Στο μυθιστόρημα «Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα» της Αγγελικής Δαρλάση η Αγγελίνα συνομιλεί με τα αγάλματα. Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει σε συνέντευξή της: «Τα αγάλματα είναι ζωντανά ‒ με τον δικό τους τρόπο. Μιλάνε για ζωή, για θάνατο, για έρωτα, για πόλεμο, για ομορφιά, γι’ αγάπη, για πόνο, για μεγαλεία, για τα μικρά και ουσιαστικά. Κι ίσως αυτό να μας λένε: Πόσο εύθραυστη και πόσο αθάνατη είναι η ανθρώπινη φύση μας.»
Στις εργασίες μαθητών και μαθητριών του Β1 και Β2 που ακολουθούν ήρωες του βιβλίου συνομιλούν με αγάλματα που εμφανίζονται σε αυτό.
-Γιατί σε φωνάζουν προσφυγάκι;
Το κορίτσι κοίταξε με απορία το αγόρι με τον σκύλο. Εκείνο χαμογέλασε θλιμμένα και του αποκρίθηκε:
-Γιατί δεν είμαι από εδώ. Είμαι από έναν τόπο πέρα από τη θάλασσα. Έναν πανέμορφο τόπο…
Το κορίτσι είδε ένα δάκρυ να κυλάει από τα μάτια του αγοριού. Το βλέμμα του γεμάτο από μελαγχολία και νοσταλγία για το σπίτι του. Έπειτα από λίγο, σκούπισε τα μάτια του και είπε:
-Με έφεραν εδώ πριν από πολλά χρόνια. Μαζί μου ήρθαν και πολλοί άνθρωποι. Ούτε εκείνοι όμως ήθελαν να φύγουν, ούτε κι εγώ. Αναγκάστηκαν να φύγουν εξαιτίας της καταστροφής. Εμένα με πήραν μαζί τους, γιατί δεν ήθελα να με αφήσουν στο έλεος των εχθρών.
Το κορίτσι θυμήθηκε τις ιστορίες που του έλεγε η μητέρα του κάθε βράδυ. Θυμήθηκε τη μητέρα του, που είχε φύγει από το σπίτι της, χωρίς να προλάβει να πάρει τίποτα, χωρίς να προλάβει να αποχαιρετήσει τίποτα.
Εκείνο το βράδυ, δε μίλησε ξανά κανείς∙ όλοι σκέφτονταν την πατρίδα τους.
Θεοδώρα Μ., Β2
-Γεια σου κοριτσάκι!
-Γεια σου και σένα, άγαλμα! Πώς σε λένε;
-Με λένε Κούρο και είμαι από το Σούνιο. Εσένα πώς σε λένε;
-Αγγελίνα. Σε πειράζει να σε φωνάζω γίγαντα;
-Όχι!
-Λοιπόν, πες μου μια ιστορία, γίγαντα! Πώς έφτασες ως εδώ; Πες μου τις περιπέτειές σου!
-Ωραία, θα σου πω. Άκου! Εγώ είμαι ένας κούρος, από τους πιο μεγαλόπρεπους και εντυπωσιακούς. Με βρήκανε μπροστά στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Οι φίλοι μου διαλύθηκαν κι έτσι είμαι ο μοναδικός του Σουνίου.
-Ουάου!
-Έτσι έφτασα εδώ!
-Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα;
-Ναι κοριτσάκι, πες μου.
-Γιατί έχεις κλειστό πάντα το χέρι σου; Τι κρύβεις;
-Κρύβω τα αστέρια που πήρα από τον ουρανό.
-Πω πω! Θέλω κι εγώ να πάρω τα δικά μου αστέρια! Θα περιμένω να έρθει το βράδυ. Πρέπει όμως να φύγω τώρα, θα με ψάχνουν οι γονείς μου.
-Κοριτσάκι, θα έρχεσαι να με βλέπεις πού και πού;
-Σου το υπόσχομαι. Καλό βράδυ!
-Καλό βράδυ και όνειρα γλυκά!
Αλεξάνδρα Β., Β1
Αγγελίνα: Εεπ! Εσύ εκεί, τι κάνεις; Μόλις έκλεψες από τον ουρανό ή μου φάνηκε;
Κούρος: Όχι, κοριτσάκι, με παρεξήγησες! Εγώ δυο, τρία το πολύ αστέρια πήρα μόνο!
Αγγελίνα: Και γιατί, παρακαλώ;
Κούρος: Να, ήθελα να δω από κοντά την εκθαμβωτική τους λάμψη. Θα τα βάλω πίσω, το υπόσχομαι!
Αγγελίνα: Ξέρεις, μπορούσες απλώς να τα ζητήσεις. Δεν είναι σωστό να κλέβουμε τα πράγματα των άλλων!
Κούρος: Ξέρω, ξέρω κοριτσάκι, αυτός ο ουρανός όμως είναι πολύ άπληστος! Έχει πολλά δικά του αστέρια και δε μ΄ αφήνει ποτέ να τα αγγίξω!
Αγγελίνα: Ε τότε, ξέρεις κάτι;
Κούρος: Για πες!
Αγγελίνα: Κράτα τα, μην του τα δώσεις πίσω και κρύψ’ τα βαθιά μέσα στις χούφτες σου!
Κούρος: Αυτό όμως δεν είναι εγωιστικό;
Αγγελίνα: Ναι, αλλά έχει τόσα μα τόσα πολλά, που ούτε που θα καταλάβει ότι λείπουν.
Κούρος: Λες ε;
Αγγελίνα: Φυσικά! Θα είναι το μικρό μας μυστικό. Μόνο εσύ κι εγώ θα το ξέρουμε. Άντε, το πολύ και η κυρία Σέμνη που την εμπιστεύομαι.
Κούρος: Το υπόσχεσαι, Αγγελίνα;
Αγγελίνα: Το υπόσχομαι!
Κική Κ., Β2
Εκείνη την ημέρα το κορίτσι ήταν τόσο θλιμμένο, που, όσο και να προσπάθησαν όλα τα αγάλματα, κανένα δεν κατάφερε να την κάνει να γελάσει.
Η Σειρήνα τραγουδούσε με λυπημένη και θλιμμένη φωνή.
«Ο πόλεμος είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο… Πάντα αυτό ήταν» είπε η μικρή Σειρήνα.
«Δηλαδή και τα αγάλματα έχουν αισθήματα και είναι πληγωμένα;» ρώτησε το κορίτσι όλο απορία.
«Τα αγάλματα είναι σιωπηλά, βουβά και αυτά θρηνούν με τον δικό τους τρόπο» απάντησε σχεδόν ψιθυριστά η μικρή Σειρήνα.
«Γιατί να υπάρχει πόλεμος, γιατί να πολεμούν οι άνθρωποι;» απόρησε το κορίτσι.
Η Σειρήνα δε μίλησε, παρέμεινε ακούνητη, αμίλητη, αγέλαστη.
Εκείνη τη στιγμή το μικρό άγαλμα άρχισε να ξανατραγουδάει με θλιμμένη φωνή.
Εκείνη τη μέρα όλοι τους ήταν στεναχωρημένοι και ήθελαν να κλάψουν.
Ακόμα και τα αγάλματα τις νύχτες κλαίνε σιωπηλά, γιατί ό,τι αγάπησαν το έχασαν. Εκείνη τη νύχτα κανένας τους δε μίλησε.
Κωνσταντίνα Α., Β1
Προσφυγάκι: Ελισσώ, πώς βλέπεις την κατάσταση; Θα ξαναζήσουμε την προσφυγιά;
Ελισσώ: Μικρό μου άγαλμα, αυτήν τη συζήτηση μόνο με σένα θα μπορούσα να την κάνω. Μόνο σε σένα μπορώ να εκφράσω ελεύθερα όλες τις ανησυχίες μου, γιατί είμαι βέβαιη πως εσύ θα ενστερνιστείς την κάθε μου λέξη.
Προσφυγάκι: Κατανοώ απόλυτα τι θες να πεις. Η καταγωγή μας είναι η ίδια, βιώσαμε, την ίδια χρονολογία, το 1922, τον βίαιο ξεριζωμό και μέσα σε μία ημέρα σβήστηκαν όλα τα όνειρά μας. Έχουν πολλά κοινά οι ζωές μας, οπότε σε αντιλαμβάνομαι πλήρως.
Ελισσώ: Ακριβώς! Ξέρεις, υπάρχουν νύχτες που ξαναζώ αυτόν τον εφιάλτη, ξενυχτάω κλαίγοντας, φωνάζοντας και πονώντας για τη χαμένη μου οικογένεια. Δεν έχω ξεπεράσει τίποτα και τρέμω στην ιδέα του πολέμου, του θανάτου και μιας επικείμενης προσφυγιάς. Προσεύχομαι τα βράδια να μη ζήσει εφάμιλλες καταστάσεις το μοναχοπαίδι μου η Αγγελίνα, ο σύζυγός μου και εσείς. Εσύ, μικρό μου αγόρι, τι φοβάσαι περισσότερο;
Προσφυγάκι: Τη μοναξιά και το κρύο φοβάμαι. Αν και έχω τη συντροφιά του σκύλου μου και τη ζεστασιά της κάπας μου, επιθυμώ να βρίσκομαι μονίμως κοντά στους φίλους μου τα αγάλματα και σε ανθρώπους. Μάλλον οι φόβοι μου αυτοί οφείλονται στην παιδική μου ηλικία και στην ανασφάλεια που νιώθει κάθε παιδί. Πριν έρθω εδώ ήμουν πολύ δυστυχισμένος, γιατί φοβόμουν μη βρεθώ στην αποξένωση, στο σκοτάδι. Όμως τώρα ζω στην ασφάλεια, στην περιποίηση, με συντροφιά και κινδυνεύω πάλι να τα χάσω λόγω της ίδιας αιτίας, ενός πολέμου.
Ελισσώ: Μικρό μου προσφυγάκι, δε γνωρίζω την εξέλιξη της ζωής μας, αλλά θέλω να προσέχεις και να υποσχεθούμε ο ένας στον άλλον πως θα ανταμωθούμε ό,τι και αν γίνει. Όπου και να μας βγάλει η μοίρα, εμείς θα βρούμε τρόπο να βρεθούμε πάλι.
Προσφυγάκι: Ναι Ελισσώ, δε θα επιτρέψουμε σε κανέναν να μας εκδιώξει από την πατρίδα. Να φροντίζεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου. Εις το επανιδείν!
Ελισσώ: Εις το επανιδείν, αγαπημένο μου αγόρι!
Δημήτρης Κ., Β2
Μέσα στην απόλυτη σιωπή του μουσείου η Αγγελίνα περπατούσε χαμένη στις σκέψεις της, όταν άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Βρισκόταν μπροστά από την αίθουσα που φιλοξενούσε τις «Ταναγραίες κόρες». Προχώρησε λίγα βήματα και στάθηκε μπροστά στο άγαλμα της «Γαλάζιας κόρης». Ήταν μια ψηλή γυναίκα που κρατούσε μια μεγάλη βεντάλια που έμοιαζε με φύλλο δέντρου και φορούσε ένα μαντίλι στα μαλλιά. Ξαφνικά, το άγαλμα κουνήθηκε και άρχισε να μιλά:
-Ποια είσαι εσύ κόρη; Τι γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ και δεν κοιμάσαι;
-Με λένε Αγγελίνα. Ο πατέρας μου είναι τεχνίτης σ’ αυτό το μουσείο και προσπαθεί να προστατέψει όλα τα αγάλματα, για να μην τα πάρουν οι Γερμανοί. Εσείς ποια είστε;
-Με λένε «Γαλάζια κόρη» και αυτές δίπλα μου είναι οι αδελφές μου. Φτιαχτήκαμε πριν από πάρα πολλά χρόνια από κάποιους κοροπλάστες στα εργαστήρια της Τανάγρας στην αρχαία Βοιωτία.
-Είστε πάρα πολύ εντυπωσιακές όλες σας και ξεχωρίζετε από τα υπόλοιπα αγάλματα. Πόσο ύψος έχετε και από τι υλικό είστε κατασκευασμένες;
-Το ύψος μας κυμαίνεται από 15 μέχρι 35 εκατοστά. Εγώ είμαι η πιο ψηλή. Είμαστε φτιαγμένες από τερακότα και μας συγκαταλέγουν στα περίφημα αρχαία ελληνικά έργα πλαστικής τέχνης.
-Πότε σας βρήκαν και σε ποια περιοχή;
-Μας βρήκε το 1874 ένας αγρότης όταν όργωνε το χωράφι του στην Τανάγρα κι από τότε γίναμε πολύ δημοφιλείς και μας διεκδικούσαν πολλά μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες, για να μας βάλουν στη συλλογή τους.
-Είστε πάρα πολύ εντυπωσιακή και καλοντυμένη!
-Οι περισσότερες είμαστε ευγενείς κυρίες που ακολουθούμε τη μόδα της εποχής μας. Η ενδυμασία μας είναι πολυτελής και περίτεχνα διπλωμένη. Όπως βλέπεις, άλλες φοράνε σκουλαρίκια, καπέλα και άλλα αντικείμενα. Εγώ κρατώ μια βεντάλια και φορώ αυτό το κίτρινο μαντίλι.
-Για ποιον λόγο σας φτιάξανε; Διακοσμούσατε τα σπίτια των πλουσίων;
-Αρχικά, Αγγελίνα μου, μας χρησιμοποιούσαν ως νεκρικά παραθέματα στους τάφους νεαρών γυναικών και γι’ αυτό η τέχνη αυτή εκφράζει την ιδανική και τέλεια ομορφιά, τη σοφία και την καλλιτεχνία. Κάποιοι μας προόριζαν για αφιερώματα στη θεά Αφροδίτη που εκπροσωπούσε το ιδανικό της θηλυκής ομορφιάς. Τέλος, άλλοι μας είχαν σαν φυλακτό ή γούρι και γι’ αυτό συνοδεύαμε τις γυναίκες σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους από την παιδική ηλικία ως τον θάνατο.
Και καθώς συζητούσαν οι δυο τους, ακούστηκε ένας ήχος. Βήματα ακούστηκαν στα σκαλιά. Η Αγγελίνα χαιρέτησε γρήγορα τη «Γαλάζια κόρη» και της είπε ότι πρέπει να φύγει για να μην τη βρουν.
–Θα τα ξαναπούμε σύντομα. Χάρηκα που σας γνώρισα. Φεύγω για να κρυφτώ!
-Κι εγώ χάρηκα, Αγγελίνα! Να προσέχεις!
Και κάπως έτσι η Γαλάζια Κόρη μαρμάρωσε ξανά και έπεσε σε βαθύ ύπνο. Η νύχτα ήταν μεγάλη και κρύα. Οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήταν ακόμη πιο μεγάλες και δύσκολες. Η μοίρα επεφύλασσε άλλα σχέδια για την τύχη τους. Οι Ταναγραίες κόρες σε λίγο θα βρίσκονταν θαμμένες, για να γλιτώσουν από τους κατακτητές.
Στέργιος Λ., Β2
Και το κορίτσι εκείνη την νύχτα συνομίλησε με όλα τα αγάλματα για κάτι που την απασχολούσε καιρό…
Πρώτα απευθύνθηκε στον κούρο. Τον σκούντηξε με το καταραμένο χέρι, μα εκείνος έκανε πως δεν κατάλαβε. Μα το κορίτσι επέμενε και τότε…
-Τι θες κοριτσάκι;
-Να εγώ…
-Μην ανησυχείς, δε σε μαλώνω!
-Τότε έχω μια απορία.
-Και τι ζητάς να μάθεις; Μήπως πάλι πώς είναι να κοιτάς τον κόσμο από εδώ ψηλά ή αν πράγματι ακουμπάω τα αστέρια;
-Τίποτε από αυτά. Θέλω να μάθω για τον πόλεμο.
Ο γίγαντας παραξενεύτηκε. Η ερώτηση του κοριτσιού ήταν ιδιαίτερα αφοπλιστική.
-Πόλεμος, πόλεμος… Μα πού την άκουσες εσύ αυτήν τη λέξη;
-Πλέον όλοι τη λένε και όλοι συζητάνε γι’ αυτήν, αλλά δεν καταλαβαίνω…
-Λογικό, είσαι πολύ μικρή για να την ξέρεις.
-Θέλω όμως να ξέρω.
-Εσείς τα παιδιά είστε όλο ερωτήσεις…
-Θα μου πεις;
-Κοίτα να δεις, ο πόλεμος είναι σίγουρα κάτι κακό και σου συνιστώ να τον αποφεύγεις.
-Γιατί, έχει κάποια αρρώστια που θα κολλήσω και θα πονάω;
-Αρρώστια είναι σίγουρα και πόνο μάλιστα προκαλεί πολύ.
-Μα δε καταλαβαίνω τι λες!
-Θα έρθει η μέρα που θα καταλάβεις.
-Τώρα θα μου πεις τι κάνουν στον πόλεμο;
Ο γίγαντας δεν ήξερε τι να απαντήσει, μα ήξερε ότι το κοριτσάκι περίμενε απεγνωσμένα μια απάντηση.
-Γιατί ρωτάς εσύ όμως τόσα για τον πόλεμο;
-Μα έχουμε κι εμείς τώρα!
Ο γίγαντας αισθάνθηκε την πέτρινη καρδιά του να παίρνει σάρκα και οστά, να γεμίζει συναισθήματα και ξεκίνησε έναν βουβό και επώδυνο θρήνο. Αν δεν ξαναέβλεπε ποτέ το κοριτσάκι που τόσο αγαπά; Αν δεν ταξίδευε ξανά μαζί του στα άστρα; Ούτε που ήθελε να το σκέφτεται, μα όσο η ώρα περνούσε, τόσο πιο πολύ αυτά τα συναισθήματα τον κατέκλυζαν, ώσπου…
-Μα τι έχεις γίγαντα και δε μιλάς; Θα μου πεις τι κάνουν στον πόλεμο;
-Αχ κοριτσάκι, πόσο σε αγαπώ! Αν δεν ήσουν εσύ τόσα και τόσα βράδια να ταξιδεύουμε μαζί στα άστρα, δεν ξέρω αν θα επιβίωνα στη βαρετή ζωή του μουσείου…
-Τι έπαθες και μου λες γι’ αυτά; Αφού και αύριο μαζί θα είμαστε!
-Αλήθεια κοριτσάκι;
-Ναι!
-Μου το υπόσχεσαι;
-Φυσικά, τώρα όμως θα μου απαντήσεις τι κάνουν στον πόλεμο;
-Αφού επιμένεις τόσο… Να… Μμμμ… Παλεύουν.
-Τι εννοείς παλεύουν; Όπως εγώ και ο μπαμπάς κάποιες φορές για πλάκα;
-Περίπου…
-Καλά και είναι τόσο τρομερό αυτό, που το συζητάνε όλοι;
-Μάλλον…
-Πάντως εσύ πρέπει να είσαι πολύ καλός στον πόλεμο!
-Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;
-Γιατί είσαι τόσο μεγάλος και δυνατός!
-Χα χα χα, σε διαβεβαιώ ότι σημασία δεν έχουν τα όπλα, αλλά η ψυχή και το μυαλό!
-Μα πώς γίνεται;
Ο γίγαντας τη σταμάτησε πριν συνεχίσει.
-Κοριτσάκι, κοίτα στον ουρανό. Έχει πανσέληνο απόψε!
Και ήταν σαν να έφερνε ο γίγαντας το φεγγάρι όλο και πιο κοντά, σαν να το τραβούσε προς αυτόν και το κοριτσάκι με αόρατο σχοινί και το κοριτσάκι όσο το φεγγάρι πλησίαζε τόσο ξεχνούσε τον πόλεμο.
-Κοριτσάκι, σου αρέσει το φεγγάρι;
-Πολύ!
-Σου υπόσχομαι ότι σήμερα θα φτάσεις πιο κοντά του από κάθε άλλη φορά!
Και το κορίτσι άπλωσε το καλό του χέρι και ακούμπησε το φεγγάρι και ξέχασε τον πόλεμο, ξεκινώντας άλλο ένα ταξίδι στα αστέρια με τον γίγαντα της καρδιάς του….
Αχιλλέας Δ., Β1
-Τι κάνεις εδώ πέρα; Μήπως είσαι κλέφτης και ήρθες να με πάρεις μακριά από το μουσείο; Να πέσει κεραυνός να σε κάψει!
-Ααααα! Εσύ είσαι, άγαλμα του Δία;
-Συγγνώμη, κοριτσάκι, αλλά φοβήθηκα!
-Δεν πειράζει, όποιος κι αν μ΄έβλεπε στο μουσείο νύχτα θα νόμιζε ότι είμαι κλέφτης.
-Σε παρακαλώ, κοριτσάκι, κάνε μου λίγη παρέα. Νιώθω πολύ μόνος απόψε!
-Αφού θέλεις παρέα, θα σου κάνω.
-Ξέρεις, έχω αρχίσει να νοσταλγώ τα χρόνια που ήμουν θεός και κυριαρχούσα στον Όλυμπο!
-Πες μου, άγαλμα του Δία, για τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων. Θέλω να γίνω ακόμη καλύτερη στο σχολείο. Αν και λόγω του πολέμου δεν μπορώ να πάω πια στο σχολείο. Ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμη…
-Αχ, καημένο μου κοριτσάκι, αυτός ο φριχτός πόλεμος καταστρέφει τις ζωές μας!
-Ευτυχώς, πιστέ μου φίλε, έχω κι εσένα! Ελπίζω σύντομα η δική μου και η δική σου ζωή να γαληνεύσει.
Διαμαντής Γ. – Ιάσων Μπ. – Ιορδάνης Κ., Β2
Μετά από λίγη ώρα λέει το κορίτσι στη Σφίγγα:
-Σήμερα δε θα μου πεις κάποιον γρίφο;
Η Σφίγγα δεν απάντησε.
-Γιατί δεν απαντάς; Σκέφτεσαι κάποιον γρίφο σου που δε θα μπορώ να βρω;
-Το έτος 430 π.Χ. οι κάτοικοι της Δήλου υπέφεραν από μεγάλο λοιμό. Για να γλιτώσουν από τον λοιμό απευθύνθηκαν για χρησμό στο μαντείο του Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον χρησμό ο λοιμός θα αντιμετωπιζόταν, αν οι πολίτες διπλασίαζαν έναν από τους κυβικούς βωμούς, χωρίς να χαλάσουν την κυβική μορφή τους. Για πες μου, πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Το κορίτσι σκεφτόταν για αρκετή ώρα, χωρίς να μπορέσει να δώσει κάποια λύση. Ο γρίφος της φάνηκε κάτι το ακατόρθωτο. Στη συνέχεια απάντησε:
-Είσαι πολύ έξυπνη, Σφίγγα! Πού βρίσκεις τέτοιους γρίφους; Όμως ποια θα μπορούσε να είναι η λύση;
-Αυτός ο γρίφος είναι άλυτος από την αρχαιότητα ακόμα. Μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο συμβολισμός του;
-Για πες μου εσύ, Σφίγγα!
-Είναι σαν τον πόλεμο, όπου εκεί που περιμένεις ότι η λύση του είναι εύκολη, μετά από λίγο καταλαβαίνεις ότι είναι αδύνατον να λυθεί ή να σταματήσει ποτέ!
Εκείνο το βράδυ η Σφίγγα δεν ξαναμίλησε. Όσες ερωτήσεις κι αν της έκανε το κορίτσι, η Σφίγγα σιωπούσε.
Χρήστος Κ. – Σταμάτης Κ., Β2
Και αφού η Αγγελίνα δεν μπορούσε να βρει τη λύση στο αίνιγμα που της έβαλε η Σφίγγα, πηγαίνει να ρωτήσει τον Κούρο αν ξέρει τη λύση. Τον βλέπει να παίρνει μερικά αστέρια από τον ουρανό και τον ρωτάει:
-Γιατί παίρνεις αστέρια από τον ουρανό, χωρίς να τον ρωτήσεις;
-Γιατί κάθε φορά που τον ρωτάω, αυτός με αγνοεί! Σε παρακαλώ, μην αποκαλύψεις σε κανέναν το μυστικό μου!
-Στο υπόσχομαι! Θα σου πω κι εγώ ένα δικό μου μυστικό: Ο Τίκο κλέβει αγάλματα και ακροκέραμα από τα σπίτια, επειδή θέλει να τα θάψει, για να μην τα βρουν οι Γερμανοί!
-Θα κρατήσω κι εγώ κρυφό το μυστικό σου!
Ακρίτας Κ. – Βασίλης Κ., Β2
«Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί είναι ανάγκη να σας κρύψουμε θάβοντάς σας στο χώμα;»
Είχαν περάσει δύο μέρες από τότε που έμαθε η Αγγελίνα τα σχέδια των μεγάλων σχετικά με την απόκρυψη- ή μάλλον το θάψιμο- των αγαλμάτων και το κορίτσι ήταν πολύ αγχωμένο.
Η Σφίγγα χαμογέλασε καθησυχαστικά.
«Δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς τόσο. Αφού θα ξαναβρεθούμε και θα συζητάμε στα όνειρά σου κάθε βράδυ» απάντησε.
«Το ξέρω, μα… θα μου λείψεις. Πολύ. Όλοι σας» είπε κατσουφιασμένη.
Βυθίστηκαν στη σιωπή για λίγο.
«Ξέρω πως δε θα σας ξαναδώ από κοντά» είπε ψιθυριστά η Αγγελίνα. «Προτού σε ξεθάψουν φαίνεται πως ήσουν χρόνια στο χώμα. Πρέπει να ήταν απαίσια»
Η Σφίγγα της απάντησε γελώντας:
«Μπορεί να σε ξεγελάει το ξεθωριασμένο μου χρώμα, μα δεν είναι τόσο επώδυνα εκεί κάτω. Είναι περισσότερο… ήσυχα. Και ήρεμα»
Δεν έδειχνε καλύτερα και είχε μια θλιμμένη γκριμάτσα κρεμασμένη στο πρόσωπό της, οπότε η Σφίγγα συνέχισε:
«Θα είμαστε όλοι καλά και θα δεις, θα βρεθούμε πολύ σύντομα. Και όπως σου είπα, θα συζητάμε στα όνειρά σου κάθε βράδυ»
Η Αγγελίνα ξεφύσησε παραδεχόμενη την ήττα της.
«Υποθέτω πως θα είμαι καλά για ένα διάστημα» είπε διστακτικά.
Η Σφίγγα της έγνεψε.
«Μπορείς να μου πεις καμιά ιστορία από τα χρόνια που σε έφτιαξαν;» είπε η Αγγελίνα μετά από λίγο.
Η Σφίγγα χαμογέλασε και άρχισε να αφηγείται.
Εκείνη τη νύχτα οι ιστορίες τούς έκαναν να ξεχάσουν αυτά που έρχονταν.
Χρύσα Α., Β1
Μόλις έφτασε στο μουσείο η Αγγελίνα, πήγε κατευθείαν στο βάθος της αίθουσας, για να αποχαιρετήσει και το τελευταίο άγαλμα που είχε απομείνει: τον Κούρο του Σουνίου. Κοίταξε ψηλά και του είπε:
-Σε πρόλαβα! Δε σε έχουν κρύψει ακόμη!
Ο Κούρος έσκυψε, την κοίταξε και συγκινημένος της είπε:
-Αγγελίνα, χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω! Ήξερα πως ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές εσύ θα ερχόσουν στο μουσείο!
-Το μουσείο είναι ο τόπος που μεγάλωσα. Εδώ έχω τις πιο ωραίες αναμνήσεις. Εδώ έχω ακούσει τις πιο ωραίες ιστορίες.
-Είσαι θαυμάσιο κορίτσι!
-Θα τα πούμε όταν τελειώσουν όλα!
-Αντίο, Αγγελίνα! Να δώσεις πολλά χαιρετίσματα στον Τϊκο. Θα τα πούμε μόλις τελειώσουν όλα!
Σοφία Ζ., Β2
Με το καλό μου χέρι έγνεψα με ευγνωμοσύνη «αντίο»! Ήταν η τελευταία φορά που θα τα έβλεπα. Με το καταραμένο μου χέρι τα χαιρέτησα με θαυμασμό. Σαν να τα έβλεπα πρώτη φορά. Τότε ο μεγαλόσωμος κούρος που έμοιαζε με γίγαντα με πλησίασε και μου είπε:
– Αγγελίνα, θα μας λείψεις!
– Και μένα θα μου λείψετε όλοι πάρα πολύ! Ανησυχώ πολύ για το μέλλον σας και νοιάζομαι για εσάς όσο για κανέναν άλλον!
– Δε θα ξεχάσουμε ποτέ τις καλές και τις κακές στιγμές που περάσαμε μαζί σου.
– Και εγώ, καλέ μου Κούρε, δε θα σας ξεχάσω ποτέ! Από εσένα πάντως θα μου μείνει αξέχαστη η στιγμή που κατέβαζες αστέρια σε εμένα και τον Τίκο. Ήταν τόσο ωραία!
Η Αγγελίνα έβαλε τα κλάματα από τη συγκίνηση. Όλα τα αγάλματα συγκινημένα έσπευσαν πάνω της να την αγκαλιάσουν. Ο Κούρος την πήγε ως την πόρτα του μουσείου και την αποχαιρέτησε:
– Αντίο, Αγγελίνα μου! Να προσέχεις πολύ και να έχεις ένα καλύτερο μέλλον!
– Σου υπόσχομαι ότι θα προσέχω. Ελπίζω πως κάποια μέρα θα ανταμωθούμε. Αντίο!
Παναγιώτης Ευ. – Γιάννης Δ., Β1
Μια μέρα η Αγγελίνα αποφάσισε να πάει στο μουσείο να δει τα αγάλματα. Άκουσε τότε φωνές να τραγουδούν.
«Ποιος τραγουδάει;»
«Εμείς!» είπαν τα αγάλματα.
«Ωραία φωνή έχετε!»
«Ευχαριστούμε!»
Τότε η Αγγελίνα τραγούδησε και χόρεψε μαζί με τα αγάλματα.
«Τι ωραία που είναι εδώ! Μακάρι να ήμουν εδώ για πάντα!»
Τα αγάλματα κινδύνευαν. Οι Γερμανοί θα έμπαιναν στην πόλη. Η Αγγελίνα ζήτησε τη συμβουλή του φίλου της του Τίκο. Αποφάσισαν μαζί να κρύψουν όσα αγάλματα μπορούσαν στο χώμα, για να τα προστατέψουν από τους κατακτητές.
«Ευχαριστούμε πολύ που θέλετε να μας προστατέψετε!» είπαν τα αγάλματα στην Αγγελίνα και τον Τίκο.
«Δε θέλουμε να σας πάρουν ξένοι. Ανήκετε εδώ στην Ελλάδα!»
Δυστυχώς όμως οι Γερμανοί σύντομα μπήκαν στην πόλη.
«Θέλω να πάρω ένα ακόμη άγαλμα, Αγγελίνα. Τον γρύπα που είναι πάνω στη στέγη ενός σπιτιού»
«Μην πας, είναι επικίνδυνο, μπορεί να σε πιάσουν οι Γερμανοί!»
Ο Τίκο όμως δεν άκουσε την Αγγελίνα. Όταν πήγε η Αγγελίνα να δει γιατί άργησε, τον είδε κάτω στο χώμα. Δίπλα του πεταμένα τα γυαλιά του.
«Βοήθεια! Ας με βοηθήσει κάποιος!» φώναξε κλαίγοντας.
«Μην κλαις, δεν πονάω!» της είπε ο Τϊκο.
«Δε θέλω να σε χάσω! Είσαι ο καλύτερός μου φίλος! Τι θα κάνω χωρίς εσένα;»
«Μην κλαις!»
Ο Τίκο έκλεισε τα μάτια του και η Αγγελίνα είπε στα αγάλματα:
«Κάντε μου μια χάρη! Στον Τίκο να λέτε μόνο όμορφα πράγματα, να μη στεναχωριέται. Μην του μιλάτε για πόλεμο, θλίψη και πόνο. Να του λέτε μόνο ευχάριστα, για να είναι χαρούμενος!»
«Μην ανησυχείς» της είπαν τα αγάλματα.
Η Αγγελίνα αποχαιρέτησε κλαίγοντας τους φίλους της. Τον Τίκο και τα αγάλματα.
Μαρία Δ., Β1
O Tίκο μιλάει με τον Κούρο λίγο μετά τον θάνατό του…
Τίκο: Και τώρα τι θα γίνει;
Κούρος: Τι εννοείς;
Τίκο: Ποιος θα προσέχει το κοριτσάκι; Εγώ τι θα απογίνω;
Κούρος: Η Αγγελίνα μπορεί να προσέχει τον εαυτό της και το έχει αποδείξει πολλές φορές…
Πήρε μια βαθιά ανάσα και με στενάχωρο τόνο του είπε:
Κούρος: Όσο για σένα σε λίγη ώρα από τώρα θα χάσεις τη μνήμη σου…
Ο Τίκο τότε δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να χάσει τη μνήμη του. Δεν ήθελε να ξεχάσει όλες τις αναμνήσεις του με την Αγγελίνα…
Κούρος: Η Αγγελίνα μας ζήτησε να σε προσέχουμε. Μας είπε ότι θα θυμάται εκείνη για σένα.
Τίκο: Μα εγώ δε θέλω να ξεχάσω!
Κούρος: Λυπάμαι πολύ, Τίκο…
Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί.
Τίκο: Ξέρεις… είσαι ο αγαπημένος της Αγγελίνας. Συνέχεια μιλούσε για σένα. Σε θαύμαζε πολύ!
Κούρος: Είναι τιμή μου ένα τόσο έξυπνο, θαρραλέο κορίτσι να με θαυμάζει, αφού έκανε τόσο κόπο για να μας σώσει.
Τίκο: Ναι! είπε χαμογελώντας.
Κούρος: Σ΄αγαπούσε πολύ! Κι ακόμα σ’ αγαπάει!
Χαμογέλασε ο Τίκο και του είπε:
Τίκο: Κι εγώ την αγαπάω! Και τι δε θα έδινα να ξαναγυρίσω πίσω μαζί της!
Κούρος: Τίκο, ήρθε η ώρα.
Τίκο: Να μου προσέχετε την Αγγελίνα. Να της πείτε ότι την αγαπώ πολύ!
Εκείνο το βράδυ τ’ αγάλματα δεν ξαναμίλησαν. Πενθούσαν για τον θάνατο του Τίκο.
Κωνσταντίνα Κ., Β2
«Τίκο, εσύ είσαι;» ρωτάει ο Γρύπας.
«Ναι, γρύπα μου! Ήρθα να σου κρατήσω συντροφιά για απόψε. Σου υπόσχομαι όμως πως θα σε πάρω από δω, αύριο κιόλας»
«Ούτε σήμερα έφερες το κοριτσάκι. Ντρέπεσαι να μου τη γνωρίσεις;»
«Όχι, όχι! Αύριο θα έρθει κι αυτή να βοηθήσει»
«Πώς την είπαμε;» ρωτάει ο γρύπας.
«Αγγελίνα» απαντάει με περηφάνια ο Τίκο.
Ένιωθε περήφανος για τη φίλη του, το κοριτσάκι που μιλούσε με τα αγάλματα.
«Ααααα ναι, Αγγελίνα. Τίκο;»
«Ναι;»
«Μου υπόσχεσαι πως δε θα μ’ αφήσεις να με πάρουν οι Γερμανοί; Πως δε θα μείνω εδώ, να ξεχαστώ;»
«Αφού στο είπα ήδη, αύριο βράδυ!»
«Το ξέρω. Απλά θέλω να το ακούσω άλλη μια φορά» είπε αγχωμένος ο γρύπας.
«Στο υπόσχομαι, στο υπόσχομαι, στο υπόσχομαι» συνέχισε να λέει ο Τϊκο.
«Εντάξει» του απάντησε ανακουφισμένος ο γρύπας.
***
«Δεν ήθελα να γίνει αυτό! Γιατί; Γιατί;» έλεγε κλαίγοντας ο γρύπας.
«Σου υποσχέθηκα πως θα σε σώσω και το έκανα! Σε κατέβασα, σε γλίτωσα από τους εχθρούς! Σου έδωσα ζωή! Ελεύθερη ζωή!»
«Μου έδωσες τη δικιά σου ζωή! Σου στέρησα όχι μόνο τα παιδικά σου χρόνια, αλλά και την καλύτερή σου φίλη!»
«Μη ρίχνεις το φταίξιμο σε σένα! Δε φταις εσύ που «κοιμήθηκα». Δε φταις εσύ που δε θα την ξαναδώ! Και την αποχαιρέτησα!»
«Πώς; Πώς της είπες πώς νιώθεις, πως δε θα την ξαναδείς;»
«Αχ, καλέ μου γρύπα. Αν ήσουν άνθρωπος, θα ήξερες πως τα λόγια δεν είναι η μόνη λύση. Θα ήξερες πως με ένα μόνο βλέμμα ή με ένα μόνο άγγιγμα μπορείς να δώσεις στον άλλον τον κόσμο ολόκληρο!»
«Πόσο τυχερός είσαι που γνώρισες την αγάπη! Όταν ζεις χωρίς αγάπη, είσαι σαν…»
«…Νεκρός!»
Εκείνη τη νύχτα κανείς τους δεν ξαναμίλησε…
Κατερίνα Δ. – Ανθή Δ. – Δήμητρα Γ., Β1