Πάνε περισσότερα από 120 χρόνια από τότε που ο Πολ Λαφάργκ έγραψε το «Δικαίωμα στην τεμπελιά». Από τότε που ο γαμπρός του Μαρξ υποστήριξε ότι η δουλειά είναι μια παρεξηγημένη τρέλα που διακατέχει τις εργατικές τάξεις των καπιταλιστικών χωρών. Η επανάσταση -διακήρυττε- πρέπει να αρχίσει με τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην τεμπελιά.
Εκτοτε, διατυπώθηκαν πολλές θεωρίες για την έννοια του χρόνου, του ελεύθερου χρόνου, ο 20ός αιώνας σφραγίστηκε από αιματηρές διεκδικήσεις για ανθρώπινους όρους εργασίας, για τη μετάβαση του τόνου στη λέξη «δουλειά» από την παραλήγουσα στη λήγουσα. Και να ’μαστε τώρα, με το πόδι να ακροπατά στον 21ο αιώνα, να πρέπει να διαχειριστούμε ύφεση, ανεργία, υποαπασχόληση, ένα μέλλον απειλητικό, στενάχωρο, που εντείνει τον ανταγωνισμό, την καχυποψία, τον φόβο, τη μνησικακία και εκδικητικότητα, παράγωγα της κοινωνικής ταπείνωσης.
Δέκα, δεκαπέντε, είκοσι -στις καλύτερες περιπτώσεις- συνεχείς ημέρες καλοκαιρινών διακοπών. Για να ξεκουραστούμε, για να σκεφτούμε, για να συναναστραφούμε ή να απομονωθούμε, να αναδιατάξουμε σκέψεις και συναισθήματα. Για να βρεθούμε αντιμέτωποι εν ηρεμία με τα μικρά ή μεγάλα (δικά μας και κοινά) προβλήματα, να τα μετρήσουμε, να τα ενσωματώσουμε ή να τα αγνοήσουμε. «Σιγά τώρα», θα χλευάσετε, μη «μετατρέψουμε το ελάχιστο δικαίωμα – απόλαυση που μας απομένει, σε κόλαση εσωτερικών διαδικασιών και μεταρρυθμίσεων». Αρχές του 21ου αιώνα, οι διακοπές είναι ευλογία και κατάρα. Ο κενός χώρος που διεκδικούμε με πάθος όλο τον χρόνο και μόλις τον εξασφαλίσουμε μας καταλαμβάνει πανικός. Σπεύδουμε τότε να τον γεμίσουμε ασφυκτικά με δραστηριότητες, θόρυβο και υποχρεώσεις.
Στις διακοπές, ο κόσμος γύρω μας πυκνώνει και ανασυντίθεται. Μικρές ψηφίδες συμπεριφορών και αντιδράσεων, μιας κοινωνίας που τους καλοκαιρινούς μήνες παραδίδεται στην «αξιοποίηση» του ελεύθερου χρόνου της. Και εδώ αρχίζει το στρίμωγμα ή η παραίτηση. Οι συνήθειες που μεταφέρονται από τα διαμερίσματα στις παραλίες, με στοιχειώδη ρουχισμό και διογκωμένη νοσηρότητα. Οι απαιτήσεις που κορυφώνονται, τα «εγώ» που παραδίδονται στη μέθη της κυριαρχίας (επί του διπλανού τους τουλάχιστον) και το «εμείς» που ενταφιάζεται σε υπερχειλισμένους κάδους απορριμμάτων, όγκους διασκορπισμένων σκουπιδιών, τόσο σε πολυσύχναστες αμμουδιές όσο και σε εγκαταλελειμμένες διαδρομές. Ζευγάρια σε ομερτά σιωπής, παιδιά με διαρκείς απαιτήσεις, κινητά σε χρήση (ίσως λίγο πιο περιορισμένη από προηγούμενες χρονιές), συμπεριφορές επιθετικές που καλύπτονται πίσω από την ένδειξη: διακοπές ίσον (δήθεν) απελευθέρωση, ίσον κάνω ό, τι (μου υπαγορεύουν να) θέλω. Μέλη της ίδιας κοινωνίας των διακοπών είναι, ασφαλώς, και όσοι προσπαθούν να συγκεντρωθούν σε κάποιο ανάγνωσμα, να διεκδικήσουν μια συνύπαρξη πιο αρμονική, κυρίως με τον εαυτό τους.
Ας δούμε αυτήν την τελευταία κατηγορία. Που παραδίδεται στο χάζεμα χωρίς ενοχές, χωρίς τη νεύρωση ή τον «τρόμο του κενού» που οδηγεί μοιραία στην ένταση της υπεραπασχόλησης. Είναι όσοι παραμένουν ανοιχτοί σε ερεθίσματα, όσοι ατενίζουν το εντός τους με την προσήλωση που κοιτούν τη θάλασσα, που καρφώνουν το βλέμμα στον ορίζοντα, που σιωπούν όχι γιατί δεν έχουν τι να πουν, αλλά γιατί συνωθούνται στην έξοδο οι λέξεις και οι σκέψεις.
Η λησμονημένη χαρά της απραξίας. Αυτός ο νεκρός και συνάμα τόσο ζωντανός χρόνος. Το «τίποτα» που δεν διεκδικεί να γίνει «κάτι». Ενας ύμνος στο μάταιο, σε οτιδήποτε δεν είναι χρηστικό, άμεσα εξαργυρώσιμο. Η τόσο αναγκαία επιστροφή στην αδιόρατη μελαγχολία και -γιατί όχι- στην ήρεμη πλήξη. Σε ό, τι γίνεται ερέθισμα, κίνητρο, απόδραση από τη ρουτίνα.
Ο 19ος αιώνας, εξάλλου, μας παρέδωσε αισθητικοποιημένες (μήπως και απενοχοποιημένες;) τη μελαγχολία και την πλήξη (ennui). Η κινητήρια δύναμη για τους ήρωες του Φλομπέρ, για τον Φρεντερίκ της «Αισθηματικής αγωγής» και τους Μπουβάρ και Πεκισέ, δεν είναι μόνο μια εκκεντρική και εκλεπτυσμένη αδιαφορία, αλλά και η έκφραση μιας θλίψης για ό, τι συγκροτεί τον κόσμο που τους περιβάλλει.
Dolce far niente. Δύο αιώνες μετά το αίτημα επιστρέφει απαιτητικό και οι διακοπές είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία. Για λίγες μέρες, για λίγες ώρες. Να αποφύγουμε το προγραμματισμένο, μηχανικό και προβλέψιμο, να σταθούμε και να «δούμε». Να αφηγηθούμε ιστορίες που δεν θα πάρουν ποτέ θέση στην ειδησεογραφία. Γιατί ό, τι μας λείπει δεν είναι η ενημέρωση, αλλά η δέσμευση σε έναν χρόνο εσωτερικό. Αμείλικτο όσο και γόνιμο.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.