ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 1930

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ – ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

 

  •  Η Γενιά αυτή επέλεξε την δημιουργική εξωστρέφεια και τον πειραματισμό σε νέες, αιρετικές μέχρι τότε, τεχνοτροπίες και λογοτεχνικές εκφράσεις. Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ποίηση της «γενιάς του ’30» είναι το έτος 1935. Εκείνη την χρονιά, που κατά σύμπτωση δημοσιεύεται και η τελευταία συλλογή του Παλαμά, ιδρύεται το περιοδικό Νέα Γράμματα, με το οποίο συνεργάζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς, εκδίδεται το Μυθιστόρημα του Σεφέρη ( επιρροή από τον αγγλοσαξωνικό μοντερνισμό ), δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη και εισάγεται στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου ( επιρροή από τον γαλλικό υπερρεαλισμό). Μέσα στην ίδια δεκαετία δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος και πρωτοεμφανίστηκε και ο δεύτερος σημαντικός εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, ο Νίκος Εγγονόπουλος.
  • Ενδιαφέρον ακόμη στοιχείο για  την πραγματική συγκρότησή της είναι η προσωπική στάση που πήραν οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της: άλλοι θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της γενιάς του 1930 ( π.χ ο Θεοτοκάς και ο Μυριβήλης ) ενώ άλλοι  αποστασιοποιούνται από μιαν οποιαδήποτε «συμμετοχή» τους σ’ αυτήν  ( πχ. Γ. Σεφέρης, Ο. Ελύτης )

 

  •  Επρόκειτο για μια γενιά που κατάφερε να συμπεριλάβει στους κόλπους της συντηρητικούς και αριστερούς, ρεαλιστές και υπερρεαλιστές, κοσμοπολίτες και φανατικούς της παράδοσης

 

  •  Η καταρράκωση της Μεγάλης Ιδέας οδήγησε στη μετάθεση της φιλοδοξίας της “εθνικής αναγέννησης” από το πεδίο της εδαφικής επέκτασης σε εκείνο της πνευματικής ηγεμονίας του ελληνισμού. Η γενιά αυτή, ζώντας σε μια κοινωνία φοβική προς την Ευρώπη και τα μοντερνιστικά της κινήματα, επιχείρησε να γεφυρώσει μέσα από την τέχνη το χάσμα της εθνικής ταυτότητας, συμφιλιώνοντας το μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα. Το ελληνικό φως, το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, η επιστροφή στις πηγές, χαρακτηρίζουν τις αναζητήσεις, τον αισθητικό και ιδεολογικό  προσανατολισμό της γενιάς του ’30. Ουσιαστικά έκανε  διάλογο με το συλλογικό ασυνείδητο.

 

  •  Πίστεψαν στην ελληνική ιδιαιτερότητα, πίστεψαν στην ανάγκη εξωτερικοποίησης πολιτιστικών μας στοιχείων. Η Γενιά του ΄30 προέταξε την ελληνικότητα ως το όχημα κοινωνικής και δημιουργικής ανάπτυξης. Είναι η γενιά που διαμορφώθηκε από την εμπειρία του πολέμου και  προβληματίστηκε για μείζονα θέματα, για τον χρόνο και τον τόπο, για την παράδοση, για τη μνήμη και την Ιστορία

 

  •  «Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία σε συλλογικό επίπεδο είναι ότι αισθητικοποίησε τις βασικές ιδέες του λαϊκού ,του χώρου και της Ιστορίας, εισήγαγε μια ελληνικότητα δημιουργική που βοήθησε στη συνομιλία του παρόντος με το παρελθόν και επεξεργάστηκε μια αμφίδρομη σχέση με την Ευρώπη» . Δ.Τζιόβας

 

  •  Στάθηκε με αγάπη και ανυπόκριτο θαυμασμό προς το λαϊκό πολιτισμό, την αυθεντική λαϊκή λαλιά και τη μη ακαδημαϊκή τέχνη ( πχ Θεόφιλος , Μακρυγιάννης)

 

  • Υιοθέτησε τον ποιητικό μοντερνισμό και  έγραψε σε ελεύθερο στίχο.

