Τα φαντάσματα,από την μαθήτρια της Ά τάξης Ε.Ν.
Είχαμε πάει εκδρομή με την «Περιηγητική» στην Πελοπόννησο. O Γιάννης, η Νέλλη και εγώ. Ήταν καλοκαίρι, ζέστη φοβερή. Φτάσαμε αργά στο Άργος, και, κουρασμένοι όλοι όπως ήμασταν, μετά το φαγητό πέσαμε να κοιμηθούμε. Πού να μας πιάσει όμως ύπνος. Η κάμαρα του ξενοδοχείου έβραζε. Ξαναντυθήκαμε και βγήκαμε έξω. Πήραμε τη δημοσιά και χωρίς να το καταλάβουμε βγήκαμε έξω από την πόλη, στον κάμπο. Συνεχίσαμε να περπατάμε στο χωματόδρομο ανάμεσα από τα ποτισμένα μποστάνια που ανάδιναν δροσιά μαζί με όλες τις μυρωδιές της βρεμένης γης και των όσων φύτρωναν εκεί πάνω. Το μόνο που ακούονταν ήταν τα τρι τρι των γρύλων και πού και πού γαβγίσματα σκύλων σαν προσπερνούσαμε κανένα κοιμισμένο χωριουδάκι. Πόση ώρα περπατούσαμε δεν ξέρω, μα κάποια στιγμή σταμάτησαν και οι γρύλοι, σταμάτησαν και τα σκυλιά, ακόμα και το ελάχιστο θρόισμα που έκανε το μικρό αεράκι ανάμεσα στις καλαμποκιές κι αυτό σταμάτησε. Το φεγγάρι έφεξε πιο δυνατά, και παρουσιάστηκε μπροστά μας, πνιγμένο μέσα στα κυπαρίσσια, ένα νεκροταφειάκι. Oι άσπροι του τάφοι φέγγανε, τα κυπαρίσσια κατάμαυρα. Και ξαφνικά, μέσα στην ησυχία, ακούστηκε μια βαριά ανάσα. Εισπνοή… εκπνοή… και πάλι εισπνοή… εκπνοή… βαριά βαριά και σχεδόν σφυριχτά.
Από το βιβλίο της Μ. Ιορδανίδου “Η αυλή μας” (απόσπασμα από το βιβλίο Κείμενα Ν. Λογ. Α΄ Γυμνασίου)
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 13-12-2022 ΘΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ κ. ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ ΠΑΣΙΟΥΛΑ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ Γ2 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ).
Ο Αχιλλέας: σκίτσο της μαθήτριας Μ.Γ
ΙΛΙΑΔΑ Χ 312-321
Πετάχθη πάλιν ο Αχιλλεύς με ορμήν πολέμου αγρίαν,
την εξαισίαν πρόβαλεν ασπίδα του εις το στήθος,
με το κεφάλι έκλιν’ εμπρός την περικεφαλαίαν,
και ολόγυρ’ αναδεύονταν οι ολόχρυσες πλεξίδες,
που από τον κώνον έσυρε πυκνές του Ηφαίστου η τέχνη·
και όπως μες στ’ άστρα προχωρεί λαμπρός ο αποσπερίτης,
που είναι τ’ ωραιότερο μες στ’ ουρανού τ’ αστέρια,
τόσον η λόγχη έλαμπε, που στο δεξί του εκείνος
ετίναξε κακόγνωμα στον Έκτορα τον θείον
κοιτώντας ξέσκεπον να εβρεί το τρυφερό του σώμα.
ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ: ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΣΚΙΤΣΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΘΗΤΗ Β.Ν.
Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν.
Μιχάλης Γκανάς
Η ΚΑΛΥΨΩ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ: ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΣΚΙΤΣΟ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ Α.Τ.
Ομήρου Οδύσσεια ε 290-299
Στην πέμπτη μέρα η Kαλυψώ θεόμορφη τον ξεπροβόδισε
απ’ το νησί της, αφού τον έλουσε η ίδια και του φόρεσε
ρούχα που μοσχομύριζαν.
Tου έβαλε μέσα κι ένα ασκί, μαύρο κρασί γιομάτο·
και δεύτερο, ακόμη πιο μεγάλο, με νερό · κι ένα δισάκι
με τα τρόφιμα και τα προσφάγια, νόστιμα όλα και πολλά.
Tου στέλνει και τον ούριο άνεμο, άβλαβο και γλυκό.
Όλος χαρά ο θείος Oδυσσέας κι αγαλλίαση,
με πρίμο αγέρι σήκωσε τα πανιά, κάθισε στο τιμόνι
και το κυβέρνησε με τέχνη.
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ
Ομήρου Οδύσσεια ε 77-84:
Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,
κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυο μεριές λιβάδια μαλακά μ’ άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του.
Πρόσφατα σχόλια