Τα συγγραφικά δικαιώματα του παρόντος ιστολογίου ανήκουν στον κ. Γιάννη Β. Τάτση. Σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα.
Όλα αυτά τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική μου συλλογή: Γη των Ελλήνων.
Πρώτη έκδοση: 2016
Όγδοη ποιητική συλλογή.
ISBN: 978-618-82473-0-7
Copyright: Γιάννης Β. Τάτσης
Φιλιππιάδας 36, Ιωάννινα
Τ.Κ. 45332 Ιωάννινα
Τηλέφωνο: 26510 43532
Ε-mail: iotatsis@sch.gr.
Πρόλογος
Η ποίηση είναι ένα παιχνίδι λέξεων έντεχνα τοποθετημένων στον λόγο, εάν τις αφήσουμε να τρέχουν αφηρημένες στους στίχους, χωρίς να κουβαλούν κάποιο νόημα ή κάποια εικόνα, τότε δημιουργούμε απλώς ποίηση, απλά μία γραφή χωρίς ενδιαφέρον στον αναγνώστη. Εάν όμως τις φορτώσουμε με κάποιο νόημα ή ζωγραφίσουμε με τα χρώματα των λέξεων και των ποιητικών εκφράσεων κάποια εικόνα, ώστε να έλκει και να δονεί τις χορδές της ανθρώπινης ψυχής στην οποία απευθύνεται, τότε δημιουργούμε ποιοτική ποίηση.
Με την ποιοτική ποίηση αφήνουμε μια πόρτα ανοιχτή στον αναγνώστη να εισέρθει στα μονοπάτια της, να ταξιδέψει στους δρόμους της, να δημιουργήσει συναισθήματα, προβληματισμούς, να χαρεί, να ηρεμήσει και να αναπτύξει κριτικές.
Σε διαφορετική περίπτωση προσπερνάει την πόρτα και πηγαίνει πιο κάτω, αφού δεν υπάρχουν κλειδιά εισόδου.
Γιάννης Β. Τάτσης
Ιωάννινα 2016
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Φως εκτυφλωτικής αισιοδοξίας, θαμπώνοντας
τις ράγες, ακινητοποιεί το τρένο της λογικής,
λόγια χρυσόσκονη στα όνειρα,
τους προσκαλούν στη μαγική χώρα
του επίγειου παράδεισου.
Ταξιδευτές στον ξένο τόπο των ονειρεμένων
προσδοκιών, με τις πράξεις να μιλούν
με άλλη γλώσσα και η ζωή βυθισμένη στις αρένες
της καθημερινότητας, χάνοντας ανάσες ύπαρξης,
διαγράφεται άχρωμη και άοσμη στις χαρές,
σκυθρωπή και άγευστη στα χείλη του μόχθου.
Περπατώντας με την ανυπόφορη μοναξιά
στις γέφυρες των θυμήσεων,
μακριά από τις απλές δικές τους συνήθειες,
ξεφτίζοντας αναστεναγμούς
απ’ το ξεχειλωμένο πουλόβερ της απελπισίας,
ανοίγουν τα φτερά της νοσταλγίας
στο καθημερινό, οικογενειακό τραπέζι
με το αχνιστό, ζεστό ψωμί,
κομμένο δίκαια απ’ τα ροζιασμένα χέρια,
τις ατσίγγανες παπαρούνες
να χορεύουν στους πράσινους κάμπους
χέρι – χέρι με τον έρωτα στο λιόγερμα,
τα τσουγκρίσματα των ξέγνοιαστων ποτηριών
με τις ιστορίες ζωής και γέλιου των φίλων,
κάθε τι απλό και ωραίο που χάραξε η ζωή
και φώλιασε στην ψυχή τους,
τους προσκαλεί να το ξαναζήσουν.
Το πορτραίτο του αλόγιστου εγωισμού,
οι στερήσεις των τσαλαπατημένων ονείρων
της ξενιτιάς, πολλές φορές κλέβοντας τα κλειδιά
του τρένου της επιστροφής, τους φυλακίζουν
στα κελιά του πόνου και της νοσταλγίας.
ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ
Βραδιάζει και ο πόνος
γύρω μου σκοτάδι με αγκαλιάζει,
σαν μάνα με σφίγγει και πονώ,
στην μαχαιριά σου απόψε αγκομαχώ,
αυτή τη νύχτα αιμορραγώ.
Μου έταξες την αγάπη σου,
σου έδωσα τη ζωή μου,
με ένα φιλί με πρόδωσες
στου χωρισμού τον πόνο.
Χιόνια, κρύο, παγωνιά
ματώνουν τη δόλια μου καρδιά.
Δεν το περίμενα αυτό
να κλαίω να μοιρολογώ
την καταφρόνια τη δική σου.
Μάτια μου γλυκά
δεν είναι πια αργά,
γύρνα στην αγκαλιά μου,
σε κράζει η δόλια η καρδιά μου.
Μαύρες στιγμές και ώρες περνώ,
μόνο εσένα αγαπώ.
Βραδιάζει και πονώ.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΓΑΛΜΑ
Βιαία άρπαξαν τον πυρσό σου οι μαύροι
αετοί της ερήμου, για να φωτοβολήσουν
το καμάρι των δίδυμων πύργων,
επιστρέφοντας τα αιματοβαμμένα δώρα
των υπερδύναμων όπλων σου.
Σύμβολο ελευθερίας,
ριγμένα ζάρια τα ιδανικά σου
στο τραπέζι της απληστίας του κέρδους,
ματώνουν εθνών ρημαγμένες ψυχές.
Ανεμοστρόβιλος το μίσος και η οργή
αργοσαλεύουν τη φτερούγα του τρόμου
στην έως τώρα απόρθητη αυλή σου
και στέλνοντας μηνύματα, ανεμίζουν
την ανθισμένη άνοιξη στα στήθη των ενοίκων.
Τον συνάνθρωπό σου αν πονάς,
σαν η σκνίπα το λιοντάρι, θα βρει τρόπο
να υποφέρεις και σαν σύγχρονος Οδυσσέας
τυφλώνοντας το υπερδύναμο μάτι,
που δεν βλέπει την πραγματική ύπαρξη
της ζωής, προκαλεί πόνο.
Ο πόνος φωλιάζει αδιακρίτως,
όπου αιμορραγεί η αιχμή του δόρατος,
ενεργοποιώντας πολλές φορές της κρίσης
τα χέρια να σχεδιάσουν αληθινές στάσεις ζωής
στη χαραυγή, που δεν μοιάζει σαν χθες.
Ο κόσμος του μέλλοντος
δεν αλλάζει με φωτιά και τσεκούρι.
Στον καπνό της πίπας της ειρήνης
θα αναδυθούν δίκαιες λύσεις ζωής,
για έναν κόσμο λουσμένο
στο δίκαιο φως της αγάπης, πλάστη ονείρων
στο χάιδεμα της ελπιδοφόρας αυγής.
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
Διαβατάρικο πουλί, παιδί της ερημιάς,
μυρωδάτο λουλούδι της άνοιξης,
τσαλαπατημένο απ’ τους ανέμους της ζωής,
γυρεύοντας μια αχτίδα στο χιονιά,
δάκρια πλημμυρίζοντας την άσπιλη ψυχή σου,
ξεχείλισες τον πόνο σου στην Παναγιά.
-Γιατί σε κάθε βήμα μου
σπόγγος η πίκρα με ποτίζει
και ο πόνος σύντροφος πιστός
την απονιά της κοινωνίας μου θυμίζει;
Δακρυσμένο πουλί, λουλούδι του χιονιά,
οι μοίρες δεν σε έραναν με ηλιόλουστα
τοπία ευωδιαστής άνοιξης και χαράς.
Το μελάνι της ζωής δεν ζωγράφισε
για σένα ροδοπέταλα αγάπης.
Η άναρχη δόμηση της πολιτείας
δεν ίδρυσε τον οίκο «Απροστάτευτο».
Αγγελούδι του άπειρου γαλάζιου,
ταξιδευτή στης εγώπολης τα στέκια,
με ριπές να σε γαζώνει η μοναξιά,
αόρατοι αμφορείς του μυστηρίου
στα χέρια κάποιου εγωπολίτικου γερακιού
εξαφάνισαν τα ίχνη σου από τη γη.
Κανείς δεν ένιωσε της Παναγιάς τον πόνο.
Θυσιάστηκες στο βωμό της εγώπολης
μαζί με τόσα άλλα αγγελούδια της ζωής
ραγίζοντας την καρδιά των εσυπολιτών.
ΔΕΚΑΕΠΤΑ ΧΡΟΝΩΝ
Δεκαεπτά χρονών και κάτι,
ροδοπέταλο του μπάτη,
σέρνεσαι ανάλαφρα στα σκοτεινά,
στα πλακόστρωτα δρομάκια
με κορίτσια λουλουδένια στη σειρά.
Ψάχνεις για ένα όνειρό σου,
που του πόθου η πυξίδα σε οδηγεί.
Ψάχνεις για τον ανδρισμό σου,
που απόδειξη με χρήμα θα δοθεί.
Μ’ ένα γέλιο, μ’ ένα χάδι,
με μια κάλπικη, ζεστή αγκαλιά
καβαλάρης θα βρεθείς,
σ’ ένα όνειρο που φεύγει
σαν τις πεταλούδες στο βοριά.
Μη με κοιτάζεις και απορείς,
το αίμα καζάνι που βράζει
και το ξέρω.
Μα να ξέρεις.
Τη νύχτα που φλόγα ο πόθος,
με φιλιά κεντάει το κορμί σου
και νιώθεις στον παράδεισο,
πως ζεις,
κηπουρός ή Ισκαριώτης
της ζωής σου,
στην ξαστεριά του πόθου σου
το αίνιγμα θα λύσεις.
Σ’ ΑΓΑΠΩ
Ήταν βραδιά μες στη βροχή,
που έφυγες και έχω μείνει μοναχή,
με έναν κεραυνό να σχίζει
την ψυχή μου που δακρύζει.
Πλημμύρισε το δάκρυ τη γραφή
και έχω μείνει πάλι σκεπτική,
με ένα μολύβι και χαρτί
στης μοναξιάς μου το κρεβάτι.
Θέλω να σου γράψω γράμμα
με δυο λόγια απ’ την καρδιά,
μα το αίμα μου δεν τρέχει,
πάγωσε στην ερημιά.
Σαν πουλί θα φτερουγήσω
μες στην αγκαλιά σου να βρεθώ,
με τα λόγια της ψυχής μου
για να σου φωνάξω, σ’ αγαπώ.
Γύρισε, γύρισε κοντά μου, γύρισε
πάντοτε θα σε αγαπώ
και του χωρισμού τον πόνο
θα γιατρέψουμε οι δυο.
ΚΕΝΤΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΚΕΨΗ
Τρεχούμενο νερό οι σκέψεις
ξεπηδούν στο σιντριβάνι της ποίησης,
άλλες ουράνιο τόξο στο γαλάζιο επαινούν
τους άθλους της ζωής, άλλες σαν το δόρυ
μέλισσας, δηλητηριάζοντας ανομίες,
ρίχνουν φως στα σκιερά τοπία
και άλλες σαν άνεμος τριγυρίζουν
άσκοπα στις γραμμές των στίχων.
Καλλίγραμμες και ευπαρουσίαστες
στο δημιουργό τους, απλώνουν το μελανί
κορμί τους στη λευκή ξαπλώστρα,
αφήνοντας να τις λούσει το φως του ήλιου.
Πολλά μάτια θα τις περιηγηθούν.
Μερικοί ίσως να πουν:
«Ένα μάταιο παιδικό παιχνίδι,
μια ματαιοδοξία του λογισμού.»
άλλοι πάλι ξεδιψώντας τον πόνο τους
ίσως να πουν:
«Έχουν οι Μούσες κάποιο ιερό έπαθλο.»
Τα φτερουγίσματα στα κλαδιά των στίχων
θα συνεχίζουν να κουρνιάζουν
ηλιόλουστα τοπία ευωδιαστής άνοιξης,
ουράνια τόξα στις εποχιακές μπόρες,
έλη με λασπόνερα βαρυχειμωνιάς,
περιμένοντας οι σπόροι τους να θεριέψουν
σαν τα ξανθομάλλικα στάχια του αγρού
και να δώσουν τους γλυκούς καρπούς.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Με κοιτάς απορημένη
και αμήχανα γελάς,
μη φοβάσαι αυτό το χάδι,
θα το πάρει ο βοριάς.
Ότι χτίσαμε μαζί,
στάχτη έκανες μ’ ένα φιλί
και ήτανε μια μαχαιριά
στην ερωτευμένη μου καρδιά.
Παλικάρι είμαι γλυκιά μου
και ότι ζήσαμε οι δυο,
το κρατάω στην καρδιά μου,
για δικό μου φυλαχτό.
Αν ξανά συναντηθούμε,
με ένα βλέμμα θα σου πω,
πως τις όμορφες στιγμές μας
ότι εγώ δεν το ξεχνώ.
Ζήσε τώρα τη ζωή σου,
δεν θα σε κακολογήσω
και τα δάκρυα που χύνω,
μόνος μου θα τα υπομείνω.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Πορφυρόχρουν ηλίου φως στις ασημένιες
αμμουδιές της διαμαντένιας θάλασσας,
με την αύρα πέρασμα μέλισσας σε άνθος,
με ταξιδεύουν με ανέμους ψυχής
στα φτερά της μνήμης, σε δυο μορφές
της καταχνιάς, δυο λύκους ζωής
να ουρλιάζουν στα απέραντα δάση της ψυχής.
Ουρλιάσματα που αντηχούν στων λογισμών
τα φαράγγια και πάλλοντας αναρριχόμενα
αρώματα κρίσεων, προκαλούν σύγχυση.
Νυχτερινό κάλεσμα στο σκοταδισμό του μίσους
ανδρώνουν στο φως της πανσέληνου τον γκρίζο,
που κρατώντας στις ακίδες απληστίας
αιμοσταγή τη θέμιδα
και σκορπώντας σπόρους θλίψης
στους κήπους του υπαρξιακού ορίζοντα,
μας αρμενίζει σαν τις γλυκόφωνες Σειρήνες
στην ιδιοτέλεια των παράνομων ξυλοκόπων,
στην απρόβλεπτη πορεία των βάλτων της ζωής;
στην απογοήτευση των παγίδων εγωπάθειας,
στη Σκύλα και τη Χάρυβδη.
Ουράνιο τόξο στο ομιχλώδες τοπίο ο λευκός,
φως ελπίδας στο δάσος της συνύπαρξης,
με ειρηνοφόρο βλέμμα αγάπης
στο πεδίο των αξιών, των ηθών και των νόμων
και ουρλιάσματα με γλώσσα αλήθειας
στα κοφτερά δόντια της άμιλλας,
θυμίζουν τον Ηρακλή στο σταυροδρόμι
της Αρετής και της Κακίας.
Αέρηδες τραμουντάνας στα πελάγη της ψυχής
χτυπούν το ανθρώπινο καράβι, με κύματα
να το ανυψώνουν στο ζενίθ των κρίσεων
και άλλα να το κατεβάζουν στα τάρταρα.
Το αγκυροβόλι στο λιμάνι των αποφάσεων,
ποια πράξη θα αποβιβάσει στη προβλήτα της ζωής;
Το αόρατο βέλος φωτός καρφωμένο στην ψυχή,
φωτίζοντας το δρόμο της Αρετής,
θα τιθασεύσουν τα αχαλίνωτα άλογα της απληστίας
ή ο καπετάνιος των κρίσεων,
παραβλέποντας τα σινιάλα των φάρων,
θα παίξει στα ζάρια τα σκήπτρα ζωής,
καλπάζοντας τη μοίρα του στη χαίτη του ανέμου;
ΦΕΓΓΑΡΟΛΟΥΣΤΗ
Μες στην αμίλητη αστροφεγγιά
που δίνει στην ψυχή φτερά,
ένα σου λόγο αναζητώ
να γιάνω της καρδιάς μου
τον αφόρητο καημό.
Γουλιά – γουλιά σε πίνω
και από έρωτα μεθώ.
Με κοιτάς και σε κοιτώ
και με το αηδόνι μελωδό
μ’ ένα χαμόγελο γλυκό
μου τραγουδάς το «Σ’ αγαπώ».
Ήλιος είσαι στης ψυχής τη σκοτεινιά,
φεγγαρόλουστη μες τη βραδιά.
Σε όνειρο ζωής με ταξιδεύει
του καραβιού σου η ζεστή αγκαλιά.
Άστρα τα δυο σου μάτια
μου καρφιτσώνουν την καρδιά,
στα χείλη σου τα ερωτικά.
ΤΟ ΠΛΟΙΟ «ΕΛΛΑΣ»
Η δύση φλέγεται. Ο πορφυρογέννητος
βουτηγμένος στα γαλανά νερά του Ποσειδώνα
ανεμίζει ανάσες δροσιάς.
Σκέψεις, σκνίπες ενοχλητικές, με φτερουγίζουν.
Νερά αφρισμένα του απέραντου πελάγους,
γλείφοντας τα πόδια και σιγοψιθυρίζοντας
στο φλοίσβο, με ταξιδεύουν σε πορτρέτα,
με αγνούς ανθρώπους να ναυπηγούν το πλοίο «Ελλάς».
Αγωγιάτες του κοινού οράματος,
που στους αιώνες με χαρμάνι το χάρισμα,
την κρίση και τον ιδρώτα, το φόρτωσαν με δόξες
και τιμές, χτίζοντας φάρους ακτινοβολίας
στα πέρατα της ανθρωπότητας.
Ψυχές που δώσανε και την τελευταία ρανίδα
του αίμα τους, για να ριζώσει αυτός ο τόπος
και να έχει τη δική του ανατολή και δύση.
Φτερουγίσματα μελανόμορφων σύννεφων,
αγκαλιάζοντας το αντιφέγγισμα των κεραυνών,
προμηνύουν φουρτουνιασμένες θάλασσες.
-Το πλοίο «Ελλάς» αρμενίζει σε ξέρες.
Το φεγγάρι σκοτεινός σύμβουλος των άστρων,
γλιστρώντας στη μαύρη συννεφιά,
φώτισε τη μια όψη του καραβιού, χλωμό φως,
εγκυμονεί σκιές, γεννοβολά τα άναρχα παιδιά του.
Ο καιρός γύρισε σε τραμουντάνα και όλα τα αναταράσσει.
Ταξιδεύω στους δαιδαλώδεις διαδρόμους
των σκέψεων και χρειάζομαι το μίτο της Αριάδνης.
Εποχή των παχιών αγελάδων,
πιασμένοι χέρι – χέρι με την ιδιοτέλεια
ξεχνάμε νόμους, αξίες και μηνύματα αγάπης,
ακολουθώντας τα χνάρια του σεληνιακού πεπρωμένου.
Άχρωμο φως, άχρωμος ορίζοντας,
άχρωμη η ζωή της εγωπάθειας,
μας σέρνει σκιές στους δρόμους της ζωής.
Όταν όμως χτυπήσει το ρολόι των στερήσεων
και ξυπνήσουμε έντρομοι με το στέμμα του άστεγου,
του άνεργου, ίσως τότε να είναι αργά για λάβαρα
και επαναστάσεις, ας αναλογιστούμε τις πράξεις μας.
Το κάρο του μέλλοντος θα έχει βουλιάξει στο βούρκο,
με τους ανέμους των θυμών να παρασέρνουν αλήθειες
και οι βλαστήμιες ήχοι κακογρασομένου κάρου
στους δρόμους της ζωής.
Μυστήριο ον ο άνθρωπος.
Μας θυμίζει το ωσαννά και τη σταύρωση.
-Το πλοίο «Ελλάς» γιατί έπεσε στα βράχια!
-Ίσως η ιδιοτέλεια του καπετάνιου και των αδηφάγων
λοστρόμων, που διασκέδαζαν στο πάρτι της ατιμωρησίας,
ενώ στα ιστία σφύριζε τραμουντάνα διαφθοράς
και έτρυζε το πηδάλιο της ρότας.
Καθένας τους και ένας θεός.
Το φεγγάρι γλίστρησε απ’ τη μαύρη συννεφιά,
φώτισε το τοπίο και όλα τα βλέπω διαφορετικά,
χάνω τις λεπτομέρειες του ήλιου.
Φωνές και κραυγές αγωνίας των επιβατών
μαρτυρούν το αίμα, που στάζει απ’ τις πληγές τους.
Ήχος ξερής πέτρας η γη, στέλνει μηνύματα
καταδίκης και ταπείνωσης, αστείρευτη πηγή ζωής,
σύμμαχος στις δύσκολες στιγμές,
την εγκαταλείψαμε και μας γύρισε την πλάτη.
Οι πολιτικοί! Μήλο της κομματικής έριδας.
Μας ρίχνουν στην αρένα του αλληλοσπαραγμού,
ποντικοί, που στο ναυαγισμένο πλοίο
ψάχνουν σανίδα σωτηρίας.
Αμαρτίες παλιές, βγαλμένες απ’ το ομιχλώδες τοπίο
της πολιτικής, σφαίρα θανατικής ποινής, που μας ρίχνει
υπέρ πίστεως στον τόπο, που λέγετε Ελλάδα.
Οι τριακόσιοι του Λεωνίδα έπεσαν για την πατρίδα,
χτυπημένοι απ’ τα βέλη των αξιών και των νόμων.
Οι τριακόσιοι της πολιτικής, τριγυρισμένοι
από περίεργα αρώματα εξουσίας
και φορώντας στα αδίστακτα δάχτυλά τους,
δαχτυλίδια πολύχρωμων κρυστάλλων,
που το φως τους τυφλώνει την αλήθεια
και μεθάει τη λογική, πίνουν το κρασί της απληστίας
προστατευμένοι από την ασπίδα του νόμου.
Το πλοίο η «Ελλάς» εκπέμπει SOS.
Όλος ο ιδρώτας ενός λαού
εξατμίστηκε στις ατιμωρησίας το κέρδος.
Απελπισία ,σκοτάδι και οργή
δείχνουν άλλους δρόμους στη ζωή.
Της δημοκρατίας το λάβαρο,
καλυμμένο απ’ την κλώσα του αυταρχισμού,
όλο βαθύτερα βουτάει νόμους και αξίες.
Ο λαός αναμένει μέρες δροσιάς,
τη στιγμή που δεν υπάρχει πόρτα ανοιχτή,
για να φυσήξει αέρας ανακούφισης
και χιμάει σαν ορμητικό ποτάμι στους δρόμους,
φωνάζει χωρίς να ξέρει να διαβάσει το μέλλον.
Με τις στατιστικές να προβλέπουν την καταστροφή.
Το κάρο του μέλλοντος έχει βουλιάξει στο βούρκο.
Θέλει ιδρώτα αξιών και νόμους στυλοβάτες,
ήλιους στις σκιές για να προβληθούν τα στήθη
και να σπρώξουν τις ρόδες του στους δημοκρατικούς
δρόμους της προόδου και του πολιτισμού
και όχι ευχολόγια της γιαγιάς υπόσχεσης.
Το παρελθόν, στιγμές που χάθηκαν στο χρόνο,
σαν τα δάκρυα στη βροχή και μας μιλούν.
Το μέλλον το κρατάμε στα χέρια, στα χέρια όλων μας.
Το μαγικό ραβδί υπάρχει μόνο στα παραμύθια.
Μυστήριο ον ο άνθρωπος.
ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ
Σαν τα αποδημητικά πουλιά
θα πετάξω για την ξενιτειά,
σε αφήνω έχε γεια
μάνα, Ελλάδα μου, γλυκιά.
Θα ξανάρθω μέρα Κυριακή,
Πάσχα για να κάνουμε μαζί
να βρεθώ στην αγκαλιά σου
να γιορτάσω με όλα τα παιδιά σου.
Αν στα ξένα θα απομείνω,
την αγάπη σου δεν την προδίνω,
να το ξέρεις πως στα ξένα
δάκρυα πολλά χύνω για σένα.
Μάνα, Ελλάδα, σ’ αγαπώ
και ποτέ δεν σε ξεχνώ,
δεν προδίνω τα φιλιά σου,
δεν ξεχνώ την αγκαλιά σου.
ΥΛΟΤΟΜΟΙ
Ας κόψουμε με βαρύ πέλεκα εξουσίας,
στης πολιτείας το δάσος,
τ’ άναρχα δέντρα με τα δύσοσμα άνθη τους
και ας αφήσουμε ελεύθερους καβαλάρηδες
της αγάπης τους ανοιξιάτικους ανέμους
να σκορπίσουν στους κήπους της κοινωνίας
τα αρώματα των λουλουδιών μας,
γεμίζοντάς μας με χρώματα αξιών
και ανέμους δικαίου.
ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ
Σε ένα λόγο με αναστεναγμό
είδα της καρδιά σου τον καημό,
που τα μάτια σου τον δείχνουν,
με το δάκρυ τους που χύνουν.
– Ποιο καράβι σκοτεινό
σε ταξίδεψε στο μαρασμό
και δακρύζοντας παιδί μου,
μου ξεσχίζεις την ψυχή μου;
Παιδί μου, αγαπημένο
τον πόνο σου δεν υπομένω
και την ψυχή μου δίνω
αρκεί το δάκρυ σου να απαλύνω.
Θα τρέξω σαν ξεφτέρι,
θα στήσω και καρτέρι,
θα φέρω ό,τι ποθείς,
αρκεί να μου το πεις.
ΟΝΕΙΡΟΧΩΡΑ
Με βιολί ανέμου και ρυθμικό χορό βροχής
ταξιδεύουμε δίχως κανένα δισταγμό,
βαθιά μέσα στο τώρα και στο πάντα
των ονειρεμένων αναζητήσεων
του ακυβέρνητου κόσμου της ψυχής μας.
Άφαντα τα σκιάχτρα της ζωής,
δεν τα ποθεί η ψυχή, δεν τα βιώνει ο λογισμός
και ταξιδεύουμε με ούριους ανέμους,
δεμένοι στο κατάρτι των ονείρων,
σε ροδόχρωμα, ανοιξιάτικα πρωινά,
απογυμνώνοντας το στήθος του αύριου,
με αγωγιάτες ζωής, αμόλυντους απ’ το σαράκι
απληστίας του σύγχρονου πολιτισμού.
Διάσπαρτα αρώματα αγάπης, απ’ τα λουλούδια
της αυλής του εμείς, πλημμυρίζουν το είναι μας.
Μεθυσμένοι απ’ το διάχυτο άρωμα των ρόδων
ευτυχίας του έτερου ήμισυ, παραμιλώντας
θρυμματίζουμε της ησυχίας τον καθρέφτη.
Περιπλανώμενοι στα ανεξερεύνητα μονοπάτια
των εξωτικών αρωμάτων και χρωμάτων,
αναζητάμε να θερίσουμε τα άνθη των σπαρμένων
επιθυμιών του κήπου της ψυχής μας.
Άφαντο το φυτό της αναζωογόνησης,
τα χρόνια κουνούν μαντίλι αποχωρισμού.
Ανακαλύπτουμε το φονικό όπλο των ανίκητων ιών,
δώρα ζωής και αγάπης στην όμορφη ζωή
και σχεδιάζουμε ένδοξη επιστροφή, μετά βαΐων
και κλάδων, μέσα απ’ τα δύσβατα περάσματα
του κόσμου της ονειροχώρας.
Αρχέγονα κουνήματα τεκτονικών πλακών,
κλείνοντας τη δίοδο, μας αρνούνται την ευτυχία.
Αγωνιζόμαστε με χέρια και δόντια να ανοίξουμε
περάσματα διαφυγής, ο υδράργυρος αγωνίας
που ανεβαίνει στα ύψη και ο ιδρώτας που τρέχει νερό
στο σώμα, μας φέρνουν στη σκληρή πραγματικότητα.
Είναι η μοίρα των ενυπνίων,
ευτυχισμένες στιγμές στους δρόμους της ονειροχώρας
να μένουν στον κόσμο τους
κι εμείς στην αγκαλιά της σκληρής πραγματικότητας
να αγωνιζόμαστε
να τις συναντήσουμε στους δρόμους της ζωής.
ΦΕΓΓΑΡΟΛΟΥΣΤΗ ΒΡΑΔΙΑ
Νύχτα σε δωμάτιο σκοτεινό
με του φεγγαριού το φως στον ουρανό
και ένα βλέμμα σου ερωτικό
με ρωτάς: «Τι σου είμαι εγώ;»
Μες στα δυο σου μάτια σε κοιτώ
και σου γλυκοτραγουδώ:
Αχ! κορίτσι μου γλυκό
πόσο σ’ αγαπώ.
Ένας χτύπος στην αυλή
φέρνει ανείπωτη σιωπή
και με παίρνεις αγκαλιά
και με πνίγεις στα φιλιά.
Αχ! τι όμορφες στιγμές
μου χαρίζεις, όταν θες,
μες στη φεγγαρόλουστη βραδιά
πως με ταξιδεύεις μαγικά.
ΣΥΓΝΩΜΗ
Με της προδοσίας το φιλί
γκρέμισες μια όμορφη ζωή,
περπάταγες κρυφά στα σκοτεινά,
παίζοντας στα ζάρια μια καρδιά.
Τι ζητάς τώρα από μένα,
στα κλαδιά μου που πετάς,
τη φωλιά μας έχεις ρίξει,
την εσκόρπισε ο βοριάς.
Φύγε και άσε με μονάχο,
δεν αξίζεις να πονώ,
έφερες την καταιγίδα,
έριξες τον κεραυνό.
Το νερό της λησμονιάς
έσβησε τη φλόγα της καρδιάς,
έπρεπε καλά να το σκεφτείς,
πριν με απαρνηθείς.
Όσο και να προσπαθείς,
στην καρδιά μου δεν θα μπεις,
όσο και να μου ζητάς συγνώμη,
δεν θα μου αλλάξεις γνώμη.
Η ΑΔΙΚΙΑ
Φωτιές που ανάψαμε μες τη ζωή,
για να ζεστάνουμε το πονεμένο μας κορμί,
τις έσβησαν οι καταιγίδες και οι καιροί
και δάκρυα σκορπίσανε στη γη.
Είμαστε αητοί χωρίς φτερά
και όπου μας βρίσκει μας τσαλαπατά
της απληστίας το παιδί,
που το άνομο χέρι το καθοδηγεί.
Όνειρα πια δεν χτίζουμε,
τον κόσμο μας δεν τον ορίζουμε,
στυφή στο στόμα η αδικία
και όλο φωνάζουμε ισονομία.
Σε άγνωστους δρόμους ναυαγοί
μας ‘ριξαν οι κουρσάροι στη ζωή,
μια ηλιαχτίδα αναζητούμε
στον κόσμο μας να ξαναγεννηθούμε.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΙΛΙ
Μες στη πολύ σκοτούρα μου
έφυγα μακριά από σένα,
σε αγάπησα πολύ
και έκλαψα στο τελευταίο μας φιλί.
Δεν ήτανε γραφτό
να ζήσουμε για πάντα εμείς οι δυο,
της αγάπης τα σκαλιά
δεν μας βγάζουν πουθενά.
Ένα μαρτύριο θα ήταν η ζωή
και θα πονούσε ακόμα πιο πολύ,
όταν στης αγάπης το κρεβάτι
θα χυνόταν το καυτό μας δάκρυ.
Δεν σου πρέπει να πονάς
και άλλο να με αγαπάς,
στου χειμώνα τα κλαδιά
θα έρθει η άνοιξη ξανά.
ΕΣΥ
Περπατούσα μόνος
στα μονοπάτια της ζωής.
Καρτερούσα το αναπάντεχο,
το φιλί της ζωής.
Και ξάφνου,
εμφανίστηκες εσύ,
ηλιαχτίδα στο σκοτάδι, πνοή ζωής!
Σαν τη θεά Αφροδίτη
μου έδωσες δύναμη να συνεχίσω,
μου έδωσες λόγο ύπαρξης!
Μου έδωσες ΕΡΩΤΑ!
Τάτσης Ι. Βασίλειος
ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ
Τα σωθικά σου αναστέναξαν, μάνα Ελλάδα,
στο φύσημα του ανέμου της λευτεριάς
των κυανόκρανων στις κορυφές του Πέτα.
Με δάκρυα συγκίνησης και αγάπης,
ξεχύθηκε το άρωμα του άνθους των Φιλελλήνων
και με την ορμή της Ελληνικής ψυχής
σκορπίσανε στα στήθη της άνοιξης τα χελιδόνια,
ανατέλλοντας ουράνια τόξα στα σκοτάδια.
Κίνημα αξιών και ελευθερίας,
με μαχαιριά από την Κορακοφωλιά
έσβησε η πνοή του στο θυσιαστήριο του Πέτα,
ποτίζοντας με το αίμα του το δέντρο της λευτεριάς.
Αυτοθυσία ηρώων στο βωμό των αξιών,
φτερούγησε μηνύματα στα ανατέλλοντα όνειρα,
διαγράφοντας τη λέξη «Ξένος».
ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
Άνεμος θα γίνω στα πανιά,
κράτα το τιμόνι εσύ γερά,
το όνειρό μας να αρμενίσουμε,
εκεί που θέλουμε να ζήσουμε.
Είσαι αστέρι φωτεινό
και όλο μου δείχνεις ουρανό
μες στο γαλάζιο να πετώ,
χωρίς μελαγχολία για να ζω.
Άιντε να φύγουμε οι δυο
σε αυτόν τον κόσμο μας το μαγικό,
κόντρα στου ανέμου την ορμή
θα βρούμε το λιμάνι στη ζωή.
ΔΩΡΟ ΖΩΗΣ
Προϊστορικοί κλώνοι με πολύμορφα άνθη
λογικής τ’ ανθρώπινα ξεροκλάδια,
σμιλεμένα απ’ το αφιλόξενο τοπίο,
το ξεροβόρι και τις κακουχίες, ανεμίζουν
την ύπαρξή τους στης ιστορίας το διάσελο.
Στην άνιση μάχη της σκληρής επιβίωσης,
δώρο ζωής και αγάπης
η κεραυνοβόλος φλόγα του Προμηθέα,
σιγοψιθυρίζοντας σε ώρες μοναξιάς,
άνοιξε πόρτα ελπίδας στα σκοτάδια
και στα κρύα φύλακας άγγελός,
τυλίγοντάς τον στη θερμή αγκαλιά της,
του μουρμουρίζει μυστικά επιτυχίας.
Στα γυρίσματα της κλεψύδρας του χρόνου,
σφυρηλατώντας τη ζωή στο καμίνι,
έγινε ανεκτίμητος θησαυρός στα χέρια του,
χαρίζοντας φωτεινά αστέρια ζωής.
Μεταμορφωμένη σε δράκο των παραμυθιών
αναβλύζει καπνούς στο τσιμπούκι της κόλασης,
κρανίου τόπος το άναρχο πέρασμά της,
μετατρέπει το ωσαννά σε σταύρωσον.
Τα χρώματα φως χαμόγελου
να ανατείλουν στα σκυθρωπά πρόσωπα,
ανθίζουν χρώματα άνοιξης.
Το αμήχανο χαμόγελο απάλυνε την πληγή
του πόνου, αλλά γυρνώντας στα αποκαΐδια,
του συλλογισμού το πινέλο
σχεδίασε και πάλι της λύπης το σχήμα.
Ό,τι στη ζωγραφιά έγινε μέσα σε λίγα λεπτά,
της φύσης το πινέλο θέλει χρόνια,
μα χρόνια πάρα πολλά.
ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Με ένα παράπονο θα ζω
σ’ αυτόν το βροχερό καιρό,
χειμώνιασε και είμαι μόνος,
πόσο με απελπίζει αυτός ο πόνος.
Κρύο, χιόνια, παγωνιά
ματώνουνε τη δόλια μου καρδιά.
Ένα σου χάδι αναζητώ
να σβήσω της ψυχής μου τον καημό.
Το χιόνι ασπρίζει την αυλή,
ίχνος σου κανένα στη ζωή
και εγώ στη πόρτα καρτερώ
ένα χτύπημά σου γιατρικό.
Άσπρο λουλούδι του χιονιά
έλα στην πόρτα μου ξανά,
το άρωμά σου να αισθανθώ
να πάψω να μελαγχολώ.
ΚΑΡΑΒΙ Η ΝΥΧΤΑ
Καράβι η νύχτα θα μας πάρει
με το ολόγιομο φεγγάρι,
σε ένα ταξίδι ερωτικό,
σε έναν κόσμο μαγικό,
εσύ και εγώ.
Στης αγάπης τον ωκεανό
θα ταξιδέψουμε οι δυο
και με ένα άγγιγμα αληθινό
θα φωτίσουμε τον ουρανό.
Ολόγιομο φεγγάρι και ζωή μου
στην αγκαλιά σου αφήνω το κορμί μου,
σαν τις πεταλούδες που ερωτοτροπούν,
στην αγκαλιά του άνεμου όταν βρεθούν.
Με ένα τραγούδι σου θα ζω,
που θα μιλά για της αγάπης τον καημό,
βγαλμένο απ’ τα δικά σου χείλι,
φως στης καρδιάς μου το παραθύρι.
Ο ΤΡΕΛΟΣ
Άσε τον τρελό να εκφραστεί
τη σκέψη του να βγάλει,
τα όνειρά του εξηγεί,
στον κόσμο που έχει πλάσει.
Χαμόγελο είναι η πίκρα του
και ο πόνος του δοξάρι,
στον άσπλαχνο τον κόσμο μας
μια μελωδία του θα γράψει.
Της μοίρας του η γραφή
τον δίκασε σ’ όλη τη ζωή,
σαν το πουλάκι να πετά
ελεύθερα να τραγουδά.
Χωρίς λογοκρισία θα ακουστεί,
ότι θέλει και ποθεί
στον κόσμο το δικό του.
Στο θολωμένο του εγώ
ζει έναν κόσμο ιδανικό,
με λογική χαμένη
στον δρόμο που πηγαίνει.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Γίνε ταξιδευτής στο πλοίο των ιδεών μου.
Είμαι η νεράιδα των επιθυμιών σου,
δώσε μου το χέρι σου να ταξιδέψουμε
με τα χρωματιστά πανιά των ονείρων σου,
σε αρώματα ψυχής,
μοσχοβολώντας το είναι σου,
κάθε ιδέα μου και μια ανακούφιση σου,
κάθε κίνηση σου και ένα ματ.
Ο χορός με τις ελκυστικές νεράιδες
και τις γλυκόφωνες Σειρήνες,
σε κάθε προβολή τους,
ίσως μας μεταμορφώσουν
σε υποχείριά τους, οδηγώντας μας
μακριά απ’ το δικό μας φως,
σ’ ένα δρόμο αβέβαιο, σκοτεινό, μακριά
απ’ τους λαμπτήρες των κρίσεών μας.
Ο σκοπός τους είναι ο ευχάριστος ήχος
των νομισμάτων στο τραπέζι τους
και όχι τα δικά μας θέλω.
Η τελική επιλογή μας χαρακτηρίζει.
ΣΥΓΝΩΜΗ
Μελανά σύννεφα, φτεροκοπώντας
στην κροκάτη αυγή, φέρνουν ανεμόβροχο
στους λόφους των παρειών
κι ένα ηφαίστειο αναστεναγμών,
λάβα στην αιμορραγούσα πληγή,
κακοφορμίζει τον ανθρώπινο πόνο.
-Ποιο δίκοπο μαχαίρι μάτωσε την ψυχή του!
-Ουδείς αναμάρτητος.
Πλημμυρίδα ορμητικών κυμάτων η απληστία
όλο και πιο πολύ βυθίζει τους φάρους
των αξιών, των ηθών και των νόμων
και κερματίζοντας τα ηνία της λογικής,
αφηνιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη
σε ένα ξέφρενο και άναρχο ποδοβολητό.
Σε στιγμές ξάστερων και ήρεμων συλλογισμών,
αιωρούμενοι στις μνήμης τα φτερά,
με την πυξίδα της αγάπης να δείχνει
το βαθύτερο νόημα της ύπαρξής μας,
απαστράπτουσες λάμψεις κρίσεων
μας κάνουν να βλέπουμε καλύτερα
τα πρέπει και τα μη
και τότε βγάζουμε άλλα νοήματα
και άλλες σκέψεις βασανίζοντας το εγώ,
πλάθουν της μεταμέλειας το σχήμα.
Ο εξαγνισμός δεν είναι το εκκρεμές στη συκιά,
αλλά η προσπάθεια, δίνοντας χέρι αγάπης,
σαν τον καλό Σαμαρείτη,
έστω και με μία συγγνώμη
να επουλώσουμε αιμορραγούσες πληγές.
Μεγάλη κουβέντα θα μου πείτε.
Ποιο εγώ δεσμοφύλακας θα την απελευθερώσει!
Και τότε λογικές φωνές,
αν έχουν καλλιεργηθεί στους κήπους μας
και τα άνθη τους ευωδιάζουν τους δρόμους μας,
υψώνοντας κραυγές και πανό διαμαρτυρίας,
ρυτιδώνουν την απάνεμη ψυχή γαλήνη
και μας πιέζουν για απελευθέρωσή της,
ώστε να έρθει πάλι η άνοιξη στη ζωή μας,
φέρνοντας ομορφιές, χρώματα και αρώματα
στον κόσμο της ψυχής μας
και ολόγυρα στο περιβόλι της ζωής.
ΧΟΡΟΣ ΓΙΑ ΔΥΟ
Μες στα καστανά σου μαλλιά
ο ήλιος παίζει κρυφτό
και εγώ σε ζητώ
σ’ ένα χορό για δυο.
Φεγγαροπρόσωπη ομορφιά
κόκκινα χείλη τριανταφυλλιά
τέτοια χάρη ποθώ
στου κύκνου το χορό.
Κούνημα σβέλτο,
θεϊκή κορμοστασιά,
μη μου λικνίζεις άλλο
τα τρελαμένα μυαλά.
Χορός για δυο
σε πίστα ζωής,
ποτέ να μην τελειώσει
αυτό το ταγκό της ζωής.
ΤΑΞΙΔΙ ΟΝΕΙΡΟΥ
Όλα τα ποιήματα που ακολουθούν ανήκουν στην ποιητική μου συλλογή: ΤΑΞΙΔΙ ΟΝΕΙΡΟΥ
Πρώτη έκδοση: 2006
Τρίτη ποιητική συλλογή.
ISBN: 960-630-951-7
Copyright: Γιάννης Β. Τάτσης
Φιλιππιάδας 36, Ιωάννινα
45332 Ιωάννινα
Τηλέφ.: 26510 43532
Ε-mail: iotatsis@sch.gr
Πρόλογος
Η σκηνοθετημένη υπαρξιακή μας πορεία ξετυλίγεται μέρα με τη μέρα σαν το κουβάρι, στην πλάση των προκλήσεων, των προσδοκιών και των αντιθέσεων, με σκηνοθέτες και ηθοποιούς ανθρώπους όλων των ηπείρων, όλων των χρωμάτων, όλων των πολιτισμών, όλων των θρησκειών, όπου καθένας παίζει το δικό του ρόλο.
Ήχοι, φωνές τραγουδιστές, όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές και στις κορυφές των πεύκων, που δεν ξέρεις από πού έρχονται, μου χαϊδεύουν τ’ αυτιά και με προτρέπουν ν’ αποτυπώσω στο λευκό χαρτί, σκέψεις και ιδέες που έχω για το κάθε τι, που μας περιβάλλει.
Με την άγνωστη φωνή να μου ψιθυρίζει ασταμάτητα και συντρόφους τη λογική και το Θείο λόγο της αλήθειας προσπαθώ μέσω της ποίησης να επικοινωνήσω μαζί σας.
Γιάννης Β. Τάτσης
Ιωάννινα 2006
ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΘΕΕ ΜΑΣ
Στην άπειρη αγάπη σου
προσκυνητές προστρέχουμε
Πατέρα και Θεέ μας,
το άγιο, πατρικό σου χέρι
σκέπη προστασίας να μας γίνει
στον άγνωστο δρόμο της ζωής.
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
Ανάρια, ασημένια σύννεφα,
ακυβέρνητα καράβια στο απέραντο γαλάζιο,
ταξιδεύοντας στην αγκαλιά του ανέμου
προσάραξαν στις πλάτες των βουνών.
Ιδρωμένος ο ήλιος του καλοκαιριού
κατηφορίζοντας την ουράνια πλαγιά
σηκώνει ένα δροσερό αεράκι
στα ασάλευτα φύλλα των δέντρων.
Τρικυμία στο ξανθό πέλαγος του κάμπου.
Ο γερο-πλάτανος αργοσαλεύοντας τους κλώνους του
ψίθυρους τραγουδιού αφήνει
και ρουφάει τη δροσιά της κρουσταλλένιας βρύσης.
Ώρα δειλινού,
χρυσοπορφυρένιος ο καβαλάρης των λευκών αλόγων,
με ολοστρόγγυλο πρόσωπο, φωτιά
που ακτινοβολεί αγάπης φως,
αργοφιλά τη γαλανομάτα θάλασσα
και βυθίζεται στη δροσερή αγκαλιά της.
Ντροπής χρώματα στο πρόσωπο της Δύσης
μπλαβίζουν τους αιθέρες τ’ ουρανού.
Βιαστικό πουλί διασχίζοντας τον ατρικύμιστο αέρα
με τιτιβίσματα αποχαιρετά τη μέρα.
Κι εγώ αφημένος στη ρέμβη της σκληρής πέτρας,
πλάι στις ματωμένες παπαρούνες,
αισθάνομαι τη σκιά των μαύρων αλόγων της νύχτας
πάνω μου ανάλαφρη να πέφτει.
Καληνύχτα ζωή.
ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΘΥΜΙΣΕΙΣ
Βρέχει ασταμάτητα.
Βιαστικές, επίμονες σταγόνες τ’ ουρανού
χτυπώντας επίμονα τα θολά τζάμια του παραθύρου
με ταξιδεύουν στον κόσμο των θυμίσεων.
Όταν ξεπεταρούδια, με κοντά παντελόνια
τρέχαμε ανέμελα στο άγριο ράπισμα της βροχής,
καβάλα στης νιότης το αχαλίνωτο άλογο,
σε λουλουδιασμένες πλαγιές και αλάνες,
αδιάφοροι για το δισάκι της ανέχειας
που βάρυνε τους ώμους μας.
Παιδιά του ανέμου
ταξιδεύαμε με το ακυβέρνητο πλοίο των ονείρων
σε κόσμους παραμυθένιους, αγνούς,
με ροδοπέταλα στρωμένους,
κομμένους στα μέτρα των νεανικών μας συλλογισμών,
αδιάφοροι για την ασταμάτητη βροχή
που μούσκευε το λευκό μας πουκάμισο
και τον επίμονο, τρελό βοριά
που το ανέμιζε σαν σημαία
παίζοντας μαζί του στο βιαστικό πέρασμά του.
Θυμίσεις συνειρμικές στο βροχερό πρωινό
μιας αμούστακης, λουλουδιασμένης εποχής
με τη ρόδινη αυγή να μας υποδέχεται
στο ξένοιαστο, ολοήμερο παιχνίδι
με συνομήλικα αγόρια και κορίτσια,
χωρίς να μας τριβελίζουν τα λασπόνερα της ζωής.
Νυχτερινοί, γλυκολάλητοι περίπατοι
κάτω απ’ το φως του παγερού ήλιου της νύχτας
με το φτερωτό έρωτα έτοιμο να ρίξει τα βέλη του
και να ξεγυμνώσει τις επιθυμίες μας.
Νιότη, γλυκιά σαν το νέκταρ των λουλουδιών,
με διάχυτα της αυγής τα χρώματα,
αγνή, ξάστερη, με το χαμόγελο στο στόμα,
με κελαηδήματα πουλιών σε κάθε βήμα σου
ανεβαίνεις τη σκάλα του χρόνου
χωρίς να νοιάζεσαι για το κάθε σκαλοπάτι,
που πατώντας το ο χρόνος το γκρεμίζει
και μας αφήνει με τη γλυκιά σου νοσταλγία.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Μεσάνυχτα και κάτι.
Νυσταγμένο το φεγγάρι
χάθηκε στο δρόμο της περιπλάνησης.
Μετά την οδύσσεια της μέρας,
στην αμυδρώς φωτισμένη πλευρά της πόλης,
αραιά και πού κάποια βιαστική φιγούρα
σαν στο θέατρο σκιών
θολωμένη απ’ τους συλλογισμούς της μέρας
και τα όνειρα που έμειναν φτερουγίσματα,
χάνεται στο βάθος της κοιμισμένης πολιτείας,
λες και την κατάπιε το σκοτάδι.
Σ’ ένα παγκάκι αχνόφεγγο,
με φόντο τις αστρόφωτες πυγολαμπίδες,
νέος αναμαλλιασμένος σαν αγρίμι πληγωμένο,
με μια σύριγγα θανάτου στο χέρι
πιστεύει ότι θα κερδίσει τη μάχη της ζωής.
Αόρατα άσματα, μελωδικά,
με γεύση πικραμύγδαλου
απελευθερώνουν το άγχος της μέρας
και ανακατεμένα με τις κόρνες αυτοκινήτου
ραγίζουν τη σιωπή της αστρόφωτης νύχτας.
Ξαφνικά παραπατώντας
προβάλλουν μεσοστρατίς οι μελωδοί
ευτυχισμένοι απ’ τους χυμούς του Διονύσου.
Αφήνοντας τις σιωπές της νύχτας με τον κόσμο της
ανηφορίζω στην πολυτάραχη πόλη
με τα αυτοκίνητα ενοχλητικά σαν σφήκες,
τα φώτα να μην αφήνουν σπιθαμή γης κρυφή,
ενώ οι άνθρωποι αργοπερπατούν και συνομιλούν
δίνοντας άλλη γεύση ζωής.
Στην οθόνη του μαγικού κουτιού
γνωστή κυρία της αστραφτερής ζωής
και του μαγευτικού κόσμου του θεάματος
με του χρόνου τα υνιά να σκάβουν βαθιά
το ζεστό, πήλινο σώμα της,
αναπολεί την ένδοξη, την πλούσια,
τη σκορπίστρα ζωή
και μοιρολογώντας την κατάντια της
σαν ζήτουλας ζητά ελεημοσύνη για την προσφορά της.
Το σχήμα της συμπόνιας
στα ηλιοκαμένα πρόσωπα των αγροτών,
που ολημερίς μασουλούν μια μπουκιά ελπίδας
ανακατεμένη με το χώμα,
των οικοδόμων, σκιές στο γιαπί,
που το αγιάζι τους δέρνει αλύπητα
και περνάει ανενόχλητα απ’ τις τρύπιες τσέπες
των ανθρώπων του μόχθου,
ανέκφραστο.
Μη δοκιμάσεις με ρητορείες να τους αλλάξεις
κουφοί στο άκουσμά τους,
καυτός ο ιδρώτας ξεροψήνει το δέρμα τους
και στη μνήμη τους δεν έρχονται δροσερά καλοκαίρια.
Πέλαγος η ζωή γεμάτη ανθρώπινα κορμιά,
άλλα σαν μαδημένα νούφαρα το κύμα αποβράζει
και άλλα αγέρωχα, με κυβερνήτες σαν τον Οδυσσέα,
αρμενίζουν με θέα την Ιθάκη.
Αν μιλώ περισσότερο για τη στενάχωρη ζωή,
είναι γιατί πονάει και μένει περισσότερο στη μνήμη μας
σαν το ενδοδερμικό τατουάζ.
Οι φυλλωσιές και ο άνεμος σαν τα μικρά παιδιά
τρελό παιχνίδι έχουν αρχίσει.
Απρόσεκτος ο γοργοκίνητος
δροσιάς χαστούκια με γεμίζει
και μου έρχονται συνειρμικά σαν σε κινηματογράφο
σκηνές απ’ τη ζωή
κι ενώ στ’ αυλάκια του μυαλού
στριμώχνονται οι συλλογισμοί
σαν ξεπεταρούδια οι απορίες φτερουγίζουν.
– Γιατί στους δρόμους της ζωής άνθρωποι δύο ταχυτήτων
και η ζωή να σέρνεται στης νύχτας τα μπουντρούμια;
– Συμφέροντα, η στάμνα των ολίγων για να ξεχειλίσει!
Όλοι συνυπεύθυνοι μικραίνουν οι μπουκιές μας.
– Αδιαφορία για το τι γίνεται δίπλα μας!
Το πεινασμένο σκυλί θα μπει και στην αυλή μας.
– Φταίει το φως της ημιμάθειας,
που σκοτεινούς έχει τους δρόμους!
– Φταίει ο διαλογισμός,
που δείχνει μισοάδειο το ποτήρι!
– Φταίει η μυωπία μας,
που το αύριο δε λαγαρίζουμε παρότι στέκει εμπρός μας!
– Τι φταίει;
Η ζωή, σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος, νίβει τα χέρια της,
βλαστήμιες δεν της αρμόζουν.
Έργο καλλιτεχνικό στης πλάσης το καναβάτσο
με τις πινελιές του κάθε δημιουργού
την εικόνα της ν’ αποτυπώνουν.
ΑΡΩΜΑΤΑ ΖΩΗΣ
Κούτσουρα ακυβέρνητα τ’ ανθρώπινα κορμιά
στη θάλασσα του ύπνου τρικυμίζουν.
Αρώματα πανάρχαιων αξιών
τον ύπνο ανήσυχων ψυχών υποδαυλίζουν
και τρίζοντας των επιθυμιών τις πύλες
στον κόσμο του ονείρου δραπετεύουν.
Ιππεύουν το ποδήλατο του ουρανού
με γοργοκίνητους τροχούς τον ήλιο, το φεγγάρι
και καθισμένοι στη σέλα των άστρων,
κρατώντας γερά το τιμόνι του ανέμου,
ταξιδεύουν στον κόσμο των επιθυμιών τους.
Μπάλο χορεύουν οι ψυχές
στα κάστρα της Βασίλισσας Αγάπης
περιτριγυρισμένα από ανθρώπινες ασπίδες
τα βέλη την Ειρήνη μην πληγώνουν
και διατηρώντας ισόρροπη τη ζυγαριά,
σταφύλια στο πατητήρι να μη νιώθουν,
νόημα στη ζωή τους δίνει.
Μπλεγμένοι οι τροχοί σ’ ένα συννεφόδεντρο
εικόνες φρίκης απ’ τη γη
σαν σφαίρα ματώνουν τις καρδιές τους.
Φλόγες τυλιγμένες στον καπνό
τον ιδρώτα των ανθρώπων γλείφοντας εξανεμίζουν.
Κραυγές απελπισμένες,
με δάκρυα ρυάκι στις παρειές,
τον πόνο των ανθρώπων εικονίζουν.
Φοβισμένο, λευκό περιστέρι, καπνισμένο στα φτερά
ανεβαίνει με συνοδεία άσαρκα σώματα
διωγμένα βιαία από τη γη.
Κυκλικό χορό στον ουρανό αρχίζουν
και απ’ το πανέμορφο πανέρι του Μάη
σκορπίζουν αγριολούλουδα στη γη.
Μαγιάτικα δέντρα στέκουν τα όπλα,
που αντί για φωτιά, σίδερο και θάνατο
σκορπίζουν αρώματα ζωής
με διάχυτη την ευτυχία των παιδιών,
που παίζουν ανέμελα στη σκιά τους,
ενώ απ’ τα χείλη των ανθρώπων
φτερουγίζουν λόγια αγάπης
κι ανθίζουν σαν μπουμπούκια δροσερά χαμόγελα.
Ταχυδρόμος του παλιού καιρού το αεράκι
σφυρίζοντας με την τρομπέτα του
χτυπά τις πόρτες όλου του κόσμου
για να μοιράσει τις μαγιάτικες κάρτες
με καλλιγραφημένα τα μηνύματα ζωής.
Αγάπη, δικαιοσύνη και ειρήνη στον κόσμο.
Όνειρα αγνών ανθρώπων
ελπίδα του αύριο που ξημερώνει,
που όλο και βαραίνουν τη γη ν’ ακουμπήσουν.
Ευλογημένες ανθρώπινες υπάρξεις
που δεν ποθούν το αίμα να ποτίζει αγριολούλουδα,
αλλά να λαρυγγίζει στις φλέβες και να δημιουργεί,
απλώνουν αδιακρίτως το χέρι τους
να σκουπίσουν τα δάκρυα των κόκκινων ματιών
προσφέροντας ελπιδοφόρα χαμόγελα στα πικραμένα χείλη
μ’ ένα μπουκέτο άσπρα αγριολούλουδα
με άρωμα ελπίδας
για παγκόσμια αγάπη, δικαιοσύνη και ειρήνη.
ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ
Δυο μάτια ανήσυχα, φωτιά
μες στην παγωνιά του δρόμου
με αγωνία καρτερούν,
τη ζεστασιά που φέρνει ο νοτιάς
να τα γεμίσει με ανθούς,
γλυκά φιλιά, ονειρεμένα.
Στο καλντερίμι τ’ ανηφορικό
γρήγορος, βαρύς βηματισμός,
σαν άνεμος ορμητικός,
τα καστανά τα μάτια αγκαλιάζει.
Ήρθε η άνοιξη στις αγκαλιές,
φτερούγισε ο πόθος στις ψυχές
χέρι-χέρι αγκαλιασμένοι
μες στον κόσμο που διαβαίνει,
νιώθουν μόνοι, ερωτευμένοι.
ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ ΟΝΕΙΡΑ
Απληστίας όνειρα, μακριά της λογικής,
στην Εδέμ απ’ τους πρωτόπλαστους
τη σελίδα στο βιβλίο της ζωής μας άλλαξαν
και η γεύση του παραδείσιου μήλου
κύλησε στις φλέβες μας την κόλαση
ρίχνοντάς μας ξυπόλυτους στ’ αγκάθια του πόνου
μακριά απ’ την πηγή της ζωής,
το λόγο της αλήθειας
και τις ηλιόφωτες, ανοιξιάτικες μέρες.
Συνοδοιπόρος πλέον με το αχ! του παραλογισμού
και μεταμφιεσμένη με αποκριάτικες στολές
τη συναντάμε σε κάθε βήμα μας,
έτοιμη σαν τον όφη του παραδείσου
να μας κεντρίσει την αχίλλειο πτέρνα
και δηλητηριάζοντας τις σκέψεις μας
να γεμίσει πληγές την ψυχή μας.
Αχόρταγη σαν τη γη στο πρωτοβρόχι,
σαν τον απέραντο ωκεανό
και ανίκητη σαν τη μουσική
όσο και αν μάχεται η βούληση
να την ξεριζώσει απ’ το περιβόλι της ζωής,
αυτή αντιστέκεται με νέα φύτρα
και τσιγκλίζοντάς μας
ερωτοτροπεί με τη λογική
στο δρόμο της να μας παρασύρει.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Μέσα απ’ του χρόνου τη φθορά
και από τα σύγχρονα τρεχούμενα νερά
που στο διάβα τους
σαν χείμαρροι όλα τα παρασέρνουν,
ένα νεοκλασικό έχει απομείνει
σαν πορτραίτο μες στο δάσος των κτιρίων
με κιονόκρανα, αγκωνάρια, εμπατές
και φανάρια στις μαρμαρόστρωτες αυλές.
Δόξα και τιμή να δείχνει
μιας παραμυθένιας εποχής.
Με τις ρίζες του βαθιά μες στης ιστορίας το χρόνο
προσπαθεί στην ηλιοφώτιστη γη να κρατηθεί
την ύπαρξή του να μη χάσει
στο κερδοφόρο βωμό της σύγχρονης ζωής.
Και ήρθε πινελιά μες στο πορτραίτο
το άσπρο άλογο με τη φανταχτερή του άμαξα,
σαν ηνίοχος ο αμαξάς στα γκέμια
ντριν-ντριν το κουδούνι να χτυπά
και στη μνήμη μου να φέρνουν περασμένες εποχές,
που η δάδα τους δεν έχει σβήσει
μες στις άγριες θύελλες των καιρών.
Αγέρωχες υπάρξεις,
άδυτοι ήλιοι, φωτοδότες της Ελλάδας
που στα σκοτεινά, της καταστροφής τα χρόνια
άπλωσαν τα φωτεινά τους χέρια
απ’ τα σκότη της αφάνειας να τη σηκώσουν
και στα πόδια της να τη στηρίξουν
και σαν το νεογέννητο παιδί
ρουφώντας της ελευθερίας τον αέρα
δύναμη αποκτάει και ανδρειώνεται.
Ανήσυχη και χαμογελαστή
για την κάθε ημέρα που ανατέλλει,
με το μέτωπο ορθό και το βλέμμα της στο μέλλον
τα πανιά του καραβιού ανοίγει
για τις γειτονιές του κόσμου.
Ο άνεμος φυσάει πονηρά
και ανεμίζει τα γεμάτα ρίγανη και θυμάρι
αρωματισμένα μαλλιά της.
Πεισματάρα και αποφασιστική
ανοίγοντας τα μάνταλα απ’ τις αυλόπορτες
προτείνει χέρι φιλίας και συνεργασίας
σε γείτονες και σ’ όλον τον κόσμο,
ενώ το λαμπαδηφόρο παρελθόν
συμπαραστάτης και υπασπιστής της
την εμψυχώνει και με άπλετο φως
κάθε βήμα της φωτίζει,
θαυμασμό και σεβασμό να της προσφέρει
ο παγκόσμιος πολιτισμός.
ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Ασπρομάλλης γέροντας – αγέραστος –
ανάλαφρος σαν τον άνεμο και ανέκφραστος
μπροστά στο ημερολόγιό του
ακάματος ο χρόνος όλο σβήνει.
Σβήνει τα λεπτά, σβήνει τις ώρες,
σβήνει τις μέρες, σβήνει τους μήνες,
διαγράφει το έτος κι όλα ανήκουν στο παρελθόν.
Στιγμές στης ζωής τα μονοπάτια
τσεκαρισμένες με πάθη, πόνο και δάκρυα
εκεί που ξεθωριάζουν από το σβηστήρι
και χάνονται στα άδυτα της ψυχής,
σαν οράματα παρουσιάζονται μπροστά μας
και τονώνοντας το ξεθωριασμένο μελάνι
υφαίνουν στην ψυχή μας το μαύρο πέπλο της λύπης
και στο πρόσωπό μας
ζωγραφίζοντας το συννεφιασμένο ουρανό
φέρνουν καταιγίδες στις παρειές.
Στιγμές που φτερουγίζουν
σε ανοιξιάτικους, λουλουδιασμένους κάμπους,
μες στα κελαηδήματα των αηδονιών
και θέλουμε συνέχεια να ακούμε το γέλιο τους,
με το πρώτο σβηστήρι ξεθωριάζουν
και παρασυρμένες απ’ τους ανέμους της ζωής,
σαν τη βάρκα στο ανοιχτό πέλαγος
που γυρισμό δεν έχει,
γίνονται απόηχος τραγουδιού.
Ο χρόνος σβήνει και σβήνει
και η ζωή μέσα απ’ το ημερολόγιό του
αποκτά τον τίτλο παρελθόν.
ΘΕΪΚΗ ΠΝΟΗ
Θεϊκή πνοή στη χωμάτινη στήλη
στον κήπο της Εδέμ
οντότητα της χάρισε ευλυγισία και χάρη.
Αέρα σήκωσε υπαρξιακό
στα άδυτα της ψυχής της φυλλοκάρδια
αμελέτητο απ’ το λογισμό
και ανέγγιχτο απ’ της αφής τα χάδια.
Ζωογόνο κύλησε νερό στου σώματος τ’ αυλάκια,
άνοιξη να φέρνει στα κλαδιά,
καρπούς απ’ τα λουλούδια να σκορπάει,
στη γη να αφήνει τον ντορό
η σκούπα του χρόνου να μη τον σβήνει.
Ελεύθερος περπατητής
στων θεϊκών πλακών το φράχτη
αφουγκράζοντας ήχους, τραγούδια, φωνές
της σοφίας του λογισμού του,
χωρίς να νιώθει τον ερχομό τους
σαν τον άνεμο στις ακρογιαλιές
και τα σφυρίγματα στις κορυφές των πεύκων,
μέθη και γκλίτσα απέκτησε
στην πλάση της γήινης ύπαρξής του.
Στη λογοδοσία της κρίσης των πνευμάτων
αχάριστος και βλάστημος να μην τσεκαριστεί,
σαν την κότα στο νερό
της δημιουργίας το χέρι να θυμάται,
γιατί ταξίδι στο χρόνο η ζωή
που κάποτε σαν τον κύκλο κλείνει
και ο τελευταίος αέρας που φυσά,
του καντηλιού τη φλόγα σβήνει
και στη γαλήνη των μνημάτων
ενώ του χρόνου η ορμή
χώμα τη στήλη θα σκορπάει,
της θεϊκής πνοής η ύπαρξη
αέρας ασταμάτητος τα φύλλα θα χορεύει
στους κάμπους, στα ουράνια, στα βουνά
και πάντα θα σφυρίζει το σκοπό της.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΦΩΣ
Μονομάχοι με τα φίδια του σκοταδισμού
παλέψαμε στους δρόμους της ζωής,
λαβωθήκαμε, πονέσαμε,
αλλά αντέξαμε στο δηλητήριο,
έως ότου ανέτειλε το αιώνιο φως,
ακούστηκε ο λόγος της αλήθειας,
φανερώθηκε ο ίδιος ο θεός
και μας έδειξε το δρόμο της ζωής
και της αιώνιας ευτυχίας.
ΤΑ ΠΑΝΩ-ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Αγριεμένο, σφυρίζοντας επίμονα το ξεροβόρι
κατεβαίνει τα χιονισμένα βουνά
και λυσσομανώντας μακριά μας
μαστιγώνει τα γυμνά κλαδιά των δέντρων.
Ακούγοντας χαρούμενο το τραγούδι της ζωής
νανουριζόμαστε στη ζεστή αγκαλιά της
και με φουσκωμένα αισιοδοξία τα πανιά
αρμενίζουμε στο ονειρευτό αύριο.
Χιλιοπρόσωπη η θάλασσα,
ταξίδι γεμάτο τρικυμίες και απαίσια τέρατα
μας αρνούνται ροδοπέταλα.
Με τη ζωή όμως γεμάτη ευχάριστες μελωδίες
σαν το γλυκολάλητο ήχο της φλογέρας
στις λουλουδιασμένες πλαγιές των βουνών,
σαν το μαγευτικό κελάηδημα των αηδονιών
στις δροσιές των φυλλωσιών του δάσους,
ένα αίσθημα ευφορίας, ψυχικής γαλήνης
ξεχειλίζει την ψυχή και μας πλημμυρίζει
μεταμορφώνοντάς μας σε ταύρους
στα άγονα χωράφια της ζωής,
το άρωμα των λουλουδιών της να γευτούμε.
Ούριος στα πανιά ο άνεμος
και η ζωή κωπηλατώντας σαν το ψάρι στον ωκεανό
μας σπρώχνει στου χρόνου το άγνωστο.
Ξαφνικά, σαν τα νέα κλαδιά των δέντρων
που δεν αντέχουν το βάρος του χιονιού,
λυγίζουν τα κουρασμένα χέρια της
και σαν αετοί με τσακισμένες φτερούγες
νιώθουμε να χάνονται τα ύψη.
Άχρωμη η πλάση γύρω μας,
μαδημένα τριαντάφυλλα τα όνειρά μας,
λασπόνερα της γης αρπάζουν σαν τον κλέφτη
το τριανταφυλλί χαμόγελο των χειλιών μας.
Ρυτιδωμένη θάλασσα το πρόσωπό μας
μαρτυράει τον πόνο και την αγωνία.
Το βλέμμα μας σηκώνεται στον ουρανό.
Το δώρο της υγείας
εκμηδενίζει τα πλούτη όλου του κόσμου.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.