 

  •   Τα έργα τους έχουν συγκροτήσει έναν λογοτεχνικό κανόνα, αναπληρώνοντας την απουσία νεοελληνικών κλασικών συγγραφέων.

http://fotodendro.blogspot.gr/2012/01/30.html

ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

Ποιητές του Μεσοπολέμου

Το ποιητικό κλίμα της δεκαετίας 1920-1930 χαρακτηρίζεται από μια διάθεση διάχυτης ηττοπάθειας. Ποιητές όπως ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, η Μαρία Πολυδούρη και κυρίως ο Κώστας Καρυωτάκης εξέφρασαν με τους στίχους τους μια κατάσταση πνιγηρού αδιεξόδου. Η κρίση αυτή, που συνδέθηκε με το παρελθόν του αθηναϊκού ρομαντισμού, επανήλθε στο προσκήνιο με τη βοήθεια του συμβολισμού και επιτάθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ποιητής που θεωρείται ότι συμπυκνώνει ευκρινέστερα το δράμα της γενιάς του, ο Κώστας Καρυωτάκης, τελείωσε το έργο του με μια σφαίρα· αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το 1928.

Η νέα ποιητική δημιουργία, που έκανε την εμφάνισή της στο κατώφλι της δεκαετίας του ’30 προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κληρονομιά του ύστερου συμβολισμού και του καρυωτακισμού της προηγούμενης περιόδου. Παράλληλα, όμως, η καβαφική ποίηση κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος στην κλίμακα των επιδράσεων, ενώ μεγάλες μορφές, όπως ο Κωστής Παλαμάς, εξακολουθούσαν να συγκινούν με την παραγωγή τους. Ποιητές σαν τους Νίκο Καζαντζάκη, ’γγελο Σικελιανό και Κώστα Βάρναλη βρήκαν μεγάλη απήχηση. Ο Γιώργος Σεφέρης έκανε την εμφάνισή του αυτή την περίοδο με τη συλλογή Στροφή (1931), που για πολλούς θεωρήθηκε η στροφή στην ελληνική ποιητική δημιουργία. Αξιοποιώντας κατακτήσεις του συμβολισμού αλλά και επιδράσεις από τον T.S. Eliot, ο Σεφέρης διατύπωσε μια νέα ποιητική γλώσσα, που ωρίμασε κατά την μεταπολεμική περίοδο. Ένας άλλος σημαντικός δημιουργός είναι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του με την ποιητική συλλογή Tρακτέρ (1934). Ο Ρίτσος, ο οποίος σε όλη του τη ζωή υπήρξε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος

Ελλάδας ακολούθησε τα χνάρια του Βάρναλη και του Καρυωτάκη, αλλά και την κληρονομιά του Κωστή Παλαμά. Το Μάιο του 1936, μετά τη βίαιη καταστολή των εργατικών συλλαλητηρίων στη Θεσσαλονίκη, έγραψε τον Επιτάφιο για να εκφράσει τον πόνο και τη διαμαρτυρία ενός ολόκληρου λαού. ’λλοι πρωτοεμφανιζόμενοι, όπως ο Τάκης Παπατσώνης, ο Νικόλαος Κάλας, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, και λίγο αργότερα ο Νίκος Καββαδίας, ο Αντρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Οδυσσέας Ελύτης οδηγήθηκαν βαθμιαία σε νέες αναζητήσεις και αναπροσανατόλισαν τα σημεία του ελληνικού ποιητικού ορίζοντα. Η επικράτηση του ελεύθερου στίχου, χαρακτηριστικού της ανανέωσης αυτής, οριστικοποιήθηκε στο μεταγενέστερο έργο των περισσοτέρων και συμπληρώθηκε από τη γόνιμη αποδοχή των διδαγμάτων τόσο της ελληνικής ποιητικής παράδοσης όσο και της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής παραγωγής.

http://www.ime.gr/chronos/14/gr/1923_1940/civilization/people/03.html

Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ

Η ψηλάφηση των πανάρχαιων σχέσεων της ιστορίας με τη λογοτεχνική αφήγηση οδηγεί τον συγγραφέα στην αποσαφήνιση μιας γνωστής και ενδιαφέρουσας κατηγοριοποίησης: κλασικά ιστορικά μυθιστορήματα και επικές ποιητικές συνθέσεις που αναπαριστούν με λογοτεχνική γλώσσα την ιστορία διαμέσου των περιγραφομένων γεγονότων, αλλά και έργα με την ιστορία κινητήριο μοχλό της διήγησης, χωρίς αυτή «να προβάλλεται με τα γεγονότα της ή ως πλαίσιο σε πρώτο επίπεδο».

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΚΟΡΗ

 

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης. Ένα υπόδειγμα μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας: Από τις “Μακεδονικές ημέρες” στις ημέρες μας, Εκδόσεις Κουκούτσι, σελ. 56

 

Η συγγραφική πορεία του Κώστα Χατζηαντωνίου, πορεία σύνθετη που σημαίνεται από δοκίμια και μελέτες αλλά και από μυθοπλαστικά αφηγήματα, συνεχίζεται με ένα ενδιαφέρον δοκίμιο για την πεζογραφία της Θεσσαλονίκης, του οποίου η ανάπτυξη και ο πυρήνας προαναγγέλλονται και από έναν διαφωτιστικό υπότιτλο: «Ένα υπόδειγμα μεταξύ Ιστορίας και Λογοτεχνίας: Από τις ‘Μακεδονικές Ημέρες’ στις ημέρες μας».

Η ψηλάφηση των πανάρχαιων σχέσεων της ιστορίας με τη λογοτεχνική αφήγηση οδηγεί τον συγγραφέα στην αποσαφήνιση μιας γνωστής και ενδιαφέρουσας κατηγοριοποίησης: κλασικά ιστορικά μυθιστορήματα και επικές ποιητικές συνθέσεις που αναπαριστούν με λογοτεχνική γλώσσα την ιστορία διαμέσου των περιγραφομένων γεγονότων, αλλά και έργα με την ιστορία κινητήριο μοχλό της διήγησης, χωρίς αυτή «να προβάλλεται με τα γεγονότα της ή ως πλαίσιο σε πρώτο επίπεδο». Η δομή της αίσθησης (structure of feeling), έννοια που πρότεινε ο σημαντικός Βρετανός θεωρητικός Raymond Williams (βλ. Κουλτούρα και Ιστορία, εισαγ. – μτφρ. Βενετία Αποστολίδου, Αθήνα, Γνώση, 1996), λειτουργεί δραστικά: νιώθουμε πληρέστερα και ακριβέστερα το ψυχολογικό και κοινωνικό κλίμα μιας εποχής, τα όνειρα, τις επιθυμίες αλλά και τις ιδεοληψίες των ανθρώπων, εάν διαβάσουμε μια καλλιτεχνικά δυναμική λογοτεχνική αφήγηση γι’ αυτήν παρά εάν προσεγγίσουμε μια ακαδημαϊκή εξιστόρησή της σε μορφή επιστημονικής πραγματείας.

Η συγγραφική ματιά του Κώστα Χατζηαντωνίου εκτείνεται από την εποχή του Μεσοπολέμου έως και τις μέρες μας και περιλαμβάνει συμπυκνωμένα τους σημαντικότερους πεζογράφους, των οποίων οι λογοτεχνικές καταθέσεις βασίστηκαν σε βιώματα από τη Θεσσαλονίκη, τόσο εξατομικευμένα όσο και ιστορικώς φορτισμένα. Ο συγγραφέας αποφεύγει (και σωστά) την εκτεταμένη χρήση του γενικευτικού και εν τέλει συγκεχυμένου όρου «Σχολή Θεσσαλονίκης». Λογοτεχνική σχολή σημαίνει κοινές θεωρητικές αντιλήψεις και αρχές. Επιβάλλει προκαθορισμό κριτηρίων και υποβάλλει όχι απλώς συγκεκριμένη αλλά και κοινή για τους εκπροσώπους της λογοτεχνική πρακτική. Τα φιλολογικά δεδομένα μάς οδηγούν να σημειώσουμε ότι στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρξε λογοτεχνική σχολή, αλλά συνυπήρξαν και συνυπάρχουν πυρήνες καλλιτεχνικής έκφρασης που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν ενδιαφέρουσες τάσεις, ενίοτε αντικρουόμενες. Ένας τέτοιος νεωτερίζων αφηγηματικά πυρήνας συγκροτήθηκε κατά τη δεκαετία του 1930 από τους πεζογράφους του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες.

Η συνειδησιακή ροή και ο εσωτερικός μονόλογος αξιοποιήθηκαν ως αφηγηματικά εργαλεία για υπαρξιακή αναδίφηση, για αναζήτηση του άρρητου και του ανεξερεύνητου, για απαλλαγή από τη γοητεία του συγκεκριμένου. Οι πεζογράφοι του κύκλου των Μακεδονικών Ημερών (Στέλιος Ξεφλούδας, Πέτρος Σπανδωνίδης, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γιώργος Δέλιος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης) «ενηλικιώθηκαν μέσα στη συμφορά τού 1922 και ήθελαν να απαλλαγούν από το οδυνηρό κοινωνικό πλαίσιο». Έτσι ο συγγραφέας αιτιολογεί, πέραν της συμφωνίας ή της διαφωνίας με συγκεκριμένες πεζογραφικές πρακτικές, την κριτικά υπογραμμισμένη αποχή του πεζογραφικού κύκλου των Μακεδονικών Ημερών από τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, θεωρώντας, επιπρόσθετα, τη συγκεκριμένη μοντερνιστική φυγή προς τον εσωτερικό κόσμο και σύνθεση επιρροών από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τον γαλλικό συμβολισμό, την εναγώνια υποστασιακή – φιλοσοφική αναζήτηση, που κυρίως τέθηκε στο γερμανόφωνο πνευματικό πεδίο (Νίτσε, Χάιντεγκερ, Τρακλ), και τον ομιχλώδη ιουδαϊκής στόφας μυστικισμό, συνδυασμένο με τρόπους της νεωτερικές πεζογραφικής έκφρασης (Κάφκα, Προυστ, Σβέβο).

Η ακόλουθη συντακτική περίοδος από το δοκίμιο του Κώστα Χατζηαντωνίου σκιαγραφεί το πνευματικό κλίμα εκκόλαψης συγκεκριμένων τάσεων της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης (κεντρική ανάμεσά τους η πεζογραφία των Μακεδονικών Ημερών), οι οποίες αξιοποίησαν τη δυναμική αλληλεπίδραση ιστορικής εξέλιξης, πολιτιστικών – ιδεολογικών οριζουσών και γεωγραφικών συντεταγμένων: «Το ομιχλώδες κλίμα του παράκτιου βορρά που συνθέτει αισθήσεις αλλά και απηχήσεις της προσφυγικής Ανατολής, το βυζαντινό βάθος της πόλης από τον καιρό που ήταν πολυφυλετική και πανορθόδοξη, οι παρακαταθήκες τού παρακείμενου Αγίου όρους, του Παλαμισμού αλλά και των πρωτοκομμουνιστών Ζηλωτών, η Ιουδαϊκή εσωτερικότητα, η κοσμοπολίτικη σφραγίδα που απέκτησε από τις ιστορικές περιπέτειες η πόλη, η επιρροή από τη βαλκανική ενδοχώρα που φτάνει μέχρι ένα κεντρο-ευρωπαϊκό κλίμα, έκαναν τη βυζαντινή και βαλκανική Θεσσαλονίκη να νιώθει πάντα πολύ πιο κοντά στην κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη απ’ ότι στα μεγάλα κέντρα της Δυτικής Ευρώπης».

Πάντως, η συνένωση κοινωνικής οπτικής και υπαρξιακής αγωνίας συντελέστηκε ως λογοτεχνική δυναμική ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και από συγγραφείς της Θεσσαλονίκης και παρότι η ποίηση δεν αποτελεί το πεδίο μελέτης του Κώστα Χατζηαντωνίου, η ρητή αναφορά του στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Κλείτου Κύρου, καθώς και στο λογοτεχνικό και δοκιμιακό έργο του Κωστή Μοσκώφ, ενδυναμώνει μία σωστή παρατήρηση: «[…] κι οι αριστεροί συγγραφείς και ποιητές της πόλης, λίγα χρόνια αργότερα [ενν. από την εμφάνιση των πεζογράφων των Μακεδονικών Ημερών], θα διασταυρώσουν τα κοινωνικά στοιχεία με τα χωρίς διέξοδο και χωρίς μεταφυσική υπαρξιακά στοιχεία».

Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης ενσωματώνουν στο έργο τους ποικίλες αφηγηματικές παραδόσεις, με δεσπόζουσα σε ορισμένους την πεζογραφική παράδοση της πόλης, αλλά βρίσκουν τον προσωπικό τους καλλιτεχνικό τρόπο μπολιάζοντας τη γραφή τους με τις σύγχρονές τους ιστορικές εξελίξεις, αντλώντας και από το υπόστρωμα της βιωματικής μνήμης και από το βάρος του πολύπτυχου ιστορικού παρελθόντος, συνδέοντας όλο και περισσότερο προϊόντος του χρόνου τις αφηγηματικές τους καταθέσεις με τα γενικότερα πνευματικά και κοινωνικά δρώμενα (νεοελληνικά, ευρωπαϊκά και ενίοτε παγκόσμια), διατηρώντας ίχνη εντοπιότητας αλλά και ευρυνόμενοι πέρα από τον ορίζοντα της στενής ιθαγένειας ενός συγκεκριμένου αστικού ιστού, κερδίζοντας (ορισμένοι, τουλάχιστον) το στοίχημα μιας διαχρονίας που δεν απεμπολεί το επίκαιρο και μιας οικουμενικότητας που δεν αγνοεί ως αφετηρία το τοπικό. Η πορεία του Γιώργου Ιωάννου από τη Μόνη κληρονομιά έως την Καταπακτή και η ανέλιξη του Νίκου Μπακόλα από τον Κήπο των πριγκίπων έως την Μεγάλη πλατεία (η αναφορά σε έργα τους θα μπορούσε να εμπλουτιστεί και πολύ περισσότερο) υποδεικνύουν την προαναφερθείσα εξέλιξη. Οι δύο συγκεκριμένοι πεζογράφοι δίκαια χαρακτηρίζονται από τον Κώστα Χατζηαντωνίου «μείζονες για την όλη λογοτεχνία μας», εφόσον εκπληρώνουν επαρκώς και ένα κριτήριο τριπλής απήχησης: διαβάστηκαν και διαβάζονται από τους αναγνώστες, ερέθισαν το ενδιαφέρον φιλολόγων και κριτικών, ενώ επηρέασαν θεματικά και τεχνικά το έργο αρκετών ομοτέχνων τους, συνομηλίκων και νεοτέρων τους.

Ο Κώστας Χατζηαντωνίου επιτυγχάνει κάτι δύσκολο: παραθέτει ένα ακριβόλογο και νηφάλιο σχόλιο για καθέναν από τους σημαντικούς πεζογράφους της Θεσσαλονίκης, αξιοποιώντας τα κριτήρια της αλληλεπίδρασης, της χρονικής διαδοχής και της «συνομιλίας» των πεζογραφικών καταθέσεων ως θεματικών και τεχνοτροπικών οντοτήτων με την ιστορική φόρτιση κάθε εποχής. Εκτός από τους προαναφερόμενους, προσεγγίζονται σχεδόν όλοι οι συνδεδεμένοι με τη Θεσσαλονίκη αξιόλογοι πεζογράφοι της πρώτης γενιάς του Μεταπολέμου (Παύλος Παπασιώπης, Τριαντάφυλλος Πίττας, Γιώργος Κιτσόπουλος, Γιώργος Καφταντζής, Τηλέμαχος Αλαβέρας), καθώς και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Περικλής Σφυρίδης, Βασίλης Βασιλικός, Μάρκος Μέσκος, Πρόδρομος Μάρκογλου, Νίνα Κοκκαλίδου – Ναχμία, Κώστας Λαχάς, Τόλης Καζαντζής, Γιώργος Χειμωνάς, Τόλης Νικηφόρου, Τάσος Φάλκος). Εύστοχες είναι οι αξιολογικές αποτιμήσεις του έργου των πεζογράφων που γεννήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1940 (Γιώργος Κάτος, Θέμης Λιβεριάδης, Σάκης Παπαδημητρίου, Αντώνης Σουρούνης, Δημήτρης Δημητριάδης, Θανάσης Γεωργιάδης, Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Τάσος Καλούτσας, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Πάνος Θεοδωρίδης, Μανόλης Ξεξάκης, Νίκος Βασιλειάδης, Γιάννης Ατζακάς, Αργύρης Παυλιώτης, Πέτρος Μαρτινίδης, Κρίτων Σαλπιγκτής, Γιάννης Πάνου, Τάσος Χατζητάτσης, Αλμπέρτος Ναρ, Μαρία Κουγιουμτζή), εκείνων που γεννήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1950 (Στέλλα Βογιατζόγλου, Ηλίας Κουτσούκος, Θωμάς Κοροβίνης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Κατερίνα Καριζώνη, Δημήτρης Μίγγας, Δήμητρα Μήττα, Μάκης Καραγιάννης ), καθώς και των νεοτέρων που γεννήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 (Σάκης Σερέφας, Απόστολος Λυκεσάς, Ισίδωρος Ζουργός, Σοφία Νικολαΐδου, Σμαράγδα Μανταδάκη, Παναγιώτης Γούτας). Ο βιωματικός νεορεαλισμός, οι νεωτερίζουσες αφηγηματικές τάσεις, η εσωτερικότητα, η εξομολογητικότητα, η ατομική και συλλογική μνήμη ως καταφύγιο ή και ως τραύμα, οι κοινωνικοπολιτικές αναζητήσεις, οι υπαρξιακοί αναπαλμοί του έρωτα και του θανάτου, σταχυολογούνται, αξιολογούνται και κυρίως εντάσσονται καταλλήλως στην αφηγηματική σκευή και ταυτότητα κάθε δημιουργού, Η ματιά του Κώστα Χατζηαντωνίου αγκαλιάζει και το έργο ακόμη νεότερων πεζογράφων που γεννήθηκαν γύρω στο 1970 (Βασίλης Αμανατίδης, Θανάσης Τριαρίδης, Δώρα Κασκάλη). Επιτυχημένο το δοκιμιακό εγχείρημα, τιθασεύει γραμματολογικά και κριτικά ένα ευρύτατο και περίπλοκο υλικό. Ο συγγραφέας ενδυναμώνει τη γραμμή της καλλιτεχνικής συνέχειας, γραμμή που δεν είναι μονοσήμαντη και ευθεία μα πολυσύνθετα τεθλασμένη, η οποία θα συνεχίσει όχι απλώς να υφίσταται αλλά και να ανελίσσεται. «Το στοίχημα για νέους εκφραστικούς τρόπους που θα μιλήσουν για τις νέες μας ψυχικές διαθέσεις είναι πάντα ανοιχτό». Σωστή η άποψη, βέβαια, υποδηλώνει τη συνθετότητα του πολιτισμικού τοπίου, στο οποίο εγκιβωτίζονται πολλοί καλλιτεχνικοί πυρήνες (γνώρισμα που αφορά και την πεζογραφία της Θεσσαλονίκης), οργανικά συνδεδεμένοι με τη γενικότερη εξέλιξη και της λογοτεχνίας.

http://www.avgi.gr/article/10812/7454420/e-pezographia-kai-e-pole

Δημήτρης Κόκορης διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο ΑΠΘ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 

Παραδοσιακή ποίηση (http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=230&author_id=31) – Συμπαγής μονάδα σκέψης – Εξωτερική δυναμική:

1. Έμμετρος ρυθμός, ισομετρικός (end-stopped) στίχος με ομοιοκαταληξία/ρίμα
2. Έλλογη αλληλουχία νοημάτων, εικόνων, όρων
3. Ευδιάκριτο και εύκολα κατανοητό νόημα
4. Λεξιλόγιο –συχνά εξεζητημένο- με έντονο το λυρικό στοιχείο
5. Συγκινησιακή φόρτιση

Μοντέρνα/Νεωτερική ποίηση – Εσωτερική δυναμική:

1. Ελευθερωμένος / διασκελιζόμενος (run-on/enjambed) στίχος με παύσεις, παρηχήσεις, τονικές εναλλαγές
2. Άλογη αλληλουχία στοιχείων, που δεν εκμηδενίζει τη συγκινησιακή δραστικότητα, αλλά την ενδυναμώνει και την εμπλουτίζει
3. Ξάφνιασμα του αναγνώστη, που εδράζεται σε μια σκοτεινότητα διανοητικής φύσεως
4. Απλό, οικείο, καθημερινό λεξιλόγιο που πλησιάζει τον τόνο της προφορικής ομιλίας
5. Ανάπτυξη δραματικότητας (<δρω – πράττω) μέσω εικόνων

Η παραδοσιακή ποίηση ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ, ενώ η μοντέρνα ΥΠΟΒΑΛΛΕΙ. Ειρήσθω εν παρόδω, το «υποβάλλω» είναι πιο ισχυρό από το «επιβάλλω»!

Στοιχεία αντλημένα από: Δημήτρης Κόκορης, Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, Θεσσαλονίκη, Νησίδες, Ιούλιος 2006