Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών
Θ.Ε.: ΕΛΠ40
3η Γραπτή Εργασία
Υπεύθυνη: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη
2020 – 2021
Μαριάννα Αποστόλου
Περιεχόμενα
1. Εισαγωγή …………………………….…………………………………….…3
2. Αποσαφήνιση των όρων «έθιμο», «δρώμενο», «τελετουργία»…3
3. Ο παραδοσιακός χορός ως εθιμική τελετουργική πράξη….………5
3.1. Ο χορός στις «παραδοσιακές» κοινωνίες….…………………………7
3.2. Ο χορός στις «σύγχρονες» κοινωνίες….….………..…………………9
4. Συμπεράσματα………………………………………………………………….10
Βιβλιογραφία..………………………………………………………………………11
1. Εισαγωγή
Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία υφίσταται αλλαγές τις οποίες ακολουθεί και ο παραδοσιακός χορός για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών είναι να ατονεί η τελετουργική δέσμευση και ο χορός να αποκτά πρόσθετη διάσταση καλαισθησίας σε «γάμους», «πανηγύρια», «δρώμενα», «παραστάσεις», που τείνει προς την ψυχαγωγία, τη διασκέδαση και το φολκλορισμό. Στις μέρες μας ερευνητές έδειξαν ότι οι όροι «έθιμο», «δρώμενο», «τελετουργία» τείνουν να χάσουν την πρωταρχική λειτουργικότητά τους και παρουσιάζουν φαινόμενα φολκλορισμού (Wiora, 1959). Στη συγκεκριμένη εργασία έγινε βιβλιογραφική ανασκόπηση (Webster & Watson, 2002) για να ανιχνευτούν μέσα από τις κοινωνικές δομές και τις ιστορικές συνθήκες, οι χορευτικές επιτελέσεις και να δειχτεί η σημασία του χορού ως τελετουργική διαδικασία. Για την καλύτερη κατανόηση των μορφών τελετουργίας έγινε αποσαφήνιση των συναφών όρων «έθιμο», «δρώμενο», «τελετουργία». Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι να δειχτεί εάν ο χορός αποτελεί τελετουργία ή τείνει προς την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση. Απώτερος στόχος είναι εάν η τελετουργική διαδικασία του χορού έχει ατονήσει παραχωρώντας τη θέση της στην καλαισθητική διάσταση του χορού, να δειχθεί εάν η τωρινή χορευτική τέλεση εμπεριέχει ή όχι λανθάνουσες τελετουργίες.
2. Αποσαφήνιση των όρων «έθιμο», «δρώμενο», «τελετουργία»
Οι συνήθειες, ο πολιτισμός τα έθιμα και οι άνθρωποι είναι κοινωνικές και ιστορικές δημιουργίες (Gupta, & Ferguson, 1997). Ο όρος «έθιμο» δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως καθώς υπάρχουν έθιμα σε διαφορετικές μορφές σκηνοθεσίας και χρήσης. Στους πιο πολλούς ορισμούς τονίζονται οι πράξεις, που επαναλαμβάνονται ομοίως, ώστε ο στόχος του εθίμου να επιτευχθεί και να μας οδηγήσει στην «τελετουργία ή τελετή» (Πούχνερ, 2009: 189), τα «έθιμα» ανήκουν σε εκείνα τα συστατικά που συνδέουν ομάδες των κοινωνικών συσχετισμών. Κάθε συλλογική κοινωνική πράξη, που διατηρείται από την παράδοση, σύμφωνα με τον Dunninger (1962) είναι «εθιμική δράση εκφράζει ένα εσωτερικό περιεχόμενο που δεσμεύεται λειτουργικά σε κάποια στιγμή ή κάποια κατάσταση». Αυτή η διατύπωση ταιριάζει περισσότερο για την λειτουργία των εθίμων στον ελληνικό πολιτισμό.
«Τελετουργία» σύμφωνα με τον Leach (1954) είναι ο τρόπος που επικοινωνεί κάποιος, βρίσκεται στα έθιμα κάθε μέρους και φανερώνει την κοινωνική δομή και τις σχέσεις που είναι αποδεκτές σε μια κοινωνία. Σύμφωνα με τον Παραδέλλη (1995: 25)
τελετουργία είναι καθιερωμένη διαδοχή η «τυποποιημένων πράξεων». Η μελέτη της «τελετουργίας» ανανεώθηκε με την εισαγωγή της έννοιας της επιτέλεσης, και η τελετουργία από φορέας νοημάτων ενός συμβολικού συστήματος, αποκτά ενεργητική ιδιότητά ως διεργασία (Bell, 1997: 72-76).
Ο Λουκάτος (1997: 34), θεωρεί ότι «έθιμα», «τελετουργίες» και «διαβατήρια έθιμα» είναι όσα γίνονται με παραδοσιακό τρόπο, για τη μετάβαση με καλούς οιωνούς (έφυγον κακόν, εύρον άμεινον), από τη μία κατάσταση στην άλλη και να εξευμενίσουμε την τύχη δια μαγείας ή να παρακαλέσουμε το Θεό να ευλογήσει τη νέα μετάβαση. Ο ορισμός της τελετουργίας διευρύνεται με την οπτική του παρατηρητή και τις προθέσεις των συμμετεχόντων, όπως αναφέρει ο Κυριακίδης: η τελετουργία αναφέρεται σε καθιερωμένες δραστηριότητες, ως αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης πρόθεσης και αφορά μια συγκεκριμένη ομάδα» (Kyriakidis, 2007: 294).
Η Φιλιππίδου (2019) αναφέρεται σε ενέργειες/τελετουργίες για να μεταβεί ο άνθρωπος από μια κατάσταση σε μια άλλη κοινωνική κατάσταση για να μπορέσουν οι επιδράσεις των δαιμονικών να περιορίσουν τη βλαπτική τους ιδιότητα με τελετουργικές πράξεις. Επιπροσθέτως, η Σκουτέρη-Διδασκάλου (1980: 159-162) αναφέρει ότι η τελετουργία αποτελεί το μέσο σε αντιφάσεις για παράδειγμα ο ρόλος της γυναίκας υποτιμάται, αλλά η αναπαραγωγή και η επιβίωση εξαρτώνται από αυτή.
Ο Καρεπίδης (2017) αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που συμβαίνει στην κοινότητα του Εμπορίου, όπου η τέλεση του χορού είναι γιορτή και διαβατήρια τελετουργία που τελούν οι έφηβοι κατά την περίοδο του «Δωδεκαημέρου». Το έθιμο «Μικροί Γκέγκηδες» με τη συμμετοχή των εφήβων στο χορό, αποτελεί αναστοχαστική διαδικασία. Η έρευνα που διεξήχθη έδειξε ότι κάθε χάσμα ή έμφυλος αποκλεισμός δεν υφίσταται, ο συμμετοχή στο χορό αποτελεί τρόπο επικοινωνίας και μέσο συσπείρωσης. Επιπροσθέτως οι χορευτές με τη συμμετοχή τους αποδεικνύουν έμπρακτα την καταγωγή τους και επιβεβαιώνουν τη σχέση τους και τη συνέχεια του χωριού τους. Η αισθητική διάσταση καθώς απομακρύνεται από το «ιερό» στρέφεται προς το «κοσμικό» και σταδιακά παρατηρείται μετάθεση της λειτουργικότητας από το μεταφυσικό επίπεδο στο κοινοτικό ή οικογενειακό (Μερακλής, 1983: 379).
Συμπερασματικά αξίζει να επισημανθεί ότι η τελετουργική δέσμευση που ακολουθεί κάποιο έθιμο χάνει σιγά-σιγά το τυπικό της τέλεσης των πράξεων και απελευθερώνεται καθώς χάνεται η πίστη στη μαγική αποτελεσματικότητα των δρώμενων. Η μαγική αυτή ιδιότητα γίνεται αυτοσκοπός, η πίστη προβάλλει την τοπική πολιτισμική ιδιαιτερότητα και ο συμβολισμός των πράξεων καταλήγει σε δρώμενο (Μερακλής, 1999: 149-164).
3. Ο παραδοσιακός χορός ως εθιμική τελετουργική πράξη
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι όροι «έθιμο», «δρώμενο», «τελετουργία» αποτελούν εννοιολογική δέσμη που έχει το ίδιο περιεχόμενο. Ως εννοιολογική δέσμη επιδέχεται κοινή αντιμετώπιση και επιτελική χρήση. Δηλώνει κοινωνικές πράξεις που επαναλαμβάνονται, τηρούν ένα σημειωτικό σύστημα, ένα προκαθορισμένο τυπικό, είναι υποχρεωτικές και αυξάνουν το «εμείς», δεσμευτικές για την κοινότητα, και δηλωτικές για την ταυτότητα της ομάδας (Λέκκας & Γράψας, 2003), αποτελούν γέφυρα για κρίσιμες φάσεις της ζωής και αποτελούν καθρέπτη των κοινωνικών αξιών. Ο όρος «παράδοση», αφορά τη μεταφορά της γνώσης με την εμπειρία και τη μίμηση, «από τη μια γενιά στην άλλη» (Ζωγράφου, 2003: 23). Η λαϊκή παράδοση χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία, συνοχή, διάρκεια στον χρόνο, καθώς η έννοια της παράδοσης αναδημιουργείται σύμφωνα με την Τυροβολά (1999), διαφοροποιείται, βρίσκεται σε ασυνάφεια και διαρκή μετασχηματισμό».
Ο Δήμας (2010: 18) αναφέρει ότι τα στοιχεία που στηρίζονται1 στη συλλογική μνήμη, επεξεργασία, διάδοση και κοινωνικό έλεγχο καθώς η μεταφορά της γνώσης δεν μπορεί αποτελεί τυφλή επανάληψη, η παράδοση έχει δυναμικό χαρακτήρα και ενεργητικό ρόλο (Δαμιανάκος, 1984: 56), δεν αποτελεί παθητική συμπεριφορά αλλά διαρκώς μετασχηματίζεται. Η Τυροβολά (2003: 47) αναφέρει: ότι τα πρωτογενή είδη χορού πέρασαν περιόδους παραγωγικές και η ποικιλία των χορευτικών μορφών προήλθε από την ατομική δημιουργικότητα των χορευτών και τη συλλογική συνείδησή τους ως μέλη μιας ομάδας.
Ο παραδοσιακός χορός2 με συνεχή παρουσία στον ελλαδικό χρόνο από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα χρησιμοποιήθηκε ως τεκμήριο της ελληνικότητας (Ζωγράφου, 2003: 21) εναντίον των θεωριών του Fallmerayer (1830). Ο «παραδοσιακός» χορός είναι ο χορός που υιοθετήθηκε από κοινωνικές ομάδες που συμβίωναν, αποτελεί για την ομάδα χαρακτηριστικό και αναπόσπαστο στοιχείο που μεταδίδεται παραδοσιακά (Δήμας, 2010: 19). Η Τυροβολά (2003), αναφέρει ότι ο «λαϊκός» παραδοσιακός χορός αποτελεί «ένα ξεχωριστό σύνολο» με τρισδιάστατη σύνθεση «κίνηση -μουσική- λόγος». Αναλυτικότερα, «ο λαϊκός» παραδοσιακός χορός χαρακτηρίζεται ως η κατεξοχήν καλλιτεχνική έκφραση της αγροτικής κοινωνίας. Παράλληλα όμως μαζί με τους χορούς αναβιώνει και αναπαράγεται και ένα μέρος του κοινωνικού συστήματος των παραδοσιακών αξιών. Οι φορείς της προφορικής χορευτικής παράδοσης είναι ανώνυμοι, λειτουργούν με ιδιαίτερη ευαισθησία και μεταδίδουν την χορευτική τέλεση από γενιά σε γενιά ή από περιοχή σε περιοχή.
Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος των χορευτικών οι οποίοι διέσωσαν τον ελληνικό παραδοσιακό χορό» και συγχρόνως τον επηρέασαν, θετικά η αρνητικά (Παπακώστας, 2013). Οι πολιτιστικοί σύλλογοι βοήθησαν την ελληνική κοινωνία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, και για χάρη ενός «δρώμενου» επηρέασαν τη δομή του παραδοσιακού χορού. Έρευνα για μελέτη της μουσικοχορευτικής παράδοσης, την τελευταία πεντηκονταετία, για τον «Συγκαθιστό» χορό στο Βελβεντό Κοζάνης έδειξε ότι διδασκαλία από τους πολιτιστικούς συλλόγους και οι κοινωνικές αλλαγές επηρέασαν τη μουσικοκινητική δομή του «Συγκαθιστού» στο Βελβεντό Κοζάνης.
1 Ο Κλειστός Αργιθέας αποτελεί έναν μεγαλόπρεπο χορό της Αργιθέας και χορεύεται την ημέρα του Πάσχα στην κεντρική πλατεία του χωριού ή στο προαύλιο της εκκλησίας. Συμμετέχουν όλοι οι χωριανοί και πρώτος χορεύει ο παπάς. Ο «Κλειστός» πήρε το όνομα του από το κλείσιμο προς τα μέσα του κύκλου. Μπροστά χορεύουν οι άνδρες με τις γυναίκες να ακολουθούν. Ο χορός φανερώνει δύναμη και σταθερότητα στο ρυθμό και τα βήματα, είναι μεγαλόπρεπος με αργές και έντονες κινήσεις, δεν δέχτηκε επιρροές από ξένα στοιχεία λόγω του δύσβατου της περιοχής και φανέρωνε τον πόθο της ανεξαρτησίας στα χρόνια της σκλαβιάς. Σήμερα χορεύεται στους γάμους, στις ετήσιους χορούς του συλλόγου χωρίς να τηρείται απαραίτητα το τελετουργικό πλαίσιο, στη σειρά να χορεύουν μπροστά οι άνδρες και να ακολουθούν οι γυναίκες(Αποστόλου, 2009).
2 Χορός και εθνική ταυτότητα: Το παράδειγμα της ένταξης του “Τσακώνικου” χορού στα σχολικά αναλυτικά προγράμματα (Χείλαρη, 2012).
Ο χορός αποτελεί σημείο συνάντησης παρελθόντος και παρόντος και μέλλοντος (Αντωνίου, 1999: 115), καθώς εξασφαλίζει τη συνέχεια της συλλογικής μνήμης της κοινότητας. Οι αλλαγές που συμβαίνουν οφείλονται στις απαιτήσεις της ομάδας, την δεξιοτεχνία επιτέλεσης, την πρωτοτυπία, τη δημιουργικότητα, τα κενά μνήμης και προσαρμογή στα τοπικά δεδομένα. Έτσι παρατηρούνται παραλλαγές του ίδιου χορού κατά περιοχές που επιβιώνουν ταυτόχρονα, μεταδίδονται ή κινδυνεύουν να εκτοπιστούν μεταξύ τους δημιουργώντας νέα χορευτικά σχήματα (Τυροβολά, 2003: 26-27). Ανάλογες έρευνες με την έρευνα στο Εμπόριο έδειξαν ότι η υιοθέτηση χορευτικής πρακτικής μπορεί να επηρεάσει τη διαμόρφωση της τοπικής ταυτότητας καθώς ο χορός βοηθά στην ενσωμάτωση, αφομοίωση ή απόρριψη από τους νέους συνθήκες που επικρατούν και αναπτύσσεται μια αλληλόδραση γιορτής, τελετουργίας, χορού και κοινότητας (Καρεπίδης, 2007).
3.1. Ο χορός στις «παραδοσιακές» κοινωνίες
Στη νεοσυσταθείσα λαογραφία, η έννοια «λαός» προβάλλει ως ένα σταθερό αξιολογικό σημείο αναφοράς και η εθνική ψυχή ενσωματώνεται στη «λαϊκή». Οι τέχνες με τη βοήθεια της παράδοσης και της ελληνικής γλώσσας λειτούργησαν συνεκτικά για την παγίωση του «ομότροπου» (Αρβελέρ, 2015) ανάμεσα σε εθνότητες με πολιτισμικές καταβολές διαφορετικές. Η μεταβολή της ταξικής κατάστασης, η ήττα του 1897 και η χρεοκοπία, συνοδεύονται με διαδικασίες ιδεολογικής μεταλλαγής. Η εθνική κουλτούρα προσλαμβάνει αμυντικές και ενδοσκοπικές μορφές (Τσουκαλάς, 2006). Ο δημοτικισμός ακτινοβολεί, ως αναμορφωτικό κίνημα, με προοπτική τη συνολική ανάταση και ανάπλαση του έθνους. Στην προσπάθεια καθορισμού της πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων, η επικοινωνιακή και κοινωνική λειτουργία του χορού τους επιτρέπει να εκπληρώσουν τη λειτουργία της κατεξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας και η χορευτική πράξη αποτελεί στοιχείο συγκρότησης της κοινωνικής ταυτότητας και κατ’ επέκταση στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Το βυζαντινό κράτος διευκόλυνε τα μουσικά δάνεια και την ανταλλαγή αυτών από και προς τους πολιτισμούς με τους οποίους είχε επαφές (Λέκκας, Ρωμανού κ.ά., 2003).
Επομένως ο χορός ως μέρος του συμβολικού επικοινωνιακού συστήματος από κοινωνικής πλευράς αποτελεί πρότυπο δημιουργίας πολιτισμικής ταυτότητας (Αυδίκος, 2006) σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Επιπροσθέτως και ο Ράφτης (1985) αναφέρει ότι ο χορός υπάρχει στις ρίζες των κοινωνιών και μάλιστα στις ζωντανές λειτουργίες που αφορούν στον έρωτα, στον θάνατο, στον πόλεμο, στη θρησκεία, στην εργασία. Στις παραδοσιακές κοινωνίες3 ο χορός αποτελεί στοιχείο εκδηλώσεων, είναι καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης και εκπομπής πολιτισμικών στοιχείων στις κοινωνικές διεργασίες τελετουργικού χαρακτήρα και εμπεριέχεται σε όλες τις δραστηριότητες που αποτελούν μεταβολές στη βιολογική η κοινωνική κατάσταση των μελών της κοινότητας που είναι γνωστές ως «διαβατήρια έθιμα» (Γύφτουλας, 2003: 157). Εκτός από τις περιστάσεις διαβατήριων εθίμων ο χορός έχει πρωτεύουσα θέση και «ιερή» σημασία για τη ζωή και την παράδοση της κοινότητας.
Εν κατακλείδι ο χορός έχει λειτουργικό χαρακτήρα και εμπεριέχει τελετουργικά χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από τον χορό στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες όπως: η ηλικία (μπροστά χορεύουν οι ηλικιωμένοι, στη συνέχεια οι μεσήλικες, οι
3 Το παραδοσιακό πανηγύρι του Συρράκου είναι ένα με τον δημόσιο χορό που οργανώνεται σε δύο ή και περισσότερους ανοικτούς κύκλους ομόκεντρους. Στους κύκλους εσωτερικά χορεύουν οι γυναίκες και εξωτερικά οι άνδρες. Ο χώρος που αποτελεί το χοροστάσι και γίνεται το πανηγύρι, είναι στην κεντρική πλατεία του χωριού με οργανοπαίκτες της οικογένειας των Γεροδημαίων που μπορούν να «πιάσουν» το χρώμα των «συρρακιώτικων τραγουδιών» (Αποστόλου, 2018, ασκήσεις επιτόπιας έρευνας στο Συρράκο). Το πιο σημαντικό πανηγύρι για τους Συρρακιώτες είναι αυτό του Δεκαπενταύγουστου που «αποτέλεσε και αποτελεί σύμβολο ιδιαίτερης ταυτότητας, συσπειρώνει τους Συρρακιώτες σε μια κοινή αίσθηση και έκφραση του συλλογικού «ανήκειν» (Αυδίκος, 2018).
παντρεμένοι, οι νιόπαντροι και ακολουθούν οι έφηβοι), η κοινωνική ιεραρχία (πάντα πρώτος ο παπάς), η θέση που καταλαμβάνουν οι χορευτές, το φύλο/η έμφυλη ιεράρχηση (μπροστά οι άνδρες, ακολουθούν οι γυναίκες), και το σχήμα (κύκλος, ημικύκλιο, τόξο, λαβύρινθος, διπλοκάγκελο, 3-4 ομόκεντροι κύκλοι) (Γύφτουλας, 2003: 158)
3.2. Ο χορός στις «σύγχρονες» κοινωνίες
Με την έναρξη του 20ου αιώνα υπάρχει κοινωνική κινητικότητα στην Ελλάδα, συντελείται το πέρασμα από την μικρή αγροτική οικονομία στη νεοσχηματιζόμενη αστική τάξη των πόλεων. Η αναπτυσσόμενη αστική τάξη προσπαθεί να αποκτήσει κοινωνική και πολιτική ακτινοβολία λόγω της οικονομικής της ισχύος. Έρευνα για το έθιμο «Γαϊτανάκι» στη Σκάλα και Δάφνη Ναυπακτίας έδειξε ότι το έθιμο χρησιμοποιήθηκε στις δυο κοινότητες από την άρχουσα τάξη στα πλαίσια της εθνικής πολιτισμικής πολιτικής (Φούντζουλας, 2016: 170-172). Η σύγχρονη ελληνική λαογραφία αναθεώρησε την έννοια του «λαού», καθώς τώρα πια με τα στοιχεία ετερότητας διαμορφώνουν διαφορετικό πολιτισμό. Οι νέοι λαογράφοι (Λουκάτος, Ήμελλος, Κυριακίδου-Νέστορος, Μερακλής), αντιμετωπίζουν τον παραδοσιακό πολιτισμό σαν δυναμικό οργανικό σύνολο και όχι στατικό και τον τοποθετούν στο συγκεκριμένο χωροχρόνο αναγνωρίζοντας την ετερότητα (Τζάκης, 2002: 39).
Σε αυτό το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο η τελετουργική δέσμευση ατονεί, οι χορευτικές επιτελέσεις εμφανίζονται χαλαρές και αυθόρμητες και αποκτούν μια διάσταση καλαισθησίας, που γέρνει στην ψυχαγωγία και τη διασκέδαση» (Ζωγράφου, 2003: 24). Σημαντικό ρόλο στην αλλοίωση της χορευτικής δραστηριότητας έπαιξε η διάλυση της κοινότητας, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η χρήση νέων μουσικών οργάνων και ενισχυτών, η εργασία στις μεγαλουπόλεις, η συμμετοχή της γυναίκας σε χορούς ανδρικούς και η αλλαγή του χώρου επιτέλεσης από το χοροστάσι στο κοσμικό κέντρο4 ή στην ταβέρνα, όπου οι θαμώνες διασκεδάζουν και ψυχαγωγούνται (Τυροβολά, 2003: 65). Όλα τα παραπάνω άλλαξαν τη μορφή των παραδοσιακών χορών και σιγά-σιγά τους οδήγησαν μακριά από την παραδοσιακή τους λειτουργία.
Οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από αναζήτηση και υιοθέτηση νέων τρόπων έκφρασης μέσα από τη μουσική (Δαλιανούδη, 2017β), το τραγούδι και το χορό
4 Στους γάμους η νύφη στο χωριό μου/Κρηνίτσα Τρικάλων δεν χορεύει το τραγούδι «Πέρα στον πέρα μαχαλά» αλλά χορεύει στο κέντρο βαλς με τον γαμπρό καθώς ο γάμος τώρα γίνεται σε κοσμικό κέντρο (Αποστόλου, 1984)
(Γύφτουλας, 2003: 161-162). Η μεγαλούπολη είναι ταμιευτήρας ιδεών και δημιουργικότητας, λόγω συνάντησης ποικίλων και πολλαπλών κοινωνικών δυνάμεων, αλληλεπίδρασης και γρήγορης πληροφόρησης, ευνοεί την ανάπτυξη ποικιλόμορφης έκφρασης με ενναλακτικές μεταβαλλόμενες δυνατότητες. Ο χορός βοηθάει στην προβολή των αξιών μιας πολιτισμικής ομάδας, προβάλλει ποικίλες ταυτότητες (έμφυλες, ηλικιακές, κοινωνικές, οικονομικές κ.ά.) και πειραματίζεται αναζητώντας νεωτεριστικές μορφές κινητικής έκφρασης.
Ο παραδοσιακός χορός που γινόταν στην πλατεία του χωριού κατά τη διάρκεια του πανηγυριού, σιγά-σιγά μεταφέρεται στις ταβέρνες, στα χορευτικά συγκροτήματα γίνεται φολκλορικός αλλά και τουριστικός για την προσέλκυση και ψυχαγωγία των τουριστών και προβάλλεται ως πολιτιστικό στοιχείο5. Πολλά πολιτισμικά στοιχεία κατά τη γνώμη μου, ως πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου, καθίστανται ζωντανά και σε αυτό συνεπικουρεί ο φολκλορισμός και η αναβίωση παραδοσιακών χορευτικών εθίμων (όπως η πατινάδα για τη μετάβαση της νύφης στην εκκλησία). Οι πολιτιστικοί σύλλογοι των Μεγαλοπόλεων, αλλά και του εξωτερικού έχουν ανάγκη να διατηρήσουν επαφή με τις ρίζες τους, έτσι οργανώνουν μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις και προσκαλούν χορευτικές ομάδες (ο «Ασκληπιός» από τα Τρίκαλα παρουσίασε χορούς στη Γερμανία, Κύπρο κ.ά.).
Εν κατακλείδι, η μουσική, η κίνηση και ο λόγος, στοιχεία που συνθέτουν τον λαϊκό παραδοσιακό χορό, μετασχηματίζονται, ως προς τη μορφή και τη λειτουργία τους, προσαρμόζονται στην προσφορά και ζήτηση λόγω της ανάπτυξης του τουρισμού και του φολκλορισμού (Τυροβολά, 2003: 47). Ο φολκλορισμός, ωστόσο, πολλές φορές γίνεται εμπορεύσιμο είδος και πολλές φορές οδηγεί σε «εμπορευματοποίηση» της παράδοσης και τα παραδοσιακά δρώμενα προβάλλονται για τέρψη και ψυχαγωγία των τουριστών (Κουτσούμπα, 2003: 230).
4. Συμπεράσματα
Με τον παραδοσιακό χορό γίνεται αποδοχή των ηθών και εθίμων κάθε διαπολιτισμικής κοινωνίας, θρησκειών και αποτελεί μέσο που μεταδίδεται η παράδοση από τη μια γενιά στην άλλη (Best, 1982: 357-372). Ο χορός χαρακτηρίζεται πολιτιστικό
5 Στη Ζάκυνθο το 1999 κατά τη διάρκεια των διακοπών, ο γιος του σπιτονοικοκύρη, μας κάλεσε σε μια ελληνική βραδιά. Πήγαμε οικογενειακά και περάσαμε όμορφα, αλλά η εκδήλωση δεν είχε Ζακυνθινό χρώμα. Δυο ζευγάρια (2 άνδρες με την ενδυμασία του τσολιά και δυο γυναίκες με παραδοσιακές στολές αλλά όχι Ζακύνθου) χόρεψαν ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς αλλά όχι παραδοσιακούς ζακυνθινούς χορούς (Αποστόλου, 1999). και κοινωνικό φαινόμενο, αποτελεί τη σημαντικότερη κοινωνική εκδήλωση του ανθρώπου, αποτελεί μέσο έκφρασης και επικοινωνίας, μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού, δέχεται τα ερεθίσματα και τις επιδράσεις της κοινωνίας, μέσα στην οποία εξελίσσεται (Γύφτουλας, Ζωγράφου κ.ά., 2003: 160).
Οι νέες χορευτικές ταυτότητες είναι αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης καθώς διευκολύνουν την ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων, με τη βοήθεια της τεχνολογικής ανάπτυξης και της εμπορευματοποίησης της χορευτικής διαδικασίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (, 2017α ). Η πολυμορφία και οι επιλογές που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή διασπούν την ενότητα και την ενιαία πολιτισμική ταυτότητα και προκαλούν σύγχυση. Στη νεότερη ελληνική αστική κοινωνία ο χορός γίνεται προϊόν εξέλιξης. Δεν παραμένει στατικός, αλλά εξελίσσεται, τροποποιείται, ενσωματώνει και αφομοιώνει τα νέα χορευτικά και μουσικά ερεθίσματα.
Σήμερα αναβιώνουν χορευτικές παραστάσεις, δρώμενα και άλλες εθιμικές εκδηλώσεις, ο φολκλορισμός ανθεί, με την έννοια της παράδοσης και της ανάπτυξης του τουρισμού όχι μόνο στα αστικά κέντρα, αλλά και στις σύγχρονες υπαίθριες κοινωνίες. Εν κατακλείδι θα ήταν θεμιτό ο ερευνητής εθιμικής λαογραφίας: α) να σταθεί με κριτικό πνεύμα στις επεξηγήσεις των φορέων του εθίμου, β) να ερευνήσει τις μεταβολές ενός εθίμου και γ) με ερευνητικό βλέμμα να στραφεί σε αρχειακή αναζήτηση της ηλικίας ή της αρχικής μορφής του εθίμου, καθώς ο λαϊκός πολιτισμός περνάει από τους φορείς «σε μια βιτρίνα πολιτιστική για εσωτερική και εξωτερική επικοινωνιακή κατανάλωση» (Πούχνερ, 2009).
Βιβλιογραφία
Αντωνίου, Π., (1999). «Το Αρμενικό όραμα της επιστροφής: Μνήμη προσανατολισμένη στο μέλλον», στο Ρ. Μπενβενίστε- Θ. Παραδέλλης (επιμ.), Διαδρομές και Τόποι της Μνήμης. Ιστορικές και Ανθρωπολογικές Προσεγγίσεις, σσ. 115-126, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Αυδίκος, Ε. (επιμ.). (2020). Τα πανηγύρια μας. Οι καιροί αλλάζουν, τα πανηγύρια μένουν. Πρακτικά 6ης συνάντησης Θερινού Σχολείο Τζουμέρκων και ΝΑ Πίνδου, Συρράκο, 26-21 Αυγούστου 2018, Βόλος : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
Αυδίκος, Ε. (2006). «Από την ταυτότητα του χορού στις πολιτισμικές ταυτότητες». Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Λαϊκού Πολιτισμού, σσ. 347-362. Σέρρες,
Αρβελέρ-Γλύκατζη, Ε. (1988). Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Δρακοπούλου Τ., Αθήνα: Ψυχογιός.
Bell, C. (1997). Ritual. Perspectives and Dimensions. Oxford: Oxford University Press.
Best, D. (1982). The aesthetic and the artistic, Journal of philosophy, 54, pp. 357-372. New York: Columbia University.
Γύφτουλας, Ν. (2003). «Το Θεωρητικό Υπόδειγμα Της Εθνολογικής / Κοινωνιολογικής Προσέγγισης στον Χορό», στο Γύφτουλας, Ν., Ζωγράφου Μ., Κουτσούμπα, Μ., Λέκκας, Δ., Μανωλιδάκης, Γ., Πανάγου – Μιχαλακάκη, Β., Σαβράμη, Κ., & Τυροβολά, Β. (2003) Τέχνες ΙΙ : Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Δ΄, υποενότητα 2.6.4., σσ. 151-164, Πάτρα: Ε.Α.Π..
Gupta, Α. & Ferguson, J. (1997). «Culture, Power, Place: Ethnography at the End of an Era», στο A. Gupta, & J. Ferguson (επιμ.), Culture, Power, Place. Explorations in Critical Anthropology, pp. 1-29, London: Duke University Press.
Δαμιανάκος, Σ. (1984). Λαϊκός πολιτισμός: ιδεολογική χρήση και θεωρητική συγκρότηση του όρου, Επιστημονική Σκέψη, 19, σσ. 52-61.
Δήμας, Η. Σ. (2010). «Κοινωνία και ελληνικός παραδοσιακός χορός». Στο Η. Δήμας, Β., Τυροβολά & Μ. Κουτσούμπα (επιμ.), Ελληνικός παραδοσιακός χορός. Θεωρήσεις για το λόγο, τη γραφή και τη διδασκαλία του, σσ. 17-41. Αθήνα: Ιδίων.
Dunninger, J. (1962). “Brauchtum”, W. Stammler (ed.). Deutsche Pfilologie im Aufrib 2η εκδ. , τ. Γ΄, Berlin.
Fallmerayer, P. (1830). Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Ρωμανός Κ., (1984). Αθήνα: Νεφέλη
Ζωγράφου, Μ., (2003). «Το Χορευτικό Δρώμενο ως τελετουργία» στο: Γύφτουλας, Ν., Ζωγράφου, Μ., Κουτσούμπα, Μ., Μητροπούλου, Γ., Τσάτσου- Συμεωνίδη, Ντ., Τυροβολά, Β., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Ελληνική Χορευτική Δράση: Παραδοσιακός και Σύγχρονος Χορός, τ. Ε΄, Πάτρα: Ε.Α.Π..
Καρεπίδης, Ι. (2017). Λαϊκά δρώμενα, τοπική ταυτότητα και πολιτισμικός μετασχηματισμός. Η περίπτωση του εθίμου «Κοκκώνες και Γκέγκηδες» του Εμπορίου Πτολεμαΐδας, Διπλωματική Εργασία, Αθήνα: ΕΚΠΑ. Ανακτήθηκε στις 12-2-2021 από: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/1665178
Κουτσούμπα, Μ. (2003) «Ευρωπαϊκοί», «Λατινοαμερικάνικοι» και «Μοντέρνοι Χοροί», στο: Γύφτουλας, Ν., Ζωγράφου, Μ., Κουτσούμπα, Μ., Μητροπούλου, Γ., Τσάτσου- Συμεωνίδη, Ντ., Τυροβολά, Β., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Ελληνική Χορευτική Δράση: Παραδοσιακός και Σύγχρονος Χορός, τ. Ε΄, Πάτρα: Ε.Α.Π.
Kyriakidis, E. (2007). The Archaeology of Ritual. Los Angeles: Cotsen Institute of Archaeology, UCLA.
Leach, E. L. (1954). Political systems of Highland Burma, L.S.E Monographs, London: 1954.
Λέκκας, Δ & Γράψας, Ν. (2003). «Θέματα ταυτότητας: Στοιχεία αφηρημένης και εφαρμοσμένης προσέγγισης» στο Βιρβιδάκης, Σ., Γράψας, Ν., Γρηγορίου, Μ., Ζωγράφου, M., Λέκκας, Δ., Παπαοικονόμου-Κηπουργού, Κ. (2003). Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Διαλεκτικοί συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής, τ. Α΄, υποενότητες 3.7.1. & 3.7.2. Πάτρα: Ε.Α.Π..
Λέκκας Δ., Ρωμανού , Κ., Δραγούμης Μ., Μάμαλης, Ν. (2003). «Διαλεκτικές σχέσεις και εξωτερικές επιρροές της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής», στο Αγγελόπουλος Λ., Δραγούμης Μ., Λέκκας Δ., Μαλιάρας, Μ, Μάμαλης, Ν. Μωραΐτης, Θ., Παπαοικονόμου-Κηπουργού, Κ. & Ρωμανού, Κ. (2003). Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Β΄, σσ. 175-219, Πάτρα: ΕΑΠ..
Λουκάτος, Δ. (1997). Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών (3η εκδ.). Αθήνα: Φιλιππότη.
Μερακλής, Μ., Γ., (1983). «Η σιωπή, τα γέλια και τα κλάματα. Μικρή συμβολή στη διευκρίνηση των σχέσεων της λαογραφίας με τη φιλολογία και την κοινωνιολογία», «Αρετής μνήμη», Αφιέρωμα εις μνήμην Κων. Βουρβέρη, σσ. 367-384, Αθήνα 1983.
Μερακλής, Μ., Γ., (1999). «Γέλιο και κλάμα στο λαϊκό πολιτισμό», Θέματα Λαογραφίας, σσ.149-164, Αθήνα: 1999.
Παπακώστας, Χ. (2013). «Λαϊκός πολιτισμός και φολκλορισμός. Σύγχρονες λαογραφικές προσεγγίσεις. Το παράδειγμα του χορού». Λαογραφία, 42, σσ. 719-730.
Παραδέλλης, Θ. Π. (1995). Από τη βιολογική γέννηση στην κοινωνική. Πολιτισμικές και τελετουργικές διαστάσεις της γέννησης στον Ελλαδικό χώρο του 19ου αιώνα. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα: Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
Πούχνερ, Β. (2009). «Έθιμο, Τελετή, Δρώμενο» στο Θεωρητική Λαογραφία: Έννοιες, Μέθοδοι, Θεματικές, σσ. 180-206, Αθήνα: Αρμός.
Ράφτης, Α, (1985). Ο κόσμος του ελληνικού χορού, Αθήνα: Πολύτυπο.
Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ν. (1980). «Για την ιδεολογική αναπαραγωγή των κατά φύλα κοινωνικών διακρίσεων. Η σημειοδοτική λειτουργία της τελετουργίας του γάμου», στο Σημειωτική και κοινωνία, Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Σημειωτικής Κοινωνίας, εισαγωγή-επιμέλεια Karin Boklund – Λαγοπούλου, Οδυσσέας, Αθήνα 1980, σσ. 159-196.
Τυροβολά, Β. (2013). Χορολογικά θέματα Β΄. Περί χορού… Για μία επιστημονική τεκμηρίωση του χορού: Θέσεις, αντιθέσεις και συνθέσεις. Αθήνα: Ιδίας.
Τυροβολά, Β. (2010). «Φορμαλισμός και Μορφολογία. Η εννοιολογική οπτική και η μεθοδολογική χρήση τους στην προσέγγιση και την ανάλυση της μορφής του χορού». Στο Η. Δήμας, Β. Τυροβολά & Μ. Κουτσούμπα (Επιμ.), Ελληνικός Παραδοσιακός Χορός. Θεωρήσεις για το λόγο, τη γραφή και τη διδασκαλία του, σσ.127-178, Αθήνα: Ιδίων.
Τυροβολά Β., (2003). «Εθνογραφική Παρουσίαση του Ελληνικού Παραδοσιακού Χορού», στο: Βιρβιδάκης, Σ., Γράψας, Ν., Γρηγορίου, Μ., Ζωγράφου, M., Λέκκας, Δ., Παπαοικονόμου-Κηπουργού, Κ. (2003). Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Διαλεκτικοί συσχετισμοί-Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής, τ. Α΄, υποενότητες 1.2.4., 3.7.1. & 3.7.2. Πάτρα: Ε.Α.Π..
Τυροβολά, Β. (1999). «Η έννοια του αυτοσχεδιασμού στην Ελληνική λαϊκή δημιουργία». Στο Κ. Σαχινίδης (επιμ.), Παραδοσιακός χορός και λαϊκή δημιουργία, σσ. 99-132. Αθήνα: Παπαζήσης.
Φιλιππίδου, Ε. (2019). Διασχίζοντας τα σύνορα, ενώνοντας τους ανθρώπους. Κυβερνητική προσέγγιση του χορού στο γαμήλιο θρακικό δρώμενο του “Κ΄να” σε Ελλάδα και Τουρκία. Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, ΕΚΠΑ, Αθήνα: 2019. Ανακτήθηκε 14/2/2020 από: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2873136#contents .
Φούντζουλας, Γ. (2016). Χορός και πολιτική. Θέσεις και αντιθέσεις στο χορευτικό δρώμενο ‘Γαϊτανάκι’ στη Σκάλα και τη Δάφνη Ναυπακτίας. Μεταπτυχιακή Διατριβή. Κοινωνικές & Ανθρωπιστικές Σπουδές, Λαογραφία και Ανθρωπολογία του χώρου, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών: 2016
Τσουκαλάς, Κ., (2006). «Η ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου» στο Η
Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Αθήνα: Θεμέλιο.
Wiora, W. (1959). Der Untergang des Volksliedes und sein zweites Dasein, Kassel.
Χείλαρη Α. (2012). «Χορός και εθνική ταυτότητα: Το παράδειγμα της ένταξης του “Τσακώνικου” χορού στα σχολικά αναλυτικά προγράμματα». Πρακτικά 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου «Λαϊκός πολιτισμός και εκπαίδευση», , σσ. 263- 276, Καρδίτσα: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας: Τμήμα Ιστορία Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας & Κέντρο Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο Απόλλων».
Webster J. & Watson R. (2002). «Analyzing the Past to Prepare for the Future: Writing a Literature Review». MIS Quarterly. 2002, Vol. 26, 2, pp. 13 – 23. Retrieved, 06/02/2021, from https://web.njit.edu/~egan/Writing_A_Literature_Review.pdf.
Διαδικτυογραφία
Δαλιανούδη, Ρ., (2017α). «Παραδοσιακή μουσική Α΄» στο Ιστορία της ελληνικής μουσικής από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ. Διαθέσιμο
στο: https://www.skairadio.gr/i-elliniki-mousiki-apo-tin-arxaiotita-eos-simera/episode-2017- 03-26
Δαλιανούδη, Ρ., (2017β). «Παραδοσιακή μουσική Β’» στο Ιστορία της ελληνικής μουσικής από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ. Διαθέσιμο στο: https://www.skairadio.gr/i-elliniki-mousiki-apo-tin-arxaiotita-eos-simera/episode-2017-04-02