Τα συγγραφικά δικαιώματα του παρόντος ιστολογίου ανήκουν στον κ. Γιάννη Β. Τάτση . Σύμφων το Νόμο 2121/1993 και τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα.

 

Όλα αυτά τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική μου συλλογή: Ανήκω στον Αγωνιστή.

Πρώτη έκδοση: 2014
Έβδομη ποιητική συλλογή.

ISBN 978-960-93-5750-0

 

Copyright: Γιάννης Β. Τάτσης
Φιλιππιάδας 36, Ιωάννινα
Τ.Κ. 45332 Ιωάννινα
Τηλέφωνο: 26510 43532
Ε-mail: iotatsis@sch.gr

Πρόλογος

Η ποίηση είναι υπόθεση προσωπικής θεωρίας και έμπνευσης του κάθε ποιητή, γι’ αυτό τον κόσμο και την πραγματικότητα τα βλέπει μέσα από τη δική του οπτική γωνία, απ’ το δικό του προσωπικό πρίσμα και τα εκφράζει μέσω της ποιητικής οδού με τον δικό του τρόπο. Πηγή απ’ όπου αναβλύζει κάθε ποιητικό δημιούργημα είναι η έμπνευση, το ονειρικό ταξίδι της φαντασίας στα φτερά του Πήγασου, η πλαστική απεικόνιση της πραγματικότητας υπογεγραμμένα απ’ την υποκειμενικότητα του ποιητή.
Η ποίηση δεν είναι ιστιοφόρο για να αποδράσουμε από το κοινωνικό γίγνεσθαι και να ζήσουμε στο νησί του εξωπραγματικού, του ιδανικού κόσμου των ονείρων, αλλά κωπηλατώντας μέσω αυτής να δυναμώσουμε το φως της αγάπης, που ίσως διαλύσει τα σκοτάδια στους δρόμους της ζωής και δείξει σε όλους μας το δρόμο των νόμων, των αξιών, των ηθών, της αληθινής συμπόρευσης και ύπαρξής μας στο περιβόλι της ζωής.

Γιάννης Β. Τάτσης
Ιωάννινα 2014

 
ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΥΤΤΑΡΟ

Φρουρός στην αυλή το έλατο
σφυρίζει στον εισβολέα άνεμο,
άρπαγα των αρωμάτων
του ανθισμένου αγιοκλήματος,
που αναρριχόμενο προς τ’ άστρα
στολίζει την εμπατή της πέτρινης
φωλιάς. Πόρτες και παράθυρα
ανοιχτά στον ήλιο της αγάπης,
ζεσταίνουν τη μαγιά της κοινωνίας.
Ήχοι ροδοκόκκινων μάγουλων,
ελπίδα στο αύριο, δονούν την αυλή
μοιράζοντας κομμάτια γαλανού ουρανού.
Ολόλευκες φτερούγες ζεστασιάς,
δυο άγγελοι επί της γης,
στηρίζοντας στους ώμους τους
το ουράνιο τόξο του σπιτιού
φέρνουν στο τραπέζι της αγάπης
το αχνιστό ψωμί του τίμιου ιδρώτα,
μοιρασμένο δίκαια
απ’ τα ροζιασμένα χέρια τους.

                  ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΖΩΗΣ

Καντήλι το φεγγάρι στο αραχνοΰφαντο παράθυρο,
παίζει με τα σκοτάδια της κάμαρας,
που σαν σε κινούμενη άμμο, βουλιάζει μαζί σου
στη φθορά του χρόνου, με τους πόθους πυγολαμπίδες
να φλέγονται στο καμίνι της μοναξιάς.
Πληθωρική η σκόνη στο τραπέζι αποτυπώνει
στο ίδιο σημείο, τα ίδια αντικείμενα,
πάντα στο ίδιο σημείο.
Οι τοίχοι θέατρο σκιών ζωντανεύουν σκηνές,
που ακόμη αντηχούν ήχοι ευτυχίας.
Μα ποιος άνεμος έσβησε το γέλιο σου
και σε αγκυροβόλησε στο λιμάνι της απραξίας!
Η ζωή σφυρίζοντας σαν τον άνεμο
χτυπά καθημερινά την πόρτα και αφήνοντας
προσκλητήρια αρωμάτων και χρωμάτων
σε καλεί να δραπετεύσεις
απ’ τη φθορά της πλουτώνιας κάμαρας
και του εσώκλειστου εγώ σου,
στους δρόμους της ζωής.
Ο χορός με τις μαυροφορεμένες αναμνήσεις
σε ταξιδεύει στο χορό του Ζάλογγου.
Φτερούγισε τους εφιάλτες σου μακριά,
σαν τις νυχτερίδες στο σκοτάδι της σιωπής
ή στο φως του ανατέλλοντος ηλίου
και πάψε να μονολογείς στις αράχνες.
Την ευτυχία την κυοφορείς μέσα σου,
είναι καρπός της επικονίασης των λουλουδιών σου,
μην την αναζητάς στη λάμψη των διαμαντιών
και τη χλιδή των παλατιών, μια αυταπάτη,
μια ψευδαίσθηση της ακτινοβολίας του πλούτου.
Ζει και βασιλεύει και στο φτωχικό της αγάπης,
πλάι στο καθημερινό, το απλό, το λιτό,
αρκεί να ενστερνιστείς τα αρώματα
των λουλουδιών του υπαρκτού κήπου σου.
Ξερίζωσε τα φυτρωμένα βάσανα, που άνθισαν
τους πόνους και σε τραμπαλίζουν σε γκρεμό βαθύ.
Η ζωή είναι σαν το νόμισμα, έχει και άλλη όψη,
άκουσε τις φωνές της, σε περιμένει και πάλι
στο γέλιο και στο θυμό, στην αγάπη και το μίσος,
στο δίκαιο και το άδικο, στο φως και το σκοτάδι.
Ο ήλιος καθημερινός σύντροφος, χαρίζοντας
ρόδα στην αυγή, μας φέρνει και κάτι καινούριο.
Γίνε αερόστατο στο γαλάζιο,
όπου σου μειδιά ένα φως αποκαμωμένης ελπίδας.
Άκουσε τους ήχους της θάλασσας, που μουρμουρίζει
μυστικά ταξιδεμένων σε κάθε ακρογιάλι της
και περιπλανήσου στα πελάγη της ζωής
σαν άλλος Οδυσσέας, έως ότου
συναντήσεις την Ιθάκη των ονείρων σου.

  ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΝΑΥΤΗΣ

Ασπρομαλλούσα η θάλασσα
στους βράχους της χτυπιέται,
βογκώντας με βραχνή φωνή
τους ναύτες της κραυγάζει,
που άφησαν την άσπρη χαίτη
των αλαφιασμένων της κυμάτων
και τρέχουνε στο γαλανό ουρανό
βιτσίζοντας τ’ σύννεφα.
Αέρινες πνοές του άπειρου γαλάζιου,
αιώνιοι ταξιδευτές στο πλοίο
των ανέμων, χωρίς αγκυροβόλι
γυρισμού, αναζητούν στη μαύρη γη,
τον άγγελο που άφησαν
με τσακισμένες τις φτερούγες
και τους μαυροντυμένους τους γονείς,
ήχοι πένθιμης μουσικής
στην άρπα της λύπης,
που σαν σκοτεινό, πελώριο κύμα
συντρίβει την ύπαρξή τους
στα κοφτερά
της απογοήτευσης βράχια.

     ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Όταν το λαμπερό άστρο της ημέρας
χαμηλώνει τα φλογισμένα μάτια του
και η μαυροφορεμένη νύχτα
μας υποδέχεται στο περιβόλι της μνήμης,
προσφέροντάς μας λουλούδια θυμίσεων
για το ταξίδι μας στους δρόμους της ζωής,
με τις αρνήσεις κρυμμένες στο περιβόλι
της κοινωνίας να στήνουν το κρεβάτι
του Προκρούστη, κλαδευτή των ονείρων,
μας περικυκλώνουν πολλοί προβληματισμοί.
Συντροφιά με τους συνειρμούς των σκέψεων
ζωγραφίζουμε της πολιτείας το πρόσωπο,
που άλλοτε σαν ευωδιαστό τριαντάφυλλο
μας χαμογελάει και άλλοτε γκρίζο
σαν το σκιάχτρο που διώχνει τις κάργιες
μακριά, το αποστρεφόμαστε.
Της απευθύνουμε τα πώς…και τα γιατί…
Το θα κυριαρχεί και πάλι στα λόγια της,
ανοίγοντάς μας ένα παράθυρο ελπίδας
στο αύριο που ξημερώνει.
Ίσως είναι το οξυγόνο της ζωής,
που σηκώνει τα βήματά μας στο αύριο.
Ίσως το γλειφιτζούρι μικρών παιδιών
για να ημερέψουν το κλάμα τους.
Ίσως είναι και αυτός ένας τρόπος ζωής,
ένα μονοπάτι πορείας προς το ηλιοβασίλεμα
ακούγοντας ευχάριστα τα παραμύθια
της γιαγιάς υπόσχεσης.

ΝΕΑΝΙΚΟΙ ΦΟΒΟΙ

Σβησμένο το φανάρι του φεγγαριού,
ούτε ένα καντήλι τ’ ουρανού να φέγγει
στην ερημιά της μαυροφορεμένης νύχτας.
Βιαστικός ταξιδευτής ο χείμαρρος
γλιστρώντας από ψηλά βογκάει στα βράχια.
Άχαρο νυχτοπούλι, με ήχους τρόμου,
μοιρολογάει την απελπισία του.
Φόβος και σκοτάδι με αγκαλιάζει.
Ο αγέρας αγριεμένος καβαλάρης,
σφυρίζοντας το μαστίγιό του τρέχει
αλαφιασμένος και ξεμαλλιάζοντας
τα κλαδιά των δέντρων ζωγραφίζει
σκιάχτρα της φαντασίας,
τρομαχτικά φαντάσματα της σκέψης.
Ρίγη λαχτάρας διαπερνούν το κορμί,
που ταξιδεύει στου φόβου
το θαλασσοδαρμένο καράβι
και αγριεύοντας όλο και περισσότερο
την τρομοκρατημένη ψυχή, ανεβάζει
στα ύψη τον υδράργυρο του φόβου.
Μεθυσμένα πόδια στην τυφλή νυχτιά
τρομάζουν στην ανάσα τους.
Μακρινό το αλύχτημα ενός άγρυπνου
σκύλου, δροσερό νερό στο πρόσωπό,
σταματάει το ράπισμα των νεανικών φόβων.
Κρατημένος απ’ τα ηνία της λογικής
σφυρίζοντας στο νυχτωμένο τοπίο,
πεδίο για μύθους και τρελές διαδόσεις,
βαδίζω σαν αγριεμένο άλογο
προς τη σιγουριά του στάβλου.

        Η ΑΠΟΥΣΙΑ

Με το φεγγάρι θα τα πιώ
απόψε για να μεθύσω,
ερχόμενη την οπτασία σου να δω,
μήπως και λησμονήσω.
Στ’ άστρα θα μονολογώ,
το πόσο, μα πόσο πολύ σε αγαπώ.
Η απουσία σου με έχει τρελάνει,
καιρό με βασανίζει και πονώ.
Με πρόδωσες! Με ξέχασες!
Απάντηση δεν έχω και υποφέρω.
Θα πίνω, θα μεθώ κι εδώ
στον ξάστερο ουρανό
βροντόφωνα θα τραγουδώ,
για να αντηχεί μες τα βουνά,
ο πόνος που έχω στην καρδιά.
Οι όρκοι σου είναι πολλοί,
δεν ξέρω τι να πρώτο πιστέψω,
απάντηση θα μου δοθεί,
αν νιώσω το ζεστό φιλί σου.

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟ ΖΩΗΣ

Άλσος ονειρεμένων δέντρων του νου
οι επιθυμίες, ανεμίζοντας φύλλα και κλαδιά,
αναζητούν πηγές ικανοποίησης
στις αχανείς πεδιάδες της ζωής.
Άγρυπνοι, υπαρξιακοί φρουροί οι συλλογισμοί,
ακούγοντας τους ήχους του φλάουτού τους,
μας κελαηδούν σαν το αηδόνι
στη νυχτωμένη δροσιά του δάσους.
Όποιος ακούει τη μελωδική φωνή τους,
άλλοτε ενθάρρυνση του δίνουν
σπρώχνοντάς τον σαν ο άνεμος το ιστιοφόρο
στα απρόβλεπτα πελάγη της ζωής
αναζητώντας μαργαριτάρια τιμής και δόξας
και άλλοτε σαν χαλινό τον συγκρατούν
και φωλιάζοντας κάποιες ανατριχίλες φόβου
ριγώνουν το γαλανό του πέλαγος.
Ναρκοπέδιο οι κρυμμένες θερμίδες,
κινητή άμμος τα περιττά κιλά, επί σκοπών
η χοληστερίνη, σήμα κινδύνου λασπόνερα
και έλη και σαν το απαγορευμένο μήλο,
που εμείς θεοποιήσαμε χωρίς λόγω,
μας βηματίζουν αργά-αργά το φόβο.
Ακούγοντας τους χτύπους στην εξώθυρά
πολλές φορές αφυπνιζόμαστε και έντρομοι
αναθεωρούμε πολλές απόψεις μας.
Αλυσοδεμένοι στους κρίκους των διαλογισμών
συλλογιζόμαστε:
-Μήπως ο φόβος είναι το συντηρητικό της ζωής!

   ΑΘΑΝΑΤΟΙ

Ότι αναπτύσσεται
στη γη,
βιώνει και πεθαίνει.
Οι αθάνατοι
ανασαίνουν αιώνια.
Ο άδυτος ήλιος
της ακτινοβόλου
προσωπικότητάς τους
φωτίζει για πάντα
στη γη.

         Ο ΕΡΩΤΑΣ

Αιώνιος εραστής ο Έρωτας
διασχίζοντας τις ατέλειωτες
οροσειρές και αχανείς πεδιάδες
των αιώνων δεν τον άγγιξε
η σμίλη του γέρου χρόνου.
Φτερωτός τοξότης του άπειρου
κεραυνοβολεί ανθρώπινες ψυχές
μεταδίδοντας τον ιό της αγάπης
και απλώνοντας
τις λευκές φτερούγες του
ζεσταίνει τη μαγιά της ζωής.

  ΜΕ ΤΟ ΤΙ… ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΑΤΙ…;

Κάπου στο σκοτάδι της αμφιβολίας
φέγγει το λυχνάρι της γνώσης,
κρατώντας το φωτίζουμε τους γρίφους,
που μας οδηγούν στην πόλη μας.
Απέραντη η πεδιάδα των γνώσεων
κανείς δεν κατόρθωσε να την διασχίσει,
άπειρος τόπος, σαν το χρόνο
χωρίς αρχή και τέλος.
Με το τι…; και το γιατί…; γινόμαστε
σοφότεροι στους δρόμους της ζωής,
δεν είναι ντροπή, είναι τσαγανό,
που πολλά άνυδρα τοπία στη ζωή
δεν γεύονται τον καρπό τους και
πολλές φορές βασανίζονται αδιάκοπα
απ’ το μαστίγιο της αβεβαιότητας.
Πανοπλία και δασκάλα μας στης γνώσης
τα σκοτεινά τοπία η αμφιβολία,
μας διδάσκει να ρωτάμε
και να ξαναρωτάμε,
για κάθε τι που δεν γνωρίζουμε,
να γίνουμε άπιστοι Θωμάδες,
να αγγίξουμε τον τύπο των ήλων
με της γνώσης το χέρι,
πολλά τ’ αρπαχτικά στην κοινωνία,
μη γίνουμε βορά στα νύχια τους.
Είναι όπλο μας στην απληστία
των δίγλωσσων αηδονιών της ζωής,
είναι φρούριο των συμφερόντων μας.

         ΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Γη των Ελλήνων,
ανοιχτό βιβλίο μακραίωνης ιστορίας,
όπου και να σε χαϊδέψει η ματιά, ένα ερέθισμα
μας καλεί να ψηλαφίσουμε το παρελθόν σου.
Διάσπαρτα αγάλματα, κρυμμένες αρχαίες πνοές
μας μιλούν για τον άδυτο ήλιο του πολιτισμού σου.
Στη γη του ήλιου της Δημοκρατίας
και του ακτινοβόλου Παρθενώνα,
ο άγνωστος θεός πλάι στους δώδεκα του Ολύμπου
μαρτυρεί το ανήσυχο πνεύμα της αδούλωτης
ψυχής της Ρωμιοσύνης, που έβγαλε τους Έλληνες
στο δρόμο της προόδου και του πολιτισμού.
Στο κοίλο της Δωδώνης, της Επιδαύρου
οι φωνές του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη
και τόσων άλλων, δίνουν φτερά
στο αθάνατο αρχαίο πνεύμα, ήλιος διαχρονικός
και αναβλύζουσα πηγή έμπνευσης, δημιουργίας
και μίμησης στην κάθε αυγή του κόσμου.
Στο Πήλιο ακολουθώντας τα χνάρια των Κενταύρων
μες στις καστανιές, ακούμε στον καλπασμό
του Χείρωνα τους μύθους της Ελλάδας.
Περιπλανώμενοι στις δαιδαλώδεις παραλίες
ο φλοίσβος της θάλασσας διηγείται με τη φωνή
του Ομήρου την εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία,
που για ένα άδειο πουκάμισο, μια Ελένη,
μια ματαιοδοξία περιτυλιγμένη με ήχους
χρυσών νομισμάτων στο τραπέζι της απληστίας
έριξε χιλιάδες ψυχές στις μυλόπετρες του Άδη,
δίδαγμα ουδέν,
οι ήχοι της συνεχίζουν να ματώνουν.
Ακούμε στον παφλασμό της αγριεμένης θάλασσας
και το κράξιμο των γλάρων τον ταξιδευτή Οδυσσέα,
αρμενίζοντας στο καράβι της γνώσης
να ψιθυρίζει με λόγια ψυχής για τα πρέπει και τα μη
και πως κατάφερε μέσα απ’ τις περιπλανήσεις
των ασυλλόγιστων πόθων του
και τα ορθομέτωπα τέρατα των τσαλαπατημένων
αξιών να ξαναβρεθεί στο φως
της γαλήνιας οικογενειακής εστίας,
δείχνοντάς μας με την πολυταξιδεμένη γοργόνα
το ταξίδι προς το ηλιοβασίλεμα της ζωής.
Πολίτης του κόσμου ο Αλέξανδρος καλπάζοντας
του ήλιου σου το φως στα βάθη της Ασίας,
έκανε της φωνής σου το κελάηδημα
γλυκιά λαλιά στον κόσμο, αποτυπώνοντας
τη νέα συμφωνία Θεού και ανθρώπου.
Καπνός φύλλων δάφνης στον τρίποδα των πόθων
οι χρησμοί περί αιωνιότητας του Βυζαντίου,
άφησε δάδα φωτός στους δρόμους της μνήμης
την Αγία Σοφία να φωτίζει τα σκοτάδια της λήθης,
με ταμπέλες αποφυγής των σκοτεινών οδών
και κάλεσμα μίμησης ένδοξων μουσικών στιγμών.
Τη γη των Ελλήνων όπου και να την ακουμπήσεις,
έχει ψυχή, έχει πυγμή, έχει φωνή
και μας διηγείται τη μακραίωνη ιστορίας της.

              ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ

Μες τη θολούρα της ζωής, με ρητορείες
εύγλωττες, ατρόμητος ο Άρης,
ο πολέμαρχος θεός οδηγώντας τους πιστούς
στις νυχτωμένες πεδιάδες της ζωής,
σπέρνει με το χάλκινο ταύρο τους σπόρους
της καταστροφής και της συμφοράς.
Ποτισμένοι με το νερό της ζωής, άνθισαν
στην αιματοβαμμένη γη των δακρύων.
Η δυσοσμία των λουλουδιών τους,
το κράξιμο των αιωρούμενων αρπαχτικών
και το φάντασμα του πανικού
τρομοκρατούν την ανθρώπινη ύπαρξη,
που τρέχει αγκαλιά με τον πόνο της.
Σε μια άλλη γωνιά της γης
η Ειρήνη προσφέροντας τα δώρα της
στο βωμό των ηθών, των αξιών, της αρετής
με τον ήλιο φως ζωής, για τη ζωή,
να χρυσώνει τα λουλουδιασμένα τοπία,
αναδεικνύουν την ευτυχία των ανθρώπων.
Τα γέλια και τα τραγούδια
δονούν τις πεδιάδες ευτυχίας της ζωής.
Πετροπόλεμος στη γειτονιά του Άρη
προσπαθούν να τον διώξουν
στέλνοντας προσκλητήρια στην Ειρήνη.
Ματωμένος ο πολέμαρχος θεός
τους μηνύει, πως οι αγγελιοφόροι
των συμφερόντων και πάλι κάποια μέρα
θα τον καλέσουν στη γειτονία τους.

 Ο ΥΠΟΓΡΑΦΩΝ

Αν με το μολύβι σου
τρέξεις στο λευκό χαρτί,
μη νομίσεις, ότι είναι χιόνι
και ο ήλιος θα εξαφανίσει
τα διαγραφόμενα ίχνη σου.
Είναι αναλλοίωτος μάρτυρας,
όχι των όσων έτρεξαν
στις ράγες του μυαλού σου,
αλλά των όσων υιοθέτησες
και περπάτησαν μαζί σου
στο φως της ζωής.
Γι’ αυτά μη ζητάς άλλοθι,
είσαι ακόλουθος των συνεπειών,
είτε υπέγραψες με μονοκονδυλιά,
είτε σε αράδες απλωμένα.

           ΑΠ’ ΤΟΥ ΑΣΤΕΓΟΥ ΤΟ ΣΤΕΚΙ

Απαστράπτουσα βουή η οργή του Ολύμπιου Δία
αντηχεί τα κεραυνοτύμπανα στην αγριωπή νυχτιά
εκσφενδονίζοντας διαμάντια του νερού.
Ήχοι μακρόσυρτων κουπιών, παφλάζοντας
οι χτύποι των παραθυρόφυλλων αντιστέκονται
στον φερμένο απ’ τα πουλιά του βορρά άνεμο,
που αναμαλλιάζοντας τα δέντρα σφυρίζει
το μαστίγιό του στα απροστάτευτα κορμιά.
Ρυάκι οι σταγόνες στου άστεγου το στέκι
παρασέρνουν ένα δάκρυ ελπίδας.
Ο καημός του βράχος ασήκωτος κακοφορμίζει
της απελπισίας το ματωμένο πόνο,
άνθρωπος της διπλανής πόρτας, σφίγγοντας
το ζωνάρι της ανέχειας, πίνει τον καφέ
της πίκρας στου ουρανού το ξέφωτο μπαλκόνι,
με τη μοναξιά να χορεύει γύρω του
στην καρδιά της ακύμαντης λαοθάλασσας.
Ξεχασμένος στη γωνιά του
το βοριά παρακαλάει να μη δείξει
την οργή του στο ταλαίπωρο κορμί του.
Σμήνη φωτεινών πυγολαμπίδων τα παράθυρα,
τρυπώντας το παλτό της μαυροφορεμένης
νύχτας, μαρτυρούν έναν άλλο κόσμο,
έναν άλλο τρόπο ζωής.
Κάθε νύχτα στο παγκάκι, με τον γκιώνη
μελωδό, το δικό του ψάχνει αστερισμό.
Σύντροφο στη μοναξιά του τον καημό του
να του πει, πως το φάντασμα της πείνας,
δίκοπο μαχαίρι στη ζωή, τον τρομάζει πιο πολύ
απ’ της πάχνης το λευκό σεντόνι.
Σαν ο ήλιος του χαϊδέψει το σκελετωμένο του
κορμί, μ’ άγνωστο να δείχνει η πυξίδα,
σέρνει στην πολυκοσμία, με ένα σκότος στην ψυχή,
τα κομμάτια της ταλαίπωρης ζωής του,
δίχως ήλιους να ροδίζουν την αυγή.

             ΑΥΡΙΟ ΠΑΛΙ

Το βράδυ φεγγαρόφωτη στο φως
σου θα έρθω να λουστώ,
αν όμως κάποιο σύννεφο θολό
τη λάμψη σου σκιάσει,
ένα άσπρο τριαντάφυλλο
θα αφήσω στο περβάζι.
Αύριο πάλι θα ’ρθω να σε βρω,
δεν θέλω το τριαντάφυλλο
να σου μιλά για μένα,
χυμένος μες τα στήθη σου
του έρωτα σιγόντο η φωνή μου.
Αύριο πάλι θα ’ρθω να σε βρω
λουλούδι της ζωής μου
το άρωμά σου να γευτώ
τα κόκκινά σου χείλη να φιλήσω.
Πνοή ζωής η ανάσα σου
το δέντρο της ζωής να διεγείρει,
να απλώνει φύλα και κλαδιά
σκιά στα όνειρά μας να χαρίζει.

                   ΕΤΕΡΟ ΗΜΙΣΥ

Η καλλίγραμμη φύση σου σε αιχμαλώτισε
στους σιδερένιους μύες του ανδρικού κλουβιού.
Στους αιώνες πόνεσες και μάτωσες
σωματικά και ψυχικά απ’ το σφύριγμα
του ανέραστου ανδρικού μαστίγιου.
Ο ανδρικός εγωισμός σε ατίμασε
πιστεύοντας στη μάταια μυϊκή δύναμη,
χωρίς να αντιλαμβάνεται τη γυναικεία σου
δύναμη, που σέρνει καράβια ανδρών.
Αντιστάθηκες με λόγια και έργα
στην εποχιακή λαίλαπα της υποτίμησης
του γυναικείου σου μετάλλου.
Έπαθλό η ανύψωση της προσωπικότητά σου,
που με βραχνή φωνή απ’ τις στερήσεις
κατάφερες να σηκώσεις στα χέρια σου
το κύπελλο της ισονομίας,
της ίδιας θέσης στο ανάκτορο της ζωής,
γιατί είσαι μάνα, είσαι αδερφή,
είσαι το έτερο ήμισυ, που είναι απαραίτητο
να συμπληρωθεί ο κύκλος της ζωής.

  ΠΑΡΑΠΟΝΙΑΡΙΚΟΣ ΚΑΗΜΟΣ

Στης μαύρης μέρας την ποδιά
θα πέσω για να κλάψω,
έσβησε το φως του ήλιου μου,
σε ποιον θα πω τον πόνο μου!
Με τ’ άστρα να τον μοιραστώ,
παρηγοριά ποιος θα μου δώσει;
Παραπονιάρικος καημός
μες στην ψυχή μου στάζει,
η απουσία σου σαν κεραυνός
ξεσχίζει τα σωθικά μου.
Σ’ αγάπησα και δόθηκα
στα ψεύτικα φιλιά σου,
άλλα μου λέγανε τα χείλη σου
και άλλα μου λέει η καρδιά σου.

  ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ

Στου μυρωδάτου ήλιου το χρυσάφι
λουλούδι αγέρωχο προβάλλει η νιότη.
Τακούνι, φούστα κόκκινη, δαντελωτή
σαν πεταλούδα ανεμίζει, ερωτοτροπεί.
Τρελαίνει τον αγέρα το λεβέντη,
που σαν αγριεμένος ταύρος της ορμάει.
Τρομάζει το κορίτσι που φορεί
τον ήλιο στα μαλλιά της,
αλαφιασμένη τρέχει στη μαμά της.
Ξοπίσω ο αγέρας παθιασμένος
το άρωμά της τον μεθάει.
Τρέχει, τρέχει το κορίτσι
στου σπιτιού της τη ζεστή φωλιά.
Αγριεύει τον αντάρτη, που ο πόθος
τον θολώνει. Κόκκινο πανί το σπίτι
προσπαθεί να το ξεσχίσει και φυσάει
και λυσσάει, μέχρι που άψυχη
λιποθυμάει και η τελευταία του ελπίδα.
Ένιωσε το μάταιο αγώνα κυνηγώντας
πεταλούδες, πως ποτέ του δεν θα αγγίξει,
αν οι ίδιες δεν ποθούνε το λουλούδι
και απ’ το άρωμά του μεθυσμένες
μες στα πέταλα θα λικνιστούν.

                 ΚΡΑΥΓΗ

Κραυγή αγωνίας στη νυχτωμένη
πολιτεία δυναμώνει το φως
των λαμπτήρων της γνώσης.
Όλοι είναι απασχολημένοι
στις ράγες του τρένου της ζωής,
σύγχρονα κουρντισμένα ρομπότ
στον προγραμματισμό της ημέρας
ή ναρκωμένοι στο αναισθητικό
των κοινωνικών ευχολογίων.
Τυφλός μάντης η λογική προμηνύει:
«Τα ακίνητα νερά δεν φέρνουν
λουλούδια ευτυχίας και χαράς,
αλλά έλος και βδέλλες.»

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2004

Ποιήματα 2004

Πρώτη έκδοση: 2004
Δεύτερη ποιητική συλλογή

ISBN 960-630-013-7

Copyright: Γιάννης Β. Τάτσης
Φιλιππιάδας 36, Ιωάννινα
45332 Ιωάννινα
Τηλέφ.: 26510 43532

E-mail:iotatsis@sch.gr

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οι πρώτες μου ποιητικές δημιουργίες, οι οποίες εκδόθηκαν το 2002 με τίτλο «Ποιήματα» καθώς και αυτή η δεύτερη ποιητική συλλογή με τίτλο και πάλι «Ποιήματα», μου έδωσαν τη δυνατότητα να εκφράσω μερικές πτυχές της σημερινής πραγματικότητας, όπως εγώ τις είδα μέσα από τη δική μου οπτική γωνία.
Με το μολύβι και την ποιητική μου φαντασία σμιλεύοντας τη ζωή σας την παρουσιάζω, όπως εγώ την ονειρεύομαι να είναι στο μέλλον.
Μαζί πλέον μέσα από αυτά τα ποιήματα, περπατώντας στον κόσμο της ποίησης, ας ονειρευτούμε το αύριο, που θέλουμε να χτίσουμε και τον κόσμο που θέλουμε να ζήσουμε.

Γιάννης Β. Τάτσης
Ιωάννινα 2004

ΓΛΥΚΟΧΑΡΑΜΑ

Ορατότητα μηδέν. Η πόλη ιδρωμένη
αναπολεί τη δροσιά του πρωινού αέρα,
που σαν γεράκι στο έμπα του
κατεβαίνει αντάρτης από τα βουνά.
Πυγολαμπίδες τ’ αστέρια φωτίζουν τη νύχτα
τυλιγμένη στο ξεθωριασμένο της σάλι,
ξεθηλυκώνοντας τις ρασόχρωμες κουρτίνες
να υποδέχεται το καλοκαιρινό γλυκοχάραμα.
Ακούγεται το κράξιμο των πουλιών.
Η ζωή ξανακυλάει στις φλέβες της
μετά το νυχτερινό αναισθητικό
κι ενορχηστρώνει το ξεκίνημα της μέρας.
Κελαηδώντας ο κορυδαλλός του πρωινού
προσπαθεί να πλησιάσει το Δημιουργό του
και να Τον καλημερίσει από κοντά.
Ροδόχρωμο χαλί, στα μέρη της Ανατολής,
δρόμο ανοίγει στον ήλιο αυτοκράτορα,
που απ’ της κορυφής το μονοπάτι
ροβολάει με ανεμισμένα τα χρυσά του μαλλιά.
Με καλημερίζει,
νιώθω το ζεστό του χνώτο.
Η νύχτα κουρασμένη χάθηκε με τα μυστικά της
και η ζωή αρχίζει να κυλάει στις ράγες της ημέρας.
Καλημέρα ζωή.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Φωτιά της ερήμου ο αέρας του καλοκαιριού
βασανίζει στο καμίνι του τους ανθρώπους,
και με βία υποκλίνει τα ξανθόμαλλα στάχυα
τροφή ζωής στις μαύρες μέρες.
Δροσισμένα, κόκκινα χείλη
απ’ το ζουμερό καρπούζι
αντιπαλεύουν την κάψα του ήλιου,
που με το φλογερό άγγιγμά του
μεταμορφώνει τα γυμνά κορμιά.
Ξένοιαστες, γαλάζιες οι θάλασσες,
απ’ την οργή του Ποσειδώνα
και τους θυμωμένους ανέμους,
με δροσερά σφυρίγματα
προσκαλούν να δροσίσουν τα πυρωμένα κορμιά,
που έχουν ξεχαστεί στην καυτή άμμο.
Άμισθος βιολεντζής στο κλαδί ο τζίτζικας
συντροφεύει ολημερίς τους ανθρώπους
έχοντας λογής-λογής γεύσεις στα χείλη τους.
Καλοκαίρι! Πομπός αέρινων μηνυμάτων
για απόδραση απ’ την καθημερινότητα
σε τόπους με παιχνίδια,
χαρές και ξέγνοιαστές μέρες,
όνειρο κάθε ανθρώπου.

ΑΝΟΙΞΗ

Άσπροι σκούφοι στα βουνά,
ξεφτισμένοι απ’ της άνοιξης το αγέρι,
το γέρο χειμώνα μας θυμίζουν,
άψυχο στης άνοιξης την αγκαλιά
τα σκήπτρα του να έχει παραδώσει
στη νυφούλα αμυγδαλιά,
που έχει κάτασπρα τ’ άνθη
στα χρυσά της τα μαλλιά.
Με το πρώτο χελιδόνι
κάλεσμα στη φύση έχει δοθεί,
το καλό της καταπράσινο φουστάνι
με διάσπαρτα τα άνθη να ντυθεί.
Κελαηδήματα στη φύση αντηχούν
και τον έρωτα καλούν,
το χορό με τα πλάσματα ν’ αρχίσει.
Μεθυσμένες πεταλούδες,
απ’ το άρωμα των λουλουδιών,
ερωτοτροπώντας
το ταγκό τους συνεχίζουν.
Μες στην ανοιξιάτικη τη φύση
κόκκινα αυγά θα τσουγκριστούν
και το μυρωδάτο αγέρι
μες στις εκκλησιές θα φέρει
το Χριστός Ανέστη.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Δεκέμβρης. Χιόνια φτερουγίζουν στα κλαδιά,
από τα τζάκια δραπετεύει η ζεστασιά
την παγωνιά ν’ αγκαλιάσει.
Ο κρύος καβαλάρης του Βορρά
σκορπίζει με τις νιφάδες του χιονιά
προσκλητήρια γενεθλίων του Χριστού μας.
Στη θάλασσα του απέραντου ουρανού,
φως στα φωτεινά νησιά το γενέθλιο αστέρι,
ανεξίτηλο σαν τον καταρράχτη
ρίχνει το άγιο φως του εδώ στη γη,
για να λευκάνει τις ψυχές
και τις ευαίσθητες χορδές,
με πένα θείων μηνυμάτων
αθόρυβα να μας δονεί.
Φιλί ζωής να δίνουμε
κι αγάπη να προσφέρουμε,
σ’ αυτούς που τη φρεσκάδα της ζωής
ο χρόνος τους την έχει κλέψει
κι αδύναμους τους άφησε στων αστεριών το σπίτι.
Τη σκέψη μας, αθόρυβη σαν το αεράκι,
να την ταξιδεύει στα δυστυχισμένα, στα ορφανά,
που στο φτωχικό τραπέζι τους ακουμπισμένα,
τον Αϊ-Βασίλη ονειρεύονται με τα πολλά τα δώρα.
Αλλά πώς στο σπίτι τους να μπει ,
αφού απ’ την καμινάδα δεν χωράει!
Ευτυχισμένοι οι άνθρωποι στη γη
που νιώθουν την ανάσα του Χριστού μας
και η πλημμύρα της αγάπης τους
ποτίζει το διψασμένο ανθρώπινο κοπάδι.
Απειλητικά η νύχτα απλώνει το μαύρο πέπλο της
στο μέλλον μας.
Κονταρομαχίες με το κακό οδηγούν σε αδιέξοδα τούνελ,
Λερναία Ύδρα που μας βασανίζει.
Ανάσκελα για να πέσει στην παλαίστρα,
εξόριστο πρέπει να μείνει
απ’ τη σκέψη και την ψυχή μας
και να υποδεχτούμε τους αγγέλους
με τα χριστουγεννιάτικα μηνύματα,
φωτοδότες στους δρόμους
που οδηγούν στη γη της συνύπαρξης
όλων των εθνών, των βοσκών και σοφών,
των πλουσίων και φτωχών,
όπου τα σκήπτρα θα κρατάει
ο δίκαιος ήλιος της αγάπης και της ειρήνης.

ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ

Την εποχή της σποράς
η μάνα, σαν τη γη, ζωντανεύει το φύτρο μας,
χαϊδεύοντάς μας ο ζωογόνος ήλιος
μας αφιερώνει στο απρόβλεπτο πέλαγος
με τα προκλητικά βουνά.
Επιβιβασμένοι στο ιστιοφόρο του χρόνου
και κωπηλατώντας με την ελπιδοφόρο αυγή
και τα χρυσοκόκκινα δειλινά
απλώνουμε κλαδιά για να πιαστούμε απ’ το αύριο
να γίνουμε δέντρα του δάσους,
που αχόρταγα ρουφώντας τη ζωή
όλο και πιο πολύ αναζητάμε το ύψος τ’ ουρανού.
Λουλούδι η νιότη και καλεί στα μυρωδάτα πέταλα
την πεταλούδα να ευωδιάσει,
με χαρούμενα χρώματα να ντύσει τη ζωή,
τα ίχνη μας ο χρόνος να μη σβήσει.
Όταν στο μαραθώνιο της ζωής
της φύσης τα απρόβλεπτα λασπόνερα
στου δήμιου στην αγκαλιά μας ρίχνουν,
βαριανασαίνουμε…
νιώθοντας ζεστή την αρματωσιά της ζωής
αντιστεκόμαστε με νέα φύλλα και κλαδιά,
έως ότου ένας ξαφνικός άνεμος,
στο χρόνο που γυρίζει σαν σβούρα,
φέρνει τον αλύπητο ξυλοκόπο,
που με μια τσεκουριά μας ρίχνει καταγής,
περνώντας ρομφαία στα πουλιά
που κελάηδησαν κοντά μας
και γεύτηκαν τους καρπούς μας.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Γήινα χρώματα στη φύση έχουν χυθεί
κι ένας καβαλάρης βιαστικός
μες στα κλαδιά των δέντρων τρέχει
σκορπίζοντας στη μάνα γη
τα κίτρινά τους φύλλα.
Τον καταγάλανο ουρανό
σύννεφα ζωγραφίζοντας λερώνουν
και του φθινοπώρου τα δάκρυα
την πυρωμένη γη δροσίζουν.
Χτυπώντας το κουδούνι του ξενιτεμού
τα ταξιδιάρικα πουλιά
οι άνθρωποι καλοστρατίζουν,
με την ελπίδα πως θα δουν
ξανά το πέταγμά τους.
Του τρύγου τα κοφίνια ξεχείλισαν
με ζουμερά λογιών – λογιών σταφύλια,
μες στα πατητήρια να ριχτούν,
τα κρασοβάρελα για να γεμίσουν.
Κάστανα ζεστά στη χόβολη
στους δρόμους διαλαλούν οι καστανάδες
και οι ανθισμένες αϊ-δημητριές
το χειμώνα αναγγέλλουν,
που προβάλλει στην αυλή.

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΔΕ ΣΒΗΝΟΥΝ

Αλόγιστες, απάνθρωπες υπάρξεις
σαν κουνούπια το αίμα σου ρουφούν,
σφουγγαρόπανο σε κάνουν,
τα όνειρά σου…
σαν τα κρασοστάφυλα τσαλαπατούν.
Εσύ όμως υπάρχεις,
αντιστέκεσαι και αγωνίζεσαι
λουλούδι του βράχου,
δέντρο του γιαλού,
ανεμώνη του χειμώνα.
Αναπνέεις, σταυροκοπιέσαι
και κοιτάζοντας ψηλά
στο αχανές πέλαγος τ’ ουρανού
αναζητάς το θείο πνεύμα,
που σου έδωσε το φιλί της ζωής
και πιστεύεις ότι έχει και για σένα
κάποιο πανηγύρι, κάποια ευτυχία, κάποια χαρά.
Ακουμπισμένος στα δυο σου χέρια
σκέφτεσαι το ζωογόνο ήλιο,
που αδιάκριτα φωτίζει όλη την πλάση
και συλλογίζεσαι…
Ο άνεμος δεν πιάνεται, τα όνειρα δε σβήνουν,
ελπίζεις στο αύριο, αντιστέκεσαι και αγωνίζεσαι.
Πιστεύεις ότι θα φανεί το ουράνιο τόξο,
θα ποτιστεί το λουλούδι του βράχου,
το δέντρο του γιαλού
και θα ζεσταθεί η ανεμώνη του χειμώνα,
γιατί στην κοινωνία όλα είναι χρήσιμα
και όλα έχουν δικαίωμα στη ζωή.

ΣΥΜΒΟΛΑ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑΣ

Αργοκίνητος ο ήλιος τη δύση του χρυσώνει
πίσω του απλώνοντας μαύρο πέπλο για τη γη.
Σελαγισμένα τα πουλιά περνούν σαν αστραπή,
κλαδί να βρουν για να κουρνιάσουν.
Γεμάτος φως, ολόλευκος,
ο νυχτερινός περιηγητής του ουρανού,
ξεπερνώντας τα σύννεφα,
καθρεφτίζεται στα νερά της Παμβώτιδας,
πλάι στην πόλη των παραδόσεων και των θρύλων,
που κωπηλατεί στο νυκτερινό της ρυθμό.
Φλοίσβοι των κυμάτων,
σαν τον αθόρυβο κλέφτη,
αρπάζοντας τη σκέψη μου με τη βάρκα του χρόνου,
με ταξιδεύουν στα φεγγάρια,
που περπάτησαν πάνω στη λίμνη
και ερωτοτρόπησαν με τις νεράιδες του βυθού,
τις αιθέριες μορφές των γυναικών της Παμβώτιδας.
Στο βάθος του ξεχασμένου χρόνου,
μέσα απ’ το θρόισμα των καλαμιών της λίμνης,
ακούγονται απελπισμένες γυναικείες φωνές,
φωνές διαμαρτυρίας.
“Γιατί τόσο μίσος και αδικία για ένα πείσμα;”
Διαλυμένα τα σκότη απ’ του ήλιου το φως
φωτίζουν τον κλέφτη των ευτυχιών,
τον αλόγιστο δικαστή των πάντων,
το σκιάχτρο στο περιβόλι της ζωής,
τον αδίστακτο τύραννο Αλή πασά
το σύμβολο της ματαιοδοξίας και ματαιότητας.
Ο γερο-πλάτανος, δροσίζοντας τα πόδια του,
φυλλομετράει το βιβλίο της ιστορίας
και σκιαγραφεί τους τυράννους όλων των εποχών.
“Άπληστοι λύκοι στα μαντριά,
με τσοπανόσκυλα σε μια γωνιά με χαίτη σηκωμένη.
Κουρσάροι στη στεριά, δυνάστες των λαών
δε σέβονται τη λευτεριά,
που χάρισε ο πλάστης σ’ όλα τα παιδιά του.
Κοκόροι κακαρίζοντας το μπόι τους να δείξουν,
ξεχνούν πως είναι άνθρωποι με λογική και κρίση.
Αλή πασάδες σύγχρονοι,
κυνηγώντας όνειρα σκιές,
θα ενδημήσουν…
και θα αποδημήσουν σαν τα πουλιά.
Ασυλλόγιστοι, αιμοδιψείς και ματαιόδοξοι
για ένα πείσμα θα ποτίσουν και πάλι τη γη
μ’ αίμα αγνών υπερασπιστών του δίκαιου νόμου,
των ανθρώπων που ονειρεύονται έναν κόσμο καλύτερο,
ένα κλαδί ελιάς,
μια μπουκιά ψωμί δίχως άγχος.
Αγώνες συνεχείς θα σπάσουν τα δεκανίκια τους
και θα τους κατρακυλήσουν στη φωτιά του μαρτυρίου,
όπου οι πύρινες γλώσσες θα τους φυλακίσουν,
μακριά απ’ την αίγλη της ματαιοδοξίας τους,
θερίζοντας τον καρπό που έσπειραν.
Η ιστορία αδιάψευστος μάρτυρας.”

ΛΕΥΚΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ

Μέσα από χαλάσματα και κρότους,
καπνισμένο στα φτερά,
τρομαγμένο απ’ τα γεράκια της ερήμου
ξεπετάχτηκες γι’ άλλα μέρη μακρινά.
Σου χάλασαν τη φωλιά σου,
το κελάηδημα των αηδονιών,
φιλοπόλεμοι ηγέτες που ποθούν την ταραχή.
Έφυγες γοργόφτερο στα ξένα,
τα παιδιά, οι φίλοι σου σ’ αναζητούν,
οι ψυχές τους σε ποθούν,
που είναι άδολες, αγνές.
Μα και οι ασυλλόγιστοι οι Μεγάλοι,
κρατώντας κλειστές ομπρέλες στους Μικρούς
σε ποθούν, σ’ αναζητούνε
απ’ τις ντροπές τους ν’ απαλλαγούν.
Τα χαλάσματα, τη θλίψη
έχουν τώρα συντροφιά,
νικητές και ηττημένοι
που ζητούν παρηγοριά.
Του πολέμου η φωτιά
τους καπνίζει και τους καίει,
τους κρυώνει τις ψυχές
και με δάκρυα τους γεμίζει.
Έλα πίσω, περιστέρι μου λευκό,
μες στα ύψη να πετάξεις,
τα φτερά σου ν’ ανοίξεις
να σκεπάσεις τους λαούς
να ζεστάνεις τις ψυχές τους,
που το μίσος κυβερνά
να ενώσεις τις καρδιές τους
για να ζουν ειρηνικά.
Έχουν νιώσει, τι αξίζεις,
το “Γιατί;” στους τάφους των νεκρών το μαρτυρεί,
τα ορφανά, οι ακρωτηριασμένοι,
όλοι με δάκρυα ποτίζουν την αιματοβαμμένη γη.
Φέρε αέρα αισιοδοξίας
σκόρπισε μηνύματα αγάπης στους λαούς
για να πλάσεις έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό.
Δίχως σύνορα αγάπης, δυστυχίας και χαράς
κάτω από το φως του ίδιου ήλιου
όλοι να ζούμε ειρηνικά.

ΖΩΗ ΜΑΣ Η ΠΝΟΗ ΣΟΥ

Ανάλαφρη η ύπαρξή μου,
σαν τον καπνό σε άπνοια,
ανεβαίνει σ’ εσένα πνεύμα των ονείρων μου,
φλόγα της ψυχής μου.
Όραμα γίνεσαι μπροστά μου
με τους αγγέλους καθισμένους δίπλα σου,
έτοιμοι ν’ απλώσουν τα φτερά τους
σε κάθε επιθυμία σου.
Πιο μακριά, τα μαύρα πρόβατά σου,
οι άγγελοι του εωσφόρου,
όρνεα να μας κατασπαράξουν τη λογική,
σαγηνεύοντάς μας με το γλυκό της αμαρτίας.
Ζωή μας η πνοή σου,
όσο κυλάει σαν το γάργαρο νερό στο σώμα μας.
Ελευθερία το δώρο σου
στη σκέψη και στην πράξη,
με φράχτες τις πλάκες των δέκα εντολών.
Αστείρευτους αφήνω τους κρουνούς σου,
τη δίψα μου για σένα ν’ απαλύνουν.
Πατέρα μας, πολλά τα ελέη σου
και στις κακές μας τις στιγμές
εσύ μας αγκαλιάζεις
και τη συγνώμη μας δεκτή
εσύ πάντα την κάνεις.
Το σύμβολό σου μας τιμά.
Πατέρα μας, δυνάμωσε το Άγιο σου φως,
τα σκότη που απλώνονται να διαλύσεις,
σκιές στο δρόμο προς το Γολγοθά,
το δρόμο σου στα σταυροδρόμια μας κρύβουν.

ΑΡΩΜΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Λουλούδι, των αστείρευτων ανθέων
ανθοδέσμη, με άρωμα τριαντάφυλλου
σαν το φωτοδότη ήλιο
τη λάμψη σου αδιάκριτα σκορπάς.
Τα νεογέννητα μπουμπούκια σου
ανέμελα κρυφτό παίζουν στα φύλλα
κι ένας πεισματάρης άνεμος
στα χαμογελαστά σου τριαντάφυλλα
απρόσκλητος περνοδιαβαίνει
και αγκαλιάζοντάς τα τρυφερά,
απ’ το μεθυστικό τους άρωμα,
τους κόρφους του ευωδιά γεμίζει.
Με τ’ ουράνιου τόξου χρώματα
τ’ άνθη σου η φύση έχει προικίσει,
μαγνήτη όλων των ματιών,
αγάπη δίνεις και ζητάς,
στο χέρι που θ’ απλώσει
ένα μπουμπούκι να σου κόψει.
Τ’ αγκάθια σου φρουροί
και σαν καλοί στρατιώτες
το πρόσταγμά τους εκτελούν
στο αδέξιο το χέρι.

ΟΡΑΜΑ ΣΟΦΩΝ

Σπόρος προγονικός,
όραμα σοφών ανθρώπων,
φύτρο πέταξε στην πονεμένη Ευρώπη.
Στου ατέλειωτου χρόνου τους χορούς
ταξιδεύοντας οι καλλιεργητές
με το ιστιοφόρο των γνώσεων
γκρέμισαν τους φράχτες των περιβολιών τους
και ακολουθώντας το πέταγμα του γλάρου,
φύλλα χάρισαν στου δέντρου τα κλαδιά
τα περιβόλια τους για να σκιάζει.
Οι γλώσσες τους δε θυμίζουν τη Βαβέλ
και ισοϋψείς στο μπόι τους καθώς είναι,
χωρίς φόβο και πάθος το λόγο ο καθένας έχει.
Οι κουβέντες, η χαρά
που νόημα στη ζωή τους δίνουν,
τον κύκλωπα της γης ταράζουν,
εφιάλτες δημιουργούν στο άπληστό του μάτι,
απλώνοντας το χέρι του τις ρίζες του κουνάει,
δήθεν πως στέκει εμπόδιο στη θέα τ’ ουρανού.
Κονιορτός, ομίχλη,
κεραυνοί θολώνουν το τοπίο.
Φωνές αντιλαλούν: “Το δέντρο κινδυνεύει!”
Βροχή οι συλλογισμοί, σαν το δυνατό ανεμοβρόχι,
το νου τους βασανίζουν…
Έως ότου στ’ αυλάκια του μυαλού
προβάλει ο Οδυσσέας.
Αγκυροβολημένος στη θαλασσοφιλημένη Ιθάκη
μέσα στη ζεστή αγκαλιά της γυναίκας του
και του παιδιού του,
λόγοι της ύπαρξής του,
με τη φλόγα του τζακιού του
να λαμπυρίζει στο πρόσωπό του
και με λόγια γεμάτα θυμίσεις να εξιστορεί,
πως ξεπέρασε τις γλυκόφωνες σειρήνες,
που σαν σου κλέψουν τη λογική,
γίνεσαι άβουλο ων στα χέρια τους,
πως καταδίκασε τον υπερδύναμο κύκλωπα
να ζει στην μακρινή χώρα του
τρώγοντας τη σάρκα των ομοεθνών του
και πως μέσα απ’ την οργή του Ποσειδώνα
και τους θυμωμένους ανέμους,
με σκέψεις και κρίσεις
κατάφερε να φθάσει στην Ιθάκη
και να δώσει σάρκα και οστά στα όνειρά του.
Οι ειρμοί του Οδυσσέα
φτερά δίνουν στις σκέψεις τους,
φουσκώνουν τα πανιά του καραβιού τους
και διώχνοντας απ’ ανάμεσά τους
τα τέρατα και τις σκιές
ο φόβος τη λογική τους να μην παγώνει,
με τιμόνι τη λογική και τη θέλησή τους
το ταξίδι του Οδυσσέα ακολουθούν
στην Ιθάκη των ονείρων τους ν’ αγκυροβολήσουν.

ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ

Κελαηδήματα αηδονιών ακούγονται πολλά,
πλανεύτρες οι φωνές τους για αυτό που αγαπάς.
Σημαίες ανεμίζουν, συνθήματα δυναμικά,
ντουντούκες ν’ ουρλιάζουν,
χαρτιά γεμίζουν τον αέρα,
πετούν σαν τα πουλιά.
Ποτάμι που αφρίζει μ’ αλόγιστη τροχιά
σκεπάζοντας τη λογική μ’ αρώματα αναισθητικά
και σαν το κούτσουρο η ροή του μας κυλά.
Το αχ! στους βράχους για να μη διαχυθεί
σφυρηλατημένη στο αμόνι η σκέψη
πηδάλιο πρέπει να τεθεί.
Οι αγώνες έχουν στόχους,
διδάγματα σοφίας στους ώμους κουβαλούν
κι μες στα χέρια τους κρατούν
εικόνες αθανάτων,
που η ιστορία τους στέγασε
στο ανάθεμα της κόλασης
και στης τιμής το δαφνοστεφανωμένο βάθρο.
Οι αγώνες για Ιθάκες χαρίζουνε φτερά
κι αισιόδοξους μας κάνουν
το κεφάλι στη ζωή μας να έχουμε ψηλά.
Οι αγώνες στο σκοτάδι αγωνία και φωτιά
συμμάχους έχουν τις σκιές
και συμφορά το φως.

ΕΡΓΑ ΘΥΜΟΥ

Θυμωμένος σφυρίζει επίμονα ο βοριάς,
τα φύλλα της ελιάς ανατριχιάζουν,
σε κάλεσμα αντίμαχους
τα σύννεφα αντιπαραβάλει.
Λερώνει το γαλάζιο τ’ ουρανού
και το πολυτιμότερο αγαθό του ήλιου αμαυρώνει.
Θυμώνει ο Δίας και με όψη τρομάρας,
αστράφτει τη φλόγα των χεριών του
με επιδέξιους χειρισμούς
τα σύννεφα τιμωρώντας αυλακώνει.
Άγρια η φωνή του, βροντερή,
μες στα φαράγγια αχολογά
τα πλάσματα της γης τρομάζει.
Ασήκωτο φορτίο ο θυμός
της λογικής τα όρια ισοπεδώνει,
τη φλόγα των χεριών του αναίτια
σαν μαχαιριά στης γης τα σώθηκα την μπήγει.
Δάκρυα συμπόνιας τρέχουν απ’ τα σύννεφα
ξεπλένουν την πληγή της γης.
Σαστίζει ο ήλιος, ο βιγλάτορας
κι ανέκφραστος στη θέα αναφωνεί:
“Κατακριτέα έργα του θυμού
τα ηνία της λογικής κερματισμένα
αφηνιασμένα τρέχετε στο βάθρο της ντροπής.”

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ

Σ’ έναν κόσμο κοντινό και όχι σαν τον τωρινό,
κάτω απ’ ένα ολόγιομο φεγγάρι
έπαιζαν παιδιά με χάρη.
Τα παιχνίδια τους πολλά από ξύλο ή και πέτρες,
παντελόνια είχαν κοντά,
κουρεμένα τα κεφάλια.
Τη φτώχια είχαν συντροφιά,
τα πλούτη στα όνειρά τους,
αγάπη να ρέει απ’ την καρδιά
κι έπαιζαν ανέμελα στους δρόμους.
Το βράδυ στη γιαγιά μαζεύονταν,
σαν τα πουλιά στην κότα
πετρελαιοφάναρο για φως
σκηνή για παραμύθια.
Το μαγικό κουτί ανύπαρκτο
την ομιλία να τους κλέβει,
γι’ αυτό κι συνέχεια ρώταγαν
γνώσεις ν’ αποκτήσουν.
Η οικογένεια ήταν φωλιά
μιας άσπρης περιστέρας,
με τα φτερά της ζέσταινε
τη φτώχια, την ανέχεια.
Ο κόσμος ήτανε αγνός
και ο φόβος δεν υπήρχε,
τα σπίτια ήταν ανοιχτά για κάθε επισκέπτη.
Συζητήσεις γίνονταν πολλές
σ’ αυλές και σε πεζούλια,
μιλούσαν για τις αναμνήσεις τους
κι έλεγαν τα συμβάντα της ημέρας.
Οι εποχές άλλαξαν τη φορεσιά
κι όλη η συμπεριφορά μας,
τα παιδιά μεγάλωσαν κι ερήμωσαν οι δρόμοι.
Οι νέοι αυτής της εποχής
δεν παίζουν πια στους δρόμους,
την τηλεόραση έχουν συντροφιά,
σπουδάζουν για να μάθουν.
Η επιστήμη θριάμβευσε,
η φτώχια περιορίστηκε,
ανέσεις έχουμε πολλές,
αλλά ο αναστεναγμός υπάρχει.
Η θέα της τηλεόρασης με βία και με τρόμο,
οι ειδήσεις που έρχονται από παντού,
φοβίζουν και τρομάζουν περισσότερο τον κόσμο.
Οι κόκκινες φυλακές τα σίδερα έχουν ρίξει,
οι άνθρωποι αναμείχθηκαν
και σύγχυση έχουν φέρει.
Ο φόβος άρχισε σιγά – σιγά
μες στις ψυχές να μπαίνει,
ο κόσμος απομονώνεται,
καταστρέφονται οι σχέσεις.
Ο αγώνας είναι συνεχής
και σήμερα όπως και τότε
για ευτυχία στη ζωή και προκοπή του τόπου.
Αυτή είναι η ζωή,
που ζούσαμε και ζούμε
και τότε καλά περνούσαμε
και τώρα καλά περνάμε.