Αριστοφανική Γλώσσα (2)


Έχω αναφερθεί κι άλλη φορά στην αριστοφανική γλώσσα. Όπως δημοσίευσα και σε προηγούμενη ανάρτησή μου η γλώσσα του μεγαλύτερου κωμικού ποιητή της αρχαιότητας μαρτυρεί, εξίσου έκδηλα με αντίστοιχες βιολογικές μελέτες, την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Σε όλα τα σωζόμενα έργα του παραμένει ζωντανή η λαϊκή λαλιά, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, μέσα από μεταφορές και ειρωνείες, παρομοιώσεις και ύβρεις, