Αρχική » Αρθρα του/της ΚΟΚΟΡΕΑ ΣΩΤΗΡΙΑ-ΕΥΤΥΧΙΑ
Αρχείο συντάκτη ΚΟΚΟΡΕΑ ΣΩΤΗΡΙΑ-ΕΥΤΥΧΙΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΡΙΑ Σ.Τ.: ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΦΙΛΟ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ
Ο Χανς πήγαινε σπίτι του. Ήταν πιο πριν στον μυλωνά και τον βοηθούσε με μια δουλειά του. Στον δρόμο συνάντησε τον κ. Γιώργο.
-Γεια σας κύριε Γιώργο!
-Γεια σου Χανς! Τι κάνεις; Κουρασμένος φαίνεσαι.
-Καλά είμαι αλλά όντως κουράστηκα. Ήμουν στον μυλωνά. Τώρα τελευταία με φωνάζει συνεχώς για βοήθεια και νιώθω εξαντλημένος.
-Γιατί δεν του το λες; Θα καταλάβει.
-Μου υποσχέθηκε το καροτσάκι του. Το χρειαζόμοπυν κι αν δεν δουλέψω δεν θα μου το δώσει.
-Μα αυτό είναι εκμετάλλευση. Σε χρησιμοποιεί για να του κάνεις δουλειές. Καλά δεν το έχεις καταλάβει τόσον καιρό;
-Όχι δε νομίζω ότι είναι έτσι.
-Κάνε ό,τι νομίζεις. Πάντως μην τον αφήνεις να σε χρησιμοποιεί άλλο.
-Καλά εντάξει καλό μεσημέρι…
-Καλό μεσημέρι…και σκέψου αυτά που είπα…
Και όντως το έκανε. Όλη τη νύχτα ο Χανς σκεφτόταν τα λόγια του κυρ Γιώργη. Κατά τις 6 το πρωί συνειδητοποίησε πως όντως ο κυρ Γιώργης είχε δίκιο. Όντως ο μυλωνάς τον εκμεταλλευόταν.
Την επόμενη μέρα ο Χανς μίλησε γεμάτος άγχος και αγωνία στον φίλο του λέγοντάς του πως δεν θέλει να συνεχιστεί αυτό που γίνεται. Ο μυλωνάς νευρίασε και του έβαλε τις φωνές. Ο Χανς όμως ήταν αποφασισμένος. Δεν άλλαξε την γνώμη του.
-Θα σταματήσει αυτό. Αν με ξαναεκμεταλλευτείς, η φιλία μας τελείωσε.
Ο μυλωνάς είχε μείνει άφωνος. Δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο. Ήταν ανένδοτος όμως.
-Ας τελειώσει λοιπόν. Οι αληθινοί φίλοι δεν μιλάνε έτσι ο ένας στον άλλο.
Τότε ο Χανς έφυγε. Την επόμενη μέρα ο μυλωνάς είχε βρει καινούργιο κορόιδο.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΡΙΑ Χ.Σ.: ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤΑ “ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑ”
Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο χαρούμενος…Ακριβώς πριν από μια βδομάδα η μητέρα μου συμφώνησε να με πάρει μαζί της στο στο σπίτι του δασκάλου για να δώσω τα λουστρίνια στην κόρη του. όταν κατάφερα να είμαι μόνος μαζί της της τα έδωσα! Τα πήρε με το αριστερό της χέρι, ενώ με το δεξί χάιδεψε απαλά τον αριστερό μου ώμο, λέγοντάς μου “σ’ ευχαριστώ πολύ” και μετά κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της. Το άγγιγμα της ήταν τόσο απαλό…
Σήμερα είναι η δεύτερη μέρα που πήρα άδεια λέγοντας ότι είμαι άρρωστος, ενώ στην πραγματικότητα κατασκοπεύω την κόρη του δασκάλου. Αυτήν την στιγμή κάθεται μαζί με άλλα δύο κορίτσια και δύο αγόρια. Δεν μου αρέσει καθόλου πόσο κοντά κάθεται στην Αναστασία αυτός ο περίεργος τύπος που απ’ ό,τι έμαθα τον λένε Παναγιώτη. Πρέπει να κάνει αμέσως πιο πέρα ο Παναγιώτης από την Αναστασία μου. Δεν αντέχω να τους βλέπω έτσι. Την πρώτη φορά που τους είδα δεν με πείραξε, αλλά τώρα…
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ “ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ” ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΡΙΑ Γ.Τ.
Ήταν ένα ωραίο πρωινό Σαββάτου γύρω στις 6.30 το πρωί. Η μητέρα μου είπε να σηκωθεί νωρίς μιας και είχε να πάει στην αγορά και να τελειώσει ορισμένες δουλειές που είχε. Εγώ και η αδελφή μου κοιμόμασταν μέχρι που άρχισε να χτυπάει το κινητό μου. Πήγα να το σηκώσω, ενώ η αδελφή μου εκνευρισμένη πήγε να πιεί νερό. Ακούμπησα το κινητό στο γραφείο σοκαρισμένη. Μόλις μου είχε ανακοινωθεί ότι ξεκίνησε ο πόλεμος…Έτρεξα στην αδελφή μου να της ανακοινώσω τα νέα, αλλά ήδη είχε αρχίσει ο συναγερμός….Τότε ήρθε η μητέρα μου άσπρη σαν φάντασμα. Μας είπε να καθίσουμε και μας ανακοίνωσε το φριχτό νέο. Λόγω του πολέμου θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε το Αγρίνιο και να πάμε στην Αθήνα. Στην συνέχεια θα έπρεπε να ταξιδέψω εκτός συνόρων για Αμερική, ενώ η αδελφή μου θα έβρισκε αργότερα τον πατέρα μου. Με δάκρυα στα μάτια κούνησα το κεφάλι μου και πήγα να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Είχε ήδη πάει 9.οο και όλοι στην γειτονιά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση. Κατεβαίναμε προς την πλατεία όπου βρήκαμε το λεωφορείο που θα ξεκινούσε για Αθήνα. Είδα τον πατέρα μου μέσα στο αμάξι να μου κάνει νόημα να πάω προς το μέρος του. Με αγκάλιασε, μου έδωσε χρήματα και τον σταυρό του και μου ευχήθηκε καλό ταξίδι. Σε όλη την διαδρομή το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το αν θα ξανασυναντήσω την οικογένειά μου και αν θα καταφέρω να επιβιώσω χωρίς τα πρόσωπα που αγαπώ…
Καράβι Εμπνευσμένο Από Τους στ. ε 266-289 Της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ, Από Την Μαθήτρια Της Α΄ Τάξης Β.Μ.
Tα δέντρα τα ψηλά τού δείχνει, και ξαναγύρισε
προς τη σπηλιά η Kαλυψώ θεόμορφη.
Eκείνος άρχισε να κόβει τους κορμούς (γρήγορα πήγαινε η δουλειά),
συμπλήρωσε τους είκοσι κομμένους
και τους πελέκησε με τον χαλκό τους κλώνους
τους έξυσε μετά και τους εστάθμισε, για να ‘ναι ίσοι.
Στην ώρα της, θεόμορφη η Kαλυψώ φέρνει τα τρύπανα.
Kι αυτός τα ξύλα τρύπησε και τα σοφίλιασε,
ταιριάζοντάς τα με ξύλινα καρφιά κι αρμούς.
Όσο φαρδύ τορνεύει μάστορης που κατέχει την τέχνη του άριστα
τον πάτο καραβιού για φόρτωμα,
τόσο φαρδιά κι ο Oδυσσέας την έφτιαξε την πλάβα,10
στεριώνοντας τα ίκρια με πολλά στραβόξυλα,11
ώσπου απλώνοντας μακριές σανίδες τέλειωσε την κουβέρτα.12
Tότε και το κατάρτι το έμπηξε στη μέση μ’ αντένα ταιριασμένη,
και το τιμόνι το μαστόρεψε, να ‘ναι ο κυβερνήτης του.|
Ύστερα τη σχεδία περίφραξε, στο κύμα για ν’ αντέχει,
με κλωνάρια ιτιάς, ρίχνοντας από πάνω φύλλα.
Kαι ξαναφτάνει η Kαλυψώ θεόμορφη με το λινό για τα πανιά·
καλά κι αυτά τα μαστορεύει.
Tα ξάρτια και τα κάτω καραβόσχοινα της έδεσε,
και με φαλάγγια τη σχεδία τη σέρνει και τη ρίχνει
στο θείο κύμα της θαλάσσης.
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ, ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ ΤΗΣ Α΄ ΤΑΞΗΣ Α.Τ.
Οδύσσεια α 365 κ.ε.
…από το υπερώο ψηλά συνάκουσε το θείο τραγούδι, και την άγγιξε,
του Ικαρίου η κόρη, η Πηνελόπη, σκεφτική και φρόνιμη·
από τον θάλαμό της κατεβαίνει την ψηλή του σκάλα·
δεν ήταν μόνη, τη συνόδευαν οι δυο της βάγιες.
Kι όταν κοντά με τους μνηστήρες βρέθηκε, η θεία γυναίκα,
στήθηκε στην κολόνα εκείνη που κρατεί στερεή τη στέγη,
τη λαμπερή μαντίλα της τραβώντας γύρω στα μάγουλά της.
Τα φαντάσματα,από την μαθήτρια της Ά τάξης Ε.Ν.
Είχαμε πάει εκδρομή με την «Περιηγητική» στην Πελοπόννησο. O Γιάννης, η Νέλλη και εγώ. Ήταν καλοκαίρι, ζέστη φοβερή. Φτάσαμε αργά στο Άργος, και, κουρασμένοι όλοι όπως ήμασταν, μετά το φαγητό πέσαμε να κοιμηθούμε. Πού να μας πιάσει όμως ύπνος. Η κάμαρα του ξενοδοχείου έβραζε. Ξαναντυθήκαμε και βγήκαμε έξω. Πήραμε τη δημοσιά και χωρίς να το καταλάβουμε βγήκαμε έξω από την πόλη, στον κάμπο. Συνεχίσαμε να περπατάμε στο χωματόδρομο ανάμεσα από τα ποτισμένα μποστάνια που ανάδιναν δροσιά μαζί με όλες τις μυρωδιές της βρεμένης γης και των όσων φύτρωναν εκεί πάνω. Το μόνο που ακούονταν ήταν τα τρι τρι των γρύλων και πού και πού γαβγίσματα σκύλων σαν προσπερνούσαμε κανένα κοιμισμένο χωριουδάκι. Πόση ώρα περπατούσαμε δεν ξέρω, μα κάποια στιγμή σταμάτησαν και οι γρύλοι, σταμάτησαν και τα σκυλιά, ακόμα και το ελάχιστο θρόισμα που έκανε το μικρό αεράκι ανάμεσα στις καλαμποκιές κι αυτό σταμάτησε. Το φεγγάρι έφεξε πιο δυνατά, και παρουσιάστηκε μπροστά μας, πνιγμένο μέσα στα κυπαρίσσια, ένα νεκροταφειάκι. Oι άσπροι του τάφοι φέγγανε, τα κυπαρίσσια κατάμαυρα. Και ξαφνικά, μέσα στην ησυχία, ακούστηκε μια βαριά ανάσα. Εισπνοή… εκπνοή… και πάλι εισπνοή… εκπνοή… βαριά βαριά και σχεδόν σφυριχτά.
Από το βιβλίο της Μ. Ιορδανίδου “Η αυλή μας” (απόσπασμα από το βιβλίο Κείμενα Ν. Λογ. Α΄ Γυμνασίου)
Πρόσφατα σχόλια