Θεματική Ενότητα: ΕΛΠ41 / 2η  ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ / Ακαδημαϊκό Έτος: 2020 – 2021  

 

Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών

Σύμβουλος Καθηγήτρια: Ελένη Φιλιππίδου

Φοιτήτρια: Μαριάννα Θ. Αποστόλου

Αρ. Μητρώου: 128536

 

Πίνακας περιεχομένων   

Εισαγωγή 

Ο όρος «οικογένεια» 

Ο όρος «τελετουργία» 

Ιστορικό και Κοιvωνικό Πλαίσιο 

Το άτομο ως δημιουργός δεσμών συγγένειας 

Η αγχιστεία και η κουμπαριά/αναδοχή ως σχέσεις (ανα)παραγωγής

Συμπεράσματα 

Βιβλιογραφικές αναφορές 

 Εισαγωγή

Οι κοινωνικές αλλαγές που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση στους δεσμούς της οικογένειας ήταν ουσιαστικές. Μέχρι τότε η οικογένεια, πολυπυρηνική ή πυρηνική συνήθως, αποτελούσε πυρήνα της οικονομίας με εκτεταμένο σύνολο κοινωνικών δεσμών. Συγγένεια εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή κουμπαριάς οδηγούσαν στη δημιουργία σχέσεων και συνεργασίας και ποικίλων δεσμεύσεων. Στον ελλαδικό χώρο σχέσεις μεταξύ των συγγενών εξ  αίματος,  εξ αγχιστείας και κουμπαριάς αποτελούσαν μέρος της κοινωνικής οργάνωσης και σε ορισμένα μέρη είχουν μεγάλη σπουδαιότητα. Τέτοιες σχέσεις καταγράφονται μέχρι σήμερα σε πολλά χωριά της Ηπείρου με τους Σαρακατσάνους, στη  Λευκάδα, στην Κάρπαθο, στην Κρήτη και σε άλλα μέρη και αποτελούν μέσον απόκτησης, αλλά και διατήρησης οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας (Νιτσιάκος, 1990α). Οι κοινωνικοί αυτοί δεσμοί που επισφραγίζονται τελετουργικά, είναι τόσο ισχυροί, ώστε δημιουργούν καθήκοντα και υποχρεώσεις.

Η συγκεκριμένη εργασία αναφέρεται στη δημιουργία σημαντικών κοινωνικών δεσμών, την αγχιστεία, την κουμπαριά/αναδοχή ως σχέσεις (ανα)παραγωγής. Χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία της βιβλιογραφικής μεθόδου διότι σύμφωνα με τους Webster and Watson (2002), η έρευνα της βιβλιογραφίας αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την ανάπτυξη ενός στοιχείου, δημιουργεί σταθερές βάσεις καθώς αποκαλύπτει αφενός τα αποτελέσματα που τεκμηριώνουν κάθε αναζήτηση, οπότε αποκλείει περαιτέρω έρευνα και αφετέρου τις περιοχές, όπου απαιτείται περαιτέρω ανάπτυξη. Για την παρούσα βιβλιογραφική μελέτη ακολουθήθηκαν τα βήματα που προτείνουν οι Webster and Watson (2002): αναζητήθηκαν βιβλιογραφικές πηγές, έγινε αποσαφήνιση των όρων, «οικογένεια» και «τελετουργία» για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατανόησης, έγινε αναφορά στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, ανάλυση για τους δεσμούς συγγένειας που δημιουργεί το άτομο και τις σχέσεις που αναπαράγουν η αγχιστεία και η κουμπαριά, ακολούθως διατυπώθηκαν τα συμπεράσματα.

Ο όρος «οικογένεια»

Ο όρος «οικογένεια» με τη σημερινή έννοια δεν υπήρχε στην κλασική και ελληνιστική εποχή, αλλά αντ’ αυτού υπήρχε ο «οίκος». Η λέξη οικογένεια είναι σύνθετη, αποτελείται από τα συνθετικά «οίκος» και «γένος». Η οικογένεια είναι μία σχετικά μικρή ομάδα συγγενών ή προσώπων με συγγενική σχέση που συγκατοικούν, αποτελείται από ένα ενήλικο άτομο και ένα εξαρτώμενο ανήλικο άτομο. Η ομάδα αυτή έχει ως κοινωνική αποστολή την αναπαραγωγή, την κοινωνικοποίηση και ανατροφή των παιδιών, την αγάπη και τη συντροφιά μεταξύ των μελών, τον έλεγχο των ερωτικών σχέσεων και την οικονομική συνεργασία. Όταν χρησιμοποιείται με τη στενόνερη σημασία δηλώνει τα πρόσωπα που κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη και ανταλλάσσουν οικιακές υπηρεσίες. Εμείς θα εστιάσουμε στη στενότερη σημασία της την έννοια του αρχαίου «οίκου»,  που υποδηλώνει συγκατοίκηση, συνεργασία, κοινή οικονομία, ιδιοκτησία, κοινό φαγητό (Αλεξάκης, 2002).

Ο όρος «τελετουργία»

Ο Leach (1954) αναφέρει ότι «τελετουργία» είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, υπάρχει στα έθιμα κάθε τόπου, κάνει φανερή την κοινωνική δομή και τις αποδεκτές σχέσεις σε μια κοινωνία. Με τον όρο «τελετουργία» εννοείται σύνολο κινήσεων και δράσεων με συμβολικό νόημα, ένα είδος επικοινωνίας, μαγικο-θρησκευτικού ιερού χαρακτήρα που διαφέρει από τις κινήσεις της καθημερινότητας. Ο Παραδέλλης (1995, σελ.25) αναφέρει ότι τελετουργία είναι η «…τέλεση μιας καθιερωμένης, παγιωμένης διαδοχής τυποποιημένων πράξεων…». Η Φιλιππίδου (2019) αναφέρει ότι αφορά τη μετάβαση του ανθρώπου από μια κοινωνική κατάσταση σε μια άλλη και απαρτίζεται από ένα μεγάλο αριθμό ενεργειών, καθώς η μετάβαση αυτή μεταφέρει και τις βλαπτικές επιδράσεις των δαιμονικών, οι οποίες αντιμετωπίζονται με συμβολικές πράξεις. Οι μεταβάσεις αυτές ονομάζονται «διαβατήριες τελετές» όπως γέννηση, γάμος και ταφή, έχουν συμβολικό χαρακτήρα και ανάλογο συμβολικό περιεχόμενο (Ζωγράφου, 2003). Οι «διαβατήριες τελετές» υποδιαιρούνται σε τελετές αποχωρισμού, μετάβασης και ενσωμάτωσης (Gennep, 2016). Ο γάμος είναι ένα γεγονός από τα σημαντικότερα στην ζωή των ανθρώπων και ορίζει τη μετάβαση δυο ετερόφυλων από μια κατάσταση σε μια άλλη. Οι «τελετουργίες» του γάμου αποσκοπούν στην ένωση του νέου ζευγαριού, στην πολυτεκνία (αρρενογονία) και στην οικονομική ευμάρεια (Θανόπουλος, 2002).

Ιστορικό και Κοινωνικό Πλαίσιο

Η Ελλάδα ανέκαθεν ήταν χώρα που τα αγαθά της προέρχονταν από τον πρωτογενή τομέα. Κατά την Οθωμανική κυριαρχία και αργότερα οι γεωργοί καλλιεργούσαν μικρές ιδιοκτησίες που ανήκαν στους ίδιους και κατέβαλαν  φόρους στους Τούρκους ή εργαζόταν σε τσιφλίκια που ανήκαν σε Τούρκους μέχρι το 1881 που έγινε προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα και έκτοτε ανήκαν σε Έλληνες τσιφλικάδες. Αγροτικές μεταρρυθμίσεις σταδιακά, όπως η απαλλοτρίωση και ο αναδασμός της γης, οδήγησαν σε περιορισμό της εκμετάλλευσης του αγροτικού πληθυσμού και σε κοινωνική απελευθέρωση (Θανόπουλος, 2002).

Περιηγητές που επισκέφτηκαν την Ελλάδα κατέγραψαν την αγροτική ζωή, το ρόλο του αγρότη και της αγρότισσας, την εξασφάλιση διαβίωσης της οικογένειας και την οργάνωση του νοικοκυριού[1] (Θανόπουλος, 2002). «Τόσο η γεωργία, όσο και η κτηνοτροφία γίνονταν μέχρι το 1965 με πρωτόγονα, παραδοσιακά εργαλεία και στις καθημερινές ασχολίες συμμετείχε όλη η οικογένεια» (Αποστόλου, Θ., 2020). Αυτό βοήθησε να διατηρηθούν πολλές συνήθειες και έθιμα πολύ σημαντικά για τη λαογραφία (Θανόπουλος, 2002).

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές οι οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονταν στις οικογένειες[2]. Ένα παράδειγμα για την ανάγκη εργατικού δυναμικού στην οικογένεια της μητέρας μου περικλείει το παράπονο της μάνας μου…«εγώ τα έπαιρνα τα γράμματα, αλλά δεν με έστελναν στο σχολείο διότι με ανάγκαζαν να σκάβω στο χωράφι και να βοσκάω πρόβατα» (Αποστόλου, Α., 2020). Ανήκε η ίδια στο εργατικό οικογενειακό δυναμικό από την πρώιμη παιδική ηλικία. Αργότερα όταν παντρεύτηκε και πήγε στο σπίτι νιόπαντρη ζούσε με την πεθερά τον αδερφό του άνδρα της, τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά τους. Στις αγροτικές εργασίες βοηθούσαν όλοι, ακόμα και τα μικρά παιδιά.

Πολλές πληροφορίες σχετίζονται με το κοινωνικό πλαίσιο, πως είναι οργανωμένη η οικογένεια, τι ισχύει για τις συγγενικές σχέσεις, τις έμφυλες σχέσεις και διακρίσεις, πως ιεραρχείται η θέση των ατόμων τόσο στην οικογένεια όσο και την κοινωνία, ποιες είναι οι κοινωνικές υποχρεώσεις και οι απολαβές. Επιπλέον μας πληροφορούν για τους μυστικούς δεσμούς, τις ανατροπές, τις παραβάσεις, τις αντιπαλότητες, τις συγκρούσεις, τις τραυματικές καταστάσεις[3] και τις απαγορεύσεις που διέπουν την παραδοσιακή κοινωνία στον ελληνικό χώρο (Νιτσιάκος, 1990 α).

Εν κατακλείδι η οικιακή οικονομία απαιτούσε πολλά εργατικά χέρια[4]. Σήμερα η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει περιορίσει την χειρωνακτική εργασία σε μεγάλο βαθμό. Έτσι οι οικογένειες[5] έχουν αλλάξει μορφή με επικρατέστερη τη νεοτοπική οικογένεια. Τα νέα ζευγάρια μεταβαίνουν από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα για ανεύρεση εργασίας και για να κατοικήσουν εγκαθίστανται σε ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα άλλοτε προσωρινά κι άλλοτε δια βίου (Αλεξάκης, 2002).

