Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΤΗΣ Α΄ ΓΥΜΝ. Χ.Σ.
Σ’ εμάς, στη Σύμη, οι κουζίνες δεν είναι έτσι κουτσουλές, όπως είναι εδώ. Είναι ένα μεγάλο δωμάτιο, πολύ μεγάλο, που κάνουμε όλες μας τις δουλειές. Κοιμόμαστε κιόλας, το χειμώνα που ’χει κρύο. Στη μια του άκρη έχει τον αποκρέβατο —ένα πατάρι, πες— μεγάλο και ψηλό ένα μέτρο. Ανεβαίνεις με τρία σκαλάκια. Έχει κι ένα κάγκελο στην άκρη. Αυτό βολεύει πολύ για να μην πέφτουν τα παιδιά που κοιμούνται όλα εκεί. Το στρώνουμε με ωραίες κουρελούδες και παίζουμε —ξυπόλητες για να μη λερώνουμε— μαμάδες και παιδιά. Από κάτω ο αποκρέβατος είναι αποθήκη. Φυλάμε διάφορα πράγματα. Εκεί λέμε στα μικρά ότι θα τα κλειδώσουμε αν δεν είναι φρόνιμα. Κι αυτά φοβούνται τον αράπη ή τη γριά και κάθονται φρόνιμα.
O πατέρας και η μάνα μου κοιμούνται ψηλά ψηλά, σ’ ένα κρεβάτι που ανεβαίνεις με δεκαπέντε σκαλιά. Στην άλλη άκρη του δωμάτιου είναι η τσιμιά, το τζάκι δηλαδή, και δίπλα η βρύση της στέρνας. Το τζάκι δεν το ανάβουμε συχνά. Άλλωστε τι κρύο κάνει στη Σύμη… ψιλοπράγματα. Έτσι και ρουφήξεις ένα φασκόμηλο… ζεστάθηκες στο πι και φι!… Μόνο τα Χριστούγεννα το ανάβουμε, έτσι για το καλό. Για να καπνίσει, να διώξει το κακό απ’ το σπίτι, να τρομάξει τους καλικαντζάρους. Τον άλλο καιρό έχουμε ακουμπισμένο εκεί το πετρογκάζ και μαγειρεύουμε. Δίπλα είναι το παράθυρο. Σ’ εμάς, στη Σύμη, τα παράθυρα είναι αλλιώτικα. Το είδα αυτό μόλις μπήκα και μου ’κανε εντύπωση. Εδώ τα παράθυρα είναι, πώς να το πω, αδύνατα. Σ’ εμάς έχουνε ένα πολύ φαρδύ πρεβάζι απ’ τη μέσα μεριά. Εκεί ακουμπάμε διάφορα πράγματα. Μάλιστα, το ένα παράθυρο της κουζίνας έχει το πρεβάζι του φτιαγμένο νεροχύτη. Γέρνει, δηλαδή, λίγο προς τα έξω κι έχει μια τρύπα φαρδιά που διώχνει τα σαπουνόνερα έξω.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΡΑΔΕΝΗ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΦΑΚΙΝΟΥ (ΚΕΙΜΕΝΑ Ν. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α΄ ΓΥΜΝ.)
Τα φαντάσματα,από την μαθήτρια της Ά τάξης Ε.Ν.
Είχαμε πάει εκδρομή με την «Περιηγητική» στην Πελοπόννησο. O Γιάννης, η Νέλλη και εγώ. Ήταν καλοκαίρι, ζέστη φοβερή. Φτάσαμε αργά στο Άργος, και, κουρασμένοι όλοι όπως ήμασταν, μετά το φαγητό πέσαμε να κοιμηθούμε. Πού να μας πιάσει όμως ύπνος. Η κάμαρα του ξενοδοχείου έβραζε. Ξαναντυθήκαμε και βγήκαμε έξω. Πήραμε τη δημοσιά και χωρίς να το καταλάβουμε βγήκαμε έξω από την πόλη, στον κάμπο. Συνεχίσαμε να περπατάμε στο χωματόδρομο ανάμεσα από τα ποτισμένα μποστάνια που ανάδιναν δροσιά μαζί με όλες τις μυρωδιές της βρεμένης γης και των όσων φύτρωναν εκεί πάνω. Το μόνο που ακούονταν ήταν τα τρι τρι των γρύλων και πού και πού γαβγίσματα σκύλων σαν προσπερνούσαμε κανένα κοιμισμένο χωριουδάκι. Πόση ώρα περπατούσαμε δεν ξέρω, μα κάποια στιγμή σταμάτησαν και οι γρύλοι, σταμάτησαν και τα σκυλιά, ακόμα και το ελάχιστο θρόισμα που έκανε το μικρό αεράκι ανάμεσα στις καλαμποκιές κι αυτό σταμάτησε. Το φεγγάρι έφεξε πιο δυνατά, και παρουσιάστηκε μπροστά μας, πνιγμένο μέσα στα κυπαρίσσια, ένα νεκροταφειάκι. Oι άσπροι του τάφοι φέγγανε, τα κυπαρίσσια κατάμαυρα. Και ξαφνικά, μέσα στην ησυχία, ακούστηκε μια βαριά ανάσα. Εισπνοή… εκπνοή… και πάλι εισπνοή… εκπνοή… βαριά βαριά και σχεδόν σφυριχτά.
Από το βιβλίο της Μ. Ιορδανίδου “Η αυλή μας” (απόσπασμα από το βιβλίο Κείμενα Ν. Λογ. Α΄ Γυμνασίου)
Πρόσφατα σχόλια