Όμως ήρταμε να σκοτωθούμε εδώ για την «Ελευθερία των λαών». Περίφημα.[1]
Η απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 και η ενσωμάτωση των κατοίκων της στο ελληνικό κράτος αποδέσμευσε τις χρόνιες αντίρροπες κοινωνικές δυνάμεις, που ως τότε ομονοούσαν σπασμωδικά και λαθραία κάτω από την τουρκική κατοχή. Η πρώτη ευρεία εμφάνιση των διαφορετικών αυτών αντιλήψεων έλαβε χώραν κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Επρόκειτο για το λεγόμενο «εθνικό διχασμό», το χωρισμό δηλαδή των πολιτών σε προοδευτικούς και συντηρητικούς, σε βενιζελικούς και βασιλικούς όπως επιμένει η πολιτική ιστορία.
Ο νομός Κοζάνης ενεπλάκη νωρίς στο διχασμό. Η γεωγραφική του γειτνίαση με την Αλβανία, τη σιτοπαραγωγό Θεσσαλία και κατ’ επέκταση με την παλιά Ελλάδα και η περικύκλωσή του από ορεινούς όγκους υπήρξαν απ’ τις κύριες αιτίες της σημαντικής στρατηγικής του αξίας για τους «πρωτοπαγκόσμιους» εμπολέμους. Η παρουσία του γαλλικού προξενείου στην Κοζάνη, η γαλλική κατοχή στην περιοχή και η τοπική χάραξη της ουδέτερης ζώνης κατά την περίοδο αυτή αποδεικνύει εναργώς τον ενεργό του ρόλο.
Στην αρχή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου η Ελλάδα κράτησε ουδέτερη στάση. Τα διλήμματα όμως συμμετοχής σ’ αυτόν ήρθαν στο φως, όταν οι εμπόλεμοι προσπάθησαν να προσεταιριστούν τα κράτη των Βαλκανίων. Οι διπλωμάτες πρόσθεταν και αφαιρούσαν βαλκανικά εδάφη με καταπληκτική ευκολία κι ανενδοίαστο κυνισμό. Η υπόσχεση της Αγγλίας να δοθεί η ανατολική Μακεδονία και Θράκη στη Βουλγαρία, αν γινόταν σύμμαχός της, δημιούργησε μόνιμες διχαστικές διαστάσεις στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας.[2] Η «ριψοκίνδυνη» αστική τάξη της εποχής με εκφραστή της το διορατικό Βενιζέλο έκλινε προς την Αντάντ, ενώ η παλιά αριστοκρατία της γης και του στρατού υποστήριζε την ουδετερότητα, η οποία με τη σειρά της ευνοούσε το στρατόπεδο των κεντρικών δυνάμεων.
Η αναίμακτη παράδοση των οχυρών του Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους το Μάη του 1916 και η αιχμαλωσία του 4ου σώματος του ελληνικού στρατού είχαν ως αποτέλεσμα την καταναγκαστική αξίωση των Αγγλογάλλων για άμεση αποστράτευση του ελληνικού στρατού και προκήρυξη νέων εκλογών, πράγμα που έγινε αποδεκτό. Οι στρατιώτες, που ξαναγύριζαν με ανακούφιση αλλά και πληγωμένο φιλότιμο στα ειρηνικά τους έργα, οργανώθηκαν σε επιστρατευτικούς συλλόγους, τους οποίους διηύθυνε ο θαυμαστής του γερμανικού πνεύματος Ιωάννης Μεταξάς.
Η διχόνοια ξεπέρασε τον στενό κύκλο των πολιτικών και δρομολογήθηκε και προς την κατεύθυνση των λαϊκών στρωμάτων. Ο άρτι δημιουργηθείς σύλλογος επιστράτων της Κοζάνης δεν παρέλειψε να στείλει επαινετικό τηλεγράφημα στον βασιλιά, έναν από τους χρηματοδότες του. Οι προσπάθειες των φιλελεύθερων να τους αντιπαλέψουν με αντίστοιχους συλλόγους δεν καρποφόρησε. Εγκαινιάστηκαν παρ’ όλ’ αυτά «κέντρα φιλελευθέρων» στην Κοζάνη, τη Σιάτιστα και τη Νεάπολη με τη συνδρομή του βενιζελικού εκλογικού τοποτηρητή Ηλιάκη αλλά και του Γάλλου προξένου στην Κοζάνη Lagard.[3]
Η κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους τον Αύγουστο του ΄16 γέννησε ένα σεβαστό κύμα Ελλήνων προσφύγων προς την κεντρική και Δυτική Μακεδονία, π. χ. την Πτολεμαΐδα. Η βουλγαρική προέλαση απείλησε την ασφάλεια των γαλλικών κατοχικών στρατευμάτων της Θεσσαλονίκης αλλά και προκάλεσε έντονες διαδηλώσεις υπέρ ή κατά της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο. Στην Κοζάνη μάλιστα με τη συνδρομή της τοπικής εξουσίας και παρά την αντίθεση των συντεχνιών προηγήθηκαν οι «εθνικόφρονες» διαμαρτυρίες. Μετά τη λήξη τους ακολούθησαν στον ίδιο τόπο οι αντίστοιχες «φιλελεύθερες».
Στα τέλη του ίδιου μήνα εξερράγη στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της Εθνικής Αμύνης με την άμεση βοήθεια των Γάλλων και την ύστερη υποστήριξή του από το Βενιζέλο. Αμέσως μετά στις 13 Σεπτεμβρίου κηρύχτηκε η επανάσταση στην Κοζάνη. Οι επαναστάτες ανακοίνωσαν την υποχρεωτική επιστράτευση Ελλήνων και Τούρκων κατοίκων ανεξαιρέτως, ενώ άρχισαν να ενισχύονται από αξιωματικούς και στρατιώτες, που υπηρετούσαν στη Θεσσαλία, όχι πάντα χωρίς δυσκολίες. Μια αποστολή δημοκρατικών αξιωματικών από τα Τρίκαλα, ανάμεσά τους κι ο Στέφανος Σαράφης, μπλοκαρίστηκε από βασιλικούς χωροφύλακες στην Αιανή. Οι αμυνίτες πολιτοφύλακες της Κοζάνης, που έσπευσαν να τους απελευθερώσουν, έδωσαν μια μάχη χωρίς όμως αποτέλεσμα στο Χρώμιο και οι αιχμάλωτοι κατέληξαν στα Γρεβενά.[4]
Ο ισόρροπος κοινωνικός ιστός αποσυντέθηκε με γοργό ρυθμό. Όσο οι λιποταξίες των επιστρατευμένων πλήθαιναν τόσο η επαναστατική επιτροπή σκλήρυνε τα μέτρα της. Εκδόθηκαν διαταγές προς τους κατοίκους για παράδοση οποιουδήποτε πολεμικού υλικού που κατείχαν. Οι διδάσκοντες του διδασκαλείου Κοζάνης σταμάτησαν το έργο τους. Δήμαρχος Κοζάνης ανέλαβε ο Δεληβάνης κι αρκετοί διοικητικοί και δικαστικοί υπάλληλοι μετατέθηκαν ή υποβιβάστηκαν.
Την ίδια βέβαια διωκτική μέθοδο ακολούθησαν και οι βασιλικοί στο «κράτος της Αθήνας»: μια σύγκρουση αμυνιτών και φιλελεύθερων στον Πεντάλοφο όξυνε τα πνεύματα. Στα Γρεβενά φυλακίστηκαν φιλελεύθεροι εκπαιδευτικοί καθώς και αμυνίτες στρατιώτες, που αιχμαλωτίστηκαν σε διάφορες αψιμαχίες. Οι θρησκευτικοί ηγέτες δεν έμειναν αμέτοχοι. Ο δεσπότης Σιάτιστας προσχώρησε νωρίς στην Άμυνα ενώ ο Αιμιλιανός Γρεβενών κι ο Φώτιος Κοζάνης αρνήθηκαν τη μη μνημόνευση των βασιλέων κατά τη θεία λειτουργία. Ο τελευταίος καταδικάστηκε ως εχθρός της επανάστασης κι εξορίστηκε στην Αθήνα.[5]
Μακεδονομάχοι αξιωματικοί, πιστοί στον βασιλιά, όπως οι Τσόντος και Καραβίτης, προωθήθηκαν στα Χάσια και τη βόρεια Πίνδο, πήραν επαφή με τους τοπικούς ληστές και διοργάνωσαν ανταρτικά σώματα με σκοπό να παρενοχλούν τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής. Ο φόβος των Γάλλων για τα νώτα τους αλλά και η επικοινωνία των ληστών με τους Αυστριακούς της Αλβανίας αποτέλεσαν εναύσματα για τη δημιουργία της «ουδέτερης ζώνης» το Δεκέμβρη του ΄16.
Η ζώνη αυτή είχε πλάτος γύρω στα πέντε χιλιόμετρα και στην περιοχή μας περιελάμβανε τα μισά Γρεβενά, τον Πεντάλοφο, το Χτένι, τα Σέρβια, τη Σκούλιαρη κι άλλα χωριά. Το νοτιότερο σύνορό της περνούσε από τα υψώματα Ούτσινο και Κουπουτσίνα Αιανής, η οποία Αιανή κειτόταν στη βασιλική περιοχή. Κάθε δραστηριότητα στη ζώνη αυτή ελέγχονταν με σκληρότητα από το γαλλικό αποικιακό στρατό. Ο Αιανιώτης Τάσος Γιωργούλας δάρθηκε άγρια επειδή ενδιαφέρθηκε να καλλιεργήσει το χωράφι του, το οποίο βρισκόταν στην ουδέτερη ζώνη. Ο Κύρος Κύρινας κι ο Γιώργος Γαλάνης από την Αιανή φυλακίστηκαν στην Κοζάνη για παρόμοιους λόγους.[6]
Η δραστηριότητα των «βασιλικών συμμοριών» ξέφευγε εύκολα από την πατριωτική τους αποστολή κι επεκτείνονταν σε καθημερινές κλοπές. Σε μια επίσκεψη τους στη μονή Ιλαρίωνος οι αντάρτες απαλλοτρίωσαν 1400 δραχμές. Η αυξανόμενη δράση τους οδήγησε σε συγκρούσεις με τα γαλλικά αποσπάσματα. Σε μια ενέδρα των ληστών ενέπεσαν δεκατρείς Σενεγαλέζοι στρατιώτες και «κόπηκαν». Τα αντίποινα των Γάλλων ακολούθησαν αμέσως. Ο ηγούμενος Ζιδανίου Καλλίνικος και πέντε λαϊκοί εκτελέστηκαν το Μάρτη του ΄17 ως τροφοδότες των ανταρτών.
Θεσπίστηκε η απαγόρευση της ημερήσιας κυκλοφορίας άνω των 10 χμ χωρίς έγγραφη γαλλική άδεια, το λεγόμενο από τους γέρους Αιανιώτες «παπί» ή «λεσέ πασέ» όπως το αποκαλεί η εφημερίδα Ηχώ της Μακεδονίας. Οι ποινές έγιναν αυστηρότατες και κάθε απόκρυψη στρατιωτικού υλικού τιμωρούνταν με θάνατο.
Εφαρμόστηκε λογοκρισία στην αλληλογραφία και κρατικός (διάβαζε γαλλικός) έλεγχος στον αγορανομικό τιμάριθμο ως και την κυκλοφορία των προϊόντων στο νομό. Ο μόνιμος υποσιτισμός των κατοίκων έφτασε στο ακρότατο του όριο εξ αιτίας των σοβαρών ελλείψεων στα τρόφιμα. Η ελονοσία, η κυρίαρχη ως τότε ασθένεια των κατοίκων, παραχώρησε τη θέση της στην εισαγόμενη γρίπη του ΄17. Τότε πέθαναν μαζικά και άδοξα αρκετοί χωρικοί ακόμα και ισχυροί βιολογικοί οργανισμοί σαν τον παπα-Γιάννη Γκαλγκουράνα και τη γυναίκα του στην Αιανή.[7]
Μετά την τελμάτωση του πολέμου των χαρακωμάτων στο «Δυτικό Μέτωπο» κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά του στα Βαλκάνια. Το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα ενισχυόταν ολοένα και περισσότερο κι απορροφούσε τεράστιες ποσότητες τροφίμων. Ο στρατός κατοχής αγόραζε στην ελάχιστη τιμή τα απαραίτητα τρόφιμα, όταν δεν τα επέτασσε άμεσα για τις ανάγκες του. Στον Κρόκο οι καταυλισμένοι Γάλλοι προμηθεύονταν αλεύρι χωρίς καμιά προοπτική πληρωμής των χωρικών. Οι παραγωγοί αναγκάστηκαν τότε να αποκρύπτουν ή να δηλώνουν πολύ λιγότερη σοδειά από την αληθινή ρέποντας στην αισχροκέρδεια. Ο Θόδωρος Σιάγκας καταδικάστηκε στην Κοζάνη με πρόστιμο και φυλακή γιατί είχε δηλώσει 50 οκάδες αντί των 728 που κατείχε.[8]
Η απόσυρση της Ρωσίας από τον πόλεμο το 1917 κατέδειξε τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας στο καινούριο μέτωπο. Οι Γάλλοι από την ξηρά και οι Άγγλοι από τη θάλασσα επέκτειναν βίαια τον Ιούνη του ιδίου έτους την κυριαρχία του «κράτους της Θεσσαλονίκης» σ’ όλη την Ελλάδα. Οι βασιλικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί διώχτηκαν και πατάχτηκε κάθε αντίσταση εναντίον της Αντάντ. Η συρροή των στρατευμάτων των κεντρικών δυνάμεων στα Βαλκάνια είχε ως αποτέλεσμα τη χρεία περισσότερων συμμαχικών. Αποφασίστηκε τότε επιστράτευση στην Ελλάδα. Ο φόβος όμως αντιδράσεων από τους βασιλικούς και η έλλειψη πιστώσεων οδήγησαν στην αποφυγή της γενικής ταυτόχρονης επιστράτευσης και στην υιοθέτηση μιας σταδιακής και κατά τμηματικά διαμερίσματα πρόσκλησης στα όπλα.[9]
Στον πολιτισμικό τομέα έγιναν νεωτερικά βήματα. Θεσπίστηκε το τετράχρονο δημοτικό σχολείο με εγχειρίδια γραμμένα στη δημοτική γλώσσα. Άρχισε στην Κοζάνη με γαλλική επιστασία η βελτίωση των οδικών αρτηριών και προτάθηκε η αποξήρανση των ελών Ρουντνίκ και Σαρηγκιόλ στον πόλεμο κατά της ελονοσίας. Οι οικογένειες των στρατιωτών έλαβαν χρηματικά επιδόματα και διανεμήθηκε καλλιεργήσιμη γη στους «ανδραγαθήσαντες» πολεμιστές. Οι κολίγοι του Τσιαρτσιαμπά οργανώθηκαν σε γεωργικούς συνεταιρισμούς κι ένα χρόνο αργότερα, το 1919, δημοσιεύτηκε ο νόμος για τις απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών και το μοίρασμα των χωραφιών στους αγρότες.[10]
Η στρατιωτική κατοχή έφερε νέα ήθη στην κοσμική ζωή της Κοζάνης. Η Δέσποινα Μακρυγιάννη άνοιξε οίκο ανοχής για την εξυπηρέτηση των στερημένων της ηδονής γαλλικών αποικιακών στρατευμάτων ενώ οι περιώνυμοι πολίτες διασκέδαζαν στις συχνές δεξιώσεις που διοργάνωναν τα μέλη του γαλλικού προξενείου. Η γαλλική στρατιωτική μπάντα παιάνιζε με την παραμικρή ευκαιρία στους δρόμους ή στο Βαλταδώρειο προκαλώντας την περιέργεια αλλά και την ευφορία των ακροατών.[11]
Η άνοιξη του έτους 1918 στην περιοχή μας εγκαινιάστηκε με τις μαζικές λιποταξίες επιστρατευμένων παλιο-ελλαδιτών και τις συνακόλουθες καταδίκες των από το στρατοδικείο Κοζάνης. Το φαινόμενο των λιποταξιών δεν ήταν πρωτόγνωρο στο ελλαδικό χώρο αλλά η έκταση του στον Τσιαρτσιαμπά πήρε μεγάλες διαστάσεις τουλάχιστον εξ αιτίας του σημαντικού αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων. Η βασιλική προπαγάνδα υπέρ της ουδετερότητας αλλά και οι συνεχείς πόλεμοι από το 1912 είχαν κουράσει το λαό. Ελάχιστοι είχαν διάθεση να υπακούσουν στους Γάλλους κι ακόμα λιγότεροι θα άφηναν την ειρηνική τους ζωή για να πολεμήσουν στα αφιλόξενα μέτωπα της νεοαποκτηθείσας μακρινής Μακεδονίας. Οι ενδοιασμοί του πρωτόγνωρου πολέμου στα χαρακώματα σε συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό θυμάτων που αυτός επέφερε προξενούσαν στους οπλίτες δικαιολογημένο φόβο και αγανάκτηση. Έτσι η λιποταξία ήταν το συνηθέστερο φαινόμενο της εποχής.
Η πρώτη επιστράτευση στη Μακεδονία παρουσίασε αρκετές δυσκολίες, όταν οι κάτοικοι της Χαλκιδικής και της Βέροιας αντέδρασαν μαζικά το Σεπτέμβρη του ΄16 κατά της υποχρεωτικής στρατολογίας. Στα τέλη του 1917 2.500 στρατιώτες του μετώπου στον ποταμό Στρυμόνα λιποτάκτησαν. Τουφεκισμοί κι εξορίες οικογενειών σταμάτησαν τη διάλυση των μονάδων αλλά δεν απόσβησαν το πρόβλημα, το οποίο θα συνεχίζονταν με περισσότερη ένταση το επόμενο έτος.[12]
Οι προς κατάταξιν πολίτες αρνούνταν να παρουσιαστούν. Όσοι τελικά προσφέρθηκαν στην Τρίπολη, Καλαμάτα, Λαμία και Θήβα στασίασαν. Η επέμβαση της πιστής στο Βενιζέλο χωροφυλακής και των εθελοντών (στρατιωτών κι αμυνιτών) διέλυσαν εύκολα τις ανοργάνωτες αυτές εξεγέρσεις. Όταν το Μάη του ΄18 κηρύχτηκε επιστράτευση στην περιοχή της Αττικής παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 60% μόνο των υπόχρεων. Επιβιβάστηκαν στο τρένο ως τη Λάρισα και βαδίζοντας καταυλίστηκαν στα Πετρανά. Το έκτο βράδυ του ίδιου μήνα 237 Κορίνθιοι οπλίτες λιποτάκτησαν προς το νότο. Κυνηγήθηκαν αμέσως από τους συσστρατιώτες τους και παραδόθηκαν έχοντας ένα νεκρό. Η στάση έληξε με την εκτέλεση στο χωριό Φτελιά δυο υπαξιωματικών και την αποστολή τους στο στρατόπεδο Νάρες του Κιλκίς.[13]
Η λιποταξία αυτή απετέλεσε το πρελούδιο της επόμενης, η οποία και ευρύτερη ήταν ως προς τη χρονική διάρκεια και αριθμητικά μεγαλύτερη και δημοσιογραφικά εκτενέστερη, εφ’ όσον καλύφτηκε από την τοπική εφημερίδα Ηχώ της Μακεδονίας, του Μιλτιάδη Τζώνη. Επρόκειτο για μια αναταραχή μεταξύ των επιστράτων της Αχαΐας και της Ηλείας. Οι εν λόγω οπλίτες είχαν ξεκινήσει πεζοί από τη Λάρισα με κατεύθυνση το υψίπεδο Κοζάνης. Κατά τη διάρκεια της πορείας η αντίδραση των βασιλικών αυξήθηκε από τις εναυστικές ενέργειες του διοικητή του 12 συντάγματος. Το βράδυ της 18ης του Ιούνη καταυλίστηκαν στα Σέρβια. Η διαλυτική συμπεριφορά μερικών αξιωματικών τους επαρωγήθηκε από την αντιδραστική στάση μερικών κατοίκων των Σερβίων με τους οποίους ήρθαν σ’ επαφή. Οι τρομερές απώλειες του πολέμου στο Σκρα (441 νεκροί και 2204 τραυματίες) που τους έγιναν γνωστές απετέλεσαν την κυριότερη αφορμή της εξεγέρσεώς των.[14]
Το μεσημέρι της 19ης Ιουνίου κατέφυγαν στα Καμβούνια γύρω στα 800 άτομα και ξεκίνησαν για την Πελοπόννησο. Ευζωνικά τμήματα από τα Πετρανά αλλά και Κρητικά αποσπάσματα τους καταδίωξαν μέχρι τα Άγραφα. Όσοι αιχμαλωτίστηκαν αλλά κι αυτοί που ξαναγύρισαν στον σερβιώτικο καταυλισμό δικάστηκαν στην Κοζάνη. Την υπεράσπισή τους ανέλαβε ομάδα δικηγόρων με επικεφαλής το τοπικό λογοτεχνικό είδωλο της «Παρέμβασης», Κώστα Τσιτσελίκη. Η δίκη κράτησε 15 μέρες και κόστισε ισόβια σε 11 οπλίτες και τη ζωή 84 λιποτακτών, οι οποίοι τουφεκίστηκαν με επισημότητα στη χαράδρα του σημερινού «Νιάημερου» και θάφτηκαν επιτόπου. Οι ακραίες καταδίκες και το φορτισμένο κλίμα ανάγκασαν το Βενιζέλο να έρθει τον Αύγουστο του ΄18 αυτοπροσώπως στην Κοζάνη και τα Σέρβια για να σχηματίσει ιδίαν αντίληψη και για να αποσοβήσει ίσως χειρότερες εξελίξεις.[15]
Το Φθινόπωρο του ΄18 ο πόλεμος έληξε με τη νίκη των συμμάχων και την εδαφική επέκταση της Ελλάδας. Ο διχασμός όμως άφησε ανεπούλωτα τραύματα στην περιοχή που ξανάνοιξαν στη δεκαετία του ΄40. Σήμερα ο απόηχος των γεγονότων του ΄18 είναι γνωστός σε ελάχιστους διανοητές αλλά η γνώση του ορίζεται ως τελείως απαραίτητη στον κάθε ενδιαφερόμενο να μελετήσει την πρότερη αλλά και τη σημερινή ιστορική δομή.[16]
Το ανωτέρω κείμενο του Θανάση Καλλιανιώτη δημοσιεύτηκε χωρίς τις εικόνες στο περιοδικό της Κοζάνης Παρέμβαση 96 (Νοέμβριος – Δεκέμριος 1996) 19 -20. Αναδημοσιεύεται σήμερα 20.02.2014 ελάχιστα διορθωμένο.
[1] Στρατής Μυριβήλης. Ο νεαρός εθελοντής αμυνίτης Στρατής Μυριβήλης ήρθε στη Μακεδονία από τη Μυτιλήνη και προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εξέδωσε με πολλές εκδόσεις το περίφημο βιβλίο «Η ζωή εν τάφω», όπου περιγράφει την εποχή και τις δυσκολίες του πολέμου. Η ζωή εν τάφω, ανατ. Α΄ έκδοσης, Εστία, Αθήνα 1991, σ.82
[2] Κωφός Ε., «Το μακεδονικό ζήτημα στην εποχή μας», Μακεδονία 4000 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1992
[3] Ηχώ της Μακεδονίας, Κοζάνη φ. 193/ 6-7-16 και φ. 202/ 7-8-16
[4] Σαράφης Στέφανος, Ιστορικές αναμνήσεις, τ. Β΄, σύγχρονο βιβλίο, Αθήνα 1964, σ. 128
[5] Δημόπουλος Ιωάννης, Τα παρά τον Αλιάκμωνα εκκλησιαστικά, Ιερά Μητρόπολις Κοζάνης, Θεσ/νίκη 1994, σ. 82 – Λιούφης Παναγιώτης, Ιστορία της Κοζάνης, Βάρτσος, Αθήνα 1924, σ. 164 – Ηχώ της Μακεδονίας φ. 223/ 19-10-16
[6] Φίλιππος Κακαβέλης, συνέντευξη, Αιανή 1996
[7] Παπαϊωάννου Λάζαρος, Το μοναστήρι τη; Παναγίας της ζιδανιώτισας, Θεσ/νίκη 1985, σ. 50 – Ηχώ της Μακεδονίας φ. 289 / 23-7-17 – Πανάγιω Κύρινα, συνέντευξη, Αιανή 1992
[8] Σιώζος Γιώργος, Ιστορική μελέτη του Κρόκου Κοζάνης, Κοζάνη 1992, σ. 92 – εφημερίς Κόπανος, Κοζάνη φ.2 / 21-6-1917
[9] Οικονόμου Νικόλαος, «Η Ελλάς και ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος», Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. ΙΕ΄, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σ. 49
[10] Εφημερίς Αγών, Κοζάνη, φ. 35 / 28-1-18 – Κ. Σιαμπανόπουλος, Αιανή, Θεσ/νίκη 1974
[11] Ηχώ της Μακεδονίας φ. 292/ 23-7-17 – Β. Π. Καραγιάννης, Ομιλία στο σύλλογο Κοζανιτών, Θεσ/νίκη 08.12.1996
[12] Πάγκαλος Θεόδωρος, Τα απομνημονεύματά μου, (1913-1918), τ. Β΄, Κέδρος, Αθήνα 1959 σ. 227 κ.ε. – Ομηρίδης-Σκυλίτσης Αριστείδης, Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, τ. Α΄, ανατ. 1987, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήναι 1958 σ. 292
[13] Ομηρίδης, ό.π., σ. 229
[14] Ομηρίδης-Σκυλίτσης Αριστείδης, Η συμμετοχή της Ελλάδος εις τον πόλεμον 1918, τ. Β΄,ανατ. 1988, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήναι 1961 σ. 50 κ.ε.
[15] Η Ηχώ της Μακεδονίας αναφέρει 38 εκτελεσμένους αλλά το πιο αξιόπιστο ΓΕΣ 84. Στον τελευταίο αριθμό είναι πιθανόν να εμπεριέχονται και οι νεκροί λιποτάκτες κατά τη διάρκεια της καταδίωξής των.
[16] Στις άμεσες τοπικές συνέπειες του «εθνικού διχασμού» ως τη δεκαετία του ΄40 μπορεί να περιπλανηθεί κανείς με άνεση διαβάζοντας το λογοτεχνικό έργο του Κοζανίτη ευρυμαθούς πολιτικού και πνευματικού εργάτη Μιχάλη Παπακωνσταντίνου.