Θεματική Ενότητα: ΕΛΠ41 /   1η    ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ / Ακαδημαϊκό Έτος: 2020 / 2021

Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών

Σύμβουλος Καθηγήτρια: Ελένη Φιλιππίδου

Φοιτήτρια: Μαριάννα Θ. Αποστόλου

Αρ. Μητρώου: 128536

 Πίνακας περιεχομένων

Εισαγωγή 

Ιστορικό και Ιδεολογικό Πλαίσιο 

Η Ελληνική Λαογραφία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 

Η Ελληνική Λαογραφία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 

Συμπεράσματα 

Βιβλιογραφικές αναφορές 

 Εισαγωγή 

Στην παρούσα εργασία προσπαθήσαμε: στο πρώτο μέρος να παρουσιάσουμε το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η συγκρότηση και εξέλιξη της επιστήμης της ελληνικής λαογραφίας από το 19ο αιώνα μέχρι τη νεότερη, μεταπολεμική περίοδο. Επικεντρωθήκαμε κυρίως στην ερμηνεία των εννοιών «έθνος» και «λαός», ως «βασικές» για την ίδρυση  του εθνικού κράτους στο πνεύμα του φιλελληνισμού (Herzfeld, 2002:37) κατά την πρώτη περίοδο της λαογραφίας, με σκοπό την ιστορική τεκμηρίωση και κατάδειξη της αδιάλειπτης συνέχειας και μοναδικότητας του ελληνικού γένους και του ελληνικού πολιτισμού. Αναφερθήκαμε στα πνευματικά και ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία συνετέλεσαν να στραφεί το  ενδιαφέρον των λαογράφων στον πολιτισμό του αγροτικού λαού. Στο δεύτερο μέρος το ενδιαφέρον μας μετατοπίστηκε στην ιστορική εξέλιξη της λαογραφίας, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για επαναπροσδιορισμό του αντικειμένου της λαογραφίας, Έγινε προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις στα ζητήματα και στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής όπως: ποιες συνθήκες υποχρέωσαν τους λαογράφους να επαναπροσδιορίσουν το αντικείμενό τους και να αποσυνδέσουν την έννοια του λαού από την ιδέα του έθνους, πως υπεισέρχεται η έννοια της κοινωνικής τάξης και της πολιτισμικής διαφορετικότητας στα κείμενα των λαογράφων του 20ου αιώνα και ποιες δυσκολίες συνάντησαν για να επαναπροσδιορίσουν το αντικείμενο της επιστήμης της Λαογραφίας.

Ιστορικό και Ιδεολογικό Πλαίσιο

Κατά τον 18ο αιώνα εμφανίζεται στη Γερμανία ένα νέο κίνημα, ο ρομαντισμός που πρόβαλλε την ιδέα του έθνους, ως κυρίαρχο στοιχείο. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε τη συνοχή και την πολιτική σταθερότητα η Γερμανία καθώς την αποτελούσαν πολλά κρατίδια. Η ιδέα του Έθνους οδηγούσε σε πολιτική σταθερότητα, ομοιογένεια και θέσπιση τέτοιων νόμων που θα κάλυπταν τις ανάγκες της «ψυχής» του λαού και θα επετύγχαναν διαπαιδαγώγηση του έθνους, αναλλοίωτο στοιχείο στο πέρασμα του χρόνου. Απόγονος του ρομαντισμού είναι η Γερμανική Λαογραφική Σχολή (Κυριακίδου, 1997:19) με εθνοκεντρικό χαρακτήρα η οποία συνέβαλλε στην εθνική αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία των Γερμανών.

Εκφραστές της «ψυχής του λαού» ήταν το κράτος και οι νόμοι. Η διακήρυξη των δικαιωμάτων της εθνότητας (Gӧrres) συγκέντρωσε όλη τη φιλοσοφία της γερμανικής λαογραφίας, εργαλείο διάπλασης και διαπαιδαγώγησης του έθνους αλλά και ώθησης της κυβερνητικής πολιτικής στην ικανοποίηση των αναγκών της «ψυχής του λαού» (Κυριακίδου, 1997:19-20). Αντίθετα στην Αγγλία και τη Γαλλία η μελέτη του παραδοσιακού πολιτισμού επηρεάστηκε από τον Διαφωτισμό που ρύθμιζε τη ζωή των ανθρώπων. Η ιστορική εθνική συνείδηση των Άγγλων και των Γάλλων  αναφέρεται στην ανοδική πορεία του ανθρώπινου είδους, που ξεκινάει από τα κατώτερα στάδια κοινωνικής οργάνωσης και οδηγείται στα ανώτερα (Κυριακίδου, 2008:22-26).

Σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών οι πολιτισμοί όλων των λαών κατατάσσονται σε μία εξελικτική κλίμακα τριών βαθμίδων με τον ανώτερο πολιτισμό στην κορυφή. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός που προέρχεται από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό βρίσκεται στην «ανώτερη βαθμίδα», τη «μεσαία βαθμίδα» καταλαμβάνει ο πολιτισμός των «βαρβάρων», ενώ στην «κατώτερη βαθμίδα» βρίσκονται οι πολιτισμοί που ζουν «κατά φύσιν» είναι οι «άγριοι πολιτισμοί» οι οποίοι στερούνται πολιτισμού και μια μέρα θα φτάσουν στην «ανώτερη βαθμίδα» (Κυριακίδου, 2008: 18). Από την κατώτερη βαθμίδα και τη μεσαία έχουν περάσει τα σημερινά πολιτισμένα έθνη και όταν μελετάμε ήθη λαών που βρίσκονται σε κατώτερες βαθμίδες είναι σαν να μελετάμε το παρελθόν πολιτισμένων λαών. Στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αναφέρεται και η θεωρία του Tylor για τις επιβιώσεις, στοιχεία που συγκρίνει με ανάλογες συνήθειες λαών πρωτόγονων (Τζάκης, 2002:32-33).

Η Ελληνική Λαογραφία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Διαφωτισμός, ο εξελικτισμός και το πρόβλημα των φυλετικών διακρίσεων έπαιξαν μεγάλο ρόλο για την έννοια του «έθνους», όπως διαμορφώθηκε την εποχή αυτή στην Ελλάδα (Κυριακίδου, 2008:29). Μέχρι τότε η παράδοση αποτελούσε ένα ακίνητο φορτίο, που περιείχε στοιχεία πολιτισμού, τα οποία εξακολουθούσαν να διατηρούνται στη ζωή παρά τις φυσικές ή κοινωνικές αντίξοες συνθήκες, που αντιμετώπιζαν. Η Λαογραφία στην Ελλάδα εμφανίστηκε τον 5ο  αιώνα π. Χ.  μαζί με τη Φιλοσοφία. Η γνώμη των πολλών (του λαού) τότε ήταν σε αντίθεση με τη γνώμη των ολίγων (των φιλοσόφων). Η διάκριση αφορά τη διάκριση στη νοοτροπία. Από τη μια πλευρά ήταν ο λαός, η «δόξα» του λαού και από την άλλη οι φιλόσοφοι,   η «αλήθεια» των φιλοσόφων (Κυριακίδου, 1997:17-18). Ο ελληνικός λαός ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός λαός που είχε συνειδητοποιήσει την εθνικότητά του όπως έγραψε ο Ηρόδοτος «ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα…» (8.144.3).

Στην παραπάνω άποψη του Tylor στηρίχτηκε ο ιδρυτής της Ελληνικής Λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Fallmerayer που υποστήριξε ότι στις φλέβες των νεοελλήνων δεν κυλάει σταγόνα αίμα αρχαιοελληνικό. Ο Πολίτης έδειξε, ότι στον αγροτικό χώρο της Ελλάδας διασώζονται επιβιώματα/εγκαταλείμματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Τα στοιχεία αυτά θεωρήθηκαν περισσότερο σταθερά στον αγροτικό χώρο διότι επηρεάζεται λιγότερο από τις αλλαγές κοινωνικής οργάνωσης (Αικατερινίδης, 2002: 24). Η Κυριακίδου (2008:21).  παρομοιάζει τους Έλληνες λαογράφους αυτής της περιόδου με χρυσοθήρες που έσπευσαν να βρουν αυτές τις «επιβιώσεις» – ψήγματα χρυσού μέσα στις παραδόσεις.  Με τη συγκριτική μέθοδο συγκρίναν όχι τα έθιμα των Ελλήνων με άλλων «ξένων», αλλά  τα έθιμα των Νεοελλήνων με των αρχαίων Ελλήνων  (Τζάκης, 2002:36-37).

Η αναζήτηση στοιχείων λαϊκού πολιτισμού που θα απεδείκνυαν την αρχαιοελληνική καταγωγή των νεοελλήνων αποτέλεσε στόχο της Ελληνικής Λαογραφίας από την αρχή. Έπρεπε µε επιχειρήματα τόσο από το ζωή όσο και τη γλώσσα του ελληνικού λαού να αποδειχτεί η αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Υπήρχαν αρκετές αντίθετες απόψεις (εκδυτικισμός) οι οποίες απαξίωναν το νεοελληνικό πολιτισμό, θαύμαζαν τον κλασικισμό της Δύσης και αμφισβητούσαν την ιστορική συνέχεια του Βυζαντίου. Σημαντικό εγχείρημα για την εμψύχωση του ελληνικού λαού αποτελούν τα δημοτικά τραγούδια που κατέγραψε ο Claude Fauriel (Herzfeld, 2002: 32-36). Μεγάλη στάθηκε η προσφορά των ιστορικών, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου και Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου (Τζάκης, 2002:35-36),  οι οποίοι τον 19ο αιώνα έθεσαν τις βάσεις της ταυτότητας και της συνέχειας του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα (Αυδίκος, 2009:62-65). Οι παραπάνω ιστορικοί  έδειξαν ότι το Βυζάντιο αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην Αρχαιότητα και το Νεοελληνικό Κράτος, (Herzfeld 2002:26-27), χρησιμοποίησαν επιχειρήματα από το ζωή και τη γλώσσα του ελληνικού λαού.

Οι λαογράφοι Πολίτης και Κυριακίδoy αναφέρθηκαν στον παραδοσιακό πολιτισμό και σε όλες τις εκδηλώσεις που συγκλίνουν στην κοινή καταγωγή. Οι δυνάμεις της «εθνικής ψυχής» ενώνουν τον ελληνικό πολιτισμό διαχρονικά. Για τη θεμελίωση της επιστήμης της Λαογραφίας ο Πολίτης χώρισε την ύλη σε μνημεία λόγου και σε κατά παράδοση πράξεις,η Κυριακίδoυ σε φυσικές, πνευματικές και κοινωνικές εκδηλώσεις και ο  Μέγας αναφέρεται στον ελληνικό λαό που κατέχει την ουσία της «εθνικής ψυχής» και θεωρεί έργο της λαογραφίας την αυτεπίγνωση της εθνότητας. Ο Μέγας προτείνει τη διάκριση του λαογραφικού/παραδοσιακού πολισμού σε υλικό, πνευματικό και κοινωνικό βίο. Εν κατακλείδι η λαογραφία συνδέθηκε κυρίως με την έννοια του «έθνους» και με τις έννοιες «φυλή» και «εθνότητα». Είναι σημαντικός ο αγροτικός χώρος καθώς είναι ανόθευτος, σταθερός και αναλλοίωτος. Η επιστήμη της λαογραφίας βρήκε επιβιώματα-στοιχεία στον αγροτικό χώρο που τη βοήθησαν να επιτελέσει το εθνικό της έργο και να συνδέσει αυτά τα στοιχεία με το αρχαιοελληνικό παρελθόν (Τζάκης, 2002:36-37). Η ταύτιση αυτών των στοιχείων με εκείνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού μαρτυρεί την κοινή καταγωγή ενός λαού που πολιτισμικά ξεχώριζε και ξεχωρίζει από οποιοδήποτε άλλο έθνος/λαό.

Ο Πολίτης προσπάθησε να αναζητήσει νόμους που καθόρισαν την παγκόσμια ιστορία, την παγκόσμια εξέλιξη. Οι νόμοι αυτοί δεν διέφεραν από τη μια χώρα στην άλλη, αλλά υπήρξαν ουσιαστικοί για την παγκόσμια πρόοδο, τη μετάβαση από την «κατώτερη κλίμακα» στη «μεσαία» κι από κει στην «ανώτερη» (Τζάκης, 2002:32-33). Παρατηρείται απόκλιση στην έννοια «έθνος» (Κυριακίδου, 2008:27) καθώς οι Έλληνες ανέπτυξαν εθνική συνείδηση από αρχαιοτάτων χρόνων, ενώ οι Γερμανοί πρόσφατα. Η στροφή των Γερμανών στο παρελθόν είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από τον φιλελευθερισμό, την ισότητα και την ανεξαρτησία των Ελλήνων. Επομένως η εδραίωση της ελληνικής λαογραφίας αποτέλεσε ανάγκη να αποδειχτεί η καταγωγή των νεοελλήνων ως συνέχεια από τους αρχαίους Έλληνες παρά να παγιωθεί η ουσία του «έθνους». Η εθνική συνείδηση των Γερμανών διαμορφώθηκε παράλληλα με την ιστορική συνείδηση και η εθνική συνείδηση των Ελλήνων προηγήθηκε της ιστορικής έτσι στην περίοδο του ελληνικού διαφωτισμού παρατηρείται αναβίωση της εθνικής συνείδησης  (Αυδίκος, 2009: 47). Άλλη μια διαφορά που υπάρχει στην έννοια του «έθνους» των Ελλήνων είναι ότι η σύγκριση αφορά το «εμείς και οι αρχαίοι», ενώ στην έννοια του «έθνους» των Γερμανών η σύγκριση αφορά στο «εμείς και οι άλλοι λαοί» (Κυριακίδου, 2008:27-37).

Οι παραδοσιακές κοινωνίες, δεν είναι απομονωμένες, έχουν συγκεκριμένα λαογραφικά στοιχεία, κοινή ταυτότητα και πολλές μαζί δημιουργούν τα εθνικά κράτη (Νιτσιάκος, 2008:198). Κινήματα και επαναπροσδιορισμοί τον 19ο αιώνα είχαν ως βασικό σκοπό κάθε έθνος να αποτελέσει κράτος. Μεγάλη σημασία για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους αποτέλεσε η δημιουργία της εθνικής συνείδησης προκειμένου να εδραιωθεί η εθνική παράδοση. Η Λαογραφία, παράδειγμα στράτευσης στην υπηρεσία του κράτους, ταυτίστηκε και επικρίθηκε περισσότερο από άλλες επιστήμες (Αυδίκος, 2009:71). Συμπερασματικά, οι πρώτοι Έλληνες λαογράφοι προσπάθησαν να αναδείξουν την πολιτισμική συνέχεια του έθνους (Herzfeld, 2002:24-29) και η Λαογραφία καθιερώνεται «ως εθνική επιστήμη», με «εθνικό προσανατολισμό» (Νιτσιάκος, 2008:196-197).

Η Ελληνική Λαογραφία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρούνται κοινωνικές μεταβολές σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι μεταβολές αυτές επηρέασαν την Ελλάδα. Παρατηρείται συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού και μεταβολή του προφίλ των ελληνικών πόλεων οι οποίες λόγω της αστυφιλίας εμπλουτίζονται με εργατικό δυναμικό (Ντάτση, 2008:41-42). Τα πολιτισμικά στοιχεία τα επιβιώματα παύουν να υφίστανται και συντελείται μετάλλαξη που σχετίζεται με τις κοινωνικές εξελίξεις (Τζάκης, 2002:24-25). Το λαογραφικό σώμα δεν ανήκει στον αγροτικό πληθυσμό, αλλά  αποτελεί μια ομάδα ανθρώπων που ενδεχομένως παρουσιάζουν κάποια κοινά στοιχεία καθώς λόγω της βιομηχανοποίησης ο αγροτικός πληθυσμός, είχε απομακρυνθεί από το φυσικό περιβάλλον. Αυτό ανάγκασε τους λαογράφους να επαναπροσδιορίσουν το αντικείμενό τους και να αποσυνδέσουν την έννοια του λαού από την ιδέα του έθνους.  Στις αστικές κοινωνίες οργανώθηκαν ομάδες κοινωνικές  και επαγγελματικές, οι εθνικές ομάδες που διατηρούσαν στοιχεία της ταυτότητάς τους, αλλά στράφηκαν στις πολιτισμικές αξίες. Σημαντική εξέλιξη στην μεταπολεμική κοινωνία υπήρξε η πραγμάτωση ενός στόχου του διαφωτισμού:  «η διάδοση της μορφώσεως και προς τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις». Η στοιχειώδης μόρφωση θεωρήθηκε απαραίτητη για όλους, ακόμη και για τους αγρότες, οι οποίοι έγιναν μιμητές του αστικού τρόπου ζωής. Συνεπώς μετατοπίζεται το αντικείμενο μελέτης και έρευνας της λαογραφίας από την μελέτη των ηθών και εθίμων του αγροτικού πληθυσμού στη μελέτη και έρευνα των αστών (Μερακλής, 1971:6-9).

Το ενδιαφέρον των λαογράφων στρέφεται στις αστικές κοινωνίες. Έτσι ο Λουκάτος προτείνει «εθνογραφικό τρόπο μελέτης», την επιτόπια έρευνα. Τα επιστημονικά συμπεράσματα και η λαογραφική ύλη χωρίστηκαν σε φιλολογική και εθιμοτυπική. Στις πόλεις οι μετανάστες προσαρμόζονται στο νέο αστικό περιβάλλον και αποτελούν έμψυχο  υλικό λαογραφικής  έρευνας. Ο Ήμελλος αλλάζει το λαογραφικό ερώτημα στο πού, δηλαδή ερευνά, με την χαρτογραφική μέθοδο, τον τόπο καταγωγής των εθίμων και  τον τόπο όπου εμφανίζονται. Προς ανασυγκρότηση της ελληνικής λαογραφίας στρέφεται η Κυριακίδου και πρότεινε την «ιστορική εθνογραφία», σύγκλιση Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Επί σειρά ετών ασχολήθηκε με την προφορική ιστορία και κατέγραψε υλικό από τρεις γενιές Μικρασιατών προσφύγων (Βουτυρά, 1989:58-61)  αλλά και ο Μερακλής προσανατολίζεται δίνοντας στον κοινωνικό χαρακτήρα των πολιτισμικών στοιχείων (Τζάκης, 2002:39-40).  Αναφορά σε  σύγχρονους λαογράφους όπως Αυδίκος, Νιτσιάκος, Μπάδα, Χατζητάκη, Βαρβούνης, Σέργης, Κακάμπουρα, Ράπτης, οι οποίοι σε πολλές μελέτες και βιβλία τους ασχολήθηκαν  με σύγχρονα και νεωτερικά θέματα και έδειξαν ότι η επιστήμη της Λαογραφίας είναι επιστήμη εξελισσόμενη (Αλεξιάδης, 2012).

Συμπεράσματα

Εν κατακλείδι η λαογραφία, όπως κάθε επιστήμη είναι εξελισσόμενη μέσα στον χρόνο (Herzfeld, 2002:20), κάνει την αυτοκριτική της και επαναπροσδιορίζει τους στόχους, μαθαίνει μέσα από την εμπειρία και την έρευνα, ερμηνεύει και μελετά τις εκδηλώσεις του παραδοσιακού πολιτισμού, τροποποιεί τις μεθόδους της και ενσωματώνει στοιχεία από επιστήμες (Κοινωνική Ανθρωπολογία, Ιστορία) που μελετούν τον λαϊκό άνθρωπο και τον πολιτισμό του, εξελίσσεται,  μετασχηματίζεται και αναπροσαρμόζεται. Στην αρχή η επιστήμη της λαογραφίας μελετούσε τον παραδοσιακό ή λαϊκό πολιτισμό, στον αγροτικό χώρο και συνδέθηκε κυρίως με την έννοια του έθνους. Μεταπολεμικά όπως οι ίδιες έννοιες του έθνους-λαού διευρύνθηκαν καθώς εμφανίστηκαν οι έννοιες: φυλή, έθνος, εθνότητα, κράτος και κοινωνική τάξη. Έτσι όπως οι έννοιες εξελίσσονται, διευρύνονται, αναπροσαρμόζονται, κατά τον ίδιο τρόπο και η επιστήμη ψάχνει, αναζητά και διευρύνεται ώστε να εξηγήσει τόσο την ύπαρξη της, όσο και την ύπαρξη του λαού που εξετάζει.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Αλεξιάδης, Αλ. Μ. (2012) Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία: Συναγωγή Μελετών, σσ. 355-368, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα: 2012.

Αυδίκος, Ε. (2009), Εισαγωγή στις σπουδές του λαϊκού πολιτισμού. Λαογραφίες, λαϊκοί πολιτισμοί, ταυτότητες, σσ. 46-52 και 61-85. Εκδ. Κριτική, Αθήνα:2009.

Βουτυρά, Έ. (1989), Η Λαογραφία της Άλκης και η Προφορική Ιστορία, Εντευκτήριο,  8 (Οκτώβριος), σ. 58-61, Θεσσαλονίκη:1989.

Ηρόδοτος, (5ος π. Χ.), 8.144.3.

Κυριακίδου Νέστορος, Α. (2008), Η ρομαντική έννοια του έθνους, στο Κ. Γκότσης-Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος – 20ός αι.), σσ. 27-37, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα:2008.

Μερακλής, Γ. Μ. (1971),  Οι θεωρητικές κατευθύνσεις της Λαογραφίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, Λαογραφία, 27, σ. 6-9,  Αθληνα:1971.

Νιτσιάκος, Β. (2008),  Επίλογος, στο Προσανατολισμοί. Μια κριτική εισαγωγή στη λαογραφία, σσ. 196-197. Εκδ. Κριτική, Αθήνα:2008.

Ντάτση, Ε. (2008), Ο λαός της λαογραφίας. Το ιδεολογικό́ περιεχόμενο, στο Κ. Γκότσης-Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος – 20ός αι.), σσ. 41-42.  Εκδ. ΕΑΠ. Πάτρα:2008.

Τζάκης, Δ. (2002), Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας, στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης, Μ.Ε. Γιατράκου, Γ. Θανόπουλος, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δ. Τζάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Α΄, σσ. 24-35, 39-40. Εκδ. ΕΑΠ. Πάτρα:2002

Herzfeld, Μ. (2002), Πάλι δικά μας. Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, Κεφ.1, μτφρ. Μαρίνος Σαρηγιάννης, σσ. 20, 24-29. Εκδ. Αλεξάνδρεια. Αθήνα:2002.

 

 

 

 

 

 

Κατηγορίες: Μαριάννα Αποστόλου. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση