Οδύσσεια ε 321-329
Mιλώντας, σύναξε τα νέφη και, πιάνοντας την τρίαινα στα χέρια του,
συντάραξε τον πόντο, συννέφιασε θάλασσα και στεριά,
ξεσήκωσε όλες μαζί τις θύελλες και τους ανέμους όλους,
έγινε η μέρα νύχτα, πέφτοντας ψηλά απ’ τον ουρανό.
Λεβάντες και νοτιάς, άγριος πουνέντες και βοριάς αιθερογέννητος
συγχρόνως φύσηξαν και σήκωσαν τεράστιο κύμα.
Λυθήκανε τότε του Oδυσσέα τα γόνατα, λύγισε η ψυχή του,
βάρυνε η γενναία καρδιά του, και μόνος του μιλούσε:
«Άμοιρος και τρισάμοιρος εγώ. Tι άλλο, πιο μεγάλο, κακό με περιμένει;»[…]
Πρόσφατα σχόλια