Τα όνειρα

Τα όνειρα
Τα όνειρα
που πέταξαν κάποτε
μες στη βροχή
γυρίζουν
Άλλα βρεγμένα
τινάζουν τα φτερά τους
Κάθονται
επάνω σε γραμμές αέρος
Κοιτάζουν
περίλυπα τον κόσμο
Άλλα
βούλιαξανστο μαγνήτη της γης
Μάς απόμεινε η καρδιά των ονείρων
Η πίστη στον άνθρωπο και πάλι
Ο μόχθος της γης.
Τσάπες Ηλίας

Αγνός ουρανός

Αγνός ουρανός

Ο κρύος καιρός που τους γαλάζιους δρόμους αποστρέφεται
Ο λαβύρινθος που ξετυλίγεται μ΄άσπρες φωνές περιστεριών
άνοιξαν τα παράθυρά τους
Χλομά στο φως προβάλλουν τώρα σπουργίτια ματωμένα
και βλέπεις στο θολό αγέρα
το δυστυχισμένο πρόσωπο της πόλης
 
Μάταιος δεν ήταν ο καιρός που κύλησε στο αίμα
Μάταιος δεν ήταν ο σταυρός με τ΄αφρισμένα αισθήματα
Ο αγνός γεννήθηκε ουρανός που κείτεται στα σπάργανα
Ο αθώος γεννήθηκε καιρός που προμυνά τον ήλιο
  
Τσάπες Ηλίας

Αέναος επαμφοτερισμός

 

Αέναος  επαμφοτερισμός
 
Πώς να μετατυπωθεί σε σημαίνον υπαινικτικό το άφαρκτο αδιέξοδο;
 
Ακόμη και η Σίβυλλα
αδυνατεί να συλλαβίσει
ψελλίζοντας όμως ανείλε:
“σαν φτάσεις σε άγονα εύφορη στεριά,
το χείμαρο της νεώς
στα χειμαρώδη δεινά σύρε
κι ακεί που δε γνωρίζουν την αλμύρα της θάλασσας μπήξε κουπί”.
 
Με τέτιοα τεθνεώσα ψυχή πώς μπορείς να πεθάνεις;
 
Ακόμη και ο Άδης φαντάζει ενδελέχεια
της άμωμης απ΄ τους θεούς συνομωσίας,
αβάσταχτο ιδιώνυμο της κληροδοτημένης ευμάρειας.
 
Ακόμη και ο νιχιλισμός επιδαψιλεύει οντότητα
στις παρειές της υπερχρεωμένης πλησμονής.
 
Με τέτοια παρακαταθήκη  πώς μπορείς να ευφημήσεις
εύγλωττος μπρος στα αντιφατικά άδηλα του παραδόξου;
Ιδιόχειρο εγχειρίδιο αυτόχειρα βρίθει από επίχειρα ενοχών
κατ΄ αντιμολίαν παραθέτει τέμπορα και μόρες
και οι ώρες, ώ ώρες, φαντάζετε στιλπνό απείκασμα
νοσηρής επανάληψης…
 
Αντίνοος Σενέκας
(κατά κόσμον Κώστας Βασιλείου)