Το άτομο ως δημιουργός δεσμών συγγένειας

Η «συγγένεια» και η «οικογένεια» σε όλο τον κόσμο  έχει πολλές μορφές. Στην Ελλάδα για να δηλώσουμε τις διάφορες μορφές που έχει η οικογένεια χρησιμοποιούμε τους όρους «πολυπυρηνική», «πυρηνική», «οικογένεια- κορμός» και «νεοτοπική – πυρηνική οικογένεια». Οι πολυπυρηνικές οικογένειες σχεδόν δεν απαντώνται πια στον ελλαδικό χώρο. Συναντάμε κυρίως «πυρηνικές οικογένειες», «οικογένειες-κορμός» και «νεοτοπικές-πυρηνικές οικογένειες»  (Αλεξάκης, 2002).

Είναι σημαντικό να αναφερθούν τρία παραδείγματα δεσμών συγγένειας  που σχετίζονται: α) με συνεργασία, β) με ασφάλεια/γόητρο και γ) πολιτική πελατεία/ πατρωνία. Το πρώτο παράδειγμα που αφορά στη συνεργασία /πατρωνία αναφέρει ο Just (1998) για το Σπαρτοχώρι στη Λευκάδα όπου οι κοινωνικές σχέσεις αξιολογούνταν με γνώμονα τις αξίες που πρόσφερε η οικογένεια και η συγγένεια χωρίς να μπορούν να προδικάσουν την ποιότητα των σχέσεων. Εκτός του νοικοκυριού η φιλία, η συνεργασία, η αφοσίωση και η εμπιστοσύνη  στηρίζονταν σε άλλη βάση και δεν ήταν επαρκής η συγγένεια. Παρόλο που στο Σπαρτοχώρι όλοι είναι μια οικογένεια γιατί υπάρχει μεταξύ τους μακρινή συγγένεια.

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στο Γλέντι, χωριό της ορεινής Κρήτης (Herzfeld, 1998). Η συγγένεια της συντεκνίας /κουμπαριάς/αναδοχής προκύπτει για αποκτηθεί από νέους τσοπάνηδες ασφάλεια για το κοπάδι και να αποφύγουν το κλέψιμο ή να αποκτήσουν γόητρο ως σύντεκνοι κάποιου μεγαλοβοσκού. Το τρίτο παράδειγμα αφορά στην αξία της πολιτικής πελατείας η οποία θεωρείται χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής. Η Δρίτσα (1979) αναφέρει ότι η πολιτική πελατεία/πατρωνία αποτελεί στρατηγική ομάδων ή είναι αποτέλεσμα ενεργειών πολιτικών ή του Κράτους για χειραγώγηση μαζών.

Συμπερασματικά οι συγγένειες  καθορίζουν αξίες, δημιουργούν υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που καθορίζουν τους κοινωνικούς δεσμούς. Τέλος υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις που απορρέουν από την πολιτική πελατεία, την πατρωνία και το συμφέρον.

Η αγχιστεία και η κουμπαριά/αναδοχή ως σχέσεις (ανα)παραγωγής

Ο γάμος αποτελεί κατ’ εξοχή «διαβατήρια τελετή» «rites de passage» (Gennep, 1960), συνδέεται με την αλλαγή, τη μετάβαση από τη μια κατάσταση σε μια άλλη, από μια κοινωνική θέση σε άλλη, από την παιδική ηλικία στην εφηβική κ.ά.. Επιπροσθέτως ο γάμος ανήκει στις «διαβατήριες τελετουργίες» του κύκλου ζωής και αποτελεί σταθμό στη ζωή των ανθρώπων καθώς έχουμε μετάβαση από μια κοινωνική θέση σε μια άλλη. Παλιότερα οι γάμοι γινόταν με προξενιό[6] και αρκετές φορές από συμφέρον (Just, 1998). Ο Λουκάτος αναφέρει (1960, σελ. 49) «…ο γάμος αντέχει στη λαογραφική εθιμοτυπία, γιατί αγρότες και αστοί φοβούνται τις μαγικές επιπτώσεις και δύσκολα βγαίνουν από τις πατροπαράδοτες απαιτήσεις …».

Οι τελετουργίες του γάμου υποδηλώνουν την θηλυκότητα και την υποταγή της νύφης και τον ανδρισμό του γαμπρού. Για την υποταγή της νύφης αναφέρει η Παπαστεργίου[7] (2016) ότι πριν το γάμο η νύφη ανήκει στην κοινωνική ομάδα των κοριτσιών. Τα μέλη της ομάδας αυτής ελέγχονται αυστηρά από το κοινωνικό σύνολο ως προς τη συμπεριφορά και τις κινήσεις τους  στο χώρο και τον χρόνο για λόγους που έχουν να κάνουν πρακτικά με τη φυσική προστασία τους, συμβολικά με την τιμή, αλλά ουσιαστικά με τις γαμήλιες στρατηγικές της κοινότητας και της πατριαρχικής οικογένειας που επιβάλλουν έλεγχο της σεξουαλικότητας και της γονιμότητας των γυναικών (Σκουτέρη-Διδασκάλου, 1991)[8].

Η φάση πριν την τελετή περιλαμβάνει: πρωτόψωμα, φλάμπουρο, έκθεση προίκας, νυφικό κρεβάτι, γλέντι. Τα καλέσματα γίνονται μια βδομάδα πριν το γάμο με κέρασμα: ούζο/κρασί/ψωμί/γλύκισμα[9].  Σήμερα με μπομπονιέρες/προσκλητήρια. Οι συγγενείς του γαμπρού κατασκεύαζαν Φλάμπουρο, πρωτόψωμα, κουλούρα που συμβόλιζαν τη γονιμότητα. Σήμερα η κουλούρα αντικαταστάθηκε με την γαμήλια τούρτα. Η έκθεση της προίκας, σχετίζονταν με την νοικοκυροσύνη ή όχι της νύφης, εάν ο γιούκος ήταν μεγάλος και καλοστημένος η νύφη ήταν εργατική και νοικοκυρά. Το νυφικό κρεβάτι συμβόλιζε τη γονιμότητα (Φιλιππίδου, 2020). Το γλέντι παλιότερα γινόταν χωριστά, πριν τα στέφανα τώρα γίνεται μετά τα στέφανα και είναι κοινό γλέντι των συγγενών του γαμπρού και της νύφης .

Η «διαβατήρια τελετή» του γάμου αρχίζει με τα αρραβωνιάσματα, τελειώνει με τα επιστρόφια και σηματοδοτεί μια κοινωνική αλλαγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι η νύφη ποτέ δεν τραγουδά η ίδια, ούτε στις περιπτώσεις διαλόγων που υποτίθεται ότι είναι για εκείνη προσωπικά. Αντί για ’κείνη απαντούν οι συγγενείς, αυτό γίνεται για να δηλώσει υπακοή στους κανόνες της κοινότητας, αποδοχή των αξιών και υποταγή στα άτομα που οι κανόνες και οι αξίες ορίζουν (Νιτσιάκος, 1990 β). Η φράση «τίμα την πεθερά σου, τιμημένο τ’ όνομά σου…» αποτελεί συμβουλή προς τη νύφη, αλλά εκφράζει ένα κανόνα που απευθύνεται σε όλους. Το φαινόμενο δεν συνδέεται μονάχα με την μυητική σιωπή, αλλά με το συμβολικό τελετουργικό θάνατο της νύφης, έτσι συχνά καλύπτουν το πρόσωπο με πέπλο ή καμάρι και σε άλλα μέρη σφραγίζουν τα μάτια (Μερακλής, 2004).

Το ξύρισμα γαμπρού και το στόλισμα νύφης ήταν αντιβασκανικές ενέργειες, ο αποχαιρετισμός της νύφης[10], η γαμήλια πομπή[11] προς την εκκλησία, η στέψη και το γλέντι με τα δώρα[12] που χάριζε η νύφη στους συγγενείς του γαμπρού[13].

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στα γαμήλια τραγούδια, που παρέχουν πληροφορίες για τις τελετουργίες και τους συμβολισμούς κάθε τόπου. Οι συμμετέχοντες στη γαμήλια τελετή αναπαράγουν «τις αξίες, την κυρίαρχη ιδεολογία και τους άγραφους κοινωνικούς κανόνες» (Νιτσιάκος, 1990β). Για τα γαμήλια τραγούδια το τελετουργικό τυπικό και το συμβολικό σύστημα της κοινότητας αναφέρουν οι Νιτσιάκος & Κοκκώνης (1996).

Εκτός από τους συγγενείς υπάρχουν και οι κουμπαριές στην πορεία της ζωής του ανθρώπου. Ένας τέτοιος κοινωνικός δεσμός επισφραγίζεται τελετουργικά και η τελετουργία είναι τόσο ισχυρή, ώστε οι συγγενείς που προκύπτουν, όπως ορίζεται νομικά, έχουν «κώλυμα γάμου», δημιουργούν καθήκοντα ή υποχρεώσεις που υπαγορεύονται από τον κοινωνικό δεσμό που δημιουργείται. Είναι σημαντικό να αναφερθεί εδώ ότι η συντεκνία στην Κρήτη που γινόταν αρκετές φορές για να αποφύγει ένας βοσκός το κλέψιμο. Στο Γλέντι, ορεινό χωριό της Κρήτης το κλέψιμο θεωρείται πράξη αξιέπαινη και έμβλημα ελευθερίας/ανεξαρτησίας, παρόλο που είναι πράξη μεμπτή για την εκκλησία και πράξη που τιμωρείται από τον νόμο. Κάθε σύναψη συντεκνίας δημιουργούσε υποχρεώσεις υποστήριξης, σεβασμό και αποφυγή της κλοπής. Έτσι χάρη στις πολλές συντεκνίες κάποιος βοσκός γλύτωνε το κοπάδι του από το κλέψιμο και ίσως τις περισσότερες φορές τα νεαρά άτομα τις επεδίωκαν για ενίσχυση ασφάλειας και γοήτρου (Herzfeld, 1998).

Συμπερασματικά ο άνθρωπος από τη γέννησή του είναι ενταγμένος σε μια ομάδα συγγενών, οι οποίοι αποκαλούνται συγγενείς «εξ αίματος» ή «αιματοσυγγενείς». Στη συνέχεια με τον γάμο αποκτά τους συγγενείς εξ αγχιστείας. Στη πορεία του για να αποκτήσει γόητρο ή αλλού ασφάλεια και πολιτικούς οπαδούς συνάπτει σχέσεις κουμπαριάς/ αναδοχής.

Συμπεράσματα

Συμπεραίνουμε ότι η μορφή δύο πολύ σημαντικών τύπων κοινωνικού δεσμού που δημιουργούνται τελετουργικά, η οικογένεια και η κουμπαριά/αναδοχή, δεν είναι ανεξάρτητες από την παραγωγική βάση της κοινωνίας και συνεπώς έχουν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. Οι δεσμοί συγγένειας που δημιουργούνται, επισφραγίζονται με τελετουργίες τόσο ισχυρές ώστε, μεταξύ των συγγενικών ατόμων ή και των συγγενών, προκύπτουν καθήκοντα/υποχρεώσεις/κωλύματα όπως το «κώλυμα γάμου». Από το γάμο προκύπτουν κανόνες που πρέπει να τηρηθούν και αφορούν στην συμπεριφορά των δύο φύλων, σε ένα κοινωνικά αποδεκτό τρόπο σύμφωνα με τον οποίο τα δύο φύλα συζούν και νομιμοποιείται η συγκατοίκηση τους. Ήθη και έθιμα, τραγούδια, χοροί συνήθειες συμβολικές καταλήγουν στην αντίθεση ενός δυαδικού ζεύγους αρσενικό /θηλυκό.

Εν κατακλείδι, όπως αναφέρει η Σκουτέρη-Διδασκάλου (1980) η «τελετουργία» του γάμου αποστέλλει ένα μήνυμα «πολυεπίπεδου λόγου», λειτουργεί ως «ιδεολογικός μηχανισμός» για να γίνει υπέρβαση σε αντιφάσεις: η αντίφαση που υπάρχει στην καθημερινότητα για τον ρόλο της γυναίκας που από τη μια υποτιμάται, από την άλλη η αναπαραγωγή και η επιβίωση εξαρτώνται από αυτή.  (Σύνολο λέξεων 2143)

Βιβλιογραφικές αναφορές

Αλεξάκης, Ε. (2002). «Οικογένεια», στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης, Μ. Ε. Γιατράκου, Γ. Θανόπουλος, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δ. Τζάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 49-63.

ΕΡΤ: https://e-thessalia.gr/eleni-metsovitoy-diachroniki-i-kakopoiisi-gynaikon-kai-paidion-stin-oikogeneia/

Ζωγράφου, Μ. (2003). «Το χορευτικό δρώμενο ως εθιμική τελετουργική πράξη», στο Γύφτουλας, Ν.,  Ζωγράφου, Μ., Κουτσούμπα, Μ., Μητροπούλου, Γ., Τσάτσου – Συμεωνίδη, Ντ., Τυροβολά, Β. ,  Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τόμος Ε΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 23-25.

Gennep, V. A. (2016). Τελετουργίες διάβασης. Συστηματική μελέτη των τελετών. Εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: Θεόδωρος Παραδέλλης, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2016, σσ. 54-56.

Gennep, V. A. (1960). The Rites of Passage, London: Routledge and Kegan Paul, 1960.

Herzfeld, M. (1998). «Η ρητορική των αριθμών. Συντεκνία και κοινωνική υπόσταση στην ορεινή Κρήτη», στο Ε. Παπαταξιάρχης – Θ. Παραδέλλης (επιμ.), Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998 (β΄ έκδοση), σσ. 345-371.

Θανόπουλος, Γ. (2002). «Αγροτική και Ποιμενική Ζωή»,  στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης, Μ. Ε. Γιατράκου, Γ. Θανόπουλος, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δ. Τζάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 73-79.

Θανόπουλος, Γ. (2002). «Γάμος» στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης, Μ. Ε. Γιατράκου, Γ. Θανόπουλος, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δ. Τζάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 95-101.

Λουκάτος, Σ. Δ. (1988). «Τα τελετουργικά τραγούδια του ελληνικού γάμου. Η μαγικοθρησκευτική, ψυχολογική και κοινωνική σημασία τους»,  Σύνδειπνον, σσ. 57-71. Τιμητικό αφιέρωμα στον καθηγητή Δ. Σ. Λουκάτο, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα:1998.

Λουκάτος, Σ. Δ. (1960). «Ο χορός στη Λαογραφία μας», Νέα Εστία, 67, 45-50.

Leach, E. L (1954). Political systems of Highland Burma, L.S.E Monographs, London: 1954.

Μερακλής, Μ. Γ.  (2004).  Λαογραφικά Ζητήματα, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα: 2004.

Νιτσιάκος, Β. (1990). «Η εθιμική και κοινωνική λειτουργία των τραγουδιών του γάμου», Δωδώνη 19, σ. 189-200.

Νιτσιάκος, Β. (1990 α). «Μηχανισμοί εναλλακτικών κοινωνικών δομών: Κουμπαριά και πελατειακές σχέσεις στην αγροτική Ελλάδα», Θεωρία και Κοινωνία, χρόνος 1ος, τεύχος 2ο, Σεπτ. 1990, σσ. 121-130.

Νιτσιάκος, Β. (1990 β). « Η εθιμική και κοινωνική λειτουργία των δημοτικών τραγουδιών του γάμου», Δωδώνη, Τεύχος 1ο, Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, τ. 19. Ανακτήθηκε στις 5-12-2020: https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/6140

Νιτσιάκος, Β. & Κοκκώνης, Γ. (1996). «Γαμήλια τραγούδια της Αετομηλίτσας. Εθιμική ένταξη και μουσικολογική ανάλυση», Εισηγήσεις Α΄ Επιστημονικού Συμποσίου: Η επαρχία Κόνιτσας στο χώρο και στο χρόνο, σ. 433-456, Δήμος Κόνιτσας, Κόνιτσα: 1996.

Παπαστεργίου, Ε. (2017). «Λαογραφικά από τον Αυγερινό», Μακεδονικά, 2, σσ.385-394. Ανακτήθηκε 15/12/2020 από : https://doi.org/10.12681/makedonika.9263

Παραδέλλης, Θ. Π. (1995). Από τη βιολογική γέννηση στην κοινωνική. Πολιτισμικές και τελετουργικές διαστάσεις της γέννησης στον Ελλαδικό χώρο του 19ου αιώνα. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Αθήνα: 1995.

Roger, J. (1998). «Τα όρια της συγγένειας. Συγγένεια και κοινωνικό φύλο σε ένα νησί του Ιονίου», στο Ε. Παπαταξιάρχης – Θ. Παραδέλλης (επιμ.), Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998 (β΄ έκδοση), σσ.313-343.

Σκουτέρη – Διδασκάλου, Ν. (1991). «Γυναίκες εξωτικές και γυναίκες οικόσιτες. Σκέψεις για τις ιδεολογικές εκκρεμότητες του μέσα και του έξω», στο Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα., σσ. 281-320, εκδ. Ο Πολίτης, Αθήνα:1991

Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ν. (1980). «Για την ιδεολογική αναπαραγωγή των κατά φύλα κοινωνικών διακρίσεων. Η σημειοδοτική λειτουργία της τελετουργίας του γάμου», στο Σημειωτική και κοινωνία, Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Σημειωτικής Κοινωνίας, εισαγωγή-επιμέλεια Karin Boklund – Λαγοπούλου, Οδυσσέας, Αθήνα 1980, σσ. 159-196.

Φιλιππίδου, Ε. (2019). Διασχίζοντας τα σύνορα, ενώνοντας τους ανθρώπους. Κυβερνητική προσέγγιση του χορού στο γαμήλιο θρακικό δρώμενο του “Κ΄να” σε Ελλάδα και Τουρκία. Διδακτορική Διατριβή Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, ΕΚΠΑ, Αθήνα: 2019. Ανακτήθηκε 14 / 12 / 2020 από:  https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2873136#contents.

Φιλιππίδου, Ε. (2020). Σημειώσεις 2ης ΟΣΣ.

Webster J. and Watson R. (2002). «Analyzing the Past to Prepare for the Future: Writing a Literature Review». MIS Quarterly. 2002, Vol. 26, 2, pp. 13 – 23. Retrieved, 06/12/2020, from https://web.njit.edu/~egan/Writing_A_Literature_Review.pdf .

[1] «Βασικές καλλιέργειες, μου έλεγε ο εξηντάχρονος παππούς μου, το 1970, αποτελούσαν για τη θεσσαλική γη η καλλιέργεια των δημητριακών, του βαμβακιού, του καπνού, του καλαμποκιού και της αμπέλου, ενώ στα ορεινά κύρια ασχολία των κατοίκων αποτελούσε η οικόσιτη κτηνοτροφία (Κόκκαλης, 1970) γιατί στα ορεινά δεν υπήρχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις». «Θυμάμαι μικρή 4-5 χρονών που καθόμουν στο παραθύρι και περίμενα να περάσουν τα κοπάδια, οι «διάβες»,  που κατέβαιναν από τα ορεινά χωριά για να ξεχειμωνιάσουν στα χειμαδιά» (Αποστόλου Μ., 1970).

[2] «Στην οικογενειακή απασχόληση, όπως μου περιγράφει σήμερα ο ενενηντάχρονος πατέρας μου, συμμετείχαν όλοι ακόμα και τα μικρά παιδιά. Αυτά τα γεγονότα σημάδεψαν την παιδική του ηλικία καθώς, αν και μικρός, έπρεπε να βοηθήσει στις καθημερινές ασχολίες … ορφάνεψα μικρός από πατέρα και έπρεπε να βοηθήσω τη μάνα μ΄ στις δουλειές, εγώ βοσκούσα τα πρόβατα, με την κάπα στον ώμο, πολύ μικρός, ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, άστραφτε, μπουμπούνιζε. εγώ εκεί με το κοπάδι, το κοπάδι ήταν το βιός μας, ήταν το στήριγμα της οικογένειας,  η  κάπα που φορούσα ήταν φτιαγμένη με τραγόμαλλο στον αργαλειό και δεν άφηνε ούτε μια σταγόνα βροχής να περάσει μέσα, διότι το νερό γλιστρούσε εύκολα …». «Είναι τόσες πολλές οι ιστορίες που άκουγα και ακούω ακόμα και σήμερα για την αγροτική ζωή:  πως καλλιεργούσαν τους μπαξέδες, πως όργωναν με τα βόδια, πως θέριζαν, πως αλώνιζαν και πως οι χειμώνες δυσκόλευαν τη ζωή τους, διότι ένα μέρος της οικονομίας τους αποτελούσε η κτηνοτροφία (πρόβατα και βοοειδή). Θα ήταν θεωρώ πολύ ουσιαστικό να γίνει επιτόπια έρευνα πριν φύγουν για το μακρύ ταξίδι οι εναπομείναντες ενενηντάχρονοι που έχουν σώας τας φρένας» (Αποστόλου, Μ, 2020).

[3]«Εκείνα τα χρόνια δουλεύαμε όλοι μαζί μια μέρα στον έναν μια μέρα στον άλλο. Και τώρα μιλάτε εσείς για κούραση. Εμ εκείνο το μπάλωμα που έπρεπε να μπαλώσουμε τα στράνια  και μάλιστα όχι ένα μπάλωμα αλλά δύο και τρία. Τώρα εσείς να πείτε κούραση, που τα έχετε όλα. Από το 1968 που ήρθε το ρεύμα άλλαξαν όλα» (Αποστόλου, Α., 1970).

[4] «Σαν τις μέλισσες οι γυναίκες, ακούραστες όλη μέρα έγνεθαν, ύφαιναν, έπλεκαν ακόμα και τα ρούχα στα χέρια τα υφαίναμε, τα πλέναμε, πλυντήριο δεν είχαμε,  γιατί δεν υπήρχε ρεύμα, το 1965 ήρθε το ρεύμα στην Κρινίτσα. Να σκεφτείς όταν έφτασε η ώρα να γεννηθείς  καμμιά βδομάδα πριν δεν πήγαινα στο θέρο[4] και με άφηναν στο σπίτι, στον ίσκιο δήθεν, αλλά ήταν χειρότερα. Έπρεπε να ζυμώνω κάθε μέρα δυο μπουγάτσες ψωμί σε μεγάλο ταψί, να ανάψω φούρνο να το ψήσω, νωρίτερα έπρεπε να βάλω καζάνι να πλύνω τα στράνια, να φτιάξω μέχρι το βράδυ δυο πίτες στη γάστρα, ώστε όταν  θα επέστρεφε η οικογένεια από το χωράφι (15 – 20 άτομα) να βρει φαγητό.  Ξαδέλφια, κουμπάροι, συμπεθεριό γινόταν μια παρέα με τα καλαμπούρια τους και τα γέλια !!! … μη κοιτάς τώρα διαόλεψαν οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια κι ούτε γειτονιά δεν έχουμε» (Αποστόλου, Α., 1990). «Μέχρι τότε όλα ήταν χειροποίητα όλη μέρα δουλεύαμε στα χωράφια και το χειμώνα από το πρωί μέχρι το βράδυ οι γυναίκες ύφαιναν, έπλεκαν … με τη λάμπα κόρη μου έφτιαξα τα κεντημένα χαλιά για την προίκα σας και εσείς τώρα ούτε που τα κοιτάτε. Το πρωί στο χωράφι το βράδυ στον αργαλειό. Γι’  αυτό είπαμε, να σας σπουδάσουμε να φύγετε από αυτή την τυράγνια να μάθετε γράμματα, να ζήσετε καλύτερα» (Αποστόλου, Α., 1980).

[5] Θα αναφερθώ σε ένα γεγονός που το έζησα και αφορά στη γέννα μιας αγελάδας, κυρίως, όταν η γέννα δεν πήγαινε καλά. Ο τοκετός, ακόμα και στα ζώα, είναι από τη φύση του δύσκολος, γι’ αυτό όταν γεννούσε αγελάδα, φοράδα κ.ά. συγκεντρώνονταν, να βοηθήσουν συγγενείς και κουμπάροι για να τραβήξουν όλοι μαζί το μοσχαράκι γιατί αν το ζώο ψοφούσε θα θρηνούσανε όλοι μαζί τον χαμό του, καθώς η επιβίωση για όλη την οικογένεια θα συναντούσε δυσκολίες. Θυμάμαι αρκετές φορές θρηνήσαμε ζώα, άλογα και αγελάδες στον τοκετό (Αποστόλου, Μ., 1995), όπως ο πατέρας μου μονολογεί: «τα ζώα ήταν μέλη της οικογένειας, ήταν σύντροφοι μας, με αυτά πορευόμαστε στις δουλειές, αυτά μας δίναν βασικά είδη διατροφής» (Αποστόλου, Θ., 1995). «Ο Τρύγος επίσης γινόταν με τη συνδρομή όλων των συγγενών. Μας βοηθούσαν και βοηθούσαμε  όλο το σόι. Για να τρυγήσουμε το αμπέλι είχαμε βοήθεια από τις αδερφές του πατέρα μου με τα παιδιά τους, τον αδερφό του πατέρα μου με την οικογένεια του και τους κουμπάρους. Τρυγούσαμε και πατούσαμε σταφύλια συνεχόμενα 10 μέρες  από το ένα αμπέλι στο άλλο» (Αποστόλου, Μ., 2015). Τώρα αυτό άλλαξε οι χειρωνακτικές δουλειές γίνονται με τη βοήθεια των Αλβανών.

 

[6] Τα  προξενιά είναι σπάνια  σήμερα. «Η μάνα μου έκανε πολλές προξενιές  και στο γάμο έπαιρνε δώρο παπούτσια τα οποία χόρευε, τα σήκωνε επάνω και έκανε επίδειξη το δώρο. Αυτό γινόταν σε ένδειξη τιμής που της χάρισαν καινούρια παπούτσια καθώς τα δικά της τα είχε χαλάσει μέχρι να τελειώσει το προξενιό  από το πολύ τρέξιμο» (Αποστόλου, Μ.  1980).

[7] Όταν αρραβωνιάστηκα και πήγα στο σόι του γαμπρού έπρεπε να δείξω υποταγή και να σκύψω, να προσκυνήσω σχεδόν για να φιλήσω το χέρι όλων των συγγενών(Αποστόλου, Μ., 1980).

[8] «Κατά τη γνώμη μου είναι αρκετά δύσκολο να ζει κάποιος σε μια πατριαρχική οικογένεια. Δεκατρία ολόκληρα χρόνια έζησα σε μια τέτοια μορφή πατριαρχικής οικογένειας, τότε όλοι συνεισφέραμε στις εργασίες, αγροτικές κυρίως, αλλά είχαμε και οικόσιτη κτηνοτροφία. Ζούσαμε κάτω από την ίδια στέγη συνήθως επτά άτομα και τα καλοκαίρια τέσσερα άτομα ακόμα, η οικογένεια της αδελφής του συζύγου. Τρώγαμε στο ίδιο τραπέζι από κοινού, η γιαγιά, τα πεθερικά εμείς και τα δυο παιδιά μας» (Αποστόλου, Μ., 1985). «Η νύφη δεν είναι μόνον τελεστικά βουβό πρόσωπο, αλλά και στην πραγματικότητα των σχέσεων με την έννοια ότι δεν έχει λόγο στα όσα γίνονται και την αφορούν άμεσα. Η έννοια της προσωπικής επιλογής είναι στοιχείο άγνωστο. Το άτομο και η βούλησή του είναι υποταγμένα στις επιταγές των ευρύτερων κοινωνικών δομών, της διευρυμένης οικογένειας ή και της ευρύτερης ομάδας συγγενών. Όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν είχα λόγο, ποτέ δεν ρωτήθηκα ποια καλλιέργεια θα φυτεύαμε, πως θα επενδύαμε τα κέρδη, ποτέ δεν γνώριζα αν υπάρχει οικονομική ευμάρεια κ.ά..» (Αποστόλου, Μ. 1985).  «Δεν είχαν λόγο οι γυναίκες στη περιοχή της Θεσσαλίας, πεδινή και ορεινή, αλλά και σήμερα υπάρχουν περιπτώσεις που οι γυναίκες όχι μόνο δεν έχουν λόγο, αλλά κακοποιούνται βάναυσα λόγω έμφυλης βίας. Οι γυναίκες, πολλές φορές, αντί να φέρουν αντίρρηση και να βρουν το δίκαιό τους, υπομένουν και τον ξυλοδαρμό από τον σύζυγο (ΕΡΤ)».

[9] «Ξεκινούσε τη Δευτέρα και τελείωνε την επόμενη Κυριακή το βράδυ. Την Πέμπτη οι βλάμισσες πήγαιναν στο σπίτι της νύφης  για να στρώσουν τα προικιά. Όταν τελείωναν το στρώσιμο έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι με τη νύφη. Ήταν το αποχαιρετιστήριο τραπέζι. Η νύφη σε λίγες μέρες θα άλλαζε κοινωνικό πλαίσιο και στο εξής θα έμπαινε στην ομάδα των παντρεμένων» (Αποστόλου, Μ, 1984). «Το κάλεσμα παλιότερα δεν γινόταν με κάποιο γλύκισμα ή με προσκλητήριο, στην Κρηνίτσα, το χωριό μου, το κάλεσμα όλων των χωριανών γινόταν με κρασί. Δυο κοπέλες, φίλες της νύφης, πήγαιναν πόρτα – πόρτα  να αναγγείλουν το χαρούμενο γεγονός. Ο σπιτονοικοκύρης σήκωνε την κανάτα, έπινε κρασί και έλεγε ευχές για το νέο ζευγάρι. Η πιο συνηθισμένη ευχή ήταν: «η ώρα η καλή» (Αποστόλου, Μ., 1970) .

[10] «Ο αποχαιρετισμός της νύφης στα μέρη μας έχει συγκινησιακή φόρτιση, η νύφη χορεύει το τραγούδι …θα φύγω μάνα και μην κλαις… κι όλο το σόι κλαίει (Αποστόλου, Μ., 1984)

[11]«Η πομπή προς την εκκλησία γίνεται με όλους τους καλεσμένους και με τη συνοδεία κλαρίνου και ντεφιού με τη γνωστή πατινάδα. Πριν το 1970 το γλέντι γινόταν στην εκκλησία, μετά το γλέντι γινόταν στο σπίτι του γαμπρού, σήμερα γίνεται σε κάποιο κέντρο» (Αποστόλου, Μ., 1990).

[12] Ο γάμος παλιότερα ήταν ένα σπουδαίο γεγονός όπως διηγείται η Αποστόλου, Α.(1970). «Να φανταστείς κόρη μου από τότε που ήμασταν παιδάκια του Δημοτικού αρχίζαμε να πλέκουμε τσιρέπια για να δωρίσουμε στο σόι του άνδρα μας. Έπρεπε να πλέξουμε τουλάχιστον 100-120 ζευγάρια τσιρέπια. Ένα ασταμάτητο εργαστήρι ήταν το κάθε σπιτικό. Τώρα πια δεν πλέκουν τα κορίτσια δώρα για το συμπεθεριό, αυτό το έθιμο δεν υπάρχει πια».

[13] «Μετά τα στέφανα το ζευγάρι έπρεπε να πατήσει σίδερο πριν μπει στο σπιτικό και στη συνέχεια η πεθερά με μια άσπρη πετσέτα τους τραβούσε για να μείνουν ενωμένοι, κερνούσε γλυκό του κουταλιού, συνήθως κερασάκι στους νιόπαντρους και στους κουμπάρους. Ένα άλλο έθιμο που έχουμε στον τόπο μας είναι ο χορός της πεθεράς της νύφης με τη σκούπα για να δείξει ότι τώρα θα την περίμεναν πολλές δουλειές. Σήμερα το γλυκό αντικαταστάθηκε με την τούρτα» (Αποστόλου, Μ. 1980).

Κατηγορίες: Μαριάννα Αποστόλου. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση