Σουρούπωνε. Ακούγονταν αγριεμένα

τα κύματα της θάλασσας, να χτυπούν

αδιάκοπα, δυνατά τα βράχια.

Εκείνη πλάγιασε, δίπλα στο υγρό παγκάκι

κλαίγοντας.Τα καυτά της δάκρυα,

σαν τις φλόγες κυλούσαν με ορμή

πυρώνοντας τα δροσερά μάγουλά της.

Ένα σάλι να σκεπάζει το παγωμένο ώμο της

και τα μαλλιά της ανέμιζαν.

Βυθίζεται στη σκέψη της,

κάνει συνεχώς εικόνα όσα είδαν τα γαλάζια μάτια της.

Να τυλίγεται στις φλόγες το άτυχο τρένο

παλεύοντας οι επιβάτες με την άγρια φωτιά.

Κι εκεί ανάμεσα στο πονεμένο πλήθος

η μάνα της.

Γιατί μάνα;

Γιατί έφυγες στα ξαφνικά;

Αυτή η φωνή στριφογυρνούσε στο νου,

προσπαθώντας να βρει διαφυγή.

Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα,αναψοκοκκινισμένη

ξέσπασε σε κλάμα δυνατό.Προσπαθούσε μάταια

να βγάλει φωνή μα την πρόλαβε ο ύπνος ο βαθύς, ο παντοτινός.

Σωριάζεται στην αμμουδιά, δίχως αίσθηση

κλείνοντας τα ταλαιπωρημένα μάτια της.

Εκεί την πήρε ο ύπνος ο γλυκός

πλαγιασμένη μέσα στην αγκαλιά της μάνας.

 

 

Το ποίημα της μαθήτριας Καλαϊτζάκη Λυδίας  (Β5) είναι αφιερωμένο στα αδικοχαμένα θύματα των Τεμπών.