Τέλη Ιουνίου του 1203 οι βάρβαροι Σταυροφόροι του Πάπα αντικρίζουν την Κωνσταντινούπολη και το θέαμα της πόλης τους αφήνει άναυδους. Τίποτα στη δυτική Ευρώπη δεν τους είχε προετοιμάσει για το μέγεθος και τη μεγαλοπρέπεια της πόλης. Η μεγαλύτερη πόλη στη δύση, μάλλον η Βενετία αριθμεί περί τις εκατό χιλιάδες κατοίκους, ενώ το Λονδίνο, το Παρίσι, ακόμη και η ίδια η Ρώμη ήταν συγκριτικά ασήμαντοι τόποι, με πληθυσμό από είκοσι έως σαράντα χιλιάδες. Ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης υπολογίζεται την ίδια περίοδο περίπου στις τετρακόσιες χιλιάδες, δηλαδή δέκα έως είκοσι φορές μεγαλύτερος
από το Παρίσι.
« Όλοι εκείνοι που δεν είχαν δει ποτέ την Κων/πολη, μας περιγράφει ο Γοδεφρείδος στο χρονικό του για την Δ Σταυροφορία, «παρατηρούσαν επίμονα την πόλη, αφού δεν είχαν φανταστεί ότι μπορούσε να υπάρχει ένα τόσο υπέροχο μέρος στον κόσμο». «Πράγματι» συνεχίζει ο Βελλαρδουίνος, «δεν υπήρχε άνθρωπος τόσο γενναίος και τολμηρός που να μην ανατριχιάσει μπρος στο θέαμα».
Οι δυτικοι εξαπολύουν την επίθεσή τους στην Πόλη αρχές Απριλίου του 1204
Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες δολοφονούν, βιάζουν, λεηλατούν ή καταστρέφουν οποιονδήποτε και οτιδήποτε μπορούσε να πέσει στα χέρια τους. Αμέτρητες χιλιάδες σκοτώνονται, άλλοι τόσοι κακοποιούνται ακρωτηριάζονται, μένουν άστεγοι.
Μια απαράμιλλη συλλογή από καλλιτεχνήματα, θρησκευτικά λείψανα και αναντικατάστατα χειρόγραφα από μοναστήρια, βιβλιοθήκες και ανακτορικά οικήματα λεηλατούνται. Ψηφιδωτά, εικόνες, φρέσκα, αρχαία ορειχάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα, πολύτιμα έργα τέχνης από μέταλλο ή κοσμημένα με πετράδια, μεταξωτά καλύμματα τοίχων, έργα της αρχαίας και μεσαιωνικής γραμματείας αντιγραμμένα με μόχθο χάνονται αυτές τις τρεις ημέρες.
Οι αμείλικτα κτητικοί Βενετοί ειδικεύτηκαν στη «μετακόμιση». Τα πιο διάσημα δείγματα της λείας τους είναι τα τέσσερα μπρούτζινα άλογα που κοσμούν τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, αλλά αναρίθμητοι είναι οι καλλιτεχνικοί θησαυροί που αρπάχτηκαν για να λαμπρύνουν τις εκκλησίες, τα αρχοντικά και τις πλατείες της Γαληνοτάτης. Οι λιγότερο εκλεπτυσμένοι Γάλλοι επιδόθηκαν στην ολοκληρωτική κατεδάφιση. Στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης, οι πλιατσικολόγοι ξήλωσαν τα μεταξωτά παραπετάσματα των τοίχων, έσπασαν τις εικόνες, διαμέλισαν τη χρυσή και ασημένια επίπλωση και έφεραν μέσα μουλάρια για να μεταφέρουν τη λεία. Κάποια από τα ζώα δεν μπορούσαν να σταθούν όρθια και έπεφταν, ανίκανα να σηκωθούν ξανά στα πόδια τους πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα που γλιστρούσε από το αίμα. Τα ξεκοίλιασαν με μαχαίρια και τα περιττώματά τους που έτρεχαν από τις σχισμένες κοιλιές τους ανακατεύονταν με το αίμα πάνω στο μάρμαρο. Μια μεθυσμένη πόρνη κάθισε στο θρόνο του πατριάρχη και τραγουδούσε αισχρά τραγούδια πριν αρχίσει να χοροπηδάει ξέφρενα σε μια παρωδία χορού. Ακόμη και οι μουσουλμάνοι άπιστοι, συνεχίζει ο Χωνιάτης, φέρθηκαν καλύτερα στους χριστιανούς αιχμαλώτους. Οι κτηνωδίες των δυτικών απέναντι στην ανθρωπότητα και στο Θεό αποκάλυψαν μπροστά στα μάτια όλων την εκφαυλισμένη φύση τους. Όσο για την ίδια την Κωνσταντινούπολη, θρηνεί ο Χωνιάτης, η μεγαλοσύνη της είχε λεηλατηθεί για πάντα: « Ω Πόλη, πρώην υψίθρονη, που πήγαινες μακριά με μια δρασκελιά, μεγαλοπρεπής στην ομορφιά σου κι ακόμα αξιοπρεπέστερη στο ανάστημά σου, τώρα η χλιδή των ενδυμάτων σου και η κομψότητα των βασιλικών σου πέπλων έχει σχιστεί και διαμελιστεί και το λαμπερό σου βλέμμα έχει σκοτεινιάσει».