Α.Παπαδιαμάντης Όνειρο στο κύμα

image052

Εικόνα του Γιώργου Κόρδη για το βιβλίο Α. Παπαδιαμάντη «Διηγήματα της αγάπης»

«…Τὴν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης τὸ μελιχρόν, τὸ περιαργυροῦν ὅλην τὴν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους, καὶ κάμνον νὰ χορεύουν φωσφορίζοντα τὰ κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθὼς ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τὴν κόμην της, ἀπὸ τοὺς βοστρύχους τῆς ὁποίας ὡς ποταμὸς ἀπὸ μαργαρίτας ἔρρεε τὸ νερόν, καὶ εἶχεν ἀναδύσει· ἔβλεπε κατὰ τύχην πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἤμην ἐγώ, κ᾿ ἐκινεῖτο ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ προσπαίζουσα καὶ πλέουσα. ….

Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὡς πέντε ὀργυιᾶς ἀπὸ τὸ ἄντρον, καὶ ἔπλεε, κ᾿ ἔβλεπε τώρα πρὸς ἀνατολᾶς, στρέφουσα τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος μου. Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπᾶς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα. Ἦτο πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τὸ κῦμα· ἦτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων… »

 

      oneiro

Α.Παπαδιαμάντης Έρως – Ήρως

Έρως Ήρως

Δημήτριος Μοράρος, Έρως Ήρως

Νὰ δράξῃ τὴν Ἀρχόντω ἀπὸ τὸν βραχίονα… ἀπὸ τὴν μασχάλην… ὄχι, ἀπὸ τὴν μέσην. Καὶ ἔπλεεν ἤδη, ἔπλεε κ᾿ ἐκολυμβοῦσε μαζί της. Διὰ μίαν φορὰν ἂς γίνῃ γλυκιὰ ἡ πικρὴ καὶ ἁλμυρὰ θάλασσα.

Ἔφευγεν, ἔφευγεν ὡς δελφίνι, ἐφύσα κ᾿ ἐξέρνα τὸ νερὸν ὡς φάλαινα, καὶ προέβαλλε κοπτερὸν τὸν βραχίονα ὡς ξιφίας. Ἔπλεε μὲ τὸν δεξιὸν βραχίονα, κ᾿ ἐσφιχταγκάλιαζε τὴν νέαν μὲ τὸν ἀριστερόν. Ἄνω τὴν κεφαλήν της, ἄνω. Ν᾿ ἀναπνέῃ τὸ δακτυλιδένιο στοματάκι της… «Μη φοβᾶσαι, ἀγάπη μου!» Καὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν θὰ ἐξετοπίζετο ὀργυιᾶς καὶ ὀργυιᾶς… θὰ ἐζύγωνε, θὰ ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ξηράν. «Τώρα, τώρα, ἐφτάσαμε, ψυχή μου». Κανὲν δυστύχημα δὲν ἔμελλε νὰ συμβῇ. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ ἐσώζετο. «Ἐζαλίσθης, ψυχή μου; Ὅλα καλὰ τώρα. Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ». Ὤ, πῶς θὰ ἔπεφταν ἀφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσαν, ἐπάνω εἰς τὴν ἄμμον. Ἀναπλασμένοι καὶ ἀναβαπτισμένοι. Νέος Ἀδὰμ καὶ νέα Εὔα, φέροντες τοὺς χιτῶνας θαλασσοβρεγμένους κολλητὰ εἰς τὴν ἐπιδερμίδα των, περισσότερον παρὰ γυμνοί.

Ἐκεῖ εἰς τὸν βράχον εἶναι μία σπηλιά. Ὕπαγε ἐκεῖ μέσα, φιλτάτη μου, ν᾿ ἀλλάξῃς». Ἐκείνη, ἂν εἶχε δύναμιν νὰ τὸν ἀκούῃ, θὰ τὸν ἐκοίταζε κατάπληκτος. Ν᾿ ἀλλάξη μὲ τί; «Να στεγνώσῃς, θὰ σοῦ φέρω ἐγὼ φύλλα, ἀπ᾿ ὅλα τὰ δένδρα τοῦ δάσους, ἀγάπη μου, νὰ σκεπασθῇς».

Τέλος, ἀναποδογύρισε τὴν βάρκαν; Ἔπνιξε τοὺς ἐπιβάτας; Τὴν ἔσωσεν ἐκείνην;

Ἔκαμε κρυφὰ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῆς καρδίας, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ὑποκάμισόν του. Ἐνθυμήθη καὶ εἶπε τρεῖς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὁποὺ τοῦ τὸ εἶχε μάθει, ὅταν ἦταν μικρός, ἡ μήτηρ του, καὶ αὐτὸς ἔκτοτε τὸ εἶχε ξεχάσει. Εἶπεν: «Ἂς πάγη, ἡ φτωχή, νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἄνδρα της! Μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της!»Κατέστειλε τὸ πάθος, ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε κ᾿ ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του – ἔρωτα χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας.


Ν. Γκάτσου Χάρτινο το φεγγαράκι

Το τραγούδι ερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη.
για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν,
το 1949, όταν ανέβηκε η παράσταση
«Λεωφορείον ο Πόθος” του Τένεσυ Ουΐλιαμς.
Οι στίχοι είναι του Ν. Γκάτσου.

Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά,
να σου φιλούν το χέρι.

Χάρτινο το φεγγαράκι,
ψεύτικη ακρογιαλιά,
αν με πίστευες λιγάκι
θα `σαν όλα αληθινά.

Δίχως τη δική σου αγάπη
δύσκολα περνά ο καιρός.
Δίχως τη δική σου αγάπη
είναι ο κόσμος πιο μικρός.

Χάρτινο το φεγγαράκι,
ψεύτικη ακρογιαλιά,
αν με πίστευες λιγάκι
θα `σαν όλα αληθινά.

Ν. Γκάτσος Αμοργός

gatsos

«..Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω

Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας

Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους

καλοκαιριάτικους κάμπους

Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι

Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό

τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου… »

Γενικά για εμάς

Στον ετερογενή κόσμο που βιώνουμε  το λογοτεχνικό κείμενο αναδεικνύεται  σε έναν πολύπλευρο πολιτισμικό τόπο που ο ορίζοντας του συμπίπτει με εκείνον του κοινωνικού πολιτισμικού περιβάλλοντος.  Γι αυτό και η εστίαση στον πολιτισμικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας την καθιστά μέσο για να αντιπαρατεθούμε στον κόσμο αλλά και να διεκδικήσουμε μια άλλη θέση και σχέση με αυτόν.

Στο πλαίσιο αυτό η συνομιλία των κειμένων μεταξύ τους, η διακειμενικότητα

  • γίνεται αντιληπτή ως μια διάδραση «άλλοτε συναγωνιστική κι άλλοτε ανταγωνιστική»,
  • και σημειώνεται ως μια ευρύτερη πολιτισμική διακειμενικότητα που συνοδεύεται από ποικίλες αναγνωστικές πρακτικές με  στόχο να αναδείξουν το κείμενο ως πολιτισμικό- κοινωνικό κόμβο.  Επομένως το κείμενο αντιμετωπίζεται ως τόπος παραγωγής μιας μεσολαβημένης ερμηνείας, πολιτισμικά και κοινωνικά, και ενδιαφέρει κυρίως όχι το τι διαβάζουμε αλλά το πώς διαβάζουμε.

Κατά συνέπεια η καλλιέργεια της πολιτισμικής εγγραματοσύνης  στο πλαίσιο της κριτικής προοπτικής:

  •   υπογραμμίζει την προσπάθεια αποκάλυψης του αξιακού υποστρώματος  των κειμένων  και
  • επισημαίνει τη  δυνατότητα ανάπτυξης αντιθετικών αναγνώσεων  με τρόπο που το λογοτεχνικό κείμενο να αξιοποιείται ως προνομιακό μέσο για τη συνειδητοποίηση, διερεύνηση και κριτική κατανόηση των διαφορετικών πολιτισμικών κατηγοριών , αναπαραστάσεων, διακρίσεων και αξιών στη βάση των οποίων  επιχειρείται η συγκρότηση της πολιτισμικής /κοινωνικής μας ταυτότητας.

Ο. Ελύτης Το Μονόγραμμα (απόσπασμα)

Elytis_3-746x1024kolaz_elyt30_to_dapedo_1977

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα 

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω

Να μπαίνω σαν Πανσέληνος

Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια

Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη

Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω

Μέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή.

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

 

.
.

Α. Παπαδιαμάντης, Ο. Ελύτης και Ν. Γκάτσος συνομιλούν και για τον έρωτα.Πώς βλέπει τον έρωτα ο καθένας από τους τρεις «συνομιλητές»; Σε ποιο σημείο φαίνεται να ανταμώνουν οι απόψεις τους για το συγκεκριμένο θέμα;Η γραφή του Παπαδιαμάντη διαφοροποιείται από αυτή γραφή των: Ελύτη και Γκάτσου; Γιατί;

Ν. ΓΚΑΤΣΟΣ: Αθανασία

ATHANASIA_XATZIDAKIS_GKATSOS03

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς

Ο. Ελύτης Η ποδηλάτισσα

 

Το δρόμο πλάι στη θάλασσα

περπάτησα που `κανε κάθε
μέρα η ποδηλάτισσα.

Βρήκα τα φρούτα που `χε
στο πανέρι της, το δαχτυλίδι
που `πεσε απ’ το χέρι της.

Βρήκα το κουδουνάκι και το
σάλι της, τις ρόδες,
το τιμόνι, το πεντάλι της.

Τη ζωνη της, τη βρήκα σε
μιαν άκρη, μια πέτρα διάφανη
που `μοιαζε με δάκρυ.

Τα μάζεψα ένα ένα και τα
κράτησα κι έλεγα πού `ναι
πού `ναι η ποδηλάτισσα.

Την είδα να περνά πάνω
απ’ τα κύματα, την άλλη μέρα
πάνω από τα μνήματα.

Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα
τ’ αχνάρια της, στους ουρανούς
άναψαν τα φανάρια της.

Ο. Ελύτης Μαρίνα

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
λουίζα και βασιλικό,
μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί,
το περιβόλι με τ’ αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού
και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού

 

Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ:ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ Η ΜΙΑ

 

 

Δὲν εἶσαι ἡ μιά. Εἶσαι ὁ καημὸς
μὲ τὰ περίσσια πρόσωπα.
Εἶσαι ἡ ἀγάπη ἡ βοριανή, ποὺ ἀνθίζεις σὰν τὸ χιόνι,
μ᾿ ἕν᾿ ἄστρο στὴ ματιά σου θαλασσί…Εἶσαι ἡ ἀγάπη, τὸ ζεστὸ γαρούφαλο τοῦ Νότου,
ποὺ ὑψώνει φλόγα τὸν ἀνασασμό του.
Εἶσαι ἡ ἀγάπη τῆς δειλῆς παιδούλας, ἡ ἀκριβή,
κι εἶσαι ἡ ἀγάπη ἡ φθινοπωρινή,
στοργὴ γεμάτη σιγαλοπερπάτητη.

Εἶσαι κι ἡ πρώτη ἀγάπη κι ἡ στερνή,
κι ἡ ἀφίλητη, ἀνυμέναιη κι ἡ πολυφιλιμένη,
μὰ πάντα ἡ μιά, κι ἡ ἀτελεύτητη, κι ἡ ἀκοίμητη –
ὁ ἔρωτας, ποὺ δὲν τὸ μπορεῖ
ἄλλο νὰ μάθει ἀπ᾿ τὸ δικό σου τ᾿ ὄνομα, Ἑλένη!

.
Πώς διαμορφώνεται η σχέση Έρωτα και εφηβείας;
Ποια χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης αναδεικνύονται με βάση τα κείμενα;