Η Πλατυτέρα των ουρανών

Εγώ σ’ ανάστησα με χώμα και νερό
χελιδονάκι να ‘σαι μα κι αγρίμι
να σ’ έχω αλφαβητάρι στον καιρό
κι ανέσπερο καντήλι μες στη μνήμη.

Μα εσύ γυρεύοντας του ονείρου την πηγή
κοντά στων Ουρανών την Πλατυτέρα
βρήκες φτερά κι αρνήθηκες τη γη
τη σκοτεινή την πρώτη μας μητέρα.
Ν. Γκάτσος


Η γέννηση / ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν στο πρόσωπο της Παναγίας. Είναι ο συνδετικός κρίκος για το λαό μας του γήινου κόσμου με τον ουράνιο.  Τα δυο κείμενα του Ν. Γκάτσου και του Α. Παπαδιαμάντη με ποιο τρόπο αναφέρονται στην Παναγία;

Ο. Ελύτης ‘Ομορφη και παράξενη πατρίδα

ΑΑΑΑΑelytis

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τήνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

 

index

Ο. Ελύτης Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα

 Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα

Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο

 

 

Ν. Γκάτσος: Μια γλώσσα μια πατρίδα

Μια χούφτα είν’ ο άνθρωπος από στυφό προζύμι
γεννιέται σαν αρχάγγελος πεθαίνει σαν αγρίμι
του μένει μόνο στη ζωή μια γλώσσα μια πατρίδα
η πρώτη του παρηγοριά και η στερνή του ελπίδα

Όλο το βιός κι η προίκα του ένας καημός στα στήθια
κι ο τόπος που τον γέννησε η δυνατή του αλήθεια

Για δέστε κείνο το παιδί με τα γερά τα χέρια
πώς οδηγεί τ’ αδέρφια του ν’ ανέβουν ως τ’ αστέρια
κι απ’ τα βουνά της Ρούμελης και τα νησιά του νότου
ένας πανάρχαιος παππούς κοιτάει τον εγγονό του

                              Αυτή ήταν η ζωή μας

Λίγα δένδρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός

Ήταν όλος μας ο κόσμος ήταν όλο μας το βιος

Το κανάτι στο περβάζι το πηγάδι στην αυλή

Το κουράγιο της μητέρας του πατέρα η συμβουλή

Με το κρύο με το χιόνι με το δάκρυ στην καρδιά

Περιμέναμε τον ήλιο και την πρώιμη σοδειά

Το ψωμάκι μετρημένο το προσφάι λιγοστό

Και στη γη την πρώτη μάνα το μεγάλο ευχαριστώ

Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη

Μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη

Κι αν κάποτε μας πίκρανε – χαλάλι

Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη

.


Ο Ο. Ελύτης, ο Ν. Γκάτσος μελέτησαν την Πατρίδα ως συστατικό στοιχείο του νεοελληνικού πολιτισμού. Γι αυτή την Πατρίδα μίλησαν και συνομίλησαν με τον ποιητικό τους λόγο.

Μπορείτε να δώσετε την εικόνα αυτής της Πατρίδας; Αν λάβετε υπόψη σας το λεκτικό υλικό που δημιουργούν τα ταξήματα των παραπάνω ποιητικών κειμένων ποια θέση θα διατυπώνατε για την αξία της Πατρίδας ;

Στρ. Τσίρκας: Αριάγνη

 

Αριαγνη

………………..Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα.

Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα ‘θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα.Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες,πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ’ ανθρώπους………………..

τσ


Ν. Γκάτσος: Μάτια βουρκωμένα

γκ τσ

Κάτω στον Πειραιά
στα Καμίνια
φτώχεια καλή καρδιά
μα και γκρίνια
μάζεψα μια βραδιά
τα σαΐνια
κι ήρθα κρυφά
τον παλιό μου καημό
να σου πω

Μάτια βουρκωμένα
παραπονεμένα
δίχως αγάπη και πόνο
κανένας δεν ζει
μάτια βουρκωμένα
πάρτε με κι εμένα
πάρτε με τώρα να πάμε
στο κόσμο μαζί (Ρεφρέν)

Κάτω στον Πειραιά
στο μουράγιο
είπα να σκοτωθώ
μα τον άγιο
μα έκανα υπομονή
και κουράγιο
κι ήρθα κρυφά
τον παλιό μου καημό
να σου πω.

Ο. Ελύτης

κολ2

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα

 

87

 

ΩΡΙΩΝ

 

 Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας

Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς

Έλαμψε καθαρή στιγμή

Τρεμούλιασμα εναγώνιο

Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας

Πιο ψηλά

Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της

Θρονιάζεται η Γαλήνη

Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας

Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας

Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας

Ξαναγεννάει αισθήματα. ……

 

 

 

 

 

Α. Παπαδιαμάντης Στα μάτια τα ψιχαλιστά

 

hqdefault

 

Στα μάτια τα ψιχαλιστά
που `χει ο έρωτας καρτέρι
πόσο μεθύσι μέθυσα
ένας Θεός το ξέρει..

 

 

.

Η πιο εκκωφαντική συνομιλία είναι η συνομιλία με τα μάτια, το βλέμμα.  Τα μάτια, ψιχαλιστά, βουρκωμένα , επίμονα, ασάλευτα ….άραγεγιατί μιλούν; Ας απαντήσουμε με αφορμή την ανάγνωση των κειμένων που διαβάσαμε.

 

Ο έρωτας

image004(1102)

Κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη

 Ὁ ἔρωτας
Τὸ ἀρχιπέλαγος
Κι ἡ πρώρα τῶν ἀφρῶν του
Κι οἱ γλάροι τῶν ὀνείρων του
Στὸ πιό ψηλό κατάρτι του ὁ ναύτης ἀνεμίζει
Ἕνα τραγοῦδιὉ ἔρωτας
Τὸ τραγούδι του
Κι οἱ ὁρίζοντες τοῦ ταξιδιοῦ του
Κι ἡ ἠχώ τῆς νοσταλγίας του
Στὸν πιό βρεμένο βράχο της ἡ ἀραβωνιαστικιὰ προσμένει
Ἕνα καράβι

Ὁ ἔρωτας
Τὸ καράβι του
Κι ἡ ἀμεριμνησία τῶν μελτεμιῶν του
Κι ὁ φλόκος τῆς ἐλπίδας του
Στὸν πιό ἐλαφρό κυματισμό του ἕνα νησὶ λικνίζει
Τὸν ἐρχομό.
(Οδυσσέας Ελύτης, Του Αιγαίου)