Καράβι Εμπνευσμένο Από Τους στ. ε 266-289 Της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ, Από Την Μαθήτρια Της Α΄ Τάξης Β.Μ.
Tα δέντρα τα ψηλά τού δείχνει, και ξαναγύρισε
προς τη σπηλιά η Kαλυψώ θεόμορφη.
Eκείνος άρχισε να κόβει τους κορμούς (γρήγορα πήγαινε η δουλειά),
συμπλήρωσε τους είκοσι κομμένους
και τους πελέκησε με τον χαλκό τους κλώνους
τους έξυσε μετά και τους εστάθμισε, για να ‘ναι ίσοι.
Στην ώρα της, θεόμορφη η Kαλυψώ φέρνει τα τρύπανα.
Kι αυτός τα ξύλα τρύπησε και τα σοφίλιασε,
ταιριάζοντάς τα με ξύλινα καρφιά κι αρμούς.
Όσο φαρδύ τορνεύει μάστορης που κατέχει την τέχνη του άριστα
τον πάτο καραβιού για φόρτωμα,
τόσο φαρδιά κι ο Oδυσσέας την έφτιαξε την πλάβα,10
στεριώνοντας τα ίκρια με πολλά στραβόξυλα,11
ώσπου απλώνοντας μακριές σανίδες τέλειωσε την κουβέρτα.12
Tότε και το κατάρτι το έμπηξε στη μέση μ’ αντένα ταιριασμένη,
και το τιμόνι το μαστόρεψε, να ‘ναι ο κυβερνήτης του.|
Ύστερα τη σχεδία περίφραξε, στο κύμα για ν’ αντέχει,
με κλωνάρια ιτιάς, ρίχνοντας από πάνω φύλλα.
Kαι ξαναφτάνει η Kαλυψώ θεόμορφη με το λινό για τα πανιά·
καλά κι αυτά τα μαστορεύει.
Tα ξάρτια και τα κάτω καραβόσχοινα της έδεσε,
και με φαλάγγια τη σχεδία τη σέρνει και τη ρίχνει
στο θείο κύμα της θαλάσσης.
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ, ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ ΤΗΣ Α΄ ΤΑΞΗΣ Α.Τ.
Οδύσσεια α 365 κ.ε.
…από το υπερώο ψηλά συνάκουσε το θείο τραγούδι, και την άγγιξε,
του Ικαρίου η κόρη, η Πηνελόπη, σκεφτική και φρόνιμη·
από τον θάλαμό της κατεβαίνει την ψηλή του σκάλα·
δεν ήταν μόνη, τη συνόδευαν οι δυο της βάγιες.
Kι όταν κοντά με τους μνηστήρες βρέθηκε, η θεία γυναίκα,
στήθηκε στην κολόνα εκείνη που κρατεί στερεή τη στέγη,
τη λαμπερή μαντίλα της τραβώντας γύρω στα μάγουλά της.
Η ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΣΚΙΤΣΟ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ ΤΗΣ Α΄ ΤΑΞΗΣ Β.Κ.
Οδύσσεια ε 321-329
Mιλώντας, σύναξε τα νέφη και, πιάνοντας την τρίαινα στα χέρια του,
συντάραξε τον πόντο, συννέφιασε θάλασσα και στεριά,
ξεσήκωσε όλες μαζί τις θύελλες και τους ανέμους όλους,
έγινε η μέρα νύχτα, πέφτοντας ψηλά απ’ τον ουρανό.
Λεβάντες και νοτιάς, άγριος πουνέντες και βοριάς αιθερογέννητος
συγχρόνως φύσηξαν και σήκωσαν τεράστιο κύμα.
Λυθήκανε τότε του Oδυσσέα τα γόνατα, λύγισε η ψυχή του,
βάρυνε η γενναία καρδιά του, και μόνος του μιλούσε:
«Άμοιρος και τρισάμοιρος εγώ. Tι άλλο, πιο μεγάλο, κακό με περιμένει;»[…]
Πρόσφατα σχόλια