LOUI DE BROGLIE (1892-1987)
Γάλλος φυσικός γνωστός για τη θεωρητική πρόβλεψη των υλικών κυμάτων ή, ισοδύναμα, της αρχής του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού της ύλης.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή –όπως διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1923– κάθε υλικό σωματίδιο (ηλεκτρόνια, πρωτόνια, νετρόνια κ.λπ.) είναι ταυτόχρονα και ένα κύμα με συχνότητα f = E/h και μήκος κύματος λ = h/p, όπου E και p η ενέργεια και η ορμή του σωματιδίου αντίστοιχα.
Η υπόθεση του Ντε Μπρολί έγινε γρήγορα αποδεκτή από τους φυσικούς της εποχής –μεταξύ άλλων διότι εξηγούσε πολύ απλά τις κβαντωμένες τροχιές του Μπορ–, επιβεβαιώθηκε όμως σύντομα και πειραματικά όταν, το 1927, οι Ντέιβιντσον και Γκέρμερ έστειλαν μια δέσμη ηλεκτρονίων να χτυπήσει κάθετα στην επιφάνεια ενός κρυστάλλου και διαπίστωσαν ότι οι κατευθύνσεις πλάγιας ανάκλασης ήταν αυτές που προβλέπει η κυματική φύση των ηλεκτρονίων και ειδικότερα η σχέση λ = h/p. Ενώ με παρόμοια πειράματα –που βασίζονται στο κατ’ εξοχήν κυματικό φαινόμενο της συμβολής– επιβεβαιώθηκε αργότερα και η κυματική φύση όλων των μικροσκοπικών σωματιδίων, εδραιώνοντας έτσι την αρχή του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού ως μια θεμελιώδη αρχή της φύσης.
Γι’ αυτή του την ανακάλυψη ο Ντε Μπρολί τιμήθηκε το 1929 με το βραβείο Νομπέλ της φυσικής.
Όμως πέρα από τη θεμελιώδη αυτή ανακάλυψη, η μετέπειτα επιστημονική προσφορά του Ντε Μπρολί ήταν μάλλον απογοητευτική. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια της (μακράς) ζωής του τα αφιέρωσε για να «πολεμήσει» τη στατιστική ερμηνεία των υλικών κυμάτων, υποστηρίζοντας άλλοτε ότι πρόκειται για κύματα με αληθινή φυσική υπόσταση κι άλλοτε ότι είναι μαθηματικά κύματα που απλώς καθοδηγούν την κίνηση του σωματιδίου στο χώρο (οδηγά κύματα: pilot waves).
Στις ιδέες αυτές –μάλλον νεφελώδεις με τα αυστηρά πρότυπα που καθιέρωσε η θεωρητική φυσική της εποχής– έδωσε αργότερα μια κάπως σαφέστερη μαθηματική διατύπωση ο Ντέιβιντ Μπομ, χωρίς όμως και πάλι να πείσει την επιστημονική κοινότητα ότι η προσπάθεια αυτή συνιστούσε μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση στην «επίσημη κβαντομηχανική». Σε αντίθεση με την περίπτωση του Αϊνστάιν –του οποίου η κριτική στην «επίσημη κβαντομηχανική» ήταν επίσης πολύ έντονη– η κριτική του Ντε Μπρολί και των μαθητών του δεν διέθετε ούτε την οξυδέρκεια ούτε το βάθος της κριτικής του Αϊνστάιν. Γι’ αυτό και έγινε δεκτή μάλλον με αδιαφορία από την κοινότητα των φυσικών και η επίδραση που άσκησε ήταν πρακτικά αμελητέα.
Στην πραγματικότητα ο Ντε Μπρολί ήταν ο φυσικός της μίας και μοναδικής ιδέας. Είχε μια μεγάλη έκλαμψη το 1923 –όταν συνέλαβε την ιδέα των υλικών κυμάτων– αλλά όλη η μετέπειτα πορεία του ελάχιστα ανταποκρίθηκε στις υψηλές προσδοκίες που η έκλαμψη αυτή εδημιούργησε.
Ο Λουί ντε Μπρολί διέφερε όμως από τους άλλους μεγάλους της κβαντικής επανάστασης και ως προς ένα άλλο σημείο.
Την κοινωνική καταγωγή. Ενώ οι περισσότεροι προέρχονταν από ακαδημαϊκές οικογένειες (Πλανκ, Κόμπτον, Μπορ, Χάιζενμπεργκ) ή, έστω, οικογένειες μηχανικών ή δασκάλων (Αϊνστάιν, Πάουλι) –εξαίρεση ήταν μόνο ο Ράδερφορντ του οποίου οι γονείς ήταν αγρότες– η οικογένεια του νεαρού Λουί ήταν ένα ιστορικό απολίθωμα. Μια οικογένεια ευγενών –ό,τι απέμεινε απ’ αυτούς μετά τη γαλλική επανάσταση– με τον κληρονομικό τίτλο του δούκα για τα άρρενα τέκνα της, οπότε ο Ντε Μπρολί ήταν τελικά ο έβδομος δούκας στη σειρά. Σε συνέπεια με την καταγωγή του, ξεκίνησε να σπουδάζει ιστορία –αυτές ήταν τότε οι «σωστές σπουδές» για ανθρώπους μ’ αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά– αλλά έκανε τελικά τη διατριβή του στη φυσική· μια σοφή επιλογή όπως αποδείχτηκε.
https://www.cup.gr/wp-content/uploads/Files/files/ENDIAFEROUSES-ZWES-FREE-BOOK.pdf