Θεόδωρος Ζιάκας; μία πρώτη εκτίμηση

Θεόδωρος Ζιάκας: μία πρώτη εκτίμηση

Κ. Διευθυντά,

διάβασα με πολύ ενδιαφέρον το κείμενο του κ. Απόστολου Παπαδημητρίου με τίτλο «Θεόδωρος Ζιάκας» στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας σας (πάντα διαβάζω με εξαιρετική προσοχή τις καλογραμμένες εργασίες του).

Εν πρώτοις είναι πρέπον να δηλωθεί ότι στα πρακτικά για το Θεόδωρο Ζιάκα συμπεριελήφθησαν σημαντικά κείμενα, άγνωστα στο γράφοντα, τα οποία θα ληφθούν υπόψη σε μία μελλοντική δεύτερη έκδοση -μέλημα της Ιστορίας είναι η ες αεί αναζήτηση της αλήθειας κι όχι η προβολή παγιωμένου λόγου.
Όσον αφορά στο Θεόδωρο Ζιάκα η απόσταση του χρόνου και οι αποσπασματικές πηγές δυσκολεύουν πολύ την έρευνα. Σε αυτή την περίπτωση χρωστάμε ευχαριστίες σε όσους ασχολήθηκαν ελάχιστα έως πολύ με το πρόσωπό του «με αγάπη για τον τόπο» όπως ορθά γράφει ο κ. Παπαδημητρίου κι ασχέτως επαγγέλματος ή γραμματικών γνώσεων, διότι ο στίβος της ιστορίας είναι ανοιχτός σε οποιονδήποτε θελήσει να αθληθεί εντός του.
Σχεδόν όλες τις φορές οι συγγραφείς που διαθέτουν λιγοστές σπουδές καταθέτουν γραπτώς ή προφορικώς πολύ σημαντικά στοιχεία, ανεπηρέαστοι όντες από τους κατά καιρούς κανόνες της συγγραφής. Παρεκβαίνοντας ας ειπωθεί ότι στην κύρια ενασχόληση του γράφοντος, τη σπουδή της βίας στις εμφύλιες συγκρούσεις, έχουν ληφθεί εκατοντάδες καταθέσεις από απλούς άνδρες και γυναίκες της υπαίθρου, πρώτης τάξεως πηγή στην προσπάθεια ενδελεχούς εξερεύνησης του παρελθόντος.
Για ποιο λόγο εξωτερικεύει ο καθένας τις αναμνήσεις και απόψεις του είναι μία υπόθεση εργασίας που δύσκολα μπορεί να επαληθευτεί. Αυτό που προέχει όμως είναι ότι κάθε έργο είναι ωφέλιμο, διότι συνεισφέρει αφενός στην κοινή εμπειρία αφετέρου στην αρωγή των μελλοντικών ερευνητών.
Οι ιστορικοί λόγω των σπουδών τους επιζητούν την πληθώρα των πηγών χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η πληθώρα ισχυροποιεί αξιωματικά το λόγο τους. Περισσότερη σημασία έχει η τέχνη της επεξεργασίας των πηγών, καθώς η ερμηνεία ενέχει την υποκειμενικότητα. Κατά την επεξεργασία αυτή λοιπόν οι προτιμήσεις των ιστορικών μπορεί να είναι συνειδητές, ασυνείδητες ή απλώς συγκυριακές. Το ιδεατό ζητούμενο είναι ο ιστορικός να παρακολουθεί την παρέλαση από επάνω και μακριά κι όχι να συμμετέχει μέσα και να επηρεάζεται, κάτι όχι πάντα κατορθωτό.
Όπως ήδη δηλώθηκε τα επαγγέλματα των συγγραφέων δεν έχουν σημασία, παρά μόνο η κατάθεσή τους. Ο μοναδικός λόγος που στο κείμενο του γράφοντος αναφέρθηκαν ήταν για να δημιουργηθεί ένα στατιστικό γράφημα από τη μελέτη του οποίου αναμενόταν διάφορα προκύπτοντα συμπεράσματα. Δύο από τα τελευταία είναι τα εξής:
α) η σπουδαιότητα του Θεοδώρου Ζιάκα, αφού ερευνητές διάφορων ειδικοτήτων επέλεξαν να ασχοληθούν με τον άνδρα. Μάλιστα όπως διαφαίνεται από το γράφημα όσοι συγγραφείς διέθεταν ολίγες σπουδές ευρίσκονται στη μέση καταλαμβάνοντας ένα σημαντικό χώρο στην κοινότητα των ιστοριογράφων.
β) το δεύτερο συμπέρασμα είναι η μεγάλη προσφορά των εκπαιδευτικών, καθηγητών και δασκάλων στην ιστορική έρευνα. Στις εργασίες των όσοι αντλούν πηγές κι απόψεις από την τοπική ιστορία ευρίσκουν πολύτιμα στοιχεία, τα οποία διαφεύγουν συνήθως από τις μεγάλες γενικές ιστορίες.
Χωρίς ουδεμία αμφιβολία η θέση των αρματολών την εξεταζόμενη περίοδο όπου έμελε να δημιουργηθεί ή ήδη υπήρχε ελληνικό κράτος στο Νότο ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Από το ένα μέρος είχαν ορισθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία να διατηρούν την τάξη στις περιοχές τους, αλλά από το άλλο αυτός που τους είχε ορίσει ήταν αλλόθρησκος σε μία εποχή όπου κυρίαρχο ήταν το θρησκευτικό στοιχείο. Επιπλέον οι ίδιοι έστεκαν ιδιαίτερα ανήσυχοι εμπρός στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις στο γύρω χώρο.
Οι εναλλαγές Κλεφτών κι αρματολών ήταν μάλλον συχνές όπως μαρτυρεί η ύπαρξη του όρου Κλεφταρματολοί. Για την επιβίωσή τους οι πρώτοι έπρεπε να βρουν πόρους κι αυτοί οι πόροι λαμβάνονταν από τους κατοίκους, αφού δεν υπήρχαν εξωτερικοί χρηματοδότες. Προφανώς δεν είχαν όλοι οι κάτοικοι την ίδια διάθεση να τους προσφέρουν. Πολλοί Κλέφτες και αρματολοί αναβαθμίστηκαν αργότερα σε αγωνιστές του Έθνους, υπέφεραν, τραυματίστηκαν ή και φονεύτηκαν για την επιλογή τους.
Άνθρωποι των όπλων οι Ζιακαίοι, όταν κατέφυγαν στη Λαμία δεν είχαν τα μέσα προς το ζην, γι αυτό προσέφευγαν με τις αιτήσεις τους στο ελληνικό κράτος. Ένας λόγος για την έλλειψη παραχώρησης σε αυτούς κρατικών πόρων ήταν ίσως η παρεμβολή στο ζήτημα της επανάστασης του 1854 των Μεγάλων Δυνάμεων, εκπροσώπους των οποίων είχε γνωρίσει ο ίδιος ο Θεόδωρος Ζιάκας στο Σπήλαιο.
Κατά πόσον τώρα η καταγωγή, η γλώσσα και η θρησκεία διαμορφώνουν τη συνείδηση εκάστου είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Στην πρώτη φάση εθνικά κράτη δεν υπήρχαν τότε με τη σημερινή μορφή, ώστε να παίζουν καταλυτικό ρόλο στις επιλογές. Για τις εποχές που εξετάζονται η θρησκεία λογίζεται ως η κυρίαρχη μεταβλητή που συνέτεινε στη διάκριση μεταξύ των υπηκόων της Υψηλής Πύλης. Η δε γλώσσα δε θεωρείται κριτήριο κατάταξης, αφού θα ήταν αδιανόητο να υποστηρίξει κανείς π.χ. ότι οι δίγλωσσοι Σουλιώτες ήταν ή ένιωθαν διαφορετικοί από τους Έλληνες.
Το πιο εξέχον ζήτημα ίσως όσον αφορά στους Ζιακαίους είναι το εξής: ξέχωρα από την πιθανή καταγωγή τους -δεν πρέπει εδώ να λησμονούμε ότι στη Βόρειο Ήπειρο υπάρχουν ελληνικά χωριά- οι Ζιακαίοι μαθήτευσαν στην ελληνική παιδεία. Και η λάμψη της γοητείας της (και η ρωμαλέα αφομοιωτική της ικανότητα) βοήθησε το χειμαζόμενο ελληνισμό να επιζήσει στους ατελείωτους αιώνες της ξένης κυριαρχίας.
Δύο σχετικά παραδείγματα: κάνοντας ένα χρονικό άλμα δεκαετιών ο καπετάν Κότας της περιόδου του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος ομιλούσε καλύτερα τη σλαβική παρά την ελληνική γλώσσα, δεν υπήρξε ποτέ κάτι άλλο από ακραιφνής Έλληνας. Ούτε για το Γεώργιο Μόδη εκ Μοναστηρίου της ιδίας περιόδου, Μακεδονομάχο και υφυπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων του Ελληνικού Κράτους μετέπειτα, δύναται κανείς να ισχυριστεί ότι δεν ήταν Έλληνας, επειδή η καταγωγή του είχε ρίζες «στη Μοσχόπολι, τον Ασπροπόταμο της Θεσσαλίας, βλαχόφωνα κέντρα και στο Αλβανόφωνο Μπιθκούκι της Κορυτσάς» όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του. Εννοείται ότι το ίδιο ισχύει και για το Θεόδωρο Ζιάκα. Ο γεωγραφικός όρος Ιλλυρία παρατέθηκε ακριβώς για να μην υπάρχουν παρερμηνείες.
Φυσικά οι αναφορές στο πρόσωπο του Γρεβενιώτη αγωνιστή δεν θα σταματήσουν ποτέ και τα προκείμενα πρακτικά όπου συμπεριλαμβάνονται και οι δικές μας συμβολές θα αντιμετωπιστούν με συμπάθεια ή κριτική διάθεση από τους επόμενους ερευνητές, την οπτική των οποίων θα δεσμεύουν ή επηρεάζουν οι προβληματισμοί της εποχής των. Ερευνητές που χάρη σε όσους έγραψαν για το Θεόδωρο Ζιάκα θα είναι προφανώς σε θέση να διακρίνουν τα γεγονότα από τις εικασίες, να κρίνουν στερεότυπα και πλασματικές αναλογίες. Λαμπρό πεδίο ανοίγεται μπροστά τους, αφού υπάρχουν ακόμη ανεξερεύνητες και μάλλον πλουσιότατες πηγές, τα οθωμανικά αρχεία που εισέρχονται με αργό ρυθμό στην ιστορική κονίστρα.
Εν κατακλείδι επαναλαμβάνεται αυτούσιο το κεντρικό συμπέρασμα του γράφοντος (κι εξόχως ζηλευτό) ως προς το Θεόδωρο Ζιάκα: τιμήθηκε για την προσφορά του στο Έθνος με ονομασίες Συλλόγων κι ενός χωριού στο όνομά του –λησμονήθηκε δε να ειπωθεί «όπως επίσης και οδών».
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία

Θανάσης Καλλιανιώτης, εργάτης του Ιστορίας

Δημοσιεύτηκε στην εφ. Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας φ. 346, 3 Ιούλη 2009, σ. 7

Κατηγορίες: Γενικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση