «Το στιλέτο του Τίτο χτυπά πισώπλατα τη λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα», Δημοκρατικός Στρατός, μηνιάτικο στρατιωτικο-πολιτικό όργανο του ΓΑ του ΔΣΕ, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’, τ. 8/ Αύγουστος 1949, σ.525-533

Ζιανός Αθανάσιος Δύσκολα χρόνια 1940-1950, Αναμνήσεις ενός μαχητή του Δημοκρατικού στρατού Ελλάδας, Σοκολής, Αθήνα [1986;]

Hobsbawm Eric Για την ιστορία, Θεμέλιο, Αθήνα 1998

Ιατρίδης Ο. Γιάννης «Εμφύλιος Πόλεμος 1945-1949, εθνικοί και διεθνείς παράγοντες», Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο 1984, σ.341-182

Ιατρίδης Ο. Γιάννης «Η Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα 1945-1949», Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, μελέτες για τη πόλωση, επιμέλεια D. Close, μετάφραση Γιάννης Σπανδωνής, Φιλίστωρ, Αθήνα 1997, σ.239 -265

Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 τ. Α΄ -Στ΄, επιμέλεια Βάσος Γεωργίου, Αυλός, Αθήνα 1979

Ιωαννίδου Αλεξάνδρα «Τα σλαβικά ιδιώματα στην Ελλάδα: γλωσσολογικές προσεγγίσεις και πολιτικές αποκλίσεις», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 89 -101

Kαγούδης Α. Παναγιώτης Ελλής μνημόσυνο, Αθήνα 1976

Καλλιανιώτης Θανάσης «ΠΑΟ-ΕΛΑΣ, Ο εμφύλιος στη Δυτική Μακεδονία 1943-1945», Η δεκαετία του 1940-1950 στη Δυτική Μακεδονία, πρακτικά συνεδρίου στο Τσοτύλι, Εταιρία Μελετών Άνω Βοϊου, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 228 -238

Καλλιανιώτης Θανάσης Παιδεία και Αντίσταση (1936-1946) Χρονικό, ανέκδοτο χειρόγραφο, Αιανή 1993

Καλλινικίδης Φ. Χαράλαμπος Ελληνική Εθνική Αντίστασις (Αίμα- Δάκρυ-Νίκη) Θεσσαλονίκη 1961

Κασάπης Βαγγέλης (Κρίτων) Στον κόρφο τα Γκύμπραινας (χρονικό της εθνικής αντίστασης στον Έβρο) τ. Α΄, Β΄ Κάλβος,Αθήνα 1977

Καφταντζής Γιώργος «Μακεδονία ΄41», Γιατί, τ. 121-122/ Ιούλης-Αύγουστος ΄85, σ. 42 -43

Κέντρος Στράτος (Βαγγέλης) «Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία», Η δεκαετία του 1940-1950 στη Δυτική Μακεδονία, πρακτικά συνεδρίου στο Τσοτύλι, Εταιρία Μελετών Άνω Βοϊου, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 299 -311

Κεραμόπουλος Β. Αντώνιος Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες, Αθήναι 1945

Κόιτσεφ Β. «Συμπεράσματα απ΄ το Β΄ συνέδριο του ΝΟΦ», Δημοκρατικός Στρατός, μηνιάτικο στρατιωτικο-πολιτικό όργανο του ΓΑ του ΔΣΕ, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’, τ.5/ Μάης 1949 σ.316-318

Κολιόπουλος Σ. Ι. «Οι Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο», Η δεκαετία του 1940-1950 στη Δυτική Μακεδονία, πρακτικά συνεδρίου στο Τσοτύλι, Εταιρία Μελετών Άνω Βοϊου, Θεσσαλονίκη 1998, σσ.399 -405

Κολιόπουλος Σ. Ι. Λεηλασία φρονημάτων, το μακεδονικό ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία 1941-1944 τ. Α΄, Β΄ έκδοση, Θεσ/νίκη Βάνιας 1995

Κόντης Βασίλειος «‘Το μακεδονικό ζήτημα’ στη δεκαετία του 1940», Εορταστικός τόμος, 50 χρόνια 1939-1989, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1992

Κορδάτος Γιάννης Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Nεώτερη Ελλάδα, τ. Β΄, 1900-1924, 20ος Αιώνας, Αθήνα 1958

Kotzageorgi Xanthippi “Population Changes in Eastern Macedonia and in Thrace: the legislative ‘Initiatives’ of the Boulgarian Authorities 1941-1944”, Balkan Studies, 37, Januar 1996, pp. 133 -164

Κούφης Παύλος «Μίρκα Γκίνοβα», Μορφές ηρώων της νεολαίας της Ελλάδας, Νέα Ελλάδα 1953, σσ. 103-110

Κούφης Παύλος Άλωνα Φλώρινας, Αγώνες και θυσίες, Αθήνα 1990

Κρήτος Γεώργιος (Θαλής) Εθνική Αντίσταση, δράση του 50ού συντάγματος του ΕΛΑΣ, Θεσσαλονίκη χ.χ. [1987]

Κωνσταντάρας Κ. Αγώνες και διωγμοί, Αθήναι 1964

Κωφός Ευάγγελος «Η βαλκανική διάσταση του Μακεδονικού ζητήματος στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης», Η Ελλάδα 1936-44, Δικτατορία, κατοχή, Αντίσταση, πρακτικά διεθνούς ιστορικού συνεδρίου, Α.Τ.Ε., Αθήνα 1989, σ.418-471

Κωφός Ευάγγελος «Το μακεδονικό ζήτημα στην εποχή μας», Μακεδονία, 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1982, σ.502 -509

Λαϊνάκης Αντώνης Αναμνήσεις από την Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Χανιά 1984

Λάιου Αγγελική «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου», Μελέτες για τον Εμφύλιο πόλεμο, μετάφραση Αριστέα Παρίση, Ολκός, Αθήνα 1992, σ.67-114

Λεύκωμα εκπαιδευτικών Φλωρίνης 1945-1947, [Θεσσαλονίκη 1947]

Λιθοξόου Δημήτρης Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας, Α.΄, Από το Ίλιντεν στη Ζαγκορίτσανη 1903-1905, Μεγάλη Πορεία, Αθήνα 1988

Μαλούκος Κωνσταντίνος Ενθυμήματα κατοχικά και αντιστασιακά, ο Μακεδονικός Μύθος, Θεσσαλονίκη 1992

Μανδατζής Μ. Χρήστος «Μετανάστευση και ταυτότητα: η περίπτωση των Μακεδόνων Ελλήνων μεταναστών», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 39 -58

Μανούκας Χ. Γεώργιος Παιδομάζωμα, το μεγάλο έγκλημα κατά της φυλής, Σύλλογος Επαναπατρισθέντων εκ του παραπετάσματος, Αθήναι 1961

Μάρτης Κ. Νικόλαος Η πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας, 7η έκδοση, 1983

Μητσόπουλος Θανάσης Το 30ό σύνταγμα του ΕΛΑΣ, εκδ.4η, Οδυσσέας, Αθήνα 1987

Μιχαηλίδης Δ. Ιάκωβος «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες: Πολιτικές συνιστώσες μιας οικονομικής διαμάχης», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 123 -141

Μιχαηλίδης Δ. Ιάκωβος Ο πόλεμος των στατιστικών: Παραδοσιακές συνταγές για την κατασκευή μακεδονικής σαλάτας, πληκτρογραφημένο κείμενο από τα αρχεία του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη χ.χ.

Μιχαηλίδης Ιάκωβος «Πολιτικές αναζητήσεις στο μεσοπόλεμο: η περίπτωση της ‘Μακεδονικής Ένωσης‘», Η Έδεσσα και η περιοχή της, πρακτικά Α΄ πανελλήνιου επιστημονικού συνεδρίου, Δήμος Έδεσσας, Έδεσσα 1995

Μιχαηλίδης Ιάκωβος Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη 1912-1930, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996

Μπάεφ Ιορντάν Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, διεθνείς διαστάσεις, μετάφραση: Γιώργος Σιακαντάρας, Φιλίστωρ 1997

Μπαξεβάνος Α. Νικόλαος Ο εληνοϊταλικός πόλεμος, Η κατοχή και η Εθνική Αντίσταση όπως τα έζησα, Θεσσαλονίκη 1994

Μπαρτζιώτας Γ. Βασίλης «Η πολιτική μας δουλειά στο ΔΣΕ στα 1948», Δημοκρατικός Στρατός, μηνιάτικο στρατιωτικο-πολιτικό όργανο του ΓΑ του ΔΣΕ, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’, σ.19-28

Μπαρτζιώτας Γ. Βασίλης Άστραψε φως η Ακροναυπλία, έκδοση Γ΄, Σύγχρονη Εποχή, ΑΘήνα 1981

Μπαρτζιώτας Γ. Βασίλης Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944, ιστορικό δοκίμιο, εκδοση Δ΄, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983

Νταϊλιάνης Βασίλης Το αντάρτικο στη Δυτική Μακεδονία, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1995

Νώτας Παναγιώτης «Φλωρινιώτες σπουδαστές στην Παιδαγωγική ακαδημία Θεσσαλονίκης 1934-1950», Εταιρία, περιοδική έκδοση της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Φλώρινας, Φλώρινα, σ.53-58

Ο ελληνικός στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα 1946-1949, το δεύτερον έτος του αντισυμμοριακού αγώνος 1947, ΔΙΣ/ ΓΕΣ, Αθήνα 1980

Οικονομίδης Φοίβος Οι προστάτες, η αληθινή ιστορία της αντίστασης εκδ.Β΄ Ορφέας, Αθήνα 1986

Π. «Η πάλη μας ενάντια στους τιτικούς πράχτορες», Δημοκρατικός Στρατός, μηνιάτικο στρατιωτικο-πολιτικό όργανο του ΓΑ του ΔΣΕ, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’,τ.8/ Αύγουστος 1949, σ.576-578

Πάντο «Κώστας Ρόμπης 1915-1947», Ζόρα, τ. 8, Ιούλης 1995

Πάντο -Ίλιο « Μνήμη Μίρκας Γκίνοβα», Ζόρα φ. 8, Ιούλης 1995, σσ. 13-16

Παπαθανασίου Ι. Παρμενίων Για τον ελληνικό Βορρά, Μακεδονία 1941-1944, Αντίσταση και τραγωδία, το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, εκδ. Β΄, τ.Α΄, Β΄ Παπαζήσης, Αθήνα 1997

Παπαπαναγιώτου Αλέκος Το μακεδονικό ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό κίνημα 1918-1939, Θεμέλιο, Αθήνα 1992

Παπαστράτης Προκόπης «Η εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών στην Ελλάδα τις παραμονές του Εμφυλίου πολέμου», Μελέτες για τον Εμφύλιο πόλεμο, μετάφραση Αριστέα Παρίση, Ολκός, Αθήνα 1992

Πασόης Τραϊανός «Παραβιάσεις του εσωτερικού και διεθνούς δικαίου στην υπηρεσία της αρπαγής και των εθνικών εκκαθαρίσεων», Ζόρα, τ. 10, σσ. 11-17

Πέικοφ Θανάσης «Παύλος Σταυρίδης 1915-1937» Μορφές Ηρώων της νεολαίας της Ελλάδας, Νέα Ελλάδα, Τασκένδη;, 1953, σσ. 36 -37

Πυλάης Κυριάκος (Πέτρος) 1870-1990 Μνήμες-Βιώματα-Στοχασμοί, Αθήνα 1990

Ρούσος Πέτρος Η μεγάλη πενταετία, τ. Α΄ -Β΄, 3η έκδοση, Αθήνα 1976

Σακαλής Αλέκος (Πετρόμπεης) Μνήμες, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης, Κοζάνη 1998

Σακελλαρίου Επαμεινώνδας …Διαθέσαμε τη ζωή μας, Θεσσαλονίκη 1991

Σαράφης Στέφανος Ο ΕΛΑΣ, Επικαιρότητα 1946

Σιαπέρας Κώστας Μυστικοί δρόμοι του Δημοκρατικού στρατού, Γλάρος, Αθήνα 1990

Σκανδάμης Σ. Α. Κόκκινοι Λύκοι, νυν υπέρ πάντων ο αγών, το χρονικόν της Αντεθνικής Ανταρσίας, Αθήναι 1947

Σκοπετέα Έλλη «Μακεδονικό και Ανατολικό ζήτημα», Τα Ιστορικά, περιοδική έκδοση ιστορικών σπουδών, τ. 18-19, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1993, Μέλισσα, Θεσσαλονίκη, σσ. 143 -150

Σπανός Κοσμάς (Αμύντας) Εθνική Αντίσταση-Εμφύλιος πόλεμος, αναμνήσεις ενός καπετάνιου, Μπιμπης, Θεσσαλονίκη 1986

Special Bibliograpfy Slav-Speakers and Macedonian Slavs in Modern Greek Macedonia, Modern Greek Studies Association, Providence, USA, 1998

Στ΄ άρματα! Στ΄ άρματα! Το χρονικό του αγώνα, Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, επιμέλεια Γεράσιμος Αυγερόπουλος τ. Α΄-Δ΄, Γιαννίκος, Αθήνα χ.χ.

Sfetas S. “The Macedonian question as viewed by the Comintern between the Wars”, in Balkan Currents, Studies in the History, Culture and Society of a Divided Land, Loyola Marymoynt University, Los Angeles 1998, p.95-98

Σωτηρίου Στέφανος Έλληνες και Σέρβοι, Αρμός, Αθήνα 1996

Τζίλας Μίλοβαν Συνομιλίες με τον Στάλιν, μετάφραση Γιώργος Μανιατάκος, Καμαρινόπουλος, Αθήναι 1962

Τζοβάρας Σπύρος «Κατίνα Ανδρεοπούλου (Τσβέτα)», Μορφές ηρώων της νεολαίας της Ελλάδας, Νέα Ελλάδα 1953

Τούντα-Φεργάδη Αρετή «Η ελληνική άμυνα έναντι της βουλγαρικής φασιστικής προπαγάνδας στην περιοχή της Έδεσσας 1941-1943», Η Έδεσσα και η περιοχή της, πρακτικά Α΄ πανελλήνιου επιστημονικού συνεδρίου, Δήμος Έδεσσας, Έδεσσα 1995, σ.367-370

Τούντα-Φεργάδη Αρετή Ελληνο -Βουλγαρικές μειονότητες, Το πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ 1924-1925, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1986

Τρύφων Στέφανος Ερμακιά, η μοναχική πολιτεία που …ερήμωσε…, Ταρπάνης, Έδεσσα 1998

Τσανικλίδης Κώστας Το 13ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ, Θεσσαλονίκη 1990

Τσίτας Δημήτρης Φάκελος Γιαννούλη και άλλα ..τινά, σημειώσεις ενός ελεύθερου σκοπευτή του Δ.Σ.Ε., ανέκδοτα κείμενα-ντοκουμέντα, μαρτυρίες φίλων και αντιπάλων, Άνοιξη, Αθήνα 1992

Τσουκαλάς Χ. Αθανάσιος Προφήτης ιστορία-λαογραφία, Προφήτης 1998

Τσουκαλίδης Βασίλης  Η ανασυγκρότηση, Αθήνα 1982

Τυπάλδος Πέτρος-Κανακάρης Κωνσταντίνος-Βαφείδου Παναγιώτα Ο Ελληνικός στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα 1946-1949, το δεύτερον έτος του αντισυμμοριακού αγώνος 1947, ΔΙΣ/ ΓΕΣ, Αθήναι 1980

Woodhouse M.C. To μήλο της έριδος, Η ελληνική Αντίσταση και πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, Εξάντας, Αθήνα 1976, σ. 179

Woolf Stuart Ο Εθνικισμός στην Ευρώπη, Θεμέλιο, Αθήνα 1995

Φροντιστής Αθανάσιος ΠΑΟ Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις, Ιστορία και προσφορά της εις την Εθνικήν Αντίστασιν 1941-1945, Θεσσαλονίκη 1977

Φωστηρίδης Αντώνιος Εθνική Αντίστασις κατά της βουλγαρικής κατοχής 1941-1945, τ.Α΄ Θεσσαλονίκη 1959

Φωτιάδης Θανάσης «Η πνευματική αντίσταση στη Θεσσαλονίκη», Επιθεώρηση Τέχνης

Χαρατσίδης Πολυχρόνης (Βράχος) Το 13ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ, Θεσσαλονίκη χ.χ.

Χατζηαναστασίου Τάσος Ομάδες ένοπλης αντίστασης στη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 1941-1944, διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Νεότερης Ιστορίας Α.Π.Θ., χ.χ.

Χατζής Θανάσης Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τ. Α΄, Β΄, Δωρικός, Αθήνα 1982

Χόνδρος Γιάννης «Η Ελλάδα και η γερμανική κατοχή», Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, μελέτες για τη πόλωση, επιμέλεια D. Close, μετάφραση Γιάννης Σπανδωνής, Φιλίστωρ, Αθήνα 1997, σ.53 -84

Χοτζίδης Α. Άγγελος «Άρθρωση και δομή του μειονοτικού λόγου: Το παράδειγμα των Μογλενών και της Ζόρα», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 143 -169

Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον Α΄ η δράσις του ΚΚΕ, Εταιρία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1949

Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον Β΄ η δράσις της βουλγαρικής προπαγάνδας, Εταιρία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1950

Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον Γ΄ η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Εταιρία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1951

Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον Δ΄ οι Βούλγαροι εν Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Εταιρία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1951

Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον Ε΄ οι Γερμανοί εν Μακεδονία, Εταιρία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1962

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Εθνικός Αγών εβδομαδιαία εφημερίς εν Κοζάνη διευθυνόμενη υπό επιτροπής Εθνικού Αγώνος, ιδιοκτήτης Κ. Σακελλαρίου, Κοζάνη φ.

Ζόρα, πολιτική επιθεώρηση του Ουράνιου Τόξου, Αριδαία 1995

Η Νίκη όργανον του συνασπισμού κομμάτων του ΕΑΜ νομού Κοζάνης, διευθυντής Κώστας Α. Γάρος, Κοζάνη

Νόβα Ζόρα Πολιτική επιθεώρηση του Ουράνιου Τόξου, Φλώρινα 1997

Ορεστιάς Εβδομαδιαία πολιτικοκοινωνική τοπική εφημερίς, διευθυντής Ιωάννης Μπακάλης, Καστοριά

Φωνή της Καστοριάς Εβδομαδιαία Εθνική εφημερίς, διευθυντής Στερ. Χ. Ηλιάδης, Καστοριά

«Απόφαση της 5ης ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ μαζί με την ΚΕ Ελέγχου του ΚΚΕ 30-31.1.49», Δημοκρατικός Στρατός, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’, τ.2/ Φλεβάρης 1949, σ.3-17

Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης τ. Α΄, Β΄ Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981

«Βιβλίον διατελεσάντων δημάρχων και μελών δημοτικών συμβουλίων Φλώρινας από το 1912-1992», Εταιρία, περιοδική έκδοση της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Φλώρινας, Φλώρινα, φ.11/ Οκτώβρης 1992, σ.51-62

Το ΚΚΕ Επίσημα κείμενα τ. 4ος 1934-1940, Σύγχρονη Εποχή 1981

Χρονικό του 20ού αιώνα διεύθυνση σύνταξης:Ζαφειρόπουλος Γ. Γιάννης, Τέσσερα Έψιλον, Αθήνα χ.χ.

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Geoffrrey Chandler από Γκρήνουιτς, λοχαγός ΒΣΑ, Τσοτύλι, 31.8.96

Γκανάτσιος Βασίλης (Χείμαρρος) από Ζιάκα, καπετάνιος 27 συντάγματος ΕΛΑΣ, Θεσαλονίκη, Αύγουστος 1994

Δόλλας Λάζαρος από Κωσταράζι, περιφερειακός ΚΚΕ Καστοριάς, δάσκαλος προσφυγοπαίδων, Θεσσαλονίκη Ιούλης 1995
Ζυγούρας Μήτσος (Παλαιολόγος) από Βουχωρίνα, υποστράτηγος ΔΣΕ, Αθήνα, Αύγουστος 1994

Ιωακειμίδης Αλέξανδρος περιφερειακός ΚΚΕ, Πτολεμαϊδα. Ιούλης 1996

Καρυοφύλλης Γιάννης (Στάθης) από Πορόϊα, καπετάνιος 30ού συντάγματος ΕΛΑΣ, Θεσσαλονίκη, Γενάρης 1999
Καφταντζής Γιώργος επονίτης, Σέρρες, Αύγουστος 1993

Μαλτέζος Γεράσιμος (Τζουμερκιώτης) από Παραμυθιά, επιτελάρχης Γ. Σ. ΕΛΑΣ, Βόλος, Αύγουστος 1995

Μίγγος Μιχάλης αγρότης, Ερμακιά 22.12.96

Μπούρτζιος Θανάσης από Σιάτιστα, λοχαγός ΔΣΕ, Θεσσαλονίκη, 6.2.99

Νομικός Χρήστος (Μπούρινος) από Αθήνα, διμοιρίτης ΕΛΑΣ, Αθήνα, Πάσχα 1994

Πυλάης Κυριάκος περιφερειακός ΚΚΕ Φλώρινας, εφνοσύμβουλος ΠΕΕΑ, Ξυνό Νερό Ιούνιος 1996

Ρόμπης Θανάσης από Ξυνό Νερό, Κοζάνη, Νοέμβρης 1996

Σακαλής Αλέκος (Πετρόμπεης) ταγματάρχης ΔΣΕ, Κοζάνη Ιούνης 1995

Σπανός Κοσμάς (Αμύντας) από Λέχοβο, ταγματάρχης ΕΛΑΣ, Βέροια, Ιούνης 1995

Σταθόπουλος Νίκος (Κεραυνός) ταγματάρχης ΔΣΕ, Μικρόβαλτο Κοζάνης, Σεπτέμβριος 1992

Τζελβελίδης Τριαντάφυλλος από Κομοτηνή, ελασίτης, Θεσσαλονίκη Απρίλης 1996

Τριανταφυλλίδης Αχιλλέας από Κοιλάδα Κοζάνης, οπλαρχηγός ΕΕΣ, Κοιλάδα, Μάης 1996

Φυλακτός Φίλιππος γιατρός, Πώς έζησα στην πολιτική μου προσφυγιά, Αθήνα 1988

Χατζηιωάννου Βαλσαμής Κορησός Καστοριάς, 16.4.98. συνέντευξη στο Γιώργο Αντωνίου

Χουτούρας Αριστοτέλης από Λευκοθέα Βοϊου, ταγματάρχης ΕΛΑΣ, Καρδίτσα, Πάσχα 1996

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] 60 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου. Δημοκρατικός στρατός και μειονότητες, https://efpa.wordpress.com/2009/09/19/60-%cf%87%cf%81%cf%8c%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac-%cf%84%ce%bf-%cf%84%ce%ad%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b5%ce%bc%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%b4%ce%b7%ce%bc/

[2] Eric Hobsbawm Για την Ιστορία, Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σ. 22

[3] Σκοπετέα Έλλη, «Μακεδονικό και Ανατολικό ζήτημα», Τα Ιστορικά, περιοδική έκδοση ιστορικών σπουδών, τ. 18-19, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1993, Μέλισσα, Θεσσαλονίκη, σσ. 143-150, σ. 150 / Woolf Stuart, Ο Εθνικισμός στην Ευρώπη, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 95

[4] Σωτηρίου Στέφανος, Έλληνες και Σέρβοι, Αρμός, Αθήνα 1996, σ. 7

[5] Ο όρος Βούλγαρος προσδιόριζε τους έχοντες «κατώτερη αγροτική κουλτούρα» όπως ήπια εκφράζεται ο Γούναρης Βασίλης, «Ανακυκλώνοντας τις παραδόσεις: Εθνοτικές ταυτότητες και μειονοτικά δικαιώματα στη Μακεδονία», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 27-61, σ. 38 / Εγώ θα ΄λεγα  «Βούλγαρους» τα λούμπεν εξαθλιωμένα λαϊκά στοιχεία της εποχής. / Παπαπαναγιώτου ό.π., σ. 112

[6] Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη 1912-1930, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 110

[7] Μιχαηλίδης μετανάστες, ό.π, σσ. 111 -112

[8] Τούντα-Φεργάδη Αρετή, Ελληνοβουλγαρικές μειονότητες, Το πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ 1924-1925, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 119-120 και Βάρδα ό.π., σ. 156

[9] Παπαπαναγιώτου Αλέκος, Το μακεδονικό ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό κίνημα 1918-1939, Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σσ. 42 -45, 81, 98, 63 όπου το Κόσσοβο θα δίνονταν στην Αλβανία ενώ η Μακεδονία θα κηδεμονευόταν από Ρωσία και Βουλγαρία / Γούναρης Βασίλης, «Εισαγωγικές παρατηρήσεις» , Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 11-25, σ. 17

[10] Μιχαηλίδης μετανάστες, ό.π., σσ. 118 / Κολιόπουλος Σ. Ι. Λεηλασία φρονημάτων, το μακεδονικό ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία 1941-1944, τ. Α΄, Β΄ έκδοση, Θεσ/νίκη Βάνιας 1995, τ. Α΄, σ. 106 και τ. Β΄, σ. 21 / Ζαφειρόπουλος Γ. Δημήτριος, Ο αντισυμμοριακός αγών 1945-1940, Αθήναι 1956, σ. κθ΄ / Για το Αμπεσεντάρ βλέπε «Το Αbecedar», Ζόρα, πολιτική επιθεώρηση του Ουράνιου Τόξου, τεύχος 7, Απρίλης 1995, Αριδαία, εξώφυλλο, σ. 4

[11] Παπαπαναγιώτου ό.π., σ. 92

[12] Βάρδα Χριστίνα, «Θέματα πολιτικής αφομοίωσης στη Δυτική Μακεδονία στο Μεσοπόλεμο», Τα Ιστορικά, περιοδική έκδοση ιστορικών σπουδών, τ. 18-19, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1993, Μέλισσα, Θεσσαλονίκη, σσ. 151-170, σσ. 168 -169

[13] Γιαννησοπούλου Μαρία, «Η ανθρωπολογική προσέγγιση, Αλμωπία: Παρελθόν, παρόν και μέλλον», Μακεδονία και Βαλκάνια, Ξενοφοβία και ανάπτυξη, ΕΚΚΕ-Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998, σσ. 330–435, σ.361

[14] Το ΚΚΕ Επίσημα κείμενα, τ. 4ος 1934-1940, Σύγχρονη Εποχή 1981, σ. 49 / Κολιόπουλος, τ. Β΄, σ. 22-23. Ο Ζαφειρόπουλος φοβόταν πολύ την καθιέρωση του όρου Σλαβομακεδόνες από την επιτροπή του ΟΗΕ την Άνοιξη του ΄47, που τελικώς αποφεύγθη Ζαφειρόπουλος ό.π., σ. λ΄ / Λίγα για την επιτροπή του ΟΗΕ βλέπε στο Χρονικό του 20ού αιώνα, διεύθυνση σύνταξης: Ζαφειρόπουλος Γ. Γιάννης, Τέσσερα Έψιλον, Αθήνα χ.χ., σ. 734 / Μπαρτζιώτας Γ. Βασίλης, Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944, ιστορικό δοκίμιο, εκδοση Δ΄, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, σ. 136 / Παπαπαναγιώτου ό.π., σσ. 101, 103, 107

[15] Ζαφειρόπουλος ό.π., σ. λδ΄-λς΄

[16] Hammond L.G.N., The allied military mission and the resistance in West Macedonia, Institute for Balkan studies Thessaloniki 1993, σ. 108. Οι Μακεδόνες δεν είναι Βούλγαροι αντιδρά στον Κολάρωφ ο Τζίλας, Τζίλας Μίλοβαν, Συνομιλίες με τον Στάλιν, μετάφραση Γιώργος Μανιατάκος, Καμαρινόπουλος, Αθήναι 1962, σ. 42

[17] Hobsbawm Eric, Για την ιστορία, Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σ. 22

[18] Κούφης Παύλος, Άλωνα Φλώρινας, Αγώνες και θυσίες, Αθήνα 1990, σ. 55

[19] Βάρδα ό.π., σ. 166

[20] «Κύριε, αυτός μίλησε βρώμικα»! κατέδιδαν οι μικροί μαθητές τους συνομηλίκους τους, όταν μιλούσαν άλλη γλώσσα εκτός των ελληνικών, Γρηγοριάδης Ν. Φοίβος, Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου 1945-1949 (Το δεύτερο αντάρτικο), τ. Δ΄, Καμαρινόπουλος, Αθήνα χ.χ. σ. 544 / Κολιόπουλος, τ. Α΄, σσ. 18-19 / Σωτηρίου ό.π.,  σ. 127, όπου αναφέρει ότι τους δίγλωσσους Μακεδόνες «εκσλάβισαν» -αντί εξελλήνισαν ο Κρητικός χωροφύλακας και ο Πελοποννήσιος νομάρχης!

[21] Μαλούκος Κωνσταντίνος, Ενθυμήματα κατοχικά και αντιστασιακά, ο Μακεδονικός Μύθος, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 44

[22] Βάρδα ό.π., σσ. 156 / Δασκαλάκης Ε. Απόστολος, Ιστορία της Ελληνικής χωροφυλακής χρονικής περιόδου 1936-1950, τ. Α΄, Β΄, Αρχηγείον Χωροφυλακής, Αθήναι 1973, τ. Α΄, σ. 268 όπου έκθεση του ύστερου διοικητή της χωροφυλακής Φλώρινας Ανδρέου για τα «σφάλματα της ελληνικής διοίκησης». Ένα ανέκδοτο διηγείται ο Κώστας Τσανικλίδης στο βιβλίο του Το 13ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 10: ηλικιωμένος Σλαβομακεδόνας δικάζεται στο Κιλκίς με πρόστιμο 100 δραχμών, γιατί μίλησε τη γλώσσα του. Ο γέρος δίνει 200 δρχ, γιατί λέει ότι θα ξαναμιλήσει τη γλώσσα που ξέρει σαν βγει έξω από το δικαστήριο, οπότε δίνει τις διακόσιες για να αποφύγει δεύτερη παρόμοια μήνυση. Επίσης Γρηγοριάδης Φ. ό.π., τ. Δ΄, σ. 544

[23] Η Νίκη, όργανον του συνασπισμού κομμάτων του ΕΑΜ νομού Κοζάνης, διευθυντής Κώστας Α. Γάρος, Κοζάνη, φ. 37/ 16.2.46, σ. 3

[24] Πάντο «Κώστας Ρόμπης 1915-1947», Ζόρα, τ. 10, Μάης 96, σ. 30

[25] Ιωαννίδου Αλεξάνδρα, «Τα σλαβικά ιδιώματα στην Ελλάδα: γλωσσολογικές προσεγγίσεις και πολιτικές αποκλίσεις», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 89-101, σ. 99

[26] Κολιόπουλος, τ. Β΄, σσ. 124-129, 283 -286

[27] Στις αρχές της δεκαετίας του ΄20 υπολογίζονταν οι Σλαβόφωνοι σε 220.000 Μιχαηλίδης Δ. Ιάκωβος, Ο πόλεμος των στατιστικών: Παραδοσιακές συνταγές για την κατασκευή μακεδονικής σαλάτας, πληκτρογραφημένο κείμενο από τα αρχεία του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη χ.χ.,πόλεμος, σ. 11 ενώ ο Κολιόπουλος υπολογίζει 156.000 πριν το 1912 και οι Βούλγαροι 260.000 Κολιόπουλος, τ. Α΄, σσ. 11, 13

[28] Ο ερευνητής Μιχαηλίδης υπολογίζει 35.000 με 40.000 Βουλγαρόφρονες μετανάστες, Μιχαηλίδης πόλεμος, ό.π., σσ. 7, 11. Στις ΗΠΑ το κομιτάτο είχε μεγάλη ισχύ και κάθε μετανάστης που κατέφευγε εκεί γινόταν αναγκαστικά όργανό του λέει ο Μανδατζής Μ. Χρήστος «Μετανάστευση και ταυτότητα: η περίπτωση των Μακεδόνων Ελλήνων μεταναστών», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 39-58, σ. 210

[29] Μιχαηλίδης, πόλεμος, σ. 8

[30] Κολιόπουλος, τ. Α΄, σσ. 20, 25 και Πασόης Τραϊανός «Παραβιάσεις του εσωτερικού και διεθνούς δικαίου στην υπηρεσία της αρπαγής και των εθνικών εκκαθαρίσεων», Ζόρα, τ. 10, Μάης ΄96, σσ. 11-17, σ. 12. Επίσης Μιχαηλίδης, μετανάστες σ.114

[31] Κανονιστικαί οδηγίαι επιστρατεύσεως όπου άρθρο 13 σχετικά με τις «μειονότητες», Δασκαλάκης ό.π., τ. Α΄, σ. 80 και Κολιόπουλος, τ. Α΄, σ. 159

[32] Βαφειάδης Μάρκος, Απομνημονεύματα, τ. Α΄, Δίφρος 1984, τ. Β΄, τ. Γ΄ Νέα Σύνορα, Αθήνα 1985, τ. Β΄, σ. 24 και Πέικοφ Θανάσης σσ. 36-37. Επίσης Πέικοφ Θανάσης «Παύλος Σταυρίδης 1915-1937» Μορφές Ηρώων της νεολαίας της Ελλάδας, Νέα Ελλάδα, Τασκένδη;, 1953, σσ. 36 -37 ο δάσκαλος Σταυρίδης από τη Λάγενη Φλώρινας δολοφονήθηκε κατά τον συγγραφέα στην Ακροναυπλία. Επίσης Κολιόπουλος, τ. Β΄, σ. 106 και Κούφης ό.π., σ. 59, 61

[33] Τσουκαλίδης Βασίλης,  Η ανασυγκρότηση, Αθήνα 1982, σ. 28

[34] Kotzageorgi Xanthippi, “Population Changes in Eastern Macedonia and in Thrace: the legislative ‘Initiatives’ of the Boulgarian Authorities 1941-1944”, Balkan Studies, 37, Januar 1996, pp. 133-164, pp. 141, 147, 149, 158 και Κόντης Βασίλειος «‘Το μακεδονικό ζήτημα’ στη δεκαετία του 1940», Εορταστικός τόμος, 50 χρόνια 1939-1989, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 258. Επίσης Kαγούδης Α. Παναγιώτης, Ελλής μνημόσυνο, Αθήνα 1976, σ. 26

[35] Τη σπάνια περίπτωση του σλαβομακεδόνικου χωριού Γρίβα, το οποίο κατόρθωσε να παραμείνει ουδέτερο περιγράφει ο Μητσόπουλος Θανάσης, Το 30ό σύνταγμα του ΕΛΑΣ, εκδ.4η, Οδυσσέας, Αθήνα 1987, σ. 199. Βλέπε παράπονα του Τίτο στον ΕΛΑΣ ότι ξεσπιτώνει Εδεσσαίους το καλοκαίρι του ΄44 Κολιόπουλος, ό.π., τ. Α΄, σ. 130

[36] Τρύφων Στέφανος, Ερμακιά, η μοναχική πολιτεία που …ερήμωσε…, Ταρπάνης, Έδεσσα 1998, σ. 31και Μιχάλης Μίγγος Ερμακιά 22.12.96, όπου αναφέρεται ότι οι οικογένειες γύρισαν τον Αύγουστο του ΄44 για να θερίσουν κι έμειναν. Επίσης Στ΄ άρματα! Στ΄ άρματα! Το χρονικό του αγώνα, Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, επιμέλεια Γεράσιμος Αυγερόπουλος τ. Α΄-Δ΄, Γιαννίκος, Αθήνα χ.χ. σ. 338 και [Ανώνυμος] «Ραντεβού στο Τρνβο στις 27 Ιουλίου», Νόβα Ζόρα, τ. 2, Ιούλης ΄97, Φλώρινα, σ. 19

[37] Ο Βρετανός σύνδεσμος Χάμμοντ αναφέρει ότι μερικοί Σλαβομακεδόνες αντάρτες πέρασαν στους παρτιζάνους στις 28.6.44, Hammond ό.π., σ. 218

[38] Έκθεση του υπολοχαγού Παύλου Τσάμη, διοικητή του αποσπάσματος Βίτσι του ΕΛΑΣ, Κωφός Ευάγγελος, «Η βαλκανική διάσταση του Μακεδονικού ζητήματος στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης», Η Ελλάδα 1936-44, Δικτατορία, κατοχή, Αντίσταση, πρακτικά διεθνούς ιστορικού συνεδρίου, Α.Τ.Ε., Αθήνα 1989, σ.418-471, σ. 469 και Βασίλης Γκανάτσιος (Χείμαρρος) καπετάνιος 27ου συντάγματος ΕΛΑΣ, Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1994. Επίσης Γιάννης Καρυοφύλλης (Στάθης) καπετάνιος 30ού συντάγματος ΕΛΑΣ, Θεσσαλονίκη, Γενάρης 1999 και Μητσόπουλος .ό.π., σ. 390

[39] Τυπάλδος Πέτρος-Κανακάρης Κωνσταντίνος-Βαφείδου Παναγιώτα, Ο Ελληνικός στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα 1946-1949, το δεύτερον έτος του αντισυμμοριακού αγώνος 1947, ΔΙΣ/ ΓΕΣ, Αθήναι 1980, σ. 377 και Geoffrrey Chandler, «H γέννηση του εμφυλίου πολέμου στη δυτική Μακεδονία 1944-1946», Η δεκαετία του 1940-1950 στη Δυτική Μακεδονία, πρακτικά συνεδρίου στο Τσοτύλι, Εταιρία Μελετών Άνω Βοϊου, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 192-198, 195, όπου περιγράφει τη βία που εξασκούσε το 143 ΤΕ στη Βέρροια την Άνοιξη του ΄46. Το τάγμα αυτό απομακρύνθηκε από κει με επέμβαση των Άγλων. Επίσης Geoffrrey Chandler λοχαγός ΒΣΑ, Τσοτύλι, 31.8.96

[40] Οι εκτοπίσεις άρχισαν στις 15.3.47 και συνεχίστηκαν ως το Δεκέμβρη του 1949, Λάιου Αγγελική, «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου», Μελέτες για τον Εμφύλιο πόλεμο, μετάφραση Αριστέα Παρίση, Ολκός, Αθήνα 1992, σσ. 67-114, σ. 94 και Κολιόπουλος, τ. Β΄, σσ. 100, 129, 223. Η επιτροπή του ΟΗΕ πλησίασε στο Σκρα στις 22 Μάρτη του ΄47, Τυπάλδος ό.π., σ.4

[41] Λάιου Αγγελική ό.π., σ. 94. Για τις καταστροφές των χωριών ομιλεί ο Θανάσης Μπούρτζιος λοχαγός ΔΣΕ, Θεσσαλονίκη, 6.2.99

[42] Οι περισσότερες λιποταξίες λάβαιναν χώρα στην 102 ταξιαρχία του ΔΣΕ, που είχε υπεράριθμους Σλαβομακεδόνες και διοικητή το Γιώργο Γιαννούλη, Κολιόπουλος, τ. Β΄, σ. 210 και Ζυγούρας Μήτσος (Παλαιολόγος) υποστράτηγος ΔΣΕ, Αθήνα, Αύγουστος 1994. Επίσης Τσίτας Δημήτρης, Φάκελος Γιαννούλη και άλλα ..τινά, σημειώσεις ενός ελεύθερου σκοπευτή του Δ.Σ.Ε., ανέκδοτα κείμενα-ντοκουμέντα, μαρτυρίες φίλων και αντιπάλων, Άνοιξη, Αθήνα 1992, σ. 114 και Ζαχαριάδης Νίκος, «Το στιλέτο του Τίτο χτυπά πισώπλατα τη λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα», Δημοκρατικός Στρατός, μηνιάτικο στρατιωτικο-πολιτικό όργανο του ΓΑ του ΔΣΕ, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’, τ. 8/ Αύγουστος 1949, σ.525-533, σσ. 528, 532

[43] Μανούκας Χ. Γεώργιος, Παιδομάζωμα, το μεγάλο έγκλημα κατά της φυλής, Σύλλογος Επαναπατρισθέντων εκ του παραπετάσματος, Αθήναι 1961, σ. 16. Ο Μανούκας αρχικά ήταν στέλεχος του ΚΚΕ σχετικός με το παιδομάζωμα κι αργότερα αναβαπτίσθηκε σε λαύρο εθνικιστή και Νίκος Σταθόπουλος (Κεραυνός) ταγματάρχης ΔΣΕ, Μικρόβαλτο Κοζάνης, Σεπτέμβριος 1992.

[44] Σπανός Κοσμάς (Αμύντας), Εθνική Αντίσταση-Εμφύλιος πόλεμος, αναμνήσεις ενός καπετάνιου, Μπιμπης, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 283. Επίσης Καρυοφύλλης ό.π. και Σταθόπουλος ό.π..

[45] Πόσα από τα παιδιά αυτά ήταν Σλαβομακεδονόπουλα; αναρωτιέται ο Κολιόπουλος, Λεηλασία, τ.Β, σσ. 215, 138 -139 και αναφέρει 400 Σλαβομακεδονόπουλα που φεύγουν το Μάη του ΄48 για έξω. Η  Φωνή της Καστοριάς, Εβδομαδιαία Εθνική εφημερίς, διευθυντής Στερ. Χ. Ηλιάδης, Καστοριά τ. 123/ 14.3.48, σ. 2 γράφει ότι όλα τα χωριά των Πρεσπών άδειασαν από παιδιά, από τη Λεύκη πήραν 28 κλπ. Ο Δόλλας Λάζαρος περιφερειακός ΚΚΕ Καστοριάς, δάσκαλος προσφυγοπαίδων, Θεσσαλονίκη, Ιούλης 1995, όπου ισχυρίζεται ότι όλα τα παιδιά έφυγαν έξω με τη συγκατάθεση των γονέων τους. Επίσης Ζαούσης Λ. Αλέξανδρος, Η τραγική αναμέτρηση 1945-1949, ο μύθος και η αλήθεια, τ. Α΄,Β΄, Ωκεανίδα, Αθήνα 1993, σσ. 192 -199

[46] Σακαλής Αλέκος (Πετρόμπεης), Μνήμες, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης, Κοζάνη 1998, σ. 153 και Κολιόπουλος, τ. Β΄, σ. 217

[47] «Τα  δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου είναι σήμερα στα Σκόπια» λέει ο Θ. Ρόμπης. «Έφυγαν από μικροί με τον πόλεμο. Πήραν υπηκοότητα εκεί και τώρα έρχονται πολύ σπάνια στην Ελλάδα και για λίγο, όπως όταν πέθανε η μάνα μου», Θανάσης Ρόμπης από Ξυνό Νερό, Κοζάνη Νοέμβρης 1996. Κολιόπουλος τ.Β, σσ. 251-252 / Πυλάης ό.π., σσ. 239 -240

[48] Λεύκωμα εκπαιδευτικών Φλωρίνης 1945-1947, [Θεσσαλονίκη 1947], σ. 149

[49] Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος, Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον Β΄ η δράσις της βουλγαρικής προπαγάνδας, Εταιρία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1950, σσ. 69, 90 και Παπαθανασίου Ι. Παρμενίων, Για τον ελληνικό Βορρά, Μακεδονία 1941-1944, Αντίσταση και τραγωδία, το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, εκδ.Β΄ τ.Α΄, Β΄ Παπαζήσης, Αθήνα 1997,

τ. Α΄, σ. 79.

[50] Κασάπης Βαγγέλης (Κρίτων), Στον κόρφο τα Γκύμπραινας (χρονικό της εθνικής αντίστασης στον Έβρο), τ. Α΄, Β΄ Κάλβος, Αθήνα 1977, τ. Α΄, σ. 59 και Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σσ. 22, 40, 330 -331 και Μίγγος ό.π. Επίσης Κωφός, ό.π., σ. 422

[51] Τη μυθιστορηματική βιογραφία του Γκρηγκόροβ παραθέτει ο Γεωργιάδης Στέλιος, Θεσσαλονίκη η ανυπότακτη πόλη μαρτυρίες και έρευνα για τον αγώνα 1941-1945, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 40 και Γκάλμπου ό.π., όπου ο Σλαβομακεδόνας πατέρας της δε δηλώθηκε Βούλγαρος και συνέχισε την εξορία του στην Πάρμα της Ιταλίας. Επίσης Πυλάης Κυριάκος (Πέτρος), 1870-1990 Μνήμες-Βιώματα-Στοχασμοί, Αθήνα 1990, σσ. 124-128, 233 και 141 όπου 2.000 εξόριστοι ανάμεσά τους και Σλαβομακεδόνες δεν απελευθερώθηκαν, διότι δεν δήλωσαν Βούλγαροι / Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος, Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον Ε΄ οι Γερμανοί εν Μακεδονία, Εταιρία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 95 και Κολιόπουλος ό.π. τ. Α΄, σ. 36. Ελάχιστα στο Μπαρτζιώτας Γ. Βασίλης, Άστραψε φως η Ακροναυπλία, εκδοση Γ΄, Σύγχρονη Εποχή, ΑΘήνα 1981, σσ. 130-131. Επίσης Καφταντζής Γιώργος, «Μακεδονία ΄41», Γιατί, τ. 121-122/ Ιούλης-Αύγουστος ΄85, σ. 42-43, σσ. 42-43 και Πυλάης Κυριάκος περιφερειακός ΚΚΕ Φλώρινας, Ξυνό Νερό Ιούνιος 1996

[52] Ο Μήτρε από την Κορυφή έρχονταν κάθε μέρα στου Παύλου Μελά να με απελευθερώσει αλλά εγώ δεν βουλγαρογραφόμουν Κούφης ό.π., σ. 77. Επίσης Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σσ. 35 -36 και Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σ. 35 & Ε΄, σ. 95

[53] Οι απόφοιτοι γυμνασίου προορίζονταν για μόνιμοι αξιωματικοί, 16 μαθητές της ΣΤ΄ γυμνασίου για δάσκαλοι, 37 για καθηγητές, 14 νέες για νοσοκόμες κ.ο.κ. Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σσ. 16, 192, 256 -257 και Παπαθανασίου ό.π., τ. Α΄, σσ. 74, 75. Είχε καταργηθεί η Ιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης γι  αυτό πήγαν φοιτητές στο εξωτερικό για σπουδές αναφέρει ο Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σ. 216. Μπαξεβάνος Α. Νικόλαος, Ο εληνοϊταλικός πόλεμος, Η κατοχή και η Εθνική Αντίσταση όπως τα έζησα, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 68. Με το δέλεαρ των δωρεάν τροφίμων έπειθε ο μητροπολίτης Καραβαγγέλης της Καστοριάς το 1906 τους Μακεδόνες να δηλώνουν πατριαρχικοί γράφει ο Λιθοξόου Δημήτρης, Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας, Α.΄, Από το Ίλιντεν στη Ζαγκορίτσανη 1903-1905, Μεγάλη Πορεία, Αθήνα 1988, σ. 77

[54] Ο Μπαξεβάνος, συμφοιτητής του Κεπέση, αρνείται τις κατηγορίες του Χρυσοχόου για τον φίλο του Μπαξεβάνος .ό.π., σ. 72 και Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σ. 17 / Καλλιανιώτης Θανάσης, Παιδεία και Αντίσταση (1936-1946) Χρονικό, ανέκδοτο χειρόγραφο, Αιανή 1993, σσ. 17 -18

[55] «Βιβλίον διατελεσάντων δημάρχων και μελών δημοτικών συμβουλίων Φλώρινας από το 1912–1992», Εταιρία, περιοδική έκδοση της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Φλώρινας, Φλώρινα, φ.11/ Οκτώβρης 1992, σ.51-62, σσ. 52, 56 και Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σσ. 157, 159, 173, 191 και 271, 284 όπου οι Βούλγαροι επενέβησαν και στα εκκλησιαστικά έχοντας στήριξη από τις μονές Ζωγράφου και Παντελεήμονος του Αγίου όρους. Κατάφεραν να λειτουργήσουν στο ναό του Ι. Χρυσόστομου στη Θεσσαλονίκη και να προσεταιριστούν ορισμένους ιερείς.

[56] Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σσ. 216, 217 και Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σσ. 34, 148, 159

[57] Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σσ. 38, 49 και Λεύκωμα ό.π., σ. 148. Επίσης Παπαθανασίου ό.π., τ. Α΄, σσ. 81, 86. Τότε οι Γερμανοί διέταξαν την επάνδρωση της περιοχής των Πρεσπών με χωροφυλακή Μαλούκος ό.π., σσ. 47, 54

[58] Ζαφειρόπουλος ό.π., σσ. 10, 14 και 16 όπου η πληροφορία ότι Καστοριανού φοβούμενοι τους Βουλγάρους κινήθηκαν προφανώς με προτροπή των Ιταλών για προσάρτηση στην Αλβανία! Για τους πρώιμους αντάρτες στην περιφέρεια Εορδαίας Τσουκαλίδης Βασίλης, στέλεχος Μ.Γ. του ΚΚΕ, Ποντοκώμη Κοζάνης Μάης 1991. Επίσης Μαλούκος ό.π. και Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σ. 62

[59] Γρηγορίου Θ. Εμμανουήλ, Το βουλγαρικόν όργιον αίματος εις την Δυτικήν Μακεδονίαν (1941-1944), Πυρσός, Αθήναι 1947, σ. 20 και Ζαφειρόπουλος ό.π., σσ. 18, 21, 28. Επίσης Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σσ. 54, 55, 63, 65, 66 και Κωφός, ό.π., σ. 423

[60] Γκανάτσιος ό.π. / «Οι Βλάχοι και Σλαυόφωνοι δεν έχουν ξένη συνείδηση. Τους πιέζουν οι Βούλγαροι» αποφαίνεται η Ελευθερία, Όργανο του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου Μακεδονίας, φ. 14/ 10.5.43, σ. 2  και Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σ. 171

[61] Οι Θεσσαλονικείς κάτω από την προστασία των Γερμανών γιουχάιζαν τους Βούλγαρους που περνούσαν από μέσα την πόλη Καφταντζής Γιώργος, επονίτης, Σέρρες, Αύγουστος 1993 / Χαρατσίδης Πολυχρόνης (Βράχος), Το 13ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ, Θεσσαλονίκη χ.χ., σ. 92 / Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σσ. 262-263 και Δασκαλάκης ό.π., τ. Α΄, σ. 281

[62] 18.000 άτομα είχε η Οχράνα των Γερμανών λέει ο Χόνδρος Γιάννης «Η Ελλάδα και η γερμανική κατοχή», Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, μελέτες για τη πόλωση, επιμέλεια D. Close, μετάφραση Γιάννης Σπανδωνής, Φιλίστωρ, Αθήνα 1997, σ.53-84, σ. 77 και Το Φως Ημερήσια πρωινή εφημερίς, διευθυντής Δ. Ρίζος, φ. 11323/ 8.3.45. Επίσης Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σσ. 122, 238 και Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σσ. 363, 364 και Στ΄ άρματα ό.π., τ. Β΄, σ. 15

[63] 3.000 κομιτατζήδες προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ τότε Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σ. 165. Προφανώς ο αριθμός των μαχών μόνο από το 28ο σύνταγμα είναι διογκωμένος αλλά ως σύνολο είναι πιστευτός. Τον αριθμό δίνει το Έτσι άρχισε ο εμφύλιος, ολόκληρη η έκθεση του Δημοκρατικού στρατού στον ΟΗΕ τον Μάρτιο του 1947, Η τρομοκρατία μετά τη Βάρκιζα 1945-1947, Γλάρος, Αθήνα 1987, σ. 64 και Τσανικλίδης ό.π., σ. 184. Επίσης Ελευθερία, ό.π., φ. 31/ 18.8.44

[64] Ως απάντηση τολμηροί τουρκόφωνοι αντάρτες εισέβαλαν στη Βουλγαρία και πλήρωναν με το ίδιο νόμισμα τους κατοίκους της γράφει ο Καλλινικίδης Φ. Χαράλαμπος, Ελληνική Εθνική Αντίστασις (Αίμα- Δάκρυ-Νίκη), Θεσσαλονίκη 1961, σ. 204 και Παπαθανασίου ό.π., τ. Α΄, σσ. 82 -85

[65] Απ΄ τους πρώτους αντάρτες στα Κρούσια ήταν ο Καρυοφύλλης ό.π και στην Πτολεμαϊδα ο Ιωακειμίδης Αλέξανδρος, περιφερειακός ΚΚΕ, Πτολεμαΐδα, Ιούλης 1996. Για την ΠΑΟ έγραψε ο Φροντιστής Αθανάσιος, ΠΑΟ Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις, Ιστορία και προσφορά της εις την Εθνικήν Αντίστασιν 1941-1945, Θεσσαλονίκη 1977 και ο Καλλινικίδης ό.π. Τα θερμά αντικομμουνιστικά αυτά βιβλία είναι αδύνατον να συγκριθούν με την αντικειμενικότερη κατάθεση του Παπαθανασίου ό.π. Στην ΠΑΟ Έδεσσας συμμετείχε κι ο πατέρας του ερευνητή Β. Κωφού, Τούντα ό.π., σ. 377

[66] Στις 5.6.41 η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας παρακαλεί την «Ελληνική Πολιτεία» να στείλει επειγόντως χωροφύλακες σε Πέλλα, Φλώρινα και Κιλκίς, Δασκαλάκης ό.π., τ. Α΄, σ. 287 και Παπαθανασίου ό.π., σσ. 110, 229. Επίσης Λεύκωμα ό.π., σ. 151 και Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σ. 267 / Καλλιανιώτης Θανάσης «ΠΑΟ-ΕΛΑΣ, Ο εμφύλιος στη Δυτική Μακεδονία 1943-1945», Η δεκαετία του 1940-1950 στη Δυτική Μακεδονία, πρακτικά συνεδρίου στο Τσοτύλι, Εταιρία Μελετών Άνω Βοϊου, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 228-238, σσ. 232 -233

[67] Οι Σλαβομακεδόνες απείχαν από την απογραφή, γιατί ήταν λίγοι! λέει ο Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σσ. 112, 242. Επίσης Λεύκωμα ό.π., σ. 150 και Νώτας Παναγιώτης, «Φλωρινιώτες σπουδαστές στην Παιδαγωγική ακαδημία Θεσσαλονίκης 1934-1950», Εταιρία, περιοδική έκδοση της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Φλώρινας, Φλώρινα, σ.53-58

[68] Ελευθερία ό.π. φ. 16/ 23.7.43 και Χατζής ό.π., τ. Β΄, σ. 268 κ.ε. / Κωφός ό.π., σ. 437

[69] Κωφός,ό.π., σ. 425 / Κόντης ό.π., σ. 259 / Τζίλας ό.π., σ. 42 / Πυλάης ό.π., σ. 182 όπου η δεκεμβριανή κομμουνιστική σύσκεψη του ΄42 για την ισοτιμία των μειονοτήτων της Ελλάδας.

[70] Κόντης ό.π., σσ. 259 -259 / Κωφός,ό.π., σ.426 / Βλασίδης Βλάσης «Η αυτονόμηση της Μακεδονίας: Από τη θεωρία στην πράξη», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ.63-67, σσ. 84 -85

[71] Ρούσος Πέτρος, Η μεγάλη πενταετία, Γ΄ έκδοση, Αθήνα 1976, τ. Α΄, σ. 376-377. Κωφός,ό.π., σ. 427 και Κόντης ό.π., σσ. 259 -260

[72] Συμφωνήσαμε μόνο επαφές, ανταλλαγή πληροφοριών, επικοινωνία με συνδέσμους λέει ο Σαράφης Στέφανος, Ο ΕΛΑΣ, Επικαιρότητα χ.χ., σ. 133 και Νταϊλιάνης Βασίλης, Το αντάρτικο στη Δυτική Μακεδονία, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 109-110.  Επίσης Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 τ. Α΄ -Στ΄, επιμέλεια Βάσος Γεωργίου, Αυλός, Αθήνα 1979, τ. Β΄, σ. 793. Επίσης Κωφός,ό.π., σσ. 428 -430

[73] Μαλτέζος Γεράσιμος (Τζουμερκιώτης), επιτελάρχης Γ. Σ. ΕΛΑΣ, από Παραμυθιά, Βόλος, Αύγουστος 1995 και Ρούσος ό.π., σσ. 378 -390

[74] Ο Λαζαρίδης και άλλοι αξιωματικοί δικάστηκαν ως συνωμότες από τον ΕΛΑΣ το Γενάρη του ΄44, επειδή εναντιώθηκαν στους αυτονομιστές μαρτυρεί ο Λαϊνάκης Αντώνης, Αναμνήσεις από την Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Χανιά, χ.χ., σ. 128 και Σπανός Κοσμάς (Αμύντας) από Λέχοβο, ταγματάρχης ΕΛΑΣ, Βέροια, Ιούνης 1995 και Τσίτας ό.π., σσ. 33-31 και Ζαφειρόπουλος ό.π., σ. 48. Eπίσης Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σσ. 105, 147 και Κούφης όπ., σ. 66 και Μητσόπουλος ό.π., σσ. 85, 87. Βαφειάδης ό.π., τ. Β΄, σσ. 124-126 / Πυλάης ό.π., σ. 216

[75] Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σσ. 129 -130

[76] Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης, τ. Α΄, Β΄ Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, τ. Α΄, σ. 95 και Χρυσοχόου ό.π., τ. Β΄, σ. 118. Επίσης Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σσ. 114, 116, 120 και Κωφός,ό.π., σσ. 432-433 και Μανούκας ό.π., σ. 57

[77] Άρθρο με τίτλο «η συνεργασία Βουλγάρων και ΕΑΜ» όπου πληροφορίες για το «μακεδονικό τάγμα» στην Όρμα Αριδαίας Το Φως ό.π., φ. 11330/ 17.3.45 και Κωφός,ό.π., σ  432. Επίσης Μάρτης ό.π., σ. 77

[78] Χουτούρας Αριστοτέλης από Λευκοθέα Βοϊου, ταγματάρχης ΕΛΑΣ, Καρδίτσα, Πάσχα 1996. Τότε καθαιρέθηκε ως πράκτορας και ο πολιτικός επίτροπος της 9ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ρένος Μιχαλέας Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, σσ. 136-137, 148-149. Επίσης Ζαφειρόπουλος ό.π., σ. 67, 73

[79] Το τάγμα Πάικου-Καϊμάκτσαλαν (400 άνδρες) είχε διοίκηση τους Τζιότζιο Ούρντωφ εργάτη από την Έδεσσα και το δάσκαλο Παύλο Ρακόφσκι αμφότεροι μέλη του ΚΚΕ Μητσόπουλος ό.π., σ. 389 και Σπανός ό.π., σ. 112. Βαφειάδης ό.π., τ. Α΄, σ. 201 και Ζαφειρόπουλος ό.π., σ. 77. Επίσης Κωφός,ό.π., σ. 441 και Κολιόπουλος ό.π., τ. Α΄, 131, 180 -181

[80] Την εξαιρετική αφήγηση του μόνιμου υπολοχαγού Τσάμη του 28ου συντάγματος του ΕΛΑΣ παρέχει ο Κωφός, ό.π., σσ. 464-469. Επίσης Νομικός Χρήστος (Μπούρινος), από Αθήνα, διμοιρίτης ΕΛΑΣ, Αθήνα, Πάσχα 1994 και Χατζής Θανάσης Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τ. Α΄, Β΄, Δωρικός, Αθήνα 1982, σ. τ. Γ΄, σ. 441 / Πυλάης ό.π., σ. 217-218 / Σαράφης ό.π., σ. 430 και Γκανάτσιος ό.π. / Ζυγούρας ό.π. / Σακαλής Μνήμες, ό.π. σ. 74 και Σπανός ό.π., σ. 113

[81] Κασάπης Βαγγέλης (Κρίτων), Στον κόρφο τα Γκύμπραινας (χρονικό της εθνικής αντίστασης στον Έβρο), τ. Α΄, Β΄ Κάλβος,Αθήνα 1977, τ. Β΄, σσ. 27, 172 όπου οι Βούλγαροι προώθησαν φυλάκια μέχρι τα Κοτρώνια και Σιδέρω Σουφλίου.

[82] Απαγόρευαν την κατοχή ελληνικών βιβλίων και περιοδικών λέει ανάμεσα σε άλλα ο Βαλιούλης Στέργιος, Πολίτης β΄ κατηγορίας, γ΄ έκδ. Ελληνικές Εκδόσεις, 1985, σ. 166 και Φωστηρίδης Αντώνιος, Εθνική Αντίστασις κατά της βουλγαρικής κατοχής 1941-1945, τ.Α΄ Θεσσαλονίκη 1959, σ. 12 και Κασάπης ό.π., τ. Β΄, σ. 29. Επίσης Γεωργιάδης ό.π., σσ. 63 κ.ε. και Χατζηαναστασίου ό.π., σ. 86 και Κωνσταντάρας Κωνσταντίνος, Αγώνες και διωγμοί, Αθήναι 1964, σ. 44. Επίσης Δασκαλάκης ό.π., τ. Α΄, σς. 280 -281

[83] Κεραμόπουλος Β. Αντώνιος, Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες, Αθήναι 1945, σς. 172 κ.ε. όπου διαμαρτυρία στα ξένα έθνη για τις σφαγές των Βουλγάρων. Κωνσταντάρας ό.π., σ. 47 και Φωστηρίδης ό.π., σ. 12

[84] Χατζηαναστασίου ό.π., σσ. 23, 26, 86 και Κασάπης ό.π., τ. Α΄, σ. 29, 45, 130, 134. Επίσης Βαλιούλης ό.π., σ. 214 και Κωνσταντάρας ό.π., σ. 245. Επίσης Τσουκαλίδης ό.π., σ. 31

[85] Τζελβελίδης Τριαντάφυλλος από Κομοτηνή, ελασίτης, Θεσσαλονίκη Απρίλης 1996 και Κασάπης ό.π., τ. Α΄, σ. 108. Επίσης Κωνσταντάρας ό.π., σ. 208 και Χατζηαναστασίου ό.π., σσ. 346, 350

[86] Μπάεφ Ιορντάν, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, διεθνείς διαστάσεις, μετάφραση: Γιώργος Σιακαντάρας, Φιλίστωρ 1997, σ. 52-53, 56 / Χρυσοχόου ό.π., τ. Ε΄, σ. 400 / Woodhouse ό.π., σσ. 144, 311 -312 / Τσουκαλίδης ό.π., σσ. 53 -54 / Κωφός ό.π., σ. 445

[87] Μπάεφ ό.π., σ. 238

[88] Δημητρίου Πάνος, Εκ βαθέων, χρονικό μιας ζωής και μιας εποχής, θεμέλιο, Αθήνα 1997, σσ. 118 -121

[89] Τζοβάρας Σπύρος, «Κατίνα Ανδρεοπούλου (Τσβέτα)», Μορφές ηρώων της νεολαίας της Ελλάδας, Νέα Ελλάδα 1953, σσ. 144-149 και Κούφης ό.π., σ. 86. Επίσης Ζαφειρόπουλος ό.π., σ. 115 και Το φως ό.π., φ. 11330/ 17.3.45 και Ελευθερία ό.π., φ. 371/ 21.12.45 σ. 2

[90] Εθνικός Αγών, εβδομαδιαία εφημερίς εν Κοζάνη διευθυνόμενη υπό επιτροπής Εθνικού Αγώνος, ιδιοκτήτης Κ. Σακελλαρίου, Κοζάνη φ. 12/ 6.1.46, σ. 3 και Κόντης ό.π. σ. 260

[91] Εθνικός Αγών, εβδομαδιαία εφημερίς εν Κοζάνη διευθυνόμενη υπό επιτροπής Εθνικού Αγώνος, ιδιοκτήτης Κ. Σακελλαρίου, Κοζάνη φ. 12/ 6.1.46, σ. 3 και Κόντης ό.π. σ. 260

[92] Τριανταφυλλίδης Αχιλλέας από Κοιλάδα Κοζάνης, οπλαρχηγός ΕΕΣ, Κοιλάδα, Μάης 1996 και Παπαστράτης Προκόπης, «Η εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών στην Ελλάδα τις παραμονές του Εμφυλίου πολέμου», Μελέτες για τον Εμφύλιο πόλεμο, μετάφραση Αριστέα Παρίση, Ολκός, Αθήνα 1992, σ. 66 και Σπανός ό.π., σσ. 152, 157. Οπλίστηκαν 3.500 δεξιοί λέιε ο Κολιόπουλος ό.π., τ. Β΄, σσ. 92, 93, 97. Οι διώξεις των Σλαβομακεδόνων ιδιαίτερα από τους τουρκόφωνους αιτιολογούνται από τις αθρόες εκτελέσεις των αιχμαλώτων οπλιτών του ΕΕΣ, που διέπραξαν το 28ο και το 30ό  σύνταγμα του ΕΛΑΣ αμέσως μετά τη γερμανική κατοχή.

[93] Καρυοφύλλης ό.π.

[94] Πυλάης ό.π., σ. 229 / Κολιόπουλος ό.π., τ. Β΄, σ. 102 / Φυλακτός ό.π., σ. 120 ο οποίος λέει ότι οι Σλαβομακεδόνες έφυγαν άνοιξη του ΄47

[95] Όταν έφυγα από το Μπούλκες φθινόπωρο του ΄45 για την Ελλάδα με κράτησαν στα Σκόπια και με φυλάκισαν 5 μέρες μαζί με τους Τσέτνικς στο Βελιγράδι οι Σέρβοι. Ευτυχώς ειδοποίησα στη γιάφκα του κόμματος για το γεγονός και έτσι βγήκα αλλιώς θα με είχαν καθαρίσει Καρυοφύλλης ό.π και Σακελλαρίου Επαμεινώνδας, …Διαθέσαμε τη ζωή μας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 100. Επίσης Φυλακτός Φίλιππος γιατρός, Πώς έζησα στην πολιτική μου προσφυγιά, Αθήνα 1988, σ. 60 και Σιαπέρας Κώστας, Μυστικοί δρόμοι του Δημοκρατικού στρατού, Γλάρος, Αθήνα 1990, σσ. 43, 91. Επίσης Σακαλής ό.π., σσ. 102 -103

[96] Φωνή της Καστοριάς, Εβδομαδιαία Εθνική εφημερίς, διευθυντής Στερ. Χ. Ηλιάδης, Καστοριά, φ. 30/ 24.3.46

[97] Κούφης Παύλος «Μίρκα Γκίνοβα», Μορφές ηρώων της νεολαίας της Ελλάδας, Νέα Ελλάδα 1953, σσ. 103-110 και Κούφης ό.π., σ. 93. Επίσης Φωνή της Καστοριάς ό.π. φ. 361/ 12.5.46, σ. 2 και Πάντο -Ίλιο « Μνήμη Μίρκας Γκίνοβα», Ζόρα, φ. 8, Ιούλης 1995, σσ. 13-16

[98] Κολιόπουλος ό.π., τ. Β΄, σ. 67, 69 και Καρυοφύλλης ό.π.

[99] Chandler ό.π., σ. 93 και Κολιόπουλος ό.π., τ. Β΄, σσ. 105, 130. Επίσης Τυπάλδος ό.π., σ. 377 και Πυλάης ό.π., σ. 218

[100] Κολιόπουλος ό.π., τ. Β΄, σσ. 31, 130 και Πάντο-Ίλιο ό.π. σσ. 13-16. Επίσης Καρυοφύλλης ό.π. όπου και η κράτηση του Στάθη στα Σκόπια, όταν γύρισε από το Μπούλκες, διότι οι «Μακεντόντσι» κατάλαβαν τις προθέσεις του Κόμματος και Πυλάης ό.π., σ. 230 κ.ε. όπου το ΚΚΕ Φλώρινας αντίθετο με τις προβοκάτσιες του ΝΟΦ.

[101] Στη μάχη του Σκρα, 13.11.46 οι νοφίτες ήθελαν να είναι παρατηρητές αλλά υποχρεώθηκαν ή να πολεμήσουν μαζί μας ή να φύγουν. Άλλοι έφυγαν κι άλλοι πολέμησαν Καρυοφύλλης ό.π. / Κολιόπουλος ό.π. τ. Β΄, σ. 72

[102] Ζιανός Αθανάσιος, Δύσκολα χρόνια 1940-1950, Αναμνήσεις ενός μαχητή του Δημοκρατικού στρατού Ελλάδας, Σοκολής, Αθήνα χ.χ., σ. 70 και Σπανός ό.π. σσ. 151, 159, 240 όπου αναφέρεται ότι το 80% της 18ης ταξιαρχίας του ΔΣΕ ήταν Σλαβομακεδόνες και Σιαπέρας ό.π. σ. 97 και Τσίτας ό.π. σ. 54. Επίσης Μπούρτζιος ό.π. / Ζαούσης ό.π., σ. 100

[103] Μπαρτζιώτας Γ. Βασίλης, «Η πολιτική μας δουλειά στο ΔΣΕ στα 1948», Δημοκρατικός Στρατός, μηνιάτικο στρατιωτικο-πολιτικό όργανο του ΓΑ του ΔΣΕ, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’, σ.19-28, σ. 27 και Σπανός ό.π. σ. 164. Επίσης Κολιόπουλος ό.π. τ. Β΄, σ. 147, 169 -170 και Κόντης ό.π. σ. 265. Επίσης Σακαλής ό.π. σ. 165 όπου ο Γκότσε ενώ είχε τάγμα του ΔΣΕ στην Αλεβίτσα το παράτησε κι έφυγε τελειωτικά μέσα στα Σκόπια.

[104] Κόντης ό.π., σσ. 265, 267, 269, 273 και Μάρτης ό.π., σσ. 78, 79. Επίσης Ιατρίδης Ο. Γιάννης, «Εμφύλιος Πόλεμος 1945-1949, εθνικοί και διεθνείς παράγοντες», Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο 1984, σ.341-182, σ. 359 / Οι αποσχιστικές αυτές τάσεις είχαν ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Κομινφόρμ στις 30 Σεπτέμβρη του ΄47 με έδρα το Βελιγράδι! Χρονικό ό.π., σ. 736 / Ζαούσης ό.π., σ. 305

[105] Αλιβιζάτος Νίκος «Καθεστώς ‘έκτακτης ανάγκης’ και πολιτικές ελευθερίες 1946-1949», Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο 1984, σ.383-398, σ. 387 και Κολιόπουλος ό.π. τ. Β΄, σσ. 88, 124. Επίσης Φωνή της Καστοριάς φ. 102/ 21.9.47, φ. 185/ 17.7.49, φ. 137/ 19.6.49 κ.α. και Ορεστιάς Εβδομαδιαία πολιτικοκοινωνική τοπική εφημερίς, διευθυντής Ιωάννης Μπακάλης, Καστοριά, φ. 57/ 16.11.47 / Ζαούσης ό.π., σ. 146

[106] Κόιτσεφ Β., «Συμπεράσματα απ΄ το Β΄ συνέδριο του ΝΟΦ», Δημοκρατικός Στρατός, μηνιάτικο στρατιωτικο-πολιτικό όργανο του ΓΑ του ΔΣΕ, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’, τ.5, Μάης 1949 σ.316-318, σ. 317 και Μανούκας ό.π., σ. 10, 57-59 όπου φροντιστήριο σλαβομακεδονικής γλώσσ.ας στα Καρπάθια όρη.

[107] Φυλακτός ό.π., σσ. 118, 120 και Μανούκας ό.π., σ. 67, 70

[108] «Απόφαση της 5ης ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ μαζί με την ΚΕ Ελέγχου του ΚΚΕ 30-31.1.49», Δημοκρατικός Στρατός, τ.2, ‘Ελεύθερη Ελλάδα’, Φλεβάρης 1949, σσ. 3-17, σ. 14 όπου «…ο μακεδόνικος λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως τη θέλει ο ίδιος…» και Κολιόπουλος ό.π., τ. Β΄, σ. 225. Επίσης Νταϊλιάνης ό.π., σ. 202 όπου οι εφεδρείες του ΔΣΕ στη Μπερκόβιτσα Βουλγαρίας, 5.000 άνδρες, χασκογελούν το Φλεβάρη του ΄49 και δεν έρχονται να πολεμήσουν και Σπανός ό.π., σ. 242. Γεωργιάδης ό.π., σ. 409 / Ζαούσης ό.π., τ. Β΄, σσ. 210 κ.ε., 348

[109] τη Μέκκα του μακεδονισμού όπως αποκαλεί τη σοσιαλιστική δημοκρατία της Μακεδονίας ο Κολιόπουλος Σ. Ι. «Οι Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο», Η δεκαετία του 1940-1950 στη Δυτική Μακεδονία, πρακτικά συνεδρίου στο Τσοτύλι, Εταιρία Μελετών Άνω Βοϊου, Θεσσαλονίκη 1998, σσ.399-405, σ. 404

[110] Οι σλαβομακεδόνες αντάρτες που βρίσκονται στα Σκόπια, οι «Εγκέιτσι» (Αιγαίοι) θεωρούνται πολίτες Β΄ κατηγορίας στα Σκόπια λέει ο Γεωργιάδης ό.π., σσ. 391, 347-348 / Γκάλμπου ό.π. / βιογραφία του Τερπόφσκι και Καρατζά Πυλάης ό.π., σ. 236-238 / Χοτζίδης Α. Άγγελος «Άρθρωση και δομή του μειονοτικού λόγου: Το παράδειγμα των Μογλενών και της Ζόρα», Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 143-169, σ. 155 όπου νόμοι Μ/ 1948, Ν/1948 και νόμος 2536/ 1953

Κατηγορίες: ΑΡΘΡΑ. Ετικέτες: , , , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση