Φράξος ή μελία και το ρόπαλο του Ηρακλή

Ανακτένιση 18 Ιουνίου 2019/09.09′ 

Εξηγώντας αρχικά την ονομασία αναρριχητικών διαδρομών, με αφορμή ένα μοναχικό, βαθύσκιο δέντρο, τη μελία, που συναντήσαμε δίπλα στο μονοπάτι, ασχολούμαστε με το δίπολο μυθολογίας-πραγματικότητας ως προς το υλικό κατασκευής του ροπάλου του Ηρακλή.

Κατεβαίνοντας από το νέο αναρριχητικό πεδίο 650, του οποίου η κορυφή προβάλλει πίσω μερικώς μέσα από τα γαύρα. Ήταν μια εξαιρετικά ιδρωμένη μέρα ανοίγματος 4 διαδρομών στον ασβεστολιθικό βράχο. Όπως συνηθίζεται δίνονται κι ονόματα σ΄ αυτές. Είναι τα εξής:

  • Μανώλης Καμπουράκης. Αφιέρωση σε αναρριχητή, μια ιδέα του σχοινοσύντροφού μου Θεόδωρου Φασούλα. Διαδρομή πιθανής δυσκολίας 6b. Στην αρχή επιλέγεις να ανεβείς είτε από αριστερά είτε από δεξιά της. Μετά υπάρχει ένα δίεδρο το οποίο βγαίνει με ντούλφερ και ύστερα μια πλάκα όπου δουλεύουν περισσότερο τα πόδια.
  • Ύβος. 6a μάλλον. Επειδή ο βράχος στην αρχή έχει κύφωση. Στη μέση της σε μια σχισμή φύεται ένας μικρός γαύρος, ο οποίος αφέθηκε ως είχε. Στη συνέχεια υπάρχει μια απαιτητική πλάκα.
  • Ηβική Σύμφυση. Ίσως 5a. Ονομάστηκε έτσι διότι έχει στην αρχή μια μεγάλη κάθετη σχισμή, την οποία διεξέρχεσαι είτε εισχωρώντας εντός της είτε μένοντας στις παρυφές της.
  • Κοφτερό Τσακωτάρι. 5b πιθανής δυσκολίας. Επειδή πιάνεις με το δεξί χέρι έναν ανάστροφο βράχινο πέλεκυ που κόβει τα χέρια. Πιο πάνω έχει ένα μικρό αρνητικό.

Εντυπωσιακότερα όλων των ημερών που κοπιάζαμε στο πεδίο δεν ήταν ούτε ο βράχος ούτε τα σύννεφα ούτε οι φασκομηλιές, αλλά ένα μοναδικό και μοναχικό δέντρο μέσα στην υπερπληθώρα των γαύρων – φαίνεται στην εικόνα. Πρόκειται μάλλον για τη μελία ή βουμελία, μέλεγος, μέλιος, φράξος, δεσποτάκι κι αγγλιστί ash wood (επιστημονικώς fraxinus). Η πλούσια σκιά της μελίας, έτσι θα ονομάζουμε εφεξής το δέντρο, ελκυστική μέσα στον καυτό ήλιο. Πώς κατάφερε κι επιβίωσε στην βορινή πλαγιά; Την προστάτεψαν άγνωστοι περιπατητές με μεταλλικό περίφραγμα που σήκωσαν μετά ή ήταν τόσο εύρωστη που αντιστάθηκε στη βρώση των τετραπόδων; Με ποιο τέχνασμα άραγε ξέφυγε από αδηφάγους ποιμένες;

Στην Κοζάνη πάντως δεν είναι άγνωστος ο Μέλιος. Ως επώνυμο συναντάται γραπτά από το 1760 και μετά. Κατά μια άποψη ετυμολογείται από την ελληνική λέξη μέλι ή την κουτσοβλαχική αντίστοιχη του κεχριού η της φτελιάς.[1] Γιατί όχι όμως από την αρχαία ελληνική λέξη μελία, η οποία δηλώνει το ειρημένο δέντρο; Βλάχοι κατοικούσαν μεν στο κέντρο της Κοζάνης, όταν συνοικίστηκε επί Τουρκοκρατίας η πόλη,[2] και σήμερα απέμειναν ορισμένοι από αυτούς να γνωρίζουν τη γλώσσα, αλλά ελληνόφωνοι οικισμοί υπήρχαν εξ αρχαιοτάτων χρόνων λίγα μέτρα μακρύτερα του κέντρου, στις σημερινές δηλαδή συνοικίες, ιδίως στα Αλώνια. Και οι μελίες αφθονούσαν προφανώς στους μαχαλάδες, όχι στο κέντρο της πόλης, οπότε οι Βλάχοι τις βρήκαν ήδη όταν ήρθαν.

Μέλιου ήταν πάντως το επώνυμο της γιαγιάς μας Χιονίας πριν παντρευτεί. Σχετίζονταν άραγε ο προπάππος μας με τα ομώνυμα δέντρα; Με την κατεργασία του ξύλου τους, τις βαφές με το φλοιό τους ή την εξαίρετη σκιά τους; Αναπάντητο ερώτημα προς το παρόν.

Λέγεται στο Δίκτυο πως από το ξύλο της μελίας έφτιαξε το ρόπαλό του ο Ηρακλής,[3] αν και σύγχρονοι μελετητές της μυθολογίας όπως και πλήθος δημοσιεύσεων στον ψηφιακό κόσμο επιμένουν πως κατασκευάστηκε από κότινο, άγρια δηλαδή ελιά.[4]

Ο Ηρακλής και το ρόπαλό του. Μαρίζα Ντεκάστρο, Στον κόσμο των μύθων, https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/ston-kosmo-twn-mythwn

Aς δούμε τη δεύτερη άποψη, της άγριας ελιάς, με την οποία ασυμφωνούμε. O Θεόκριτος έγραψε πως ο ήρωας ξερίζωσε μιαν άγρια ελιά από το όρος Ελικώνας μαζί με τις ρίζες της και χωρίς να την αποφλοιώσει (αυτόφλοιον).[5] Μετέπειτα ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι το έκοψε από τη Νεμέα χωρίς να προσδιορίζει το είδος του δέντρου.[6] Και οι δυο περιγραφές είναι μυθολογικές κι ανθρώπων χωρίς άμεση επαφή με τη φύση. Καθώς κάθε αξεφλούδιστος κορμός ή κλαδί δέντρου σαπίζει, ο Θεόκριτος, ποιητής ων, δεν γνώριζε πώς διατηρούνται τα ξύλα αφού κοπούν. Γεννημένος στις Συρακούσες και ζώντας στην Κω και την Αίγυπτο ήξερε την ελιά ως δέντρο, γι’ αυτό και την ανέφερε.

Έπειτα, οι ρίζες της ελιάς, αν παρέμεναν άκοπες, δημιουργούσαν προβλήματα ισορροπίας στο χειρισμό του ροπάλου. Και κυρίως σήμερα γνωρίζουμε ότι το ξύλο της άγριας ελιάς έχει ελάχιστες[7] έως μηδαμινές τυλώσεις,[8] δηλαδή σκληρούς όγκους ή ρόζους. Ο δε Αθηναίος μυθολόγος Απολλόδωρος, ορθότερα ψευδο-Απολλόδωρος, φάνηκε καλύτερα πληροφορημένος για τα αγχέμαχα όπλα, αλλά δεν προχώρησε σε λεπτομέρειες.

Μετά Χριστόν γράφοντας ο Παυσανίας έκλεισε τον μυθολογικό κειμενικό κύκλο του ροπάλου αγριελιάς, κομμένο από τον Σαρωνικό Κόλπο τώρα κι όχι από τον Ελικώνα ή τη Νεμέα (άρα ο καθένας ονομάτιζε διαφορετικούς τόπους), με την εξής αφήγηση: είχε αφήσει το ρόπαλο μπροστά σε άγαλμα του Ερμή στην Τροιζήνα, αλλά αυτό βλάστησε, μεγάλωσε και το δέντρο υπάρχει ακόμα. Προσθέτοντας όμως τοῦτο μὲν ὅτῳ πιστὰ, δηλαδή όποιος δίνει βάση σ΄ αυτή την ιστορία,[9] αμφισβήτηση αναμενόμενη για τον πολυδιαβασμένο και πολυταξιδεμένο Παυσανία, που με ανοιχτό μυαλό απέκρουε τότε τις θεοποιήσεις ανθρώπων (αυτοκρατόρων)[10] -αν ζούσε σήμερα θα έπραττε το ίδιο για την πίστη σε αεροπτηνολάβους πολιτικούς.

Ο Ηρόδοτος μάς παραδίδει ότι οι Αιθίοπες ήταν οπλισμένοι με ρόπαλα τυλωτά, έκφραση που μεταφραστής ερμηνεύει ως ρόπαλα ενισχυμένα με καρφιά,[11] παρόλο που δεν υπάρχει η συγγραφική διευκρίνιση τετυλωμένα σιδήρῳ, δηλαδή με καρφωμένα σιδερένια καρφιά επάνω τους. Προφανώς ο αρχαίος λαογράφος περιγράφει ξύλινα ρόπαλα που είχαν επάνω του φυσικά εξογκώματα, ονομαζόμενα σήμερα στη μακεδονική χωριατική της Ελίμειας της Δυτικής Μακεδονίας φούρκα μι μπουντάκια.[12] Μπουντάκια,[13] λέξη που κατά μιαν άποψη θεωρείται σλαβικής προελεύσεως από το bod =αιχμή, βελονιά,[14] ενώ κατ’ άλλην τουρκικής ετυμολογίας από το budak που δηλώνει τον κόμπο των ξύλων.[15]

Τώρα, πώς προήλθε η αμάρτυρη γνώμη ότι το ρόπαλο του Ηρακλέους ήταν κατασκευασμένο από φράξο;[16] Πρώτον από την σκληρότητα του ξύλου της μελίας, από την οποία σύμφωνα με τη φαντασία του ποιητή Ησίοδου κατασκευάστηκε το τρίτο γένος των ανθρώπων, ανελέητο και σκληρό (δεινόν τε καὶ ὄβριμον).[17] Αφθονούσαν φαίνεται τα δέντρα αυτά στον αγροτικό περίγυρο του ποιητή.[18]

Έπειτα, ακολούθησε η εικαστική τέχνη. Στην ερυθρόμορφη αγγειογραφία το ρόπαλο του Ηρακλή απεικονίζεται με μπουντάκια, δηλαδή ρόζους.[19] Φαίνεται όμως ότι οι καλλιτέχνες δεν είχαν ικανή επαφή με όπλα, διότι παριστάνουν το ρόπαλο λεπτότερο στη λαβή και τους ρόζους τους θέτουν ανάποδα, ενώ στη φύση ο κορμός λεπταίνει προς τα πάνω και τα κλαδιά του -και συνεπώς οι ρόζοι- ανηφορίζουν φυόμενοι , δεν κατηφορίζουν.

Μπουντάκια όμως ποια χλωρίδα διέθετε; Ο Θεόφραστος γράφει πως η μελία στη Μακεδονία ονομαζόταν βουμέλιος ή βουμελία (από το επιτατικό βους και μελία) κι ότι το ξύλο της ήταν οζώδες,[20] δηλαδή γεμάτο ρόζους. Αρκετές είναι οι «τυλώσεις στο εγκάρδιο»[21] της μελίας σύμφωνα με σύγχρονη μελέτη, δηλαδή οι ρόζοι στο εσωτερικό μέρος του κορμού της. Γι αυτό και οι Τούρκοι αργότερα αποκαλούσαν το ίδιο δέντρο dişbudak, δηλαδή δόντι-ρόζος, ονομασία που σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας παρετυμολογήθηκε σε δεσποτάκι.[22] Mε τέτοιο τετυλωμένο ρόπαλο, χοντρό κλαδί με ρόζους δηλαδή, από κέδρο όμως, έδερναν ανακρινόμενους εθνικιστές επί Κατοχής στον Πεντάλοφο νεαροί μαχητές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, σλαβόφωνοι επί το πλείστον.[23]

Το πέτρινο μαχαίρι του Ότσι με ξύλινη λαβή από μελία, https://gr.pinterest.com/pin/406872147572202547

Συνεπώς ως προς τη λειτουργικότητά του το ξύλο της μελίας ήταν ιδανικό για όπλο τόσο για τα μπουντάκια στο κρουστικό του τμήμα, τα οποία προξενούσαν μεγαλύτερες πληγές, όσο και για τη λαβή του, αφού λειαίνοντάς την ελαφρώς παρείχε καλύτερο κράτημα χωρίς να γλιστράει. Για τον ίδιο λόγο προφανώς ο Ότσι (Ötzi), ο προϊστορικός άνθρωπος που βρέθηκε στους παγετώνες των Άλπεων,[24] είχε επιλέξει στο πέτρινο μαχαίρι του ξύλινη λαβή από μελία.[25] Για να μη γλιστράει.

Όπως όλες οι γυναίκες της υπαίθρου,[26] έτσι και η γιαγιά μας με το φλοιό της μελίας, βράζοντάς τον στο καζάνι, έβαφε μαύρα τα νήματά της. Άσχετα με την ετυμολογική συσχέτιση της μελίας με το λιθουανικό smelus που ερμηνεύουν ως γκρι χρώμα.[27] Καθώς η κόμη του δέντρου είναι πράσινη, ενώ ο κορμός φορές ποικίλλει ανάλογα με τα επιπρόσθετα επάνω του, βρύα π.χ. ή λειχήνες.

Η γιαγιά μας δεν αποκαλούσε το φυτό βουμελία ούτε και μελία, αλλά με το αρσενικό ουσιαστικό θράψους.­ Στην ορεινή Πιερία το λεν θραψάρ(ι), ουδετέρου γένους,[28] ακολουθώντας τον λατινικό τύπο fraxinus και τις ομοειδείς ρομανικές γλώσσες, μάλλον επειδή με το εμπόριο καταγίνονταν παλαιόθεν οι Βλάχοι του χωριού αλλά κι ολόκληρης της χώρας. Οι Βούλγαροι και οι Σλαβομακεδόνες το αποκαλούν διαφορετικά: ясен‎ και јасен‎.[29]

Υ.Γ. Δεν ήταν προς το παρόν διαθέσιμo τo πόνημα του Γεωργίου Τσουμή, Το δάσος της Κοζάνης (Εκλαϊκευμένη δασοϊστορική μελέτη), Σύλλογος Κοζανιτών Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1956, ώστε να ιδωθεί η θέση της μελίας στη χλωρίδα της Κοζάνης. [Προσθήκη 18.6.2019/09.07′: Αντίγραφο του ειρηθέντος πονήματος έστειλε μετά στο γράφοντα ο Κώστας Παυλός, διαβάστηκε, αλλά δεν αναφέρει για δέντρα μελίας στην Κοζάνη και την περιοχή της. Πιθανόν ο συγγραφέας να μη μελέτησε επισταμένως τη χλωρίδα, αφού στη. σ. 17 αναγράφει ότι δεν υπήρχαν γαύρα στην Κοζάνη, ενώ η ΒΒΔ πλαγιά του υψώματος Μοίρες, όπου και το αναρριχητικό πεδίο 650, βρίθει αυτών. Εκτός αν δεν ανήκει η κλιτύς αυτή στην κτηματική περιοχή της πόλης, αλλά στην αντίστοιχη της Μοσχούλας (Μεντεσλί), ερειπωμένο σήμερα κοντινότερο προσφυγικό οικισμό]

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ντίνας Κωνσταντίνος, Κοζανίτικα επώνυμα 1759 –1916, Κοζάνη 1995, σ. 174
[2] Παυλός Κώστας, Η συνοίκηση της Κόζιανης, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Κοζάνη 2017
[3] ΔΕΝΔΡΟ ΜΕΛΙΑ, http://www.mikrosapoplous.gr/iliada/MELIA.htm
[4] Ελιά: Μια γυναίκα που δεν γερνάει!, https://enallaktikidrasi.com/2014/07/elia-mia-gynaika-pou-den-gernaei/
[5] Theocritus, Bio, et Moschus. Ex recognitione A. Meinekii. (Adnotationes.), Ειδύλλια 25. 207-210
[6] Smith Oliver, Where did Hercules get his club?, https://www.quora.com/Where-did-Hercules-get-his-club. Το αρχαίο κείμενο υπάρχει στο Αpollodori Bibliotheca. Ex recognitione Immanuelis Bekkeri, 2.4.11.6
[7] Γιαγλή Κυριακή, Βουλγαρίδης Ηλίας, Χαρακτηριστικά δομής και τεχνικές ιδιότητες ξύλου ελιάς (Olea europaea L.), σ. 5
[8] Μαντάνης Γεώργιος, ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΞΥΛΟΥ (προέλευση, ονοματολογία, ταυτοποίηση), Καρδίτσα – Μάρτιος 2019, σ. 40
[9] Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις/Κορινθιακά 2.31.10
[10] Lesky Albin, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετ. Αγαπητός Τσοπανάκης, 5η έκδ., Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 1171-2
[11] ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Ἱστορίαι 7.69.1
[12] Σχόλιο στο “Αχ κουνελάκι, κουνελάκι ξύλο που θα το φας”, https://www.giapraki.com/eioooii%C3%B0ieeu-391/
[13] Χριστοδούλου Χριστόδουλος, Τα κουζιανιώτ΄κα (λεξικό του Κοζανίτικου Ιδιώματος), Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, Κοζάνη 2003, σ. 416 και Ντίνας Κώστας, Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 2005, σ. 325. Επίσης Κοζανίτικο Λεξιλόγιο (απο lias), https://www.giapraki.gr/e107_plugins/content/content.php?content.1887.10
[14] Ντίνας, Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης, ό.π., σ. 320, 325
[15] Budak, https://tureng.com/en/turkish-english/budak
[16] Βεατρίκη Α, Η Μελία, ο φράξος, τhe ash tree και Το δένδρο του κόσμου, https://beatrikn.wordpress.com/2008/05/10/%CE%B7-%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B1-%CE%BF-%CF%86%CF%81%CE%AC%CE%BE%CE%BF%CF%82-%CF%84he-ash-tree-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%AD%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA/
[17] Ησίοδος, Ἔργα καὶ ἡμέραι 15.145
[18] Ησίοδος, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97%CF%83%CE%AF%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82
[19] ΜΑΡΙΖΑ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ, Στον κόσμο των μύθων, https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/ston-kosmo-twn-mythwn/
[20] Theophrastus, Historia plantarum, Friedrich Wimmer, Hirt, 1842, σ. 107
[21] Μαντάνης, ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΞΥΛΟΥ, ό.π., σ. 35
[22] Σαραντάκος Νίκος, Το δεσποτάκι δεν είναι του δεσπότη, https://sarantakos.wordpress.com/2016/08/10/disbudak/
[23] Τσιούμης Κωνσταντίνος, Ιστορία της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη [1955], σ. 46-7
[24] Άνθρωπος των πάγων, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CF%82_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CF%80%CE%AC%CE%B3%CF%89%CE%BD
[25] Otzi The ice man, https://frozenintimeotzi.weebly.com/artefacts.html
[26] Η βαφή ή το βάψιμο των νημάτων γινόταν στο καζάνι, μέσα σε βρασμένο νερό από άξιες γυναίκες των ορεινών χωριών, https://xiromeropress.gr/%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CF%86%CE%AE-%CE%AE-%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CE%AC%CF%88%CE%B9%CE%BC%CE%BF-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B3%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CF%83/
[27] Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, Κέντρο Λεξικολογίας, β΄ έκδοση, Αθήνα 2002, σ. 1069
[28] Δούγα-Παπαδοπούλου Ευανθία- Τζιτζίλης Χρήστος, Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας, Λεξιλόγιο-παραγωγικό, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 297
[29] Αsh tree (English), Origin & history, https://www.wordsense.eu/ash_tree/

Κατηγορίες: ΑΡΘΡΑ. Ετικέτες: , , , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση