Οι Λαζαρίνες της Αιανής και των περιχώρων: όψεις ενός μεσαιωνικού εθίμου

 

Τέλη δεκαετίας του 1960: Λαζαρίνες της Αιανής με πλήρη εορταστική εξάρτηση ποζάρουν στο προαύλιο της οικίας της οικογένειας Καλλιανιώτη. Δεξιά διακρίνονται οι οικίες Ασημίνα και Νικολάου. Στη μέση πίσω το ύψωμα Κούλια (Αρχείο Δημοτικού Σχολείου Αιανής)

Τέλη δεκαετίας του 1960: Λαζαρίνες της Αιανής με πλήρη εορταστική εξάρτηση ποζάρουν στο προαύλιο της οικίας της οικογένειας Καλλιανιώτη. Δεξιά διακρίνονται οι οικίες Ασημίνα και Νικολάου. Στη μέση πίσω το ύψωμα Κούλια (Αρχείο Δημοτικού Σχολείου ΑιαΤέλη δεκαετίας του 1960: Λαζαρίνες της Αιανής με πλήρη εορταστική εξάρτηση ποζάρουν στο προαύλιο της οικίας της οικογένειας Καλλιανιώτη. Δεξιά διακρίνονται οι οικίες Ασημίνα και Νικολάου. Στη μέση πίσω το ύψωμα Κούλια

Στο παρόν κείμενο σχολιάζονται: η ονομασία του κεντρικού άσματος «τσιντζιρό», η ενυπάρχουσα κλητική προσφώνηση «μάικου» και το προτιμητέο έδεσμα, η «κανναβουρόπτα». Προτείνονται τέλος ορισμένες απαραίτητες τουριστικές διανθίσεις του εθίμου

Τα δρώμενα
Είναι συνήθης η γέννηση νέων ηθών κι εθίμων κι ο θάνατος παλαιών. Μερικά από τα τελευταία, που πριν από τρεις περίπου δεκαετίες είχαν σταματήσει τελείως ή εκτυλίσσονταν υποτονικά, ανθίζουν σήμερα χάρη στην κρατική υποστύλωση. Ένα από αυτά είναι οι Λαζαρίνες, «γυναικονυμφικό» (Λουκάτος 1995:53) κατά βάσιν έθιμο των Βαλκανίων, που συναντάται στον κορμό της χώρας και κυρίως στο Βορρά. Σύμφωνα με αυτό έφηβες κόρες ντυμένες με μεσαιωνικές στολές γύριζαν κατά ομάδες στους μαχαλάδες ζητώντας αντίτιμο. Έπειτα χόρευαν και τραγουδούσαν όλες μαζί έξω από την ενοριακή εκκλησία –στην αυστηρά ανδροκρατούμενη Αλβανία οι αντίστοιχες ομάδες αποτελούνταν παλαιότερα από ένοπλα αγόρια (Μέγας 1956:143).

Τα δρώμενα του εθίμου στην Αιανή περιέγραψε με εξαιρετική λεπτομέρεια ο εκλιπών δάσκαλος Κωνσταντίνος Σιαμπανόπουλος στο βιβλίο του Οι Λαζαρίνες, που τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη ιδίοις εξόδοις το 1973 κι επανεκδόθηκε με διάφορες, πολιτικών κατά βάσιν κινήτρων, φωτογραφικές και τραγουδιστικές προσθαφαιρέσεις από το Δήμο Αιανής το 1988.

Το τσιντζιρό
«Τσιντσιρό γαϊτάνι μ΄ κι αργυρό μ΄ κουϊμπί /έχασα του χαϊμαλί μου, ποια του βρήκατι;» είναι πρώτη γραφή των αρχικών στίχων ενός από τα βασικά τραγούδια του εθίμου (Σιαμπανόπουλος 1973:50-1). Η πρώτη λέξη του «τσιντσιρό» επικράτησε ως τίτλος και ονομάτισε συγχρόνως τον σχετικό χορό, ρυθμού 7/8 και πλήρη ανατολίτικης νωχέλειας, οφειλομένης στη βαριά αμφίεση των χορευτριών, αλλά και στους κανόνες που διείπαν την αγροτοβουκολική κοινωνία του Μεσαίωνα, όπου οι δημόσιες γρήγορες κινήσεις των γυναικών αξιολογούνταν ως ανεπίτρεπτες. Εκτός όμως από αυτή την ονομασία, την οποία έκτοτε επαναλάμβανε ο αναφερόμενος δάσκαλος (Σιαμπανόπουλος 2001:215), συναντάται η αντίστοιχη «Τσιντζιρό», τόσο στην εφημερίδα του Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου του χωριού (Αιανή 1979:4/4, 1980:4/5, 1981:4/4) όσο και σε διάφορους ιστοχώρους (www.grieksegids.net/ethima.htm). Επειδή οι σημερινοί κάτοικοι αποκαλούν το χορό «τσιντζιρό», αυτή η ονομασία προκρίνεται ως ορθή. Για ποιους λόγους όμως προτιμήθηκε η ονομασία τσιντσιρό αντί της ορθής τσιντζιρό, από ανθρώπους που γνώριζαν τέλεια το ιδίωμα της Αιανής; Να γιατί. Η προτίμηση του τσ αντί του τζ οφειλόταν όσον αφορά στο δάσκαλο σε μία αναπόδραστη έξη εξιδανίκευσης, χαρακτηριστικό γνώρισμα των ρομαντικών λαογράφων, ιδίως των ερασιτεχνών, κατά το οποίο λαμβάνουν χώραν διάφορες αμβλύνσεις ή και παραλείψεις όσων στοιχείων θεωρούνται μη πρέποντα ή ανάρμοστα -στην περίπτωση της ονομασίας του χορού το τζ θεωρήθηκε σκληρότερο από το τσ. Οι υπεύθυνοι της τοπικής εφημερίδας αντέγραψαν το άσμα ως είχε είτε διότι δεν το είχαν προσέξει είτε διότι δεν επιθυμούσαν πρακτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις.

Τι σημαίνει η λέξη τσιντζιρό δεν είναι δύσκολο για τους εραστές ή μύστες του (ορθού) Λόγου να ευρεθεί, παρόλο που σήμερα έχει περιπέσει σε αχρησία. Η λέξη συναντάται κι αλλού. Στον γειτονικό πεδινό Κρόκο οι Λαζαρίνες τραγουδούν «τσίντζινου γαϊτάνι… κι αργυρό κουμπί» (Σιώζος 1996:83), ενώ στο μακρινό και ορεινό Λιβαδερό «τσίνιτζιλού γαϊτάιανου… κι ασημόκουπα…» (Νίκου 1999:26). Το επίθετο τσιντζιρό είναι προσδιοριστικό του ουσιαστικού γαϊτάνι, που ερμηνεύεται στα λατινικά ως κλωστή. Η λέξη τσιντζιρό παράγεται από τον «τέντζερη» ή «τσέντζερη», όπως αποκαλούνταν ως πρόσφατα το μαγειρικό σκεύος κατσαρόλα (Μπαμπινιώτης 2002:1590), ενώ στο τοπικό ιδίωμα του χωριού εκφωνείται «τσέντζιαρς» ή «τ(σ)ιντζιρές» (Χριστοδούλου 2003:576).

Ο τιντζιρές, λέξη δάνειο από την τουρκική τεντζερέ (Redhouse 1968:1139), κατασκευαζόταν από χαλκό, υλικό που πριν οξειδωθεί ομοιάζει χρωματικά με τον χρυσό. Έτσι το επίθετο τσιντζιρό δηλώνει το χρώμα της κλωστής ή των κλωστών, ή, πιθανότερα, το υλικό τους, δηλαδή κλωστές με χρώμα χρυσό ή επιχρυσωμένες. Σε άλλα μέρη αναφέρονται χρυσοκεντημένα μαντίλια Λαζαρίνων (Abbot 1969:34), αλλά στην Αιανή, εφ΄ όσον συνοδεύεται και με αργυρό κουμπί, αναφέρεται μάλλον στον κεντημένο διάκοσμο της στολής των Λαζαρίνων, προφανώς στις ταινίες που ευρίσκονται γύρω από το λαιμό ή μπροστά στο στέρνο.

Ο τιντζιρές, η χάλκινη παλαιά κατσαρόλα, όπως ο ταβάς ή το ταψί, ονόματα φαγητών και γλυκών της περιοχής δείχνουν την ευρεία επιρροή των Οθωμανών στο σχετικό λεξιλόγιο, δηλώνοντας παράλληλα ότι πριν κατακτηθεί η χώρα οι κάτοικοι παρασκεύαζαν τα φαγητά τους σε «τσκάλια» (πήλινες χύτρες). Εκτός βέβαια από τη μαγειρική αλλόφωνες λέξεις συναντώνται στην τοπική ενδυμασία, αρκετές δε είναι οθωμανικές, π.χ. το «ταρακλί φουστάνι» (Σιαμπανόπουλος 1988:50), δηλαδή το ένδυμα με το οδοντωτό πατρόν, όπως ερμηνεύεται στην τουρκική (Redhouse 1968:1096). Λιγότερες είναι αλβανικές, σαν το σιγκούν(ι) = γυναικεία κάπα (Μπαμπινιώτης 2002:1752).

Η μάικω
«Τσιντσιρό γαϊτάνι μ΄ κι αργυρό μ΄ κουϊμπί» τραγουδούν οι Λαζαρίνες όπως ήδη ειπώθηκε (Σιαμπανόπουλος 1973:50-1), όμως η καταγραφή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις, αφού παραλείφθηκε μία λέξη. Στην πραγματικότητα στην Αιανή, όπως και στα περίγυρα χωριά  Χτένι, Μηλέα, Άνω και Κάτω Κώμη (Τσ.Ε. 2003, Μ.Ε. 2003, Τι.Ε. 2003, Τ.Μ 2003) τα κορίτσια λένε «τσιντζιρό γαϊτάνι, μάικου μ΄», ενώ στο Λιβαδερό «τσίνιτζιλού γαϊτάιανου μάικου» (Νίκου 1999:236). Στον Κρόκο «τσίντζινου γαϊτάνι, τζιάνουμ (Σιώζος 1996:83). Οι λόγοι, εξ αιτίας των οποίων το άσμα έχει χειρουργηθεί με το νυστέρι του ρομαντισμού και η κλητική προσφώνηση «μάικου» εξοβελίστηκε τελείως στο γραπτό κείμενο, έχουν εν μέρει ειπωθεί κατά την αναφορά στη μετατροπή του τζ σε τσ. Η προσφώνηση «μάικου» είχε όμως ένα ιδιαίτερο βάρος, διότι παρόλο που ήταν άγνωστη στο τοπικό ομιλούμενο, ήταν γνωστή σε αρκετούς που ήξεραν ότι «μάικο» αποκαλούνταν στη σλαβική η μάνα (Κούφης 1996:169).

Τι ήθελε λοιπόν μία σλαβική λέξη με μία τόσο σημαντική έννοια όπως η μάνα στα τραγούδια των Λαζαρίνων, τα οποία αρκετοί θεωρούν, χωρίς βέβαια να δύνανται να το αποδείξουν, ότι έρχονται χωρίς ουδεμία προσθήκη κατ΄ ευθείαν από την αρχαία Ελλάδα; Το βιβλίο όπου παραλείπεται η λέξη «μάικου» είχε τυπωθεί το 1973, έτος κατά το οποίο στη χώρα μεσουρανούσε ένα αυταρχικό καθεστώς και κάθε σχέση του ελληνικού έθνους με τους Σλάβους, που επιπροσθέτως είχαν δράσει εναντίον της χώρας μας στην Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο, θεωρούνταν ανεπίτρεπτη και καταδικαστέα. Η λέξη παραλειπόταν όμως κι αργότερα, και μία απλή εξήγηση είναι ότι οι περισσότεροι συγγραφείς κουβαλούν μέσα τους τις αξίες της εποχής μέσα στην οποία ανδρώθηκαν –άλλη μία είναι η επιθυμία διατήρησης παλαιών θεωρητικών κατασκευών χάρη στις οποίες, αν εξαιρεθεί η νοσταλγία, αναβαθμίστηκε το κοινωνικό ή πολιτικό τους στάτους (Πασχαλούδη 2007:1).

Θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί η γεωγραφική κατανομή της λέξης μάικου στα λαζαριάτικα τραγούδια. Γιατί να υπάρχει στο Λιβαδερό, την Αιανή, το Χτένι, τη Μηλέα, την Άνω και Κάτω Κώμη, αλλά όχι στη Λευκοπηγή (ΤΣ. Ε. 2003), τη Ροδιανή, την Αγία Παρασκευή και την Καισαρειά (Μ.Β. 2003. Γ.Σ. 2003. Π.Α. 2003); Γιατί στον Κρόκο οι κόρες, αντί για μάικου, λένε «τζιάνουμ», λέξη που στην οθωμανική σημαίνει ψυχή μου (Redhouse 1968:215) κι όχι «μάικου μ΄»; Η εξήγηση αποδίδεται στην τοπογραφία και πράγματι ο Κρόκος συνόρευε άμεσα με οθωμανικούς οικισμούς, όπως τα Πετρανά, παλαιότερα Τζιτζιλέρ. Το σχήμα της γειτονίας ερμηνεύει επίσης την ύπαρξη της ίδιας προσφώνησης «τζάναμ» σε ένα παραδοσιακό σλαβομακεδονικό τραγούδι από τα Άλωνα (Κούφης 1994:158), γραικομάνικο χωριό δυτικά της Φλώρινας, πόλης όπου έμεναν αρκετοί Οθωμανοί.

Είναι φυσιολογική λοιπόν η όσμωση των βαλκανικών λαών, που για αιώνες διαβιούσαν αξεχώριστα σε μία διοικητική οντότητα κι ευρίσκεται σχεδόν παντού και στην παρούσα περίπτωση κατάδηλη στα τραγούδια των Λαζαρίνων της Αιανής: τσιντσιρό (τουρκ. =χρυσαφί) γαϊτάνι (λατ., δλδ βλάχικα, =κλωστή) μάικο (σλαβ. =μάννα) κι αργυρό κουμπί (ελληνικά).

Η κανναβουρόπτα
«Πίτα καναβουρόπτα κι ας είν΄ κι τσουκνιδόπτα» υπόσχονται τραγουδιστά οι κόρες του Λιβαδερού (Νίκου 1999:236) σε όποιον βρει το χαμένο χαϊμαλί τους. Σε «τσουκνιδόπτα» αναφέρονται οι Λαζαρίνες του Βοϊου και της Εράτυρας (Παπανικολάου 1999:137, Μακρής 1968:40), σε «λαχανόπτα» οι αντίστοιχες της Ροδιανής (Μ.Β. 2003), ενώ στην Καισαρειά για τις πίτες του ολονύχτιου γλεντιού των Λαζαρίνων οι κόρες έφερναν τσουκνίδες και πράσινα λάπατα (Παπαδόπουλος 2002:216). Στην Ελάτη Καμβουνίων έλεγαν καταλεξεί «πίτα τσουκνιδόπτα, να είνι λαζαρόπτα» (Θωμαϊδης –Τζημπούκα 2001:140), ενώ στη Δεσκάτη «πίτα λαζαρόπτα κι ας είν΄ κι τσουκνιδόπτα», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η τσουκνιδόπιτα ήταν διαφορετική πίτα και κατώτερη της λαζαρόπιτας. Οι κόρες της Λευκοπηγής και της Ροδιανής κατά τη διάρκεια των εορτών του Λαζάρου έφερναν στο σπίτι όπου κατέλυαν η καθεμιά «καναβούρια», δηλαδή αλεύρι, λάδι και φασόλια κατά δύο σημερινές απόψεις (Νάνος 1985:162, Μ.Β. 2003). Τα ίδια υλικά έφερναν και στα υπόλοιπα χωριά (Σιαμπανόπουλος 1973:35, Γ.Σ. 2003, Μ.Ε. 2003, Π.Α. 2003), αλλά η λέξη καναβούρια, όπως ακριβώς και στη σλαβόφωνη Φλώρινα (Μέλλιος 1976:49-51), δεν μαρτυρείται. Η πιθανότητα να μην την κατέγραψαν οι εκάστοτε ερασιτέχνες λαογράφοι είναι πολύ ελκυστική, όχι όμως πάντα αληθινή, διότι, όπως φαίνεται πιο κάτω, υπήρχαν άλλοι λόγοι.

Προφανώς η αναφερόμενη λαζαρόπιτα στα ορεινά (συνήθως) χωριά ήταν κανναβουρόπιτα, δηλαδή πίτα με γέμισμα φύλλων ή ανθέων κανναβουριάς, δένδρου που ένα είδος του, η ινδική κάνναβις, απαγορεύται σήμερα στην Ελλάδα (Φυτολογία 1990:129). Παλαιότερα οι κανναβουριές καλλιεργούνταν ελεύθερα και η ύπαρξή τους μαρτυρείται από ονοματοθεσίες, όπως η Καναβιά στο Βελβεντό (Σιόμος 1999:13) ή το παλαιό τοπικό επώνυμο Κανάβας (Ντίνας 1995:137), το οποίο, παρόλο που δε σχολιάζεται σχετικώς, φαίνεται ότι αναφέρεται στο ομώνυμο δένδρο ή, ορθότερα, στα προϊόντα των ινών του φλοιού του, τα σκοινιά και τα σακιά. Κανναβουριές καλλιεργούσαν ελεύθερα στα Σέρβια, το Βέρμιο και την Παλιουργιά Γρεβενών ως το 1932, ενώ δύο χρόνια αργότερα άρχισε η ποινική δίωξη της καλλιέργειας (ΓΑΚ/ΑΝΚ, Φ.1219) με αποτέλεσμα να εκριζωθούν και καταστραφούν όλα εντελώς τα φυτά.

Λίγο αργότερα το ζήτημα προσέλαβε ιδεολογική χροιά: ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Αθανάσιος Κλάρας ή Άρης Βελουχιώτης δυσφημιζόταν από την Ελληνική Πολιτεία ως «άεργος εκ συστήματος, ρακένδυτος, λερωμένος, πεινασμένος, τοξικομανής, χασισοπότης …» (Νέα Ευρώπη 15.2.44/3), ενώ ένας ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ στην Κοζάνη δικάστηκε διότι επί Εαμοκρατίας «είχε κάποιο εργαλείο και έπινε χασίς» μαζί με συναδέλφους του, αλλά δεν ήταν ο μόνος διότι την αυτή εποχή στην ίδια πόλη κυκλοφορούσαν αρκετές πλάκες κατεργασμένης κάνναβης (ΠΚ, ΤΠΚ, ΠΑ 2,174/1945). Παρομοίως  στον κυρίως Εμφύλιο Πόλεμο ένας αιχμαλωτισθείς ή παραδοθείς «καπετάνιος» του ΔΣΕ ομολόγησε δημοσίως σε εφημερίδα της Κοζάνης ότι στο στρατόπεδο της Γιουγκοσλαβίας Μπούλκες οι καταφυγόντες αντάρτες «κάπνιζαν κάναβι» (Ο Εθνικός Στρατός 20.7.47/1). Φυσικά και η Αριστερά κατηγορούσε τους αντιπάλους της ότι πριν ξεκινήσουν για τα «εγκλήματά τους» έπιναν χασίς (Ελευθερία 8.11.45/2).

Οι Πρόσφυγες, ιδιαίτερα οι τουρκόφωνοι στο Βαθύλακκο, τη Σκάφη και το Βατόλακκο Γρεβενών π.χ., προτιμούσαν την πίτα με σπέρματα οπιούχου παπαρούνας, τη λεγόμενη «χασχάσιν» (Παπαδόπουλος 1961:503, Μ.Π. 2000). Η καλλιέργειά της μέχρι ένα στρέμμα ήταν ελεύθερη ως τις αρχές τις δεκαετίας του ΄30 στην περιοχή, αλλά για περισσότερο χρειαζόταν άδεια (Μακεδονικόν Βήμα 11.4.30/4). Η σπορά και η διατήρηση μικρών ποσοτήτων άσπρης παπαρούνας, στην άκρη του κήπου τις περισσότερες φορές, συνηθίζονταν στα εντόπια χωριά, όχι ως χαλαρωτικό αφέψημα, αλλά για τα παιδιά ως υπνωτικό (Γ.Κ. 2000). Επρόκειτο για μία προαιώνια συνήθεια, αφού τόσο το φυτό όσο και οι σπόροι του αποκαλούνταν στο ντόπιο ιδίωμα «μάκους», δωρική μάλλον απόδοση της μήκωνος της υπνοφόρου, της άσπρης παπαρούνας.

Η κανναβουρόπιτα και το χασχάσιν ήταν λοιπόν στο βάθος των χρόνων τα κεντρικά φαγητά πολλών Λαζαρίνων, αφού το κρασί, το ρακί, ο καπνός, οι «παλαβομαρτάρες» (Λάλος 1985:436) ή ζουρλουμάνταρα και τα άλλα ψυχοτρόπα καταναλώνονταν μόνον από άνδρες. Οπότε στην προτροπή ενός λαογράφου ότι οι νέοι πρέπει να συνεχίσουν το έθιμο του Λαζάρου όχι «τουριστικά αλλά ψυχικά και παραδοσιακά» (Λουκάτος 1995:53) προφανώς δεν ελήφθησαν υπόψιν λεπτομέρειες, όπως οι κανναβουρόπιτες, το χασχάσιν. Επιπλέον αν π.χ. ακολουθούνταν καταλεπτώς η παράδοση, θα έπρεπε να γίνουν σήμερα στην Αιανή δύο ενορίες, όπως υπήρχαν στο παρελθόν, τουλάχιστον στα τέλη του 19ο αιώνα, και οι Λαζαρίνες να χορεύουν έξω από κάθε ναό σε δύο διαφορετικές συνάξεις.

Προσδοκίες
«Και τσακώνουν το χορό /να γελάσουν το λαό» σατίριζε τα πολιτιστικά δρώμενα λαϊκός ποιητής της Αιανής (Μπούλης 1977:2) την περίοδο που τα ετοιμοθάνατα έθιμα είχαν αρχίσει να δέχονται τεχνητές κρατικές ανάσες. Σήμερα χρηματοδοτούνται, όπως ήδη ειπώθηκε, αποκλειστικά από δημόσιους πόρους, αν εξαιρεθούν οι χοροδιδάσκαλοι που πληρώνονται ιδιοχείρως ή μέσω πολιτιστικών συλλόγων από τους μαθητές των. Χάρη στην κρατική ενίσχυση τα λόμπυ των πόλεων, απαρτιζόμενα από μετανάστες των χωριών, εκδράμουν μαζικά μερικές μόνο φορές κάθε χρόνο στην ύπαιθρο, για να στηρίξουν νοσταλγικά την «παράδοση», την οποία οι ίδιοι, για διάφορους λόγους (οικονομικούς, μορφωτικούς και άλλους) έχουν εγκαταλείψει ή απαρνηθεί.

Επειδή όμως η επιστροφή στο παρελθόν αποδεικνύεται αδύνατη, το ζητούμενο με τα μεσαιωνικά έθιμα είναι ακριβώς ό,τι απεύχονταν οι παλαιοί επαγγελματίες κι αρνούνται οι σημερινοί ερασιτέχνες λαογράφοι, η τουριστική δηλαδή αξιοποίησή τους μέσω της οποίας τα οφέλη είναι πολλαπλά, διότι πρώτον θα αυξηθούν τόσο οι δρώντες όσο και (κατά κύριο λόγο) οι θεατές.

Για την περίπτωση της Αιανής προτείνεται:

  • να εγκαταλειφθούν η άσπρη φουστανέλα και τα παντελόνια με τα χρωματιστά ζωνάρια που φορούν σήμερα οι χορευτές του Πολιτιστικού Συλλόγου, όχι τόσο επειδή τέτοια στολή είναι αρβανίτικη και τα παντελόνια φερμένα από τη «Φραγκιά», αλλά διότι η παραδοσιακή μαύρη φουστανέλα είναι περισσότερο εντυπωσιακή
  • Έπειτα να βγουν στο φως τουλάχιστον τραγουδιστικά, ενδυματολογικά και χορευτικά οι Βλάχοι του χωριού.
  • Ακόμη να πλουτιστούν κινητικά οι υπάρχουσες χορογραφίες, καθώς αργές ως είναι, όταν επαναλαμβάνονται επί πολύ, γίνονται κουραστικές.
  • Τέλος τη διασκέδαση να συνοδεύει η Γνώση μέσω σχετικών συνεδρίων ή ημερίδων, όπως ορθώς πράττουν εδώ και δύο ήδη έτη οι κάτοικοι της Λευκοπηγής (Λαζαρίνες, πρόσκληση 2007).

…………………………………………………………………………….
ΣΧΟΛΙΟ του kados2013@gmail.com προς Εμένα
“Αδυνατώντας να συνδεθώ στο sch.gr προς παράθεση παρατηρήσεων (ο σύνδεσμος στο κοζανησημερα δεν λειτουργεί) σας αποστέλλω κάποιες παρατηρήσεις στην από 17-1 ανάρτηση, όπου οδηγήθηκα μετά από σχετική με τις λαζαρίνες αναζήτηση, με αίτημα περαιτέρω βιβλιογραφία για το άσμα, αν διαθέτετε. Ευχαριστώ εκ των προτέρων.
«Τι σημαίνει η λέξη τσιντζιρό δεν είναι δύσκολο για τους εραστές ή μύστες του (ορθού) Λόγου να ευρεθεί:»
Τζιντζιρό : δεν είναι τόσο εύκολη η ετυμολόγηση λέξεων όσο ισχυρίζεστε. Θα παραθέσω μερικά επιχειρήματα, καθώς και την απορία μου γιατί σε  μια περιοχή με τόσους τουρκομαθείς και οθωμανολόγους δεν έχει ασχοληθεί ή τοποθετηθεί κανείς (ίσως θεωρούν το θέμα λαογραφικό, και ως εκ τούτου, υποδεέστερο). Επειδή βρήκα την ανάρτηση ψάχνοντας για σχετική με το θέμα βιβλιογραφία, έχετε άλλες παραπομπές; Δεν έχει σκοπό η κάτωθι παρατήρηση να σας πείσει (εμένα μου φαίνεται αρκετά αληθοφανής), αλλά να ενσπείρει μια μικρή – και όχι απαραίτητα σωστή- αμφιβολία στην ακαδημαϊκοφανή βεβαιότητα του άρθρου.
Η «άλλη θέση/υπόθεση» : Η λέξη tencere, που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην ελληνική επικράτεια και από ελληνόφωνους, έχει ληκτικό φώνημα /ε/  που δεν υπάρχει στα ελληνικά και «διορθώνεται» με –ς , μετατρεπόμενο σε αρσενικό, πουθενά δεν γίνεται ουδέτερο σε –ο (ή έστω –ι με κώφωση από υποτιθέμενο –ε). Σπάνια σε λέξη εκ μεταφοράς από την τουρκική συμβαίνει αυτό (εξ όσων γνωρίζω).
Πράγματι, η γλώσσα διέπεται από Λόγο, κανόνες. Επίσης, το τ- , όπως αναφέρετε, αλλάζει σε τσ- ή τζ- ( τα οποία μεταξύ τους είναι πιο κοντινά φωνητικά, προστριβόμενα οδοντικά άηχο και ηχηρό αντίστοιχα, άρα πιο εύκολο να εναλλάσσονται στον προφορικό λόγο), όχι όμως τόσο εύκολα ή συχνά αφού η «απόσταση»/διαφοροποίηση είναι κάπως πιο μεγάλη (το ταυ είναι οδοντικό-φατνιακό κλειστό). Σημασιολογικά ή συνεκδοχικά/συνειρμικά, αν θέλετε, έχει μια δόση αληθοφάνειας η συλλογιστική σας για το χρώμα. Προσωπικά μου φαίνεται πιο λογικό (και γλωσσολογικά) η λέξη να προέρχεται από την τουρκική λέξη zincir /ζιντζίρ/ , η οποία σημαίνει αλυσίδα- χρώμα μεταλλικό, αλλά και επειδή προσδιορίζει γαϊτάνι (αν ρωτήσετε νοικοκυρές που πλέκουν θα σας πουν ότι τα πλεκτά γαϊτανάκια γίνονται αλυσίδα ή ότι μια παραδοσιακή βελονιά κεντήματος είναι η αλυσίδα με κλωστή-άρα και λογικά δένει). Το καταληκτικό –ρ (υπαρκτό στα αρχαία και λόγια, όχι στα δημώδη) συμπληρώνεται με κατάληξη ουδετέρου, αναλογικά και προς το γαϊτάνι ίσως. Η εκδοχή σε –λο/-λου (με κώφωση) είναι λογική στο βαθμό εναλλαγής υγρών συμφώνων. Η εκδοχή «τζιντσινου» μου είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί (τα Τζίντζινα, άραγε, χωριό λακωνικού Πάρνωνα – και βιβλίο του ενδιαφέροντος μελετητή του εμφυλίου Π. Μουτουλα- πώς να ετυμολογούνται; Ο Φ. Κουκουλές το δίνει ως αλβανικό τοπωνύμιο- διαχωρίζοντας στην ετυμολόγηση, γενικότερα, προσφυώς το λίαν επαγωγόν από το πιστευτόν. Από την κατάληξη σε –να μπορεί και σλαβικό τοπωνύμιο.  Μπορεί και άσχετο, πάντως από το tencere, μου φαίνεται δύσκολο να προέρχεται.).
Παραμένουμε στο τσιντζιρό… Το ζ εύκολα γίνεται -καθ’ έλξιν από την επόμενη συλλαβή-  τσ/τζ (ο τσιτακισμός είναι εκτεταμένο φαινόμενο), που είναι κοντινά τριβόμενο και προστριβόμενο αντίστοιχα (φατνιακά και τα δύο), το ταυ ως κλειστό είναι πιο «μακρινό». Τώρα, πιο μαλακό το τσ- από το τζ- με ποια λογική; Στα χρόνια του Μακρυγιάννη πολλά -ντζ- πρόφεραν/έγραφαν πχ. Συνηγορεί δε και ο τόνος στη λήγουσα (αντί της προπαραλήγουσας του τέντζερη (αλήθεια, στην περιοχή σας μαρτυρείται εν χρήσει ο τύπος τσιντζερές του Χριστοδούλου 2003; Με αλλεπάλληλες κωφώσεις *τσιντσιρές;).
Καλή συνέχεια στις μελέτες σας.”
…………………………………………………………………………

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ABBOT G. (1969), Macedonian folklore, Chicago: Argonaut publishers

ΑΙΑΝΗ, μηνιάτικη εφημερίδα του Πολιτιστ. Μορφωτ. Συλλόγου Αιανής «Η Πρόοδος», Αιανή 1979 -1985

Γ.Κ. (2000), έμπορος από Αιανή, γενν. 1933, συνέντευξη

Γ. Σ. (2003), αγρότισσα από Αγία Παρασκευή, γενν. 1940;, τηλεφωνική επικοινωνία

ΓΑΚ/ΑΝΚ (Γενικά Αρχεία του Κράτους/Αρχεία Νομού Κοζάνης), Φ. 1219: καλλιέργεια καννάβεως

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ, εβδομαδιαία εφημερίς εκδιδομένη υπό των στρατιωτών της ΧV Μεραρχίας, Σ.Τ.Γ. 917 [Κοζάνη] 1947 [Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης]

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, όργανο της επιτροπής του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) περιοχής Μακεδονίας, διευθ: Παύλος Καρυωτάκης, αρχισυν: Π Παπαγιαννόπουλος, Θεσσαλονίκη 1945 (Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης)

ΘΩΜΑΪΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ –ΤΖΗΜΠΟΥΚΑ ΙΩΑΝΝΑ (2001), Ελάτη, ιστορία και λαογραφία, Κοζάνη: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση

ΚΟΥΦΗΣ ΠΑΥΛΟΣ (1994), Λαογραφικά, Άλωνα –Άρμενσκο Φλώρινας, Αθήνα (προσφορά του συγγραφέα)

ΚΟΥΦΗΣ ΠΑΥΛΟΣ (1996), Λαογραφικά Φλώρινας –Καστοριάς, Αθήνα (προσφορά του συγγραφέα)

ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ, Πρόσκληση στο 2ο σεμινάριο παραδοσιακών χωρών και στην ημερίδα πολιτισμού και παράδοσης, 30-31.3.07 και 1.4.07, Λευκοπηγή: ΕΜΑΣ Μ. Αλέξανδρος

ΛΑΛΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ (1985), Κρανιά Ελασσόνας: ιστορία –λαογραφία, Θεσσαλονίκη: Σύνδεσμος Κρανιωτών Ελασσόνας ν. Θεσσαλονίκης

ΛΟΥΚΑΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (31995), Πασχαλινά και της Άνοιξης, Αθήνα: Φιλιππότης

Μ. Β. (2003), αγρότισσα από Ροδιανή, γενν. 1940;, συνέντευξη

Μ. Ε. (2003), αγρότισσα από Μηλέα, γενν. 1940;, συνέντευξη

Μ.Π. (2000), αγρότης από Βατόλακκο, γενν. 1926;, συνέντευξη

ΜΑΚΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (1968), Λαογραγραφικά Σισανίου –Βοϊου, Αθήναι: Νικόδημος

ΜΕΓΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (1956), Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήναι

ΜΕΛΛΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ (1976), Λαογραφικά Φλωρίνης, γιορτές, Φλώρινα

ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (22002), Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας

ΜΠΟΥΛΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (1970), «Εκλογές το 1977», Αιανή (Σεπτέμβριος) 2 (προσφορά Γεωργίου Γκριτζέλη)

ΝΑΝΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ (1985), Το Βελίστι (Λευκοπηγή), Ιστορία –Λαογραφία, Θεσσαλονίκη

ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΗ, ημερησία πρωινή εφημερίς εν Θεσσαλονίκη, διευθ: Μ. Παπαστρατηγάκης, Θεσσαλονίκη 19444 (Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης)

ΝΙΚΟΥ –ΓΙΩΛΤΖΟΓΛΟΥ ΕΦΗ (1999), Λιβαδερό (Μόκρο): η λαϊκή μας παράδοση, Θεσσαλονίκη

ΝΤΙΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (1995), Κοζανίτικα επώνυμα 1759 –1916, Κοζάνη: ΙΝΒΑ (προσφορά Βασιλείου Καραγιάννη)

Π. Α. (2003), αγρότισσα από Καισαρειά, γενν. 1940;, συνέντευξη

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ (1961), Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, Αθήνα: Μυρτίδης

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (2002), Καισάρεια, ένας ιστορικός οικισμός της Δυτικής Μακεδονίας, Κοζάνη: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (προσφορά Ιωάννας Στεργιοπούλου)

ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΦΩΤΗΣ (1999), Λαογραφικά Βοϊου, Κοζάνη: ΙΝΒΑ (προσφορά Βασιλείου Καραγιάννη)

ΠΑΣΧΑΛΟΥΔΗ ΕΛΕΝΗ (2007), Η χρήση του παρελθόντος στον πολιτικό λόγο. Τα κόμματα του Κέντρου και η δεκαετία του 1940 (κείμενο από πρακτικά συνεδρίου που μοιράστηκε στην ιντερνετική λίστα EUI-CIVILWAR την 17.4.07)

ΠΚ, ΤΠΚ (Πρωτοδικείο Κοζάνης, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης), Ποινικαί Αποφάσεις 1945

REDHOUSE JAMES (1968), Turkce –ingilizce sozluk, Instabul: Redhouse Yayinevi

ΣΙΑΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (1973), Οι Λαζαρίνες, Θεσσαλονίκη

ΣΙΑΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (1988), Οι Λαζαρίνες, Θεσσαλονίκη: Κοινότητα Αιανής

ΣΙΑΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (2001), «Οι Λαζαρίνες στην Αιανή Κοζάνης», Δυτικομακεδονικά Γράμματα, Κοζάνη: ΣΓΤΝΚ

ΣΙΟΜΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (1999), «Αιωνόβια, πολιτισμικά και προστατευόμενα», Το Βελβεντό, 11:12-3

ΣΙΩΖΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ (1996), Λαογραφική μελέτη του Κρόκου Κοζάνης, ήθη κι έθιμα κάθε μήνα χωριστά, Κοζάνη: πολιτιστικός σύλλογος Κρόκου  «Ιωακείμ Λιούλιας»

Τ. Β. (2003), αγρότισσα από Χτένι, γενν. 1950;, συνέντευξη

Τ. Ε. (2003), αγρότισσα από Μηλέα, γενν. 1958;, συνέντευξη σε Άνω Κώμη

Τ. Μ. (2003), αγρότισσα από Κάτω Κώμη, γενν. 1930;, συνέντευξη στην Άνω Κώμη

ΤΣ. Ε. (2003), αγρότισσα από Λευκοπηγή, γενν. 1930;, τηλεφωνική επικοινωνία

ΦΥΤΟΛΟΓΙΑ (1990), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ (2003), Τα κουζιανιώτ΄κα (λεξικό του Κοζανίτικου Ιδιώματος), Κοζάνη: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση

[Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα της Κοζάνης  Θάρρος (19.4.07) 7 και στην ιστοσελίδα http://www.kozanisimera.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=988&Itemid=9. Αναδημοσιεύεται ως είχε. Αν γραφόταν σήμερα, θα ήταν αποτυπωθεί με διαφορετικό τρόπο]

 

Κατηγορίες: ΑΡΘΡΑ. Ετικέτες: , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση