Τα συγγραφικά δικαιώματα του παρόντος ιστολογίου ανήκουν στον κ. Γιάννη Β. Τάτση . Σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα.
Όλα αυτά τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική μου συλλογή: ΣΤΑ ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ.
Πρώτη έκδοση: 2022
Δέκατη ποιητική συλλογή.
ISBN: 978-618-82473-2-1
Copyright: Γιάννης Β. Τάτσης
Φιλιππιάδας 36 Ιωάννινα
Τ.Κ. 45332 Ιωάννινα
Τηλέφωνο: 26510 43532
Ε-mail: iotatsis@sch.gr
Πρόλογος
Η ποίηση είναι έκφραση ψυχής, δεν γνωρίζει όρια, πετά-ει ελευθέρα σαν το γλάρο πάνω από θάλασσες και στεριές, μεταφέροντας αξίες, ιδέες, προβληματισμούς, σκέψεις, στόχους, εικόνες μέχρι να καθίσει στο βράχο κάθε ψυχής.
Ο ήχος του κέρδους δεν τυμπανίζει τα αυτιά της, απ’ αυτή την άποψη είναι φτωχή. Δεν είναι όμως ζητιάνος, αλλά εμπνευστής, μπουρλοτιέρης, λαμπαδηδρόμος ιδεών, αξιών και ηθών, επενδύοντας στην τράπεζα του πνεύματος. Τα υλικά αγαθά φθείρονται στο χρόνο, όμως κάθε έργο τέχνης, όπως και η ποίηση, αιχμαλωτίζουν μέσα στους στίχους την αιωνιότητα, την αθανασία του ποιητή, όταν βέβαια η ποίηση του καταγράφεται στην ποιοτική, την αξιομνημόνευτη ποίηση.
Οι σταλακτίτες των ιδεών της δημιουργούν τους σταλαγμίτες του πολιτισμού, σκορπίζοντας στην ύπαρξή του δημιουργού χρώματα και ομορφιές της άνοιξης, χαρά και πνευματική ανύψωση στους ουρανούς της δημιουργίας.
Γιάννης Β. Τάτσης
Ιωάννινα 2022
Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ
Μες το κάδρο των ονείρων, σαν καράβι
στην ομίχλη, ξεπροβάλει μια χώρα στο γαλάζιο,
δίχως καταιγίδες των δακρύων
να ποτίζουνε τους κήπους των ψυχών
και στα χρώματα του Μάη, τιτιβίσματα
χελιδονιών στο ηλιόλουστο μπαλκόνι της ζωής.
Άνθρωποι αγνοί, αγωγιάτες στην αυγή
συνοδοιπόροι με τον άρχοντα το νόμο,
της ειρήνης περιστέρια να ανεμίζουν στη ζωή,
διεκδικώντας τίμιο ψωμί του ιδρώτα
απ’ τα ροζιασμένα τους τα χέρια.
Άδυτος ο ήλιος της αγάπης
τη μαγιά της κοινωνίας να ζεσταίνει
και διάχυτες φωνές ελευθερίας
μες στης αρετής το δρόμο
της ζωής να συντονίζουν το ταμπούρλο.
Χιονισμένες κορυφές, τα μαλλιά
των ταξιδευτών του Χάρου να δακρύζουνε
τον Άδη για το ανίκητο κορμί τους
και της φτώχειας το βιβλίο, μια φορά
και έναν καιρό, παραμύθι των μικρών παιδιών.
Κάθε χώρα και ένας τόπος, κάθε τόπος γειτονιά
με έθιμα, τραγούδια και του ήλιου η αγκαλιά.
Το συναίσθημα φωνάζει και η κρίση απαντάει:
-Πως τη χώρα που ζητάς,
μες στα φυλλοκάρδια άγιο φυλαχτό να κουβαλάς,
τη ζωή με τους συνοδοιπόρους σου να χτίζεις,
μια καλύτερη ζωή να ζήσεις.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Άσπρα κοπάδια φθινοπωρινών τσελιγκάτων,
ροβολώντας στο σελάγισμα των ανέμων
στη γαλάζια πεδιάδα,
φέρνουν ταραχή στις καλοκαιρινές συνήθειες.
Φύσηξε ο νοτιάς και οι υγρές του πνοές,
έτρεξαν δάκρια ζωής
στο ηλιοκαμένο πρόσωπο της γης.
Νότισε το δοξάρι του τζίτζικα
και σκορπίζοντας φάλτσες μουσικές νότες,
διέλυσε το χορό των πεταλούδων,
που χαθήκαν στις ομπρέλες των φύλλων.
Τα νερά τρέχοντας πλατσουρίζουν
ξυπόλυτα στους λασπωμένους δρόμους,
μουσκεύοντας τα μεθυσμένα από τη λιακάδα
και το κύμα καλοκαιρινά όνειρα.
Μόνος διαβάτης στις αμμουδιές ο άνεμος,
περνοδιαβαίνοντας μέσα από τα ναυαγισμένα
καράβια των κοχυλιών,
παίζει κυνηγητό με τους αδιάφορους γλάρους,
που αφουγκράζονται στο βυθισμένο κατάρτι
του ήλιου το ξύπνημα του Ποσειδώνα.
Γήινα χρώματα χυμένα παντού
απ’ τις τελευταίες πινελιές του Φθινοπώρου
κατέστειλαν τις σημαίες της χλόης.
Βιαστικός διαβάτης ο βοριάς, ξεγυμνώνοντας
τα δέντρα, παίζει το σουραύλι του
και χορεύει πιασμένος από τα κλαδιά τους.
Τα χρυσάνθεμα ντυμένα τις στολές των χρωμάτων,
πεταρίζοντας στο χάιδεμα του ήλιου,
διαλαλούν με τον καστανά
τον ερχομό των πουλιών του βορρά,
συνοδεία των νιφάδων του χιονιού.
ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ
Είσαι μαέστρος στο φιλί,
σαν ο ήλιος διώχνεις κάθε αναστολή,
με λόγια αγάπης τρυφερά
πετάω εκεί, που η καρδιά φτεροκοπά.
Άγκυρα ας ρίξουμε στη γη
να φτιάξουμε έναν κήπο στη ζωή,
που θα έχει τη δική μας τη φωλιά
και όμορφες φωνές από πουλιά.
Με λόγια αγάπης που μου λες,
σβήνω αμφιβολίες και αναστολές
και αφήνω το δικό σου το φιλί
διαβάτη στο δικό μου το κορμί.
ΜΑΝΑ
Στην κούνια ήσουνα σκυφτή
και η πνοή σου ήταν η ζωή μας
και η αγάπη σου φτερούγες ζεστασιάς
άπλωναν στο κάθε ριζικό μας.
Όταν στα πρώτα βήματα
μας έδωσες την ευχή σου,
φυλαχτό έγινε στα στήθη μας
για όλη τη ζωή μας.
Σε κάθε: «Αχ μανούλα μου»
τα χέρια σου απλώνεις
να μας στηρίξεις στη ζωή
τον πόνο μας να απαλύνεις.
Όταν το δάκρυ σου χυθεί
από τον πόνο της πληγής σου,
με ένα μαντήλι της ψυχής
θα ’ρθω να στο σκουπίσω.
Οι σκέψεις μου συνειρμικά
κυλούν σαν το ποτάμι
στα αθώα τα χρόνια μου τα παιδικά,
που με είχες στη ζεστή αγκαλιά σου
και με νανούριζες μανούλα μου
με τα γλυκά φιλιά σου.
Μάνα, μητέρα και μαμά
τα νοσταλγώ ακόμα.
ΜΕΛΛΟΝ
Άπιαστο πουλί πετούμενο στην άβυσσο
του χρόνου, τα σχεδιασμένα όνειρά μας
κουβαλά, κλαδί αναζητώντας να τ’ αφήσει.
Τρεχούμενες, αόρατες μορφές
στου λογισμού το τρένο, μας αποβιβάζουν
στους δρόμους των προσδοκιών.
Άλλοτε με χέρια απελπισίας μας σπρώχνουν
στο εκτυφλωτικό της αβεβαιότητας φως,
χωρίς αξίες και νόμους, χωρίς χέρι αντηλιάς
στο σχεδιασμένο δρόμο μας.
Άλλοτε με τις ηλιαχτίδες της δικαιοσύνης,
φωτοδότη στο δρόμο του ουράνιου τόξου
μας οδηγούν στην αρένα της άμιλλας,
κόβοντάς μας εισιτήριο επιβίβασης
στο τρένο της ζωής.
Η ζωή αστείρευτη πηγή ελπίδας,
στο λιόγερμα καληνυχτίζει τις προσπάθειές μας
και στο κροκάτο φως της χρυσαυγής
μας ενθαρρύνει να την αντιμετωπίζουμε,
σχεδιάζοντάς την με αισιοδοξία.
Κάθε επιλογή, κάθε αναπνοή
ένας κυματισμός στο ποτάμι του χρόνου,
μας ξεβράζει στις αμμουδιές του μέλλοντος.
ΦΩΣ ΚΑΙ ΗΛΙΕ
Στην άκρη τ’ ουρανού σου
τρεμάμενο αστέρι στο βοριά,
με έχεις παραμελημένο
έξω από τη ζεστή σου αγκαλιά.
Φως και ήλιε της ψυχής μου
μες στο σκοτάδι περπατώ,
μια αχτίδα αγάπης χάρισέ μου
απ’ τα χείλια σου να φωτοβοληθώ.
Στην ονειρεμένη ομορφιά σου
και στους κόρφους των ανθών
ψάχνω να βρω το άρωμά σου
μήπως και παρηγορηθώ.
Στου ονείρου τα ταξίδια
μόνος μου κωπηλατώ,
δίχως πλοίο και πυξίδα
μες στα βράχια σου θα τσακιστώ.
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΦΩΛΙΑ
Σκόρπια μαλλιά μες στη βροχή
μυρίζουν κρίνα, γιασεμί,
στο αεράκι που φυσά,
σκορπώντας μηνύματα της άνοιξης
σε μια ζεστή αγκαλιά.
Κυκλάμινο στο πρωτοβρόχι ξεδιψά
για αγάπης στέγη στα δεκαεννιά,
στην αγκαλιά του σαν βρεθεί,
στεγνώνει ο πόθος στη στιγμή
και ανθίζει ένα λουλούδι στη ζωή.
Κρύο φεγγάρι από ψηλά κοιτά,
τον έρωτα που πλάθουν τα παιδιά,
χτίζοντας παλάτια ονειρικά
με τα ζεστά τους τα φιλιά.
ΨΕΥΤΙΚΑ ΦΙΛΙΑ
Καράβι τσακισμένο στο βυθό
έκανες τα τόσα σ’ αγαπώ
και με έριξες στην παραλία ναυαγό
με της αγάπης μας το όνειρο.
Πέταξες σε άλλη αγκαλιά
και έμειναν τα ψεύτικά σου τα φιλιά
να μου θυμίζουν στη ζωή
της προδοσίας το καρφί.
Είσαι φλόγα δυνατή,
που με σιγοψήνει στη ζωή
και ραγίζεις μια καρδιά,
που ακόμα σ’ αγαπάει και πονά.
ΒΑΒΕΛ
Στις ορδές οργισμένων ανέμων, υψώνοντας
το μπόι της η βία σε ανεμοστρόβιλους
αναταραχών και καταιγίδες δακρύων,
αργοσαλεύει τις φτερούγες του τρόμου
και πατώντας το αφρούρητο κάστρο του νόμου,
υψώνει τη σημαία της αιώνιας ύπαρξης.
Τεντωμένες γροθιές, λογχίζοντας τον άνεμο,
φουντώνουν την αντάρα της ψυχής
και σέρνοντας στην άμαξα αλαφιασμένων
άλογων τον άρχοντα του μίσους, με ηνίοχο
τα αχαλίνωτα πάθη, καλπάζουν σε απρόβλεπτους,
σκοτεινούς λαβυρίνθους προς τον Μινώταυρο.
Ρυάκι ο ιδρώτας της αλόγιστης ματαιότητας,
δροσίζοντας το μέτωπο του άνομου χεριού
από το δρεπάνισμα στα ξένα χωράφια,
ξεχειλίζει της απληστίας τη στάμνα
και στήνοντας τις σκοτεινές πολεμίστρες,
πολεμάει το πληγωμένο χθες.
Φωνές διαμαρτυρίας στην οθόνη του εγώ,
ρητορεύοντας μακριά των ιχνών της λογικής,
εκδηλώνουν τη Βαβέλ.
-Ποιος μπορεί να τιθασεύσει το αχόρταγο
εγώ μας στους ήχους της χρυσής λίρας,
που στριφογυρίζοντας και λάμποντας
στο τραπέζι της απληστίας,
μας παρασέρνει σαν ο άνεμος τα ξερόφυλλα
στα σκοτεινά της μονοπάτια;
Η κιβωτός των δέκα εντολών που με τόσο σοφία
μας οδηγεί σε γαλήνια νερά, μέσα από τραμουντάνες,
χαρίζοντάς μας το βαθύτερο νόημα της ζωής,
βυθίζεται απ’ της εγωπάθειας τους ανέμους
και τους ασυλλόγιστους κυματισμούς.
Ο φάρος των αξιών, των ηθών και των νόμων
που φωτίζει την πορεία της συνύπαρξης και αγάπης,
έχει καλυφθεί από τα φτερά του σκοταδισμού,
αφήνοντας τα παιδιά του σκοτεινού άρχοντα
κυρίαρχους στο γίγνεσθαι.
Όλα φαίνονται σκοτεινά και δύσβατα στο άχρωμο αύριο,
αλλά το φως της ελπίδας, κουρνιάζοντας στα κλαδιά
της ψυχής, φωτίζει τα όνειρά μας.
ΤΑ ΖΑΡΙΑ
Στο δρόμο χιονίζει και φυσά
και εσύ με στήνεις στη γωνιά
να τουρτουρίζω μες στην παγωνιά,
παρέα με τις νιφάδες του χιονιά.
Έχω μια φλόγα στην καρδιά,
που ψάχνει τη δική σου αγκαλιά,
ήλιος φέγγεις στα σκοτάδια,
μα χάνω τα δικά σου χνάρια.
Είσαι σκληρή και πονηρή,
στα ζάρια μου παίζεις το φιλί,
αν καθίσει άσσο δύο,
με αφήνεις μες στο κρύο.
ΟΥΣΙΕΣ
Στο θολό τοπίο των ουσιών και της ουτοπίας
με το κάθε κέντρισμα των σφηκών
να ρέει από την πηγή της ανομίας
το μάνα του πλούτου στα χέρια των παρανομιών,
αναθαρρεύει τα αρπαχτικά της διαφθοράς
να απλώνουν δίχτυα στα θολά νερά του εγώ,
καμακώνοντας τα πλανεμένα αστέρια της ζωής.
Κραυγές αγωνίας και γιατί;
στα βράχια του πόνου και της απελπισίας,
σηκώνουν κύματα στα γαλήνια νερά
της κοινωνίας, για το άψυχο σώμα
με καρφωμένη τη σύριγγα του θανάτου,
σαν κεραία, στο ζαλωμένο θύελλες πρωινό
να στέλνει μηνύματα σε κυβερνήσεις
και λογικά όντα να απλώσουν με ταχύτητα
ανέμου, σαν ψαράδες τα δίχτυα του νόμου,
πριν το ανατέλλον βούισμα των σφηκών
γίνει θύελλα και τραμουντάνα.
Κάθε κέντρισμα του ανέλεγκτου φαινομένου
αφήνει μια πόρτα ανοιχτή στο βαρκάρη
του Αχέροντα να πριονίζει το δέντρο της ζωής,
μέχρι που η εφορία της ψευδαίσθησης
να γίνει θρήνος και να το ρίξει καταγής,
αφήνοντας μια ηχώ πόνου και απογοήτευσης
στη ματαιότητα του παραμυθιού των ουσιών.
ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ
Στο σύμπαν των θαυμάτων και του μυστηρίου,
με άγνωστο σάλπισμα στο χαιρετισμό της ροδαυγής,
δυο κόσμοι ριγμένοι στην αρένα της ζωής
αντιπαλεύουν το αύριο.
Ο καθένας μέσα από το δικό του πρίσμα
την ιριδίζετε διαφορετικά.
Στον κόσμο των ανωγείων
τα ευωδιαστά αρώματα των ανθέων του πλούτου,
μεθώντας στο μπαλκόνι της ζωής τα όνειρα
με το κρασί του ξένου ιδρώτα,
τους ταξιδεύει στην ακύμαντη, γαλάζια θάλασσα,
ενώ στων κατωγείων
τα λασπόνερα και η εξαθλίωση
σιγομουρμουρίζουν πλάι στα χαμόσπιτα
και ανασκαλίζοντας τη φλόγα της ψυχής,
στάζουν ένα δάκρυ ελπίδας στο αύριο.
Σε σκοτεινές εποχές η ακτινοβολία τους
δείχνει τη διαφορά.
Η καταιγίδα του πλούτου βύθισε στα νερά της,
σαν την Ατλαντίδα, αξίες και νόμους
και στο θρόνο της αγάπης και συνύπαρξης
έδωσε τα σκήπτρα στη πλανεύτρα ματαιοδοξία
και ξοδεύοντας το ροδόχρωμο φως της ροδαυγής
στη θλίψη της αφθονίας,
έστησε τις σκοτεινές πολεμίστρες του εγώ.
Ξεκουρδισμένη λατέρνα οι βασανισμένες φωνές,
με σκηνές απελπισίας και κλάματα
στης ταπεινής τους ζωής τη στάχτη,
συντονίζουν τους χορούς των τουαλετών,
με την υπομονή των μαρμαρωμένος βασιλιάς
να δείχνει ένα τόξο στο δρόμο των προσδοκιών
για μια όαση μέσα στον ερημότοπο,
οδηγώντας τους στην πόλη της ελπίδας.
Η ζωή, σαν τη αφρισμένη θάλασσα των φοβισμένων
ναυτικών, που με τους ανεμοδαρμένους παφλασμούς
των απρόβλεπτων, αγριεμένων κυμάτων
ενώνει ασυναίσθητα δυο απομακρυσμένα καράβια
σε γαλήνιες θάλασσες, αφουγκράζεται τη θύελλα
των οργισμένων αναστεναγμών
και έχει τρόπους να μας φέρει όλους πιο κοντά.
Ένα τρίξιμο στους δρόμους της ζωής
θα ανοίξει την πόρτα της Εδέμ
για να δούμε μέσα από την αντάρα του εγώ
τη σύντομη πορεία μας προς το πέλαγος της αιωνιότητας
και ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της μνήμης
στο ξέφωτο του κήπου των συλλογισμών
να αντιληφθούμε την κόλαση της υλικής ασέβειας
στα αλυχτήματα των παθών μας
και ότι ένας ξαφνικός άνεμος τραμουντάνας
μπορεί να θαλασσοπνίξει το καράβι
της υπεροπτικής περηφάνιας μας.
Προβληματισμένοι στους δρόμους των συλλογισμών
και κοιτάζοντας τα αστέρια της ελπίδας,
που λάμπουν σε κάθε καρδιοχτύπι, ίσως αντιληφθούμε,
ότι είμαστε σκόνη στα υπεροπτικά παλάτια μας
και αφήσουμε ένα πουλί αγάπης να καθίσει στο βράχο
της ψυχής και το τραγούδι του δονήσει τις χορδές
για μια ζωή καλύτερη του σήμερα,
αγκαλιάζοντας μια πολιτεία ισοϋψών ανθρώπων,
που οι νότες αγάπης και συνύπαρξης
θα συντονίζουν τους ήχους των γραναζιών
στο δρόμο της επιλογής, ελπίδα και υπόσχεση
για ένα ροδόχρωμο φως στους γαλάζιους αιθέρες
του αύριου, στη μάχη ενός δίκαιου αγώνα της ζωής.
ΘΑΛΑΣΣΑ
Θάλασσα γαλάζια η ομορφιά σου
με μαγεύει και ποθώ
μες στη δροσερή αγκαλιά σου
μακροβούτι να ριχτώ.
Σαν το κύμα η ματιά σου
με αρμενίζει στα νησιά σου,
με όνειρα τρέλα και γέλια
καρδιοχτύπια και χαρά.
Ήρεμη σε θέλω σαν την αύρα
να με ταξιδεύεις μαγικά
στην ερωτική απεραντοσύνη
και στα ονειρικά νησιά.
Στην εξωτική αγκαλιά σου
και στα τρυφερά φιλιά σου
θα αφεθώ ταξιδευτής,
όπου θέλεις και ποθείς.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Με απλανές βλέμμα, σαν το πέταγμα του γλάρου,
καθισμένος στα βότσαλα του εγώ,
αρμενίζει στη συννεφιασμένη ψυχή του,
κάνοντας μακροβούτια
στο βαθύ πέλαγος των σκέψεων.
-Με ποιους ανύπαρκτους συντρόφους
να ταξιδεύει στα μονοπάτια της ζωής του,
αναζητώντας το εγώ της ξεχασμένης ύπαρξής του
στο χθες ή στο σήμερα των βράχων της μοναξιάς;
Ο ήλιος, ροδίζοντας με φιλιά το πρόσωπο της δύσης,
σύρθηκε στο βελούδινο της βραδιάς σεντόνι
και αυτός στο άδειο κρεβάτι του
σπαρταράει στης μοναξιάς το δίχτυ
ανήμπορος να θρυμματίσει με το πλοίο της αγάπης
την παγωμένη θάλασσα της ψυχής του,
για να ευωδιάσουν λουλούδια ζωής
στο δρόμο των ονείρων.
Στο κροκάτο φως της χρυσαυγής, πιασμένος
από το κατάρτι της ζωής, αναζητά στο βάθος
του πολύβουο δρόμου, μέσα από το μαδημένο
χαμόγελό του ανήλιου τοπίου της ψυχής του,
το ζεστό χάιδεμα της καλημέρας.
ΟΥΤΟΠΙΑ
Στα σύννεφα ανέμελα πετώ
και στο διαβάτη άνεμο χαμογελώ,
το βουνό της αυταπάτης
μπρος μου δεν την βλέπω
και πάνω στα βράχια της θα πέσω.
Στη γη ανώμαλα σαν προσγειωθώ,
μέσα από κρίσεις και συλλογισμό,
θα μάθω μες στα χέρια μου
την ουτοπία να μην κρατώ.
Τα χρόνια ταξιδεύουν,
δεν έχουν γυρισμό
και εγώ σε αυτόν τον κόσμο
ζητάω δονκιχωτισμό.
Με κομμένα τα φτερά
έπεσα από ψηλά,
στον κόσμο που ανήκω,
θα πρέπει για να ζήσω.
ΠΑΡΑΛΟΓΑ
Η ζωή μεθυσμένη από τους χυμούς του πλούτου,
χορεύοντας στους ρυθμούς των ήχων της απληστίας
στο ροδόχρωμο πρόσωπο της ημέρας,
σχεδιάζει στον άγνωστο καιρό
τα βήματα των ηλιαχτίδων του αύριου.
Παντού χυμένη η σκέψη της αφθονίας
γλιστρά τη ζωή στα τρελά όνειρα
των ελών και τελμάτων του παραλογισμού.
Ματωμένα δρεπάνια στα ροζιασμένα χέρια
αναζητούν πιο πολλά ξανθομάλλικα στάχυα
να ξεχειλίσουν τα γεμισμένα πιθάρια,
πλούσιοι και φτωχοί
ονειρεύονται αγγούρια στο χιονισμένο τοπίο.
Δύσκολοι καιροί, στη χώρα ανύπαρκτων παλατιών
και κάστρων για βασιλιάδες και πρίγκιπες.
Μια τρέλα ο πλούτος δυναμιτίζει το ρου της λογικής
και πυροβολώντας με ουσίες τη φύση
της ζητούν να υποκύψει στους παραλογισμούς.
Το νερό όλο και πιο θάνατος στις πηγές
του θεού, υπογράφει την καταδίκη μας.
Κάθε μπουκιά του ανέλεγκτου φαινόμενου
διαγράφει μέρες μας απ’ το ημερολόγιο της ζωής.
Όλοι θέλουν το πολύ, εκεί ρέει το χρήμα,
δε νιώθουν ότι στήνοντας αλόγιστες παγίδες
θανάτου, κωπηλατούν τη ζωή
με γρήγορους ρυθμούς στη βάρκα του Αχέροντα.
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Σε καινούρια βάρκα μπήκα
και στην κουπαστή σε είδα
να ανεμίζεις τα μαλλιά σου
στην ανέμελη ομορφιά σου.
Σε κοιτάζω μες τα μάτια
και με κάνεις χίλια δυο κομμάτια,
το αδιάφορό σου βλέμμα
με πληγώνει, τρέχει αίμα.
Στα βράχια της δικής σου ομορφιάς
έριξα τη βάρκα της καρδιάς
και χωρίς να το σκεφτώ,
ναυάγιο έγινα στο δικό σου ωκεανό.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Τα μαύρα σύννεφα της λύπης
μου έχουν φέρει τύψεις
και άρχισε να βρέχει,
ένα δάκρυ αργοτρέχει.
Πόνος καυτός οι αναμνήσεις
μου φωνάζουν να γυρίσεις,
άλλο μόνος δεν αντέχω,
μακριά μου να σε έχω.
Κεραυνοί μες στην καρδιά μου
σχίζουνε τα σωθικά μου
και το βλέμμα σου μου γνέφει,
να έρθω πια κοντά σου πρέπει.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Σε ένα δρομάκι σκοτεινό
έτρεξα να σβήσω τον καημό
κι έγινε ο πόθος κεραυνός,
όταν σε αντίκρισα στο φως.
Είχες στα χείλη σου φιλιά
από κάποια άλλη αγκαλιά,
που σαν το νυχτοπούλι
χάθηκε μες στην νυχτιά.
Διάλεξες το δρόμο που ποθείς,
μη με κοιτάζεις και απορείς.
Έκρυβες μες στην ψυχή σου μυστικό,
που με πληγώνει και πονώ.
Ήταν της μοίρα μου γραφτό
να ζήσω αυτό το όνειρο,
τόσο πικρό και αληθινό
που με πετροβολάει και πονώ.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΖΩΗΣ
Σαν χάδι ανοιξιάτικου αγέρα
από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα
θα βρεθώ στα λευκά σου σεντόνια
το άρωμα των υπαρξιακών σου
τριαντάφυλλων να ευφρανθώ.
Άστεγους δεν θέλω να μας βρει ο χειμώνας
και τινάξει τα λουλούδια της αγάπης μας.
Η αγκαλιά σου ζεστή φωλιά
στα κλαδιά του δέντρου της ζωής,
θα εξαργυρώνεται απ’ το χρυσό
νόμισμα της αγάπης μου.
Οι χαρακιές στις παλάμες μας
δείχνουν κοινή μοίρα ζωής.
Η στιγμή και ο καιρός ένα νεύμα σου
περιμένουν να συγκατατεθούν
στο ονειρικό ταξίδι της ζωής.
Συγκάτοικοι στο νησί των ονείρων μας,
στο δικό μας παράδεισο
θα απολαμβάνουμε καλοκαίρια ζωής,
σκορπίζοντας τα αρώματα
των λουλουδιών της αγάπης μας
στην ασημένια αμμουδιά των άστρων μας.
ΣΤΟΥΣ ΚΥΜΑΤΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Αγέρωχοι, καλπάζοντας τα αχαλίνωτα όνειρά μας
στην άμαξα του περιπλανώμενου χρόνου,
περνώντας μέσα από θύελλες,
με την ομίχλη αβέβαιο βήμα
και τα ευωδιαστά τοπία ουράνιο τόξο στο γαλάζιο,
πορευόμαστε να συναντήσουμε το αύριου.
Κάθε καρδιοχτύπι στο αχανές πεδίο
των άστρων της ελπίδας
και ένα μεθυστικό, αιωρούμενο άρωμα
μαγεύει τα αχαλίνωτα όνειρά μας.
Αιμορραγώντας την πληγή της κίτρινης φλέβας
με τη σκαπάνη των αλόγιστων παθών,
μας μεταδίδει την αγιάτρευτη ασθένεια
της απληστίας, που έρχεται σαν σταγόνα νερού
και στο αφρούρητο κάστρο του εγώ
γίνεται ασταμάτητη βροχή.
Η κίτρινη λάμψη, τυφλώνοντας τη λογική,
αλλάζει συνήθειες και τρόπους ζωής
στο σταυροδρόμι των ονείρων
και εξοστρακίζοντας των κρίσεων την ακολουθία,
παίρνει αξιοπρέπεια, νόμους και αξίες,
ταξιδεύοντας το πλοίο μας στις συμπληγάδες πέτρες.
Λαρυγγίζοντας στις φλέβες ο πυρετός
του άναρχου πλούτου, σαν σαρκοβόρα
θα μας σπρώξει στους ήχους των όπλων,
δίνοντας το αίμα μας ως ανταμοιβή
στη βάρκα της Αχερουσίας λίμνης
και τέλος χώμα,
όλα θα χαθούν σαν τα δάκρυα στη βροχή,
μια χαμένη Τροία στο ταξίδι του Αχέροντα.
ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΙΣΟ
Αέρας στην αυλή σου τριγυρνώ,
σφυρίζοντας κάτω απ’ το παράθυρο
τα δυο σου μάτια για να δω,
που τόσο πολύ τα αγαπώ.
Άσε στην πόρτα το κλειδί,
κανένα μάτι δε θα με δει
τα δυο σου χείλη να γευτώ
να ζήσουμε το όνειρο.
Όμορφο λουλούδι ζηλευτό,
στην αγκαλιά σου θέλω να βρεθώ,
το άρωμά σου να αισθανθώ
να πάψω να μελαγχολώ.
Είσαι το άλλο μου μισό
και μόνος δεν μπορώ να ζω,
έλα να σμίξουν οι καρδίες
ρόδινες να είναι οι αυγές.
Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ
Πειρατής θα γίνω στη ζωή
για να βρεθώ στην κουπαστή
και με λόγια της καρδιάς
να σου πω αν με αγαπάς.
Ένα σου φιλί και μόνο
θα μου γιάνει έναν πόνο,
που έχω μέσα στην καρδιά
και με βασανίζει και πονά.
Δείξε μου λιγάκι ουρανό
στο γαλάζιο να ονειρευτώ,
πως με έχεις αγκαλιά
και με πνίγεις στα φιλιά.
Στης ζωής την τραμουντάνα
στο τιμόνι θα έχεις πάντα,
ένα χέρι στιβαρό
στο λιμάνι να σε οδηγώ.
ΤΟ ΑΝΘΟΣ
Άσπρα κρίνα στην αυλή
θυμίζουν ξέγνοιαστη εποχή,
στη γειτονιά του φεγγαριού
στην άκρη ενός παλιού καιρού.
Όμορφο λουλούδι, ζηλευτό
μοσχομύρισες και εσύ με τον καιρό
και τρέμει κάθε τόσο η καρδιά
από τα φεγγαρόλογα στη γειτονιά.
Μεθυστικό το άρωμά σου
το σκορπίζεις μες στη γειτονιά σου,
μα της αγάπης το γλυκό φιλί
στα χείλη μου να απλωθεί.
Αν σου κόψει τον ανθό
κάποιο χέρι μαγικό,
θα μαραθείς στην ξένη αγκαλιά,
νερό σου είναι ο έρωτάς μου,
ζωή σου δίνει η αγκαλιά μου.
ΑΝΕΜΟΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ
Με ένα τσιγάρο και ποτό
σε ένα παγκάκι σκοτεινό,
ψηλαφίζοντας έναν επίμονο καημό
στον πόνο μου μονολογώ.
Το άγαλμα που με είδε σκεπτικό
μου σφύριξε ένα σκοπό,
μου δώσε ελπίδα στην καρδιά,
ανεμίζοντας αισιοδοξία στα πανιά.
-Σαν λουλούδι η αγάπη θα ξανανθίσει,
με έρωτα ζωής να σε γεμίσει,
σαν ήλιος θα ζεστάνει την καρδιά,
που τώρα υποφέρει και πονά.
ΤΑ ΛΑΘΗ
Τις αδυναμίες και τα πάθη
τα πληρώνω με τα λάθη
και το δάκρυ δεν γυρνάει,
το ποτάμι που κυλάει,
ό,τι έχασα με βασανίζει
και με πόνους με γεμίζει.
Σαν πουλί θα φτερουγίζω
στα κλαδιά της λογικής
την αυγή για να αντικρίζω
με έναν ήλιο προσμονής.
Τα λάθη είναι μαχαιριά,
και ματώνουν την καρδιά
και η λογική μια πέτρα
που πάντα θα μου λέει:
«Πάτα γερά και πέρνα.»
ΠΡΙΝ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
Όλα αυτά τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική μου συλλογή: ΠΡΙΝ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
Πρώτη έκδοση: 2011
Έκτη ποιητική συλλογή.
ISBN: 978-960-93-2545-5
Copyright: Γιάννης Β. Τάτσης
Φιλιππιάδας 36, Ιωάννινα
Τ.Κ. 45332 Ιωάννινα
Τηλέφωνο: 26510 43532
E-mail: iotatsis@sch.gr.
Πρόλογος
Τα ταξίδια στα μονοπάτια της τέχνης μας έχουν δείξει ότι από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, σε κάθε ανθρώπινο δημιούργημα απεικονίζονται οι δημιουργικές ικανότητες του δημιουργού και ο εσωτερικός του κόσμος.
Ο δημιουργός απ’ τη στιγμή που θα συλλάβει την έμπνευσή του έως την ολοκλήρωση της δημιουργίας, αποβλέπει στην καλαισθητική παρουσίασή της.
Στην ποίηση αυτή η αίσθηση του ωραίου, η ποιοτική παρουσίαση της δημιουργίας σμιλεύεται στην καλαισθητική παρουσίαση των στίχων και στο περιεχόμενο του κάθε ποιήματος. Η καλαισθητική παρουσίαση των στίχων αποβλέπει στην πρώτη ματιά. Με την πρώτη ματιά το ποίημα πρέπει να είναι ελκυστικό, για να μπορέσει να έλξει τον αναγνώστη και να προχωρήσει στο περιεχόμενό του.
Με τις δημιουργικές του ικανότητες, τις ευαισθησίες που τον διακρίνουν και τον προσωπικό του μόχθο, ο ποιητής οικοδομεί κατά την κρίση του αυτό το ωραίο για να συγκινήσει την ανθρώπινη ψυχή, στην οποία απευθύνεται.
Γιάννης Β. Τάτσης
Ιωάννινα 2011
ΕΣΥ ΚΑΙ ΕΓΩ
Στο πλάι σου βαδίζω
με το άρωμα του έρωτά σου ζω
σαν το αηδόνι μες στις φυλλωσιές
το σ’ αγαπώ σου τραγουδώ.
Την πόρτα της ψυχής σου
αθόρυβα περνώ
μου έχεις δώσει το κλειδί της
για να την κατοικώ.
Σπαθίζοντας σαν το χελιδόνι
την άνοιξη σου φέρνω στην ψυχή
και εσύ
το άρωμα των λουλουδιών της
μου χαρίζεις στη ζωή.
ΚΑΤΗΓΟΡΩ
Σε εποχή που ο ήλιος της δικαιοσύνης
χάνει την αίγλη της λάμψης του
από τα γκρίζα σύννεφα της πολιτείας,
απρόβλεπτα φθινοπωρινά φύλλα
προβλέπουν τη βαρυχειμωνιά, που έρχεται.
Διαλογισμένοι στην πόρτα των συνειρμών
μας επισκέπτονται καθημερινές σκηνές ζωής.
Ροδοκόκκινα τα μήλα
ενός καλοντυμένου νέου,
εργοστάσιο γεύσεων και απολαύσεων,
δουλεύουν ασταμάτητα ψωμί με μέλι
στην ξέγνοιαστη ομπρέλα της ζωής.
Στην ίδια γειτονιά της μάνας γης
αδιάκριτο χέρι το αεράκι του θεού,
περνώντας απ’ τις χαράδρες του προσώπου,
χαϊδεύει στοργικά και έναν άλλον νέο
με τη γεύση της αχαριστίας στα χείλη του,
έχοντας άνεργες τις μυλόπετρες
λόγω έλλειψης πρώτων υλών.
Βαθιές σπηλιές οι κόγχες των ματιών του
κουρνιάζουν το σπινθηροβόλο βλέμμα
εκφράζοντας απορημένα: «Γιατί…;».
Η υπομονή έχει οριακή κλωστή,
η ανάγκη μάγισσα των παραμυθιών
μεταμορφώνει σε θηρίο τη λογική,
σαν αετός μεσουρανίς καρφώνει τη λεία,
το κεραμίδι ανταλλάσσεται με το ψωμί
αφήνοντας μια κηλίδα αίμα
κι έναν πληγωμένο εγωισμό δακρύων.
Λαγός ο πεινασμένος
απολαμβάνει το τρόπαιο,
κατηγορώ στις πολιτείες, που τυφλωμένες
στις παράνομες στάσεις ζωής
δονούν τα αξιακά κτίρια της κοινωνίας
και στη θέα των αρπαχτικών
του ξέφραγου αμπελιού
έχουν σαν άλλοθι τα σιδερένια κλουβιά,
που πυροβολούν τις φτερούγες των ονείρων
στη σκακιέρα των συμφερόντων,
ορθώνοντας συμπληγάδες πέτρες
και τέρατα στους δρόμους της ζωής,
αφήνοντας να περάσει το δικό τους περιστέρι
και ο ισχυρός έχει λόγο και πυγμή
τσαλαπατώντας το ανθρώπινο λουλούδι,
ενώ ο αδύναμος σκύβει το κεφάλι
για να μην του το κόψει η λαιμητόμος
της πείνας και της δυστυχίας.
ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ
Ανένδοτος σφυρίζοντας ο βοριάς
ανεμίζει λευκές πεταλούδες στη γη.
Στο χνωτισμένο τζάμι
ώρες ξένοιαστες για τα ξεπεταρούδια
της πέτρινης φωλιάς,
περιτριγυρισμένα από μια αγνότητα,
που βαθιά μέσα της ζυμώνει όνειρα,
φτεροκοπήματα που θα τα απογειώσουν
σ’ έναν κόσμο αλλιώτικο.
Κάτω απ’ τις ζεστές φτερούγες,
δρομέας βιαστικός ο χρόνος
παρασέρνει στα γρανάζια του τη ζωή.
Τα παιδιά του ανέμου
και της ξένοιαστης ζωής
ρίχνουν τους βόλους, χτυπούν το τόπι,
τρέχουν και πηδούν σαν τα ελάφια.
Η αγάπη τους γόρδιος δεσμός
ενώνει τις ψυχές τους.
Στο φύσημα των ανέμων της ζωής,
σαν τα φθινοπωρινά φύλλα,
ανεμίστηκαν στους δρόμους της.
Η ζωή τους γάργαρο νερό
κυλώντας στο ρυάκι του χρόνου,
με κελαρυσμούς στα πεδινά
και αφρούς στα βραχώδη τοπία,
αχνίζει προς τα άστρα τις θυμίσεις,
νοσταλγώντας τους δεσμούς
της ζεστής φωλιάς,
που έκοψε κάποιος Μέγας Αλέξανδρος
χτυπώντας με το σπαθί του.
ΝΕΟΙ ΤΟΥ 2008
Αρωματισμένα, πεταρίζοντα τριαντάφυλλα,
βλαστάρια στο φως του ήλιου της ζωής
που κυλάει στον άξονα του χρόνου,
απολαμβάνουν μια συνεχή καλοκαιρινή ζωή
στα βότσαλα της θαλάσσιας κοινωνίας,
δροσιζόμενοι στη σκιά της γονικής ομπρέλας.
Αισιόδοξοι -έτσι πρέπει να είναι-
αρμενίζουν στη θάλασσα των ονείρων τους.
Ημίονοι απ’ τα πρώτα βήματά τους
φορτωμένοι με γνώσεις και γνώσεις,
κωπηλατούν στο φως του ανατέλλοντος
ηλίου, με βάρκα την ελπίδα.
Προβληματισμένοι για τους γκρίζους
ορίζοντες του μέλλοντος,
προσπαθούν να λύσουν τους γρίφους,
που σκεπάζουν τον ελπιδοφόρο ήλιο
δίνοντας φτερά στα όνειρά τους.
Στις ξένοιαστες ώρες τους τιτιβίζοντας
ερωτοτροπούν σαν της άνοιξης τα πουλιά.
Γεμάτοι πόθο για τη ζωή
διασκεδάζουν αγνοώντας την άλλη όψη,
που μεσουρανεί στη ζωή τους.
Ίσως κάποια στιγμή μας κατηγορήσουν,
ότι τους δείξαμε τη μια πλευρά του νομίσματος,
ενώ η ζωή είναι ένας περίπλοκος κήπος,
που έχει και γεύσεις πίκρας με απογοητεύσεις
και αρώματα στερήσεων με θυσίες,
και ιδρώτα να τρέχει στις πεδιάδες
του μετώπου ποτίζοντας το μέλλον.
ΔΩΡΟ ΖΩΗΣ
Μελανά σύννεφα παραπλανήσεων,
σπρωγμένα απ’ τα σκοτάδια
της αμάθειας,
απλώνονται στην κάθε μέρα,
που ανατέλλει στο περιβόλι της ζωής
βαραίνοντας όλο και περισσότερο
το υποζύγιο της καταπονημένης ζωής.
Απελπισία και μίσος
δονούν τις πόρτες των κοινωνιών.
Έως ότου ήρθε η ώρα των προφητειών.
Φως απόκοσμο, ανθρώπινης μορφής
ανέτειλε στη θολούρα της ζωής,
που σαν μαγνήτης
έλκει το ανθρώπινο κοπάδι.
Άλλοι από περιέργεια στο διαφορετικό,
άλλοι από έλξη της ψυχής
δέχτηκαν αυτή τη φλόγα
στο καντήλι της ψυχής τους,
σαν οι σκοτεινοί δρόμοι
το φως των φαναριών τους.
Άλλοι αδιαφόρησαν από συμφέρον
και την προσπέρασαν βιαστικοί.
Μερικοί ακόμα και σήμερα
προβληματίζονται για την ύπαρξή της.
Αυτή αναλλοίωτη στους αιώνες,
άσβεστος φάρος στα πελάγη της ζωής,
δώρο ζωής για τη ζωή,
είναι εκεί και περιμένει
με ανοιχτή τη ζεστή αγκαλιά της.
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΧΩΡΙΣ ΤΕΡΜΑ
Πρώτη του Σεπτέμβρη.
Οι μηχανές μουγκρίζουν στην αφετηρία.
Η σημαία της τρελής κούρσας
του μαθητικού ανταγωνισμού πέφτει.
Οι αμούστακοι οδηγοί αμέτοχοι,
είναι έξω από αυτό το παιχνίδι,
ταξιδεύουν με τα φτερωτά τους όνειρα
στο δικό τους παιδικό κόσμο,
συνοδεία των κελαηδισμών των πουλιών
και των μεθυστικών αρωμάτων
των πολύχρωμων λουλουδιών,
που στα ανεμιζόμενα πέταλά τους
τραμπαλίζουν πολύχρωμες πεταλούδες.
Οι κριτές των αγώνων,
δάσκαλοι και συνεργάτες τους,
νιώθουν το βλέμμα των αθώων,
σπινθηροβόλων ματιών τους,
προσπαθούν ν’ αποτινάξουν τη δροσιά,
που βαραίνει τα τρυφερά κλαδιά τους
και να τους μοιράσουν απλόχερα
το βαλιτσάκι των πρώτων βοηθειών,
με ελευθερία και γνώσεις για τη ζωή,
στάσεις και αξίες, χαρά και παιχνίδι,
ζυγίζοντας το ατομικό άνοιγμα
των εύπλαστων φτερουγισμάτων τους,
μακριά απ’ το πιεστήριο αφυδάτωσης
της παιδικής ζωής,
που πετώντας στην άβυσσο του χρόνου
όσο και να την ψάχνεις,
είναι σαν τον ψύλλο στα άχυρα.
Η ΒΕΛΟΥΔΟΜΑΤΑ
Αθέατη η κυρία βελουδομάτα
βασίλισσα του δάσους
και ασκητής,
με φορεσιά στα γήινα ντυμένη
βολτάρει αθόρυβη
στο χρυσοκίτρινο χαλί
των φυλλωσιών.
Ραντάρ η μακριά της μύτη
γαιοσκωλήκων
σκιαγραφεί το σπίτι
και σαν δήμιος
την πόρτα τους χτυπά.
Μα του κυνηγού η μπότα
σαν στο δάσος ακουστεί,
μάγος η παραλλαγή της
την εξαφανίζει στη στιγμή.
Ιούδας Ισκαριώτης
το άρωμά της την προδίδει
κι απ’ το σκύλο
θα ακινητοποιηθεί,
έως μ’ ένα πέταγμα τρομάρας
μες στο δάσος θα χαθεί.
ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ
Με ελπιδοφόρους ανέμους
να πνέουν στις πεδιάδες της ψυχής
και όνειρα ρόδινης αυγής
για το μέλλον που ανατέλλει
πίσω από κάθε οροσειρά του χρόνου,
ότι το φως του πολιτισμού
και της προόδου θα φωτίζει
όλο και περισσότερο
της κοινωνίας τα βήματα,
οι λαμπαδηδρόμοι του πνεύματος
– δάσκαλοι και οραματιστές –
μεταλαμπαδεύουν αδιάκριτα
τους πυρσούς του πολιτισμού
στα αυριανά φανάρια της κοινωνίας.
Άνθρωποι του μόχθου
και της προσφοράς,
σαν τον καλό σπορέα
ευφραίνουν
την ψυχή τους στα πεδινά,
αγανακτούν
στα δύσβατα και ορεινά
και ιδρώνουν
στα ανηφορικά χωράφια.
Την ώρα της συγκομιδής
άνεμος ευτυχίας τους αναπτερώνει
σαν τον κορυδαλλό του πρωινού
και γαλανίζει η ψυχή τους,
από το φως που ακτινοβολούν
τα φύτρα των ονείρων τους
στο πολύχρωμο περιβόλι της ζωής.
Σ’ ΑΓΑΠΩ
Κόκκινα ρόδα
στα ξανθά της τα μαλλιά,
δυο άσπρα περιστέρια
φτερουγίζουν
στου έρωτα την αγκαλιά.
Στους βράχους
της απέραντης ακρογιαλιάς
με λόγια γλυκομίλητα,
που κελαηδούν της άνοιξης
πουλιά και φλογισμένα,
μελιστάλακτα
του πόθου τους φιλιά,
χτίζουν μια ζεστή φωλιά
στου δειλινού τη ζωγραφιά.
Βάρκα διασχίζει τον αφρό
και αυτοί αγκαλιασμένοι
στους βράχους αντηχούν,
το σ’ αγαπάω, σ’ αγαπώ.
Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ
Ταξίδι μακρινό από τους κόρφους
του κρύου του Βορρά,
καβάλα στου ανέμου τα φτερά,
περνώντας πεδιάδες, δάση,
πολιτείες και βουνά
ο καλογιάννος το μικρό παιδί
νάτος!
και πάλι καμαρωτός
στου δέντρου τα ημίγυμνα κλαδιά.
Χορευτικό τιτίβισμα, μελωδικό
με τη σταχτιά του φορεσιά
και το κόκκινο παπιγιόν του
στο λαιμό.
Μήνυμα στη φθινοπωρινή αυλή
απ’ τις ανεμόδαρτες νιφάδες
του χιονιά:
«Ασπρίζουμε βουνοκορφές,
ροβολάμε και προς τις πλαγιές.»
ΑΡΩΜΑΤΑ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Ζωογόνο το ζεστό φιλί του ήλιου
στην ανηφορική
και όλο υποσχέσεις πορεία του,
μας ταξιδεύει σαν τις ολάνθιστες ροδιές
στον πολύχρωμο κήπο της ζωής,
ανεμίζοντας φύλλα και κλαδιά.
Στη θαλπωρή της γονικής ομπρέλας,
με τις πύρινες γλώσσες του τζακιού
να σιγοψιθυρίζουν ασταμάτητα,
αργοσαλεύουμε τις φτερούγες των ονείρων.
Ακούμε σαν τους μύθους της γιαγιάς
τα λόγια και τα έργα της ζωής
για της αγάπης το χαμογελαστό πρόσωπο
να ροδίζει τους δρόμους της,
για τον ιδρώτα στο καθαρό μέτωπο
να ποτίζει τα λουλούδια των κήπων της,
για τους σκοτεινούς λαβύρινθους
να οδηγούν στον ανθρωποφάγο Μινώταυρο,
για τα νυχτωμένα τοπία και τα τέρατά τους
να τρίζουν τα αξιακά οικοδομήματά της
και για τόσα άλλα όμορφα και άσχημα
πρόσωπα και πράγματα της ζωής.
Μωσαϊκό περίπλοκο η κοινωνία
ομορφαίνει και τρομάζει τη ζωή.
Με φουσκωμένα αισιοδοξία τα πανιά
και τιμονιέρη το χέρι των κρίσεων
ξετυλίγοντας το κουβάρι των σκέψεων
και διώχνοντας από μπροστά μας τα τέρατα,
αρμενίζουμε στα πελάγη της ζωής.
Κωπηλατώντας σε μπουνάτσες
και αφρισμένες θάλασσες
σκορπίζουμε στους ανέμους της,
σαν η ροδιά τα χρωματιστά πέταλα
και τα αρώματα των ανθέων της,
τα λόγια και τα έργα μας,
αρώματα και γεύσεις κριτές μας
στο σύντομο
αλλά όλο εκπλήξεις ταξίδι της ζωής.
ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ
Γοργόφτερος Πήγασος η φαντασία,
με κερματισμένα τα ηνία της λογικής,
αφηνιάζοντας στο αχανές πεδίο
των ονειρεμένων μορφών
μας απογειώνει σαν τα φύλλα
ο τρελός φθινοπωρινός βοριάς.
Σε τι ταξίδι θα μας οδηγήσει!
Δημιουργικό μεν
όταν μας αεροτραμπαλίζει
στα ανεξερεύνητα παρθένα δάση
της χώρας των πρωτοτυπιών
και με τον ιδρώτα του μετώπου
και πηδαλιούχο πορείας
τα πεπραγμένα των κρίσεων
προσθέτουμε καινούρια λιθαράκια
στο οικοδόμημα του πολιτισμού.
Καταστροφικό δε
όταν οδηγεί τις ρόδες
του ανθρώπινου κάρου
στον εξευτελισμό των λασπόδρομων,
λερώνοντας την υπαρξιακή οντότητα.
Η υπογραφή σε κάθε πράξη
είναι ένα κομμάτι του παζλ της ζωής,
μας ακολουθεί σαν ιχνηλάτης
σκιαγραφώντας το πορτρέτο
της προσωπικότητάς μας.
ΥΠΑΡΧΩ
Με λευκά, ονειρεμένα φτερά
σαν πεταλούδα φτεροκοπώντας
τα αισθήματά μου
γύρω απ’ την ακτινοβολία
της διαμαντένιας λάμψης σου,
προσπαθούν να γευτούν
το αναβλύζον νέκταρ
του άνθους της ψυχής σου.
Ήσουν μαγιάτικο μπουμπούκι
στο μεθυστικό άρωμα της άνοιξης.
Φτερά δεν μου χάρισες
σαν η μέλισσα να αρωματιστώ
στα πολύχρωμα πέταλά
του άνθους της ψυχής σου.
Στο τρελό φύσημα
των ανέμων της άνοιξης
με έρανες με ροδοπέταλα,
δεν ήμουν όμως το όνειρό σου,
ένιωσα το φιλί της προδοσίας.
Σε ακούμπησα
και φτερούγησες μακριά,
ίσως σου ψιθυρίζουν
τα σημάδια μου.
ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Εορταστική φρενίτιδα. Φωνές,
σφυρίγματα, μπαμ και μπουμ
διάχυτοι ήχοι καβάλα στον άνεμο
σαν τρομαγμένα πουλιά σκορπούν.
Ορμητικό, ανθρώπινο ποτάμι
σπάζοντας των σπιτιών τα στεγανά
πλημμύρισε τους δρόμους.
Προσωπιδοφόροι του γέλιου
σατιρίζοντας τον κόσμο,
διασκεδάζουν και τραγουδούν
κι απ’ τα χάρτινα άρματά τους
με χαρτοπόλεμο αντίπαλους χτυπούν.
Πανηγύρι της ζωής
με σερπαντίνες και άφθονο κρασί
στη διονυσιακή γιορτή.
Σαν ο ήλιος τη λάμψη του χαρίσει
στα διαμάντια της νύχτας,
γαϊτανάκι το τραγούδι στις τζαμάλες,
με αποκριάτικους χορούς
και αριστοφάνειους ηθοποιούς
γύρω απ’ τους ψίθυρους
των πύρινων γλωσσών,
διαιωνίζουν παραδοσιακές στιγμές.
ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Με ανεμισμένα τα μαλλιά
στη μηχανή του γέρου χρόνου,
ποιος θα αρνιόταν ένα ταξίδι
στα τοπία του παρελθόντος χρόνου,
το δίδυμο εαυτό του να συναντήσει
και ψιθυρίζοντας τα κακά μελλούμενα
δρόμο να αλλάξει στη μοίρα του,
ξαπλώνοντας στο πλάι όμορφων στιγμών.
Μια απάτη θα μου πείτε,
μια ψευδαίσθηση του νου,
ένα απατηλό κινηματογραφικό ταξίδι
σ’ έναν ανύπαρκτο κόσμο και χρόνο.
Κωπηλάτες με τη βάρκα του χρόνου
ταξιδεύουμε στα πελάγη της ζωής
χωρίς γυρισμό στα λιμάνια του.
Ποταμός συνεχούς ροής ο χρόνος
μας παρασέρνει αδιάκοπα
προσφέροντας μας την ευκαιρία
να ζήσουμε κάθε στιγμή του ταξιδιού,
είτε πετώντας με τα φτερά των ονείρων μας,
είτε καλπάζοντας στο άτι της λογικής,
είτε αεροτραμπαλίζουμε σαν πεταλούδες
στα αρωματισμένα λουλούδια της,
είτε προσπαθούμε να αρπαχτούμε
απ’ το κλαδί του δέντρου της αιωνιότητας,
είτε εγκλωβισμένοι στην καθημερινότητα
χάνουμε το τρένο της ζωής,
έως ότου συναντήσουμε το ηλιοβασίλεμα
φορτωμένοι την εγκόσμια πραμάτεια
υλικό για το βιβλίο της ιστορίας μας.
ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΔΟΞΟΣ
Δεν έμεινε στης γιαγιάς υπόσχεσης
τα παραμυθένια λόγια, που πότισαν
και ποτίζουν τις ελπιδοφόρες ρίζες
πολλών νεόφυτων βλασταριών
στους πολύχρωμους κήπους της ζωής.
Χάραξε το δικό του μονοπάτι
ανασηκώνοντας τα μανίκια των χεριών
και ρουφώντας, με γεύσεις αισιοδοξίας,
τις ελπιδοφόρες σταγόνες των κλαδιών του,
οραματίζεται στο τέλος της διαδρομής
τα αρωματισμένα λουλούδια της.
Άσπιλα χέρια
πλάθουν με φως καρδιάς το αύριο
ακολουθώντας την πυξίδα της αγάπης.
Νέος και φιλόδοξος, αφουγκράζοντας
τους λαρυγγισμούς των φλεβών του,
δεν γνώριζε ότι πίσω απ’ τους λόφους
των επιθυμιών του, είχαν κρυφτεί
οι κοινωνικές αρνήσεις, συμπληγάδες
πέτρες στους δρόμους της ζωής,
αφήνοντας μετέωρα συναισθήματα
αγωνίας και θολούρα στον ορίζοντα.
Σε κάθε ηλιαχτίδα του ήλιου
της δικαιοσύνης, λουλούδια οι ελπίδες
αρωμάτιζαν το μονοπάτι,
που αγάπησε τις δροσοσταλίδες
του μετώπου και ενθάρρυνση του έδιναν
σε κάθε βήμα του,
ψιθυρίζοντας το μυστικό της επιτυχίας.
Λαμνοκόπος στα απρόβλεπτα πελάγη
της ζωής, σαν άλλος εξερευνητής,
θα ανακαλύψει στη σκακιέρα της κινήσεις,
που δεν τις πίστευε,
θα νιώσει στο λαρυγγισμό των φλεβών του
τις αξίες και τον ρόλο των κανόνων της,
θα βροντήξει και θα αστράψει
σαν τον Ολύμπιο Δία,
αλλά θα αγωνιστεί να την κατακτήσει
αγαπώντας την όλο και περισσότερο,
γιατί είναι ελκυστική γυναίκα
και όλοι θέλουμε τη ζεστή αγκαλιά της.
ΚΡΙΣΕΙΣ ΖΩΗΣ
Γοργόφτερος ταξιδευτής ο χρόνος
οξειδώνοντας το στιλπνό μέταλλο
της νιότης δημιουργεί ανάγλυφη όψη.
Η ζωή κελαρύζοντας στις φλέβες
κερνάει στο δισκοπότηρό της
την αμβροσία των θεών
και τους πικρόχολους καημούς της
και προσφέροντας μπουκέτα
εμπειριών, γνώσεων και γνώσεων
μας ανεβάζει πιο σοφούς
στα σκαλοπάτια του γέρου χρόνου.
Στο λιόγερμα του υπαρξιακού ανέμου,
ξεθωριάζοντας το φουστάνι της ελπίδας,
ακούγονται χτυπήματα στην πόρτα
των ανεκπλήρωτων πόθων και ονείρων,
των σχεδίων που δεν πραγματοποιήθηκαν,
μιας ζωής ποτισμένη στον ιδρώτα
του καθαρού μέτωπο,
γεμάτη αρωματισμένα λουλούδια
αισιοδοξίας, καταπατημένη
απ’ τους υλοτόμους των αρνήσεων.
Παίρνοντας τη θέση του στο έδρανο
ο δικαστής των κρίσεων,
ακούει τα γιατί… και τις δικαιολογίες
σαν άλλοθι των πεταρισμάτων
ονειρεμένων, πολύχρωμων πεταλούδων,
που χάθηκαν στα αρώματα
των λουλουδιών της κοινωνίας.
Ένας άνεμος στοχασμού στο πρόσωπο
σαν την πρωινή αύρα του καλοκαιριού
και ξαφνικά
παρεμβαίνοντας ηλιοφώτιστη η λογική,
συνήγορος υπεράσπισης, αγορεύει:
– Θαρρετός στήσου στο λιόγερμα
και μη ραντίζεις με δροσοσταλίδες λύπης
τα τσαλαπατημένα κρίνα,
που δε μοσχοβόλησαν το είναι σου,
επειδή οι καιροί δε συγκατατέθηκαν,
αλλά σκέψου και δόξασε, εκείνα που έζησες,
εκείνα που έχεις στην αγκαλιά σου
και σου χαμογελούν.
Κράτα σαν ευτυχία ζωής το φως,
που σου χαρίζουν τα λαμπερά
αστέρια των χεριών σου.
ΑΛΗΘΙΝΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
Την αλήθεια
όπου και να την ψάξεις,
υπάρχει, δεν κρύβεται,
είναι εκεί και περιμένει,
ούτε αντιστέκεται
ούτε επισπεύδει την έλευσή της.
Μας γοητεύει,
αλλά πολλές φορές
λόγω έλλειψης ιχνών
την αγκαλιάζουμε,
όπως οι καιροί τη φωτίζουν
στα παιχνίδια της ζωής,
και τα πινέλα της λογικής
ή του συμφέροντος
τη ζωγραφίζουν
στο καναβάτσο της κοινωνίας.
Αυτή υπάρχει, ζει
και αναπνέει εγκλωβισμένη
στους διάχυτους θορύβους
και τις άρριζες γνώμες,
περιμένοντας ένα χέρι
να την τραβήξει στη ζωή,
για να προσφέρει τα δώρα της
εκφρασμένα σε φως,
που σαν ο ήλιος θα φωτίζουν
τα σκιερά πεδία
στους δρόμους της ζωής.
ΑΝΕΜΕΛΗ ΖΩΗ
Ζήσε στου γλάρου το σκοπό,
που ανέμελα χορεύει
σε θάλασσες και σε στεριές,
σε άγνωστους τόπους
και ξέγνοιαστες ακρογιαλιές.
Κάθε θάλασσα δική του
για κολύμπι για τροφή,
κάθε βράχος σπιτικό του
στην ανέμελη ζωή.
Ελεύθερος περνοδιαβαίνει
απ’ τους φράχτες των ανθρώπων,
μ’ άλλους γλάρους να μονοιάσει,
ν’ ανταλλάξει εμπειρίες,
να φιλιώσει, να δειπνήσει,
δίχως φόβο, δίχως μίσος
κράζοντας τον ερχομό του.
Όπλα δάκρυα και τύψεις
δεν ματώνουν το κορμί του
νικητές και ηττημένοι
δεν αγγίζουν τη φυλή του.
Γλάρος είναι και πηγαίνει
και μηνύματα μας στέλνει.
Και ο ήλιος σαν θα δύσει
και ο γλάρος θα καθίσει
μες στην κορυφή του βράχου
ένα κράξιμο θα αφήσει
προς τη θεία πρόνοιά του.