2η Γραπτή Εργασία_ΕΛΠ40_Αποστόλου_Μαριάννα

Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό
Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών
Θεματική Ενότητα: ΕΛΠ40
«Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού»
2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Σύμβουλος Καθηγήτρια: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη
Ακαδημαϊκό Έτος: 2020 – 2021
Φοιτήτρια: Μαριάννα Θ. Αποστόλου

Πίνακας περιεχομένων
1. Εισαγωγή…………………………….………………………………………………………..…….3
2. Η σημασία της μουσικής και του χορού στην αρχαία Ελλάδα………………….3
3. Η σημασία του ήθους στην αρχαία ελληνική μουσική…..……….………………..7  Συμπεράσματα…………………………………………………………..…………………………11

Βιβλιογραφικές αναφορές………………………………………………………………………12

1. Εισαγωγή
Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στον χορό και στη μουσική η οποία ήταν μια από τις τέσσερες ιερές επιστήμες: μουσική, γεωμετρία, μαθηματικά και αστρονομία. Αποτελούσε αντικείμενο μελέτης από τον 6ο αιώνα π.Χ. (Πλεμμένος, 2008) και σχετίζονταν με τη λατρεία των Θεών. Η λατρεία του Διονύσου αντανακλούσε τη δύναμη της μουσικής να σε «μεθά», να σε λυτρώνει από τον πόνο και την αγωνία. Όργανο της λατρείας αυτής ήταν ο αυλός, πνευστό, πνοή, στεναγμός και κλάμα γίνονταν μουσική (Ανδριανού & Ξιφαρά, 2001). Η λατρεία του Απόλλωνα1 απέδιδε στη μουσική την ικανότητα να συλλογιέται κάποιος αφαιρετικά, να αναπτύσσει τις πνευματικές ιδιότητες και να φωτίζεται ο νους του. Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι η δύναμη της μουσικής οφείλονταν στη δύναμη των αριθμών που ρύθμιζαν τη μουσική κλίμακα, άλλοι ότι οφείλονταν στην προδιάθεση των ατόμων να επηρεάζονται από τη μουσική και μια τρίτη κατηγορία πίστευε ότι η μουσική από τη φύση της επηρέαζε τις αισθήσεις και το νου των ανθρώπων (Πλεμμένος, 2008). Στην παρούσα εργασία, μετά από βιβλιογραφική ανασκόπηση, έγινε προσπάθεια να απαντηθούν τα ερωτήματα: α) ποια ήταν η σημασία της μουσικής και του χορού: στις λατρευτικές εκδηλώσεις, την τραγωδία, το θρησκευτικό βίο, τις κηδείες, τα συμπόσια, την κωπηλασία και τον πολεμικό βίο και β) ποια ήταν η σημασία του ήθους στην αρχαία ελληνική μουσική, όσον αφορά στη διαπαιδαγώγηση των νέων. Τέλος διατυπώθηκαν τα συμπεράσματα.
2. Η σημασία της μουσικής και του χορού στην αρχαία Ελλάδα
Η μουσική ήταν δώρο των Μουσών2 που προσέφεραν στους ανθρώπους τη μουσική τέχνη σαν ενότητα λόγου, κίνησης, ήχου (τριφυές δρώμενο). Πρώτη αποχώρησε από την ενότητα η κίνηση και για αρκετά χρόνια ποίηση και μουσική αποτελούσαν ενιαίο σύνολο, ποιητής και συνθέτης ήταν ένα πρόσωπο μέχρι το 450 π.Χ. (Neubecker, 1986). Οι αρχαίοι Έλληνες μάθαιναν μουσική και χορό, διότι εθεωρείτο βάση της εκπαίδευσης των ελεύθερων πολιτών και το καλύτερο εφόδιο μόρφωσης. Στις Νεφέλες ο Αριστοφάνης έγραψε «Πρώτο χρέος των παιδιών…να ακούσουν της κιθάρας το μάθημα» (Flacelière, 2003). Ο Κικέρων ανέφερε: «σημάδι μιας τέλειας εκπαίδευσης…να τραγουδούν και να παίζουν έγχορδα όργανα». Υπάρχουν μαρτυρίες ότι τραγούδι, χορός και μουσική κατείχαν σημαντική θέση στο θεϊκό κόσμο: το
1 Ο Απόλλωνας είχε ως όργανο τη λύρα από το καύκαλο της χελώνας, που κατασκεύασε ο Ερμής, αφού πρώτα στερέωσε πάνω του χορδές από έντερο προβάτου.
2 Οι Μούσες ήταν θεότητες που προΐσταντο σε κάθε πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα του ανθρώπου
συμπόσιο των Θεών στον Όλυμπο, όπου ο Απόλλωνας παίζει φόρμιγγα και οι Μούσες χορεύουν και τραγουδούν «θεϊκά» και στο γήινο κόσμο: ο Αχιλλέας διασκεδάζει με την φόρμιγγα, το τραγούδι ακούγεται σε γάμους, σε συμπόσια και σε νεκρικές τελετές, υμνεί την τέχνη του συρτού χορού και ενδυναμώνει το ηθικό των στρατιωτών στη μάχη (Neubecker, 1986). Σκηνές της μουσικής ζωής και εκτέλεσης υπάρχουν στην ασπίδα του Αχιλλέα, στην ασπίδα του Απόλλωνα ο Θεός παίζει μουσική και οι Μούσες χορεύουν σε κυκλικό χορό και τραγουδούν, στην Ιλιάδα, ένα αγόρι τραγουδάει με την φόρμιγγα «την ωραίαν λινωδίαν» στον τρύγο στην ασπίδα στου Ηρακλή κ.ά. (Neubecker, 1986).
Η αντίληψη για τη σημασία της μουσικής ήταν καθολική και ουσιαστικά μορφωμένος στην αρχαιότητα ήταν ο «μουσικός ανήρ». Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας «έπαιζε κιθάρα τέλεια», ενώ ο Θεμιστοκλής, που με τη μεγαλοφυία και την τόλμη του νίκησε τους Πέρσες, έκρινε ότι είχε ελλιπή μόρφωση καθώς δεν γνώριζε καλά μουσική και ψαλτήριο, δεν κούρδιζε καλά τη λύρα του (Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής ΙΙ, 3). Αχιλλέας και Πάρις στην Ιλιάδα είχαν πολύ καλή ικανότητα της καθαριστικής, ο Σωκράτης έπαιρνε μαθήματα λύρας σε προχωρημένη ηλικία (West, 2004). Στον Πρωταγόρα η διδασκαλία του κιθαριστή έπονταν του γραμματιστή και τελευταία ήταν αυτή του παιδοτρίβη. Μάλιστα οι μισθοί των κιθαριστών ήταν μεγαλύτεροι από των γραμματιστών και των παιδοτρίβων (Παπαοικονόμου, 2003).
Στην κλασική Αθήνα το κράτος αναλάμβανε τις σπουδές μόνο των ορφανών από τον πόλεμο, η εκπαίδευση των άλλων παιδιών ήταν ιδιωτική υπόθεση, αποτελούνταν από το τρίπτυχο, γράμματα, μουσική, γυμναστική που δίδασκαν γραμματιστές, κιθαριστές και παιδοτρίβες αντίστοιχα. Πρώτα διδάσκονταν τα γράμματα, που αποτύπωναν τη γλώσσα και συμβόλιζαν αριθμούς και φθόγγους. Στη Σπάρτη, αγόρια και κορίτσια μάθαιναν ανάγνωση, γραφή, μουσική και χορό, μέχρι τα δώδεκα με φροντίδα του κράτους. Ο Αθήναιος (Πλάτωνος, Νόμοι, 631b–632d) υποστήριζε ότι η σπαρτιατική αγωγή ήταν ατελής, δεν εξασφάλιζε στους Σπαρτιάτες την απαιτούμενη σωφροσύνη για την αντιμετώπιση των ηδονών. Η μουσική εκπαίδευση θεωρούνταν αναγκαία (Πλουτάρχου, Λυκούργος, XVI, 6) διότι «η απόλυτη εξοικείωση» με τον ρυθμό βοηθούσε τους στρατιώτες να κάνουν πειθαρχημένες κινήσεις, έτσι πάντα στις μάχες συνοδεύονταν με αυλούς και τραγούδια. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην Κρήτη (Παπαοικονόμου, 2003).
Από τις παραστάσεις των αγγείων αντλούμε πληροφορίες για τη διδασκαλία Ομήρου, Ησίοδου, Αισώπου και της μουσικής που γινόταν στον ίδιο χώρο (Παπαοικονόμου, 2003). Ο κιθαριστής δίδασκε να τραγουδούν και να εκτελούν άσματα από καθιερωμένο ρεπερτόριο (West, 2004). Σε μια υδρία του 5ου αιώνα απεικονίζεται ο δάσκαλος να τραγουδά με τη συνοδεία λύρας κι ο έφηβος μαθητής του να τον συνοδεύει παίζοντας αυλούς. Νεαροί άνδρες περιμένουν τη σειρά τους βαστάζοντας μουσικά όργανα (West, 2004). Σε πολλά τραγούδια διασώθηκαν στροφές που υμνούν τα όργανα, το τραγούδι και το συρτό χορό, με επανάληψη στροφής, λόγω μελωδίας και ρυθμού. Είναι γνωστός ο οίκος θεραπαινίδων των Μουσών, που διηύθυνε η Σαπφώ, όπου διδάσκονταν μουσική. Από επιγραφές μαθαίνουμε ότι Αθήνα, Σπάρτη, Μαντινεία, Άργος, Θήβα εξελίχτηκαν σε κέντρα μουσικά (Παπαοικονόμου, 2003). Οι αρχαίοι Έλληνες συνέδεσαν τη μουσική με θεραπευτικές ιδιότητες και με δυσάρεστα περιστατικά της ζωής. Θρηνητικά τραγούδια με αυλό ή κιθάρα συνόδευαν την εκφορά του νεκρού. Τα επικήδεια τραγούδια τραγουδούσαν γυναίκες ή επαγγελματίες θρηνωδοί. Το συναισθηματικό δέσιμο των αρχαίων με τη μουσική μαρτυρούν κτερίσματα σε τάφους ή άλλα ευρήματα της αρχαιολογίας (Παπαοικονόμου, 2003). Πολλές φορές η μουσική χρησιμοποιείτο ως μέσο καταπολέμησης ασθενειών του σώματος (επιληψία, τοκετός, έρωτας, εξαγνισμός οίκων και ζώων κ.ά.) δια μαγείας. Τα κορίτσια διδάσκονταν μουσική όπως απεικονίζεται σε παραστάσεις «γαμικών λεβήτων» η νύφη και οι φίλες της παιζουν τριγωνικές άρπες και αυλούς κατά τη διάρκεια νυμφοστολίσματος.
Στα Μεγάλα Διονύσια έπαιρναν μέρος 20 χορωδίες με 50 μέλη η κάθε μία, στις Πανελλήνιες γιορτές (Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα και Ολύμπια) εκτός από αθλητικούς αγώνες διοργάνωναν και μουσικούς αγώνες. Ακόμα και οι θυσίες τελούνταν παρουσία αυλού και χορού που ακολουθούσαν μια επίσημη πομπή, όπως αναφέρονται στα: Μεγάλα και Μικρά Παναθήνια, εν άστυ Διονύσια και Ελευσίνια μυστήρια, όπου προς τιμή του Διονύσου διοργάνωναν τους δραματικούς αγώνες3, Οισχοφόρια, Υακίνθια, Δαφνησφόρια (West, 2001). Κατά τον 5ο αιώνα σημαντική ήταν η συμβολή της μουσικής στην άνθηση του αττικού δράματος (κωμωδία, τραγωδία4, σατυρικό δράμα)
3. Στη δημαγωγική πολιτική του Πεισίστρατου οφείλεται η αναδιοργάνωση και ο εξωραϊσμός της γιορτής με την εισαγωγή τραγικών αγώνων και διθυραμβικών χορών. Ο Πεισίστρατος γνώριζε ότι το θέαμα επηρέαζε τις κρίσεις των απλών πολιτών. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Ιστορία Α 60) έντυσε τότε μια ψηλή γυναίκα με πανοπλία και την τοποθέτησε πάνω σε ένα άρμα. Κήρυκες διέδιδαν στους Δήμους ότι η Θεά Αθηνά οδηγεί τον Πεισίστρατο στην Πόλη. Οι κάτοικοι το πίστεψαν και τον υποδέχτηκαν πίσω (Mosse, 2001, 204).
4. Το ανοικτό πνεύμα της τραγωδίας επέτρεψε στην πολιτεία να εντοπίζει όταν συγκρουόταν με τα ιδεώδη της, τι έπρεπε να αποκλείσει ή να περιστείλει. Ο χορός εκφράζει τα συναισθήματα των πολιτών και. μέσα από τις ανησυχίες και τις αμφιβολίες του χορού, προέκυπταν οι αμφισβητήσεις (Vernant, 1998, σελ. 18-19) διότι προσέδιδε στο ύφος του μεγαλοπρέπεια

5. Το αττικό δράμα6 την εποχή αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω του παιδευτικού χαρακτήρα του. Πρόκειται για μαζική συμμετοχή στις παραστάσεις, είτε ως συντελεστές, είτε ως απλοί θεατές, με σκοπό τη διάπλαση του χαρακτήρα σύμφωνα με τις αρχές της Αθηναϊκής πολιτείας (Vegetti, 1996)7.
Τα συμπόσια (Παπαδοπούλου, 2003), σημαντικός θεσμός της αρχαιότητας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο για την εκτέλεση μουσικών συνθέσεων και χορών και την διάδοση της ποίησης, καθώς στις εκδηλώσεις αυτές εκτελούνταν έργα μεγάλων λυρικών ποιητών. Οι συμποσιαστές, μετά το φαγητό στις σπονδές τραγουδούσαν τον παιάνα και στη συνέχεια με το ποτό τραγουδούσαν ένα τραγούδι συνοδεία κιθάρας, ή λύρας (Mass & Snyder, 1989). Ο Vegetti (1996) δανείζεται μια φράση από το Συμπόσιο του Πλάτωνα ότι η θυσία προς τιμή των Ολύμπιων Θεών αποτελούσε την κορυφαία στιγμή «της φιλίας μεταξύ Θεών και ανθρώπων» καθώς εγγυόταν τον πολιτικό δεσμό.
Οι άνδρες αναζητούσαν στη μουσική βοήθεια στη σωματική κίνηση για να διατηρήσουν τον ρυθμό. Στο κατάστρωμα του πλοίου υπήρχε πάντα ένας αυλητής, ο τριηραύλης, που βοηθούσε στην διατήρηση του ρυθμού και στην ευδιαθεσία των κωπηλατών. Ένας ή και περισσότεροι αυλητές συνόδευαν τους πολεμιστές στη μάχη, συμμετείχαν στην προπόνηση, κατά τη διάρκεια του αγώνα, στο άλμα εις μήκος, τη δισκοβολία και τον ακοντισμό, στην πυγμαχία και την πάλη. Πολλές τοπικές γιορτές ευμοιρούσαν σε μουσικά δρώμενα, λιτανείες, υπορχήματα, θυσίες και συνοδεύονταν από τελετουργικούς ύμνους. Οι γυναίκες τραγουδούσαν για να ξεφύγουν από τη μονοτονία της δουλειάς (άλεσμα δημητριακών, κοπάνισμα, αργαλειός, ζύμωμα). Γνωστά είναι τα τραγούδια των σκοινοποιών (Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1993), των θεριστών, των κωπηλατών και το τραγούδι του Λίνου για τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών.
Στην αρχαία Ελλάδα με τη λέξη «χορό» εννοούνταν: το ρυθμικό σύνολο κινήσεων ολόκληρου του σώματος, ο χορός του αρχαίου δράματος, ο τόπος όπου
5. Ο Σοφοκλής έπαιξε ο ίδιος κιθάρα ερμηνεύοντας το ρόλο του Θάμυρι στον αγώνα του με τις Μούσες (Mass & Snyder, 1989, σελ. 59).
6. Το αττικό δράμα καθίσταται η ιδιάζουσα μορφή τέχνης της δημοκρατίας, διότι μέσα από το θέαμα και την αρμοδιότητα της σχέσης του οράν-οράσθαι οι Αθηναίοι βίωναν τη συλλογικότητα, ασκούνταν στην αντιπαράθεση των ιδεών, στο διάλογο και στην επικοινωνία.
7.Οι απαρχές της κωμωδίας και της τραγωδίας (Τσακμάκης, 2001, σελ. 319) προήλθαν από αυτοσχεδιασμούς, η μεν τραγωδία από τους εξάρχοντες στο διθύραμβο, η δε κωμωδία από τους τους εξάρχοντες στα φαλλικά τραγούδια. Στα Αριστοφανικά θέματα η κριτική καυτηρίαζε την επικαιρότητα και τα προβλήματα της Αθηναϊκής κοινωνίας. Το «ονομαστί κωμωδείν» είχε στόχο σύγχρονους πολιτικούς και επιφανείς άνδρες ή ποιητές και σύμφωνα με τον Αριστοφάνη λειτουργούσε ως μέσο για να εκδικείται ο άνθρωπος τις υπεράνθρωπες δυνάμεις που κυριαρχούσαν στον κόσμο του. Οι κωμικοί αγώνες γίνονταν στα Λήναια και είχαν τοπική εμβέλεια (Dover, 2000, σελ. 57)
γινόταν η όρχηση (Σπάρτη) και η αγορά, όπου οι νέοι χόρευαν τις γυμνοπαιδιές. Η αξία του χορού ήταν μεγάλη διότι συνδύαζε την άσκηση, την ομορφιά, την υγεία, τη διάπλαση της ψυχής και του νου. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Νόμοι), «αχόρευτος» ήταν όποιος δεν είχε εξασκηθεί στο χορό καθώς η αίσθηση του ρυθμού, της αρμονίας και της κίνησης είναι προνόμιο των ανθρώπων. Για τον Πλούταρχο (Ηθικά) το νόημα του χορού περικλείουν οι λέξεις «φορά», «σχήμα», «δείξις». Με κατάλληλο συνδυασμό «φοράς και σχήματος» αργής/γρήγορης εκτέλεσης δημιουργήθηκαν τα διάφορα είδη χορού (Πανάγου, 2003). Οι αρχαίοι χοροί8 ταξινομούνται ως προς τον τόπο προέλευσης, τις κινήσεις, τους βηματισμούς και τη χορογραφία. Ως προς το ύφος κατατάσσονται με διάκριση το πάθος και το ήθος. Το ήθος αφορά το πρέπον, αντιπροσωπεύεται από τον «απολλώνιο» χορό με τη συνοδεία κιθάρας και απαντάται στους θρησκευτικούς, πανηγυρικούς και κοινωνικούς χορούς. Ο «διονυσιακός» χορός αντιπροσωπεύει πάθος με την μανία, τη λαγνεία, τον πανικό και τις ιλιγγιώδεις κινήσεις.
Εν κατακλείδι, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν συνδέσει τη μουσική, το τραγούδι και τον χορό με τη λατρεία των Θεών. Η μουσική ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία του Απόλλωνα και του Διονύσου και κατείχε τα πρωτεία σε εκδηλώσεις που άπτονταν του θρησκευτικού συναισθήματος. Επίσης ήταν συνυφασμένη με όλες τις εκδηλώσεις του ιδιωτικού και δημόσιου βίου, όπως μαρτυρούν η αρχαία ελληνική ποίηση (έπος, λυρική, δραματική) και η εικαστική τέχνη.
3. Η σημασία του ήθους στην αρχαία ελληνική μουσική                                                                                                                             Στην κλασική εποχή στόχος της εκπαίδευσης (Θουκυδίδης, 2.39.1, 4.41), ήταν να προετοιμάσει τους νέους με το πρότυπο «καλός καγαθός» ώστε να εισέλθουν στην κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης-κράτους. Παρά το διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα κάθε πόλης-κράτους, υπήρχαν πολλά κοινά στοιχεία για την παιδευτική αξία της μουσικής. Οι «αρμονικοί» θεωρούσαν ότι η μουσική και τα στοιχεία της είχαν ήθος και το ήθος αυτό το δημιουργούσαν και στους ανθρώπους. Στοιχεία της μουσικής με ήθος ήταν: οι φθόγγοι, το μέλος (διασταλτικόν, συσταλτικόν ησυχαστικόν), τα γένη, οι αρμονίες. Όλοι οι μεγάλοι Έλληνες ποιητές επικοί ή δραματικοί ήταν μουσικοί. Από Οι αρχαίοι χοροί διακρίνονταν σε θρησκευτικούς, πολεμικούς και ειρηνικούς. Ο χορός των κουρήτων ήταν ο αρχαιότερος χορός, ο πυρρίχιος χορός είχε παιδευτικό χαρακτήρα, μέσα από τις κινήσεις είχε σκοπό να διδάξει τη μίμηση των πολεμικών κινήσεων. Αρχαίοι θρησκευτικοί χοροί είναι: των πεπλοφόρων, ο παιάν, τα άνθεα, ο γέρανος, των Καρυάτιδων, του Καλαθίσκου, διονυσιακοί χοροί, χορεία και κύκλιος χορός (Πανάγου, 2003). Οι ιδιωτικοί χοροί είναι: του γάμου, του πένθους (ρυθμικοί βηματισμοί των θρηνωδών με τα χέρια υψωμένα) και των συμποσίων. Υπήρχαν και οι λαϊκοί χοροί (Πανάγου-Μιχαλακάκη, 2003) ιστορικής πλευράς η μουσική διδάσκονταν πριν τη διδασκαλία της γραφής και της ανάγνωσης. Η μουσική εκτός από μορφή διασκέδασης ήταν χρήσιμη για την ηθική προαγωγή του κοινωνικού συνόλου, καθώς διέθετε μαγικές ιδιότητές σε τέτοιο βαθμό που η λύρα του Αμφίωνα μάγευε τους λίθους και συγκεντρώνονταν για να στηθούν τα τείχη της Θήβας.
Η διαπαιδαγώγηση (Taylor, 2003) άρχιζε όταν το παιδί διδάσκονταν να αισθάνεται πόνο ή ηδονή για τα σωστά πράγματα. Επομένως η παιδεία άρχιζε όταν ένα μικρό παιδί, που δεν μπορούσε να μείνει ακίνητο και πηδούσε ή ξεφώνιζε, μάθαινε να μεταβάλλει τα ξεφωνητά και τα πηδήματα του σε μελωδικό τραγούδι και ρυθμικό χορό. Με τη μουσική ασχολήθηκαν αρκετοί στην αρχαία Ελλάδα άλλοι συμφωνούσαν, ότι η μουσική ήταν ψυχαγωγία και άλλοι διασκέδαση. Ο Πλάτωνας πίστευε στην ισχυρή επίδραση της μουσικής στην ψυχή και στους «Νόμους» εξέτασε το ζήτημα της χρήσης της σαν βασική παράμετρο της ηθικής διαπαιδαγώγησης των νέων. Το «ευάρμοστον» και το «ανάρμοστον»9 εκτός της ηθικής σημασίας περιέγραφε επίσης το κουρδισμένο ως εναρμονισμένο όργανο και το ακούρδιστο ως ανάρμοστο (Πλεμμένος, 2008). Ο πολίτης που θα εντρυφούσε στη μουσική, θα αντιλαμβάνονταν τις ελλείψεις που θα είχαν τα δημιουργήματα τέχνης, θα δέχονταν με ευχαρίστηση τα ωραία και θα αποστρέφονταν τα άσχημα και έτσι θα τελειοποιούνταν σε κάθε αρετή. Η μουσική σε μια ιδανική πολιτεία εκπαιδεύει και εκπολιτίζει τα ήθη (Πλεμμένος, 2008). Η μουσική όφειλε να προηγηθεί ακόμα και της άσκησης για να μάθει ο άνθρωπος το ωραίο και να το δέχεται με ευχαρίστηση, γιατί άσκηση χωρίς μουσική παιδεία εξαγριώνει τα πάθη.
Ο Πλάτωνας επέλεξε τη μουσική για την ηθική βελτίωση των φυλάκων του και για το σκοπό αυτό κατάρτισε πίνακα με τα ωφέλιμα στοιχεία της μουσικής. Για να απαντήσει σε τι συνίσταται η σωστή παιδεία ισχυρίζεται πως αρκεί να σκεφτούμε ότι η πρώτη εμπειρία που έχει το νεογέννητο με τη ζωή είναι η γνωριμία του με την ηδονή και τον πόνο (Πλάτωνος, Νόμοι, 653a). Η διδασκαλία της μουσικής ήταν εξαιρετικά σημαντική όπως αναφέρεται στον Πρωταγόρα (Πλάτωνος, Πρωταγόρας, 326b) οι κιθαριστές μάθαιναν στα παιδιά ρυθμούς και αρμονία που ήταν χρήσιμα στα λόγια και στις πράξεις, γιατί η ζωή απαιτούσε καλό ρυθμό και αρμονία και «ανάγκαζαν τις ψυχές των παιδιών να εξοικειώνονται με τους ρυθμούς και τις αρμονίες της μουσικής, ώστε να γίνονται ημερότεροι10 άνθρωποι και αφού συνήθιζαν στον καλό ρυθμό, θα γίνονταν χρήσιμοι και στους λόγους και στις πράξεις, γιατί ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου έχει ανάγκη από καλό ρυθμό και καλή αρμονία» (Παπαοικονόμου, 2003).
Ο Πλάτωνας έκρινε ότι ο καλός μουσικός πρώτα πρέπει να γνωρίσει αρετές όπως εγκράτεια, ανδρεία, ελευθεριότητα, μεγαλοψυχία και τις αντίθετες αυτών για να προφυλάσσεται. Σημαντική αξία θεωρούσε την απλότητα στη μουσική που αποδίδεται σε ενάρετο και ανόθευτο άνθρωπο, ενώ η μουσική δεξιοτεχνία και πολυπλοκότητα αναφέρονταν σε άνθρωπο που βρίσκονταν σε σύγχυση. Αποστρέφονταν το είδος της μουσικής που επεδίωκε την ευχαρίστηση με ηχητικά «εφέ» και ήταν υπέρ των λιτών, μετρημένων μελωδιών και των ρυθμών που βελτίωναν τις θετικές ιδιότητες του χαρακτήρα. Εάν ο μουσικός υπολείπονταν σε αξίες και δεν υπήρχε αρμονία ψυχής και σώματος τότε    η αρμονία δεν θα υπήρχε στις συνθέσεις του και έτσι παρασύρονταν σε υπερβολική ηδονή και στρέφονταν σε ακολασία και διαφθορά (Πλεμμένος, 2008). Επιπροσθέτως ο Πλάτωνας (Νόμοι, 656γ) έκρινε ότι ο μουσικός που εκπαίδευε τους νέους έπρεπε να ακολουθεί νόμους που αφορούσαν στη μελωδία, το ρυθμό και στα λόγια που θα αντανακλούσαν στην αρετή, παράδειγμα οι Αιγύπτιοι που έθεσαν νόμους στους ναούς για τις σωστές μελωδίες στους νέους. Για την επιλογή των μελωδιών ο Πλάτωνας με εξαίρεση τους θρήνους, τη νωθρότητα και τη μέθη κατέληξε σε δύο τη φρυγία, ως έκφραση της ειρηνικής ζωής και τη δωρική, ως έκφραση του γενναίου και του πολεμόχαρου ανδρισμού (Neubecker, 1986), με όργανα αποδεκτά τη λύρα, την κιθάρα και την σύριγγα για τους βοσκούς.
Παρόμοια με τον Πλάτωνα ήταν η τοποθέτηση του Αριστοτέλη (West, 2004), ο οποίος συμφωνεί ότι «η παιδεία που βασίζεται στα ήθη πρέπει να έρθει πρώτη και μετά να ακολουθήσει εκείνη που βασίζεται στη λογική»11. Στα βασικά μαθήματα εκπαίδευσης των νέων περιλαμβάνονταν μουσική, ανάγνωση, γραφή, ιχνογραφία. Στα «Πολιτικά» τοποθετήθηκε υπέρ της απόλαυσης και της καθαρτικής ιδιότητας της μουσικής, αλλά διαφωνούσε με τον Πλάτωνα ότι η μουσική παιδεία πρέπει να προηγείται όλων και σαν πρωταρχική εκπαίδευση έθεσε την ιχνογραφία που βοηθούσε στην ορθή αντίληψη των πραγμάτων, ώστε να μην εξαπατώνται στις αγοραπωλησίες. Θεωρούσε ότι όλα τα είδη ρυθμών, οργάνων και μελωδιών μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε όλες τις εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου. Έκρινε ότι η άσκηση της μουσικής δεν θεωρούνταν ευγενής δραστηριότητα, ο Δίας ουδέποτε τραγουδούσε η έπαιζε κιθάρα και οι επαγγελματίες μουσικοί αποκαλούνταν βάναυσοι. Η ενασχόληση με τη μουσική σύμφωνα με τον Αριστοτέλη χρησίμευε ως «παιδιά» και «ανάπαυση». Σχετικά με την ηδονή ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ενυπήρχε ως στοιχείο έμφυτο στη μουσική, οι μελωδίες ενθουσίαζαν τον άνθρωπο, ο ενθουσιασμός ήταν κατά τη γνώμη του ψυχικό πάθος «σχετίζονταν με το ήθος» (13340α), άρα η μουσική επιδρούσε στο ήθος.
Ο Απόλλωνας, όταν αντιλήφθηκε την κλοπή του βοδιού από τον πονηρό Ερμή, εκείνος κατευνάζει τον θυμό του με τη λύρα που του παίζει και στη συνέχεια του την χαρίζει για να παίζει στις γιορτές (Neubecker, 1986) «…φανερόν όμως είναι ότι, διακρινομένων των έργων εις έργα προσήκοντα και μη προσήκοντα εις ελευθέρους, δεν πρέπει να διδάσκωνται πάντα, αλλ’ εκείνα εκ των χρησίμων τα οποία δεν είναι φόβος να καταστήσουν τον μετέχοντα τούτων βάναυσον. Βάναυσον δε έργον πρέπει τούτο να θεωρούμεν και βαναύσους τέχνας και μαθήσεις εκείνας, όσαι καθιστούν το σώμα των ελευθέρων ή την ψυχήν ή την διάνοιαν άχρηστον διά τας πράξεις της αρετής (Αριστοτέλης, Πολιτικά: https://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/corpora/anthology/content.html?t=52&m=1).
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η ψυχή διακρίνονταν σε 3 μέρη το θεωρητικό και πρακτικό και το άλογο μέρος στα οποία αντιστοιχούν η παιδεία της μουσικής, η μουσική ως σχόλη και η μουσική ως παιχνίδι. Η διαφωνία του με τον Πλάτωνα αφορούσε στην αξία της μουσικής που προκαλούσε τέρψη και χαλάρωση και ότι ως προς τη δημόσια ψυχαγωγία είχε καθαρτική λειτουργία (Neubecker, 1986). Σχετικά με το ήθος σκέφτονταν αν η μουσική προσέφερε ευχαρίστηση (Neubecker, 1986). Για να αποκτήσει κάποιο παιδί κρίση για την ηθική αξία της μουσικής έπρεπε να παρακολουθήσει απλά μαθήματα μουσικής και όχι να γίνει επαγγελματίας μουσικός. Για τον Αριστοτέλη ο αυλός είχε καθαρτική ιδιότητα και σ’ αυτό διαφωνούσε με τον Πλάτωνα γιατί ο αυλός και η δώρια μελωδία είχαν την ιδιαιτερότητα να αποδίδουν οργιαστικό και παθητικό στοιχείο (Neubecker, 1986). Απαντούσε στον δάσκαλο του ότι ο στίχος «σωστό είναι να καλείς σε γιορτινό τραπέζι άριστο τραγουδιστή (Πολιτικά, 1338α) στην Οδύσσεια του Ομήρου, δεν είναι χρήσιμη «προς τέρψιν μόνον» αλλά κρύβει ένα «βαθύτερο νόημα στους στίχους» (1146ζ) καθώς πρώτον συντελεί «σε ωφέλεια και βοήθειαν μεγάλην» των δείπνων και των συμποσίων και δεύτερον αποτελεί «αντισταθμιστικό παράγοντα κατά της μέθης και της υπερβολής καθώς με την τάξη και τη συμμετρία κατευνάζει.
Ο Αριστόξενος, μαθητής του Αριστοτέλη, αποστασιοποιήθηκε από τους μεγάλους δασκάλους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, και στάθηκε στο ρόλο του συνθέτη ο οποίος επιδρά στην ψυχή και όχι τόσο στη δύναμη της μουσικής (Πλεμμένος, 2008). Ο Αριστόξενος είχε ως παράδειγμα τον Τελεσία, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει την Πυθαγόρεια με τη Φιλοξένειο μουσική χωρίς να πετύχει καλό αποτέλεσμα. Τότε εγκατέλειψε την Φιλοξένειο και επέστρεψε στην Πυθαγόρειο λόγω της ανατροφής του με την «καλλίστη μουσική» που περιλάμβανε έργα του Πινδάρου, του Διονυσίου του Θηβαίου, του Λάμπρου και του Πρατίνα (Πλεμμένος, 2008).Για τον Αριστόξενο «αν κάποιος καλλιεργούσε τον παιδευτικό χαρακτήρα της μουσικής…θα επαινούσε το ωραίο και ένας τέτοιος άνθρωπος θα ήταν αμόλυντος και θα ωφελούσε τον εαυτό του και την πόλη του, εφόσον δεν θα ασχολούνταν με ανάρμοστο».
4. Συμπεράσματα
Συμπερασματικά με τη βιβλιογραφική έρευνα εντοπίστηκαν οι κοινοί τόποι, πάνω στους οποίους προβληματίστηκαν οι Έλληνες για τη μουσική τους και τη θέση της στην καθημερινή ζωή. Ο προϊστορικός ελλαδικός χώρος αντιπαραθέτει τις συνημίτονες πεντατονικές κλίμακες και τα διατονικά κλπ. τετράχορδα και τις χρόες τους (Λέκκας, 2003). Η μουσική παιδεία χαρακτήριζε τον άνθρωπο, ο «μουσικός ανήρ» ήταν ολοκληρωμένος, αισθάνονταν, έπραττε και σκέπτονταν. Η «σχέση αμοιβαιότητας της μουσικής με ψυχικές καταστάσεις, ότι συγκεκριμένα είδη μουσικής προκαλούν συγκεκριμένα πάθη, αλλά και αντίστροφα» (Neubecker,1986), είχαν υποπέσει στην αντίληψή των αρχαίων ημών προγόνων αρκετά νωρίς. Εκτίμησαν την ηθική της αξία νωρίτερα από άλλους αρχαίους λαούς. Η πρόοδός των ήταν εξαιρετική σχετικά με τους ρυθμούς και τις αρμονίες που προκαλούσαν στην ανθρώπινη ψυχή ευχαρίστηση ή μη. Είχαν αναπτύξει θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες τα συναισθήματα χαράς, λύπης, μελαγχολίας, ευφορίας, αισιοδοξίας, τρέλας κ.ά. συνδέονταν με τις διάφορες μουσικές αρμονίες και ρυθμούς. Είχαν αντιληφθεί τη δύναμη της μουσικής και τη δυνατότητά της να αλλάζει τη ψυχική διάθεση των ανθρώπων. Δεν θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Αριστόξενο, ότι υπάρχει επίδραση της μουσικής στην ψυχική διάθεση και στη δύναμή της να διαπλάθει χαρακτήρα. Εν κατακλείδι, η μουσική μπορεί να προκαλέσει χαρά ή θλίψη, να ενθαρρύνει ή να παρηγορήσει, να ηρεμήσει και να εγκαρδιώσει κάποιον. Ακόμα και σήμερα δεν αμφισβητείται η παιδευτική αξία της μουσικής. Γεννάται όμως το ερώτημα ποιες πνευματικές ή ψυχικές ιδιότητες θα μπορούσαν να βελτιωθούν με συγκεκριμένες μελωδίες; Περαιτέρω έρευνα θα μπορούσε να διαφωτίσει και να δώσει απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ανδριανού, Ε. & Ξιφαρά, Π. (2001). Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα: 2001
Belis, A., (2004). Η καθημερινή ζωή των μουσικών στην αρχαιότητα, μτφρ. Σταύρου Βλοντάκη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα: 2004
Dover, K. J., (2000). Η Κωμωδία του Αριστοφάνη, μτφρ. Κακριδής, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα: 2001.
Flacelière, R., (2003). Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Βανδώρου, Γ., εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα: 2003.
Θουκυδίδου, Ο Επιτάφιος του Περικλή,2.39.1, 4.41.
Λέκκας, Δ. (2003). «Θεωρητικά: Φύση και Ιστορία» στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Τόμος Β΄, Ελληνική Μουσική Πράξη: Αρχαίοι και Μέσοι χρόνοι, 1.1.3, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα: 2003.
Λυπουρλής, Δ., (2001). «Παλαιότερη αρχαία ελληνική Λυρική Ποίηση», Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, στο Τόμος Α΄, σσ. 117-155, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα: 2001.
Mass, Μ. & Snyder, Σ., (1989). Stringed instruments of Ancient Greece, Yale University press, Yale: 1989
Mosse, G.I., (2001). Η αρχαϊκή Ελλάδα, μτφρ. Στρατής Π., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα: 2001.
Neubecker, A. J., (1986). Η μουσική στην αρχαία Ελλάδα, Ι & ΙΙ.4, εκδ Οδυσσέας. Αθήνα: 1986.
Πανάγου-Μιχαλακάκη, Β. (2003). «Κατηγορίες και είδη χορών», στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Τόμος Δ΄, Θεωρία Χορού – Ελληνική Χορευτική Πράξη: Αρχαίοι και Μέσοι χρόνοι, 4.2, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα: 2003.
Παπαδοπούλου, Ζ., (2003). «Υμνώντας τους θεούς. Η μουσική στον δημόσιο βίο των αρχαίων Ελλήνων» στο Μουσών Δώρα Μουσικοί και χορευτικοί απόηχοι από την Αρχαία Ελλάδα εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού, δίγλωσση Έκδοση: Ελληνικά Ολλανδικά, Αθήνα: 2003
13
Παπαοικονόμου, Κ. (2003). «Μουσική παιδεία», στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Τόμος Β΄, Ελληνική Μουσική Πράξη: Αρχαίοι και Μέσοι χρόνοι, 5.4. εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα: 2003
Πλάτωνος, Νόμοι. 631β – 632δ, 643α, 653α, 656γ.
Πλάτωνος, Πρωταγόρας, 326 b.
Πλεμμένος, Γ. (2008). Συζητώντας για την ελληνική μουσική. Ένα διαχρονικό ταξίδι (4ος αι.π.Χ.-19ος αι. μ.Χ.. εκδ. Εν Πλω. Αθήνα: 2008
Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής, ΙΙ, 3
Πλουτάρχου, Λυκούργος, XVI, 6
Taylor, A., (2003). Πλάτων, ο άνθρωπος και το έργο του, μτφρ. Αρτζόγλου, Ι., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα: 2003.
Τσακμάκης, Α., (2001) «Αρχαία και Μέση Κωμωδία», στο Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Τόμος Α΄, σ. 319, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα: 2001.
Vegetti, M., (1996). «Ο άνθρωπος και οι Θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Τασάκος σσ. 379-424, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα:1996
Vernant, J.-P., (1998). Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα. Τόμος Α΄, μτφρ. Γεωργούδη, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα: 1998.
West, M., (2004). Αρχαία Ελληνική Μουσική, μτφρ. Κομνηνός, Σ., εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα: 2004.

Κατηγορίες: Μαριάννα Αποστόλου. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση