Γλώσσα 16 Mαρτίου 2011

Με αφορμή την Ενότητα 11, τα παιδιά ρώτησαν γονείς, παππούδες,γιαγιάδες, θείους,θείες για τα παιχνίδια που έπαιζαν στις αλάνες  των χωριών και των πόλεων στα δικά τους σχολικά χρόνια. Εμείς λοιπόν δε μένει παρά να τα ξαναπαίξουμε στην αυλή του σχολείου μας. Ξεκινήσαμε με το “τζαμί ” και μόλις μας το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες. θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα.

Οι περιγραφές των μεγάλων, όπως τις κατέγραψαν τα παιδιά του : E1(κλικ)

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΊΔΙ

Συχνά οι ενήλικες θεωρούν το παιχνίδι χάσιμο χρόνου ή το θεωρούν μια δραστηριότητα δευτερεύουσας σημασίας, γιατί δεν έχουν κατανοήσει ότι για το παιδί είναι αντίθετα η πιο σοβαρή ενασχόληση και ότι αυτή η ενασχόληση παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή του και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Δεν είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί που πιστεύουν ότι η εργασία και η μάθηση δεν μπορεί να συμβαδίζει με την έννοια της ευχαρίστησης και του παιχνιδιού, για αυτό και συχνά δυσανασχετούν, όταν την ώρα του μαθήματος οι μαθητές και οι μαθήτριές τους κινούνται, αστειεύονται ή δείχνουν χαρούμενοι και χαρούμενες.

Aναφορικά  τώρα  με  τη  σχέση  παιχνιδιού  και  γλωσσικής  ανάπτυξης  θα  μπορούσαμε  να  πούμε  ότι  οι  πιο  περίπλοκες  γλωσσικές  μορφές  εμφανίζονται  πρώτα  στο  παιχνίδι,  στο  οποίο  το  παιδί  έχει  τη  δυνατότητα  να  δοκιμάσει  διάφορους  τρόπους και  να  συνδυάσει  τα  στοιχεία  της  γλώσσας  που  ήδη  γνωρίζει. Μαθαίνει  να  χρησιμοποιεί  τη  γλώσσα  σαν  εργαλείο  της  σκέψης  και  της  πράξης  με’ ένα  συνθετικό  τρόπο. Το  καθοριστικό  λοιπόν  εδώ   δεν  είναι  η  κλασική  διδασκαλία,  για  να  αναπτυχθούν  οι  συνδυαστικές  δεξιότητες  του  παιδιού, όσο  η  ευκαιρία  να  παίξει  με  τη  γλώσσα  και  τη  σκέψη  του.

Το  παιχνίδι  δεν  είναι  μια  απλή  ανάμνηση  βιωμάτων, αλλά  ένα  δημιουργικό  ξαναπλάσιμο  τους  μέσω  της  φαντασίας, μια  διαδικασία  όπου  το  παιδί  συνδυάζει  τα  δεδομένα  της  εμπειρίας, για  να  οικοδομήσει  τη  νέα  πραγματικότητα  που  θα  ανταποκρίνεται  στις  περιέργειες  και  στις  ανάγκες  του. Έτσι, όταν  παίζει, ξεπερνάει  το  μέσο  όρο  της  ηλικίας  του  και  χρησιμοποιεί μέσα  σε αυτό τη γλώσσα  σαν  εργαλείο σκέψης και δράσης, φανερώνοντας  γνώσεις,  επιθυμίες,  προθέσεις, πολλές  φορές  στην  κατεύθυνση  της  προσβολής  της  γλωσσικής  νόρμας.

Το παιχνίδι είναι λοιπόν ένα πειραματικό θερμοκήπιο, όπου  δοκιμάζονται  τρόποι  συνδυασμού  σκέψης, γλώσσας  και  φαντασίας  και  η  ουσία του αληθινού παίκτη βρίσκεται στην ελευθερία  δράσης  σε  κατάλληλο  περιβάλλον, τόπο  και  χρόνο.

Συμβάλλει επίσης στην απόκτηση γνώσεων, κινήτρων, δεξιοτήτων και στάσεων, που είναι αναγκαία  για την κατανόηση του ιστορικο-κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο ζει, αλλά και για την κοινωνική του προσαρμογή και συμμετοχή. Μέσα από το παιχνίδι το παιδί έρχεται σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, ενώνεται φανταστικά με παιδιά άλλων χωρών, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέλος μιας παγκόσμιας παιδικής κοινότητας. Μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι το παιχνίδι όχι μόνο αποτελεί μια ουσιαστική λειτουργία στη ζωή του παιδιού αλλά καθοδηγεί την ανάπτυξη του.

Aς δείξουμε στα παιδιά μας ότι το παιχνίδι βρίσκεται και έξω από τον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή και  τις ηλεκτρονικές «παιχνιδομηχανές». Βρίσκεται στη γειτονιά, στην παιδική χαρά και φυσικά στην αυλή του σχολείου. Αφού διαλύσαμε τις γειτονιές και τις αλάνες , ας δώσουμε στα παιδιά μας τη σχολική αυλή , ας την κάνουμε ένα χώρο ανοιχτό στην κοινωνία.

Βιβλιογραφία

Αντωνιάδης, Α., (1994). Το παιχνίδι, University Studio Press, Θεσσαλονίκη

J.Bruner (1989). Παιχνίδι,σκέψη και γλώσσα, Εκπαιδευτική  Κοινότητα, τεύχος 4,σελ.42-46.

Τζιάνι  Ροντάρι (1985). Γραμματική  της  φαντασίας, Τεκμήριο,  σελ.204.

Κατηγορίες: ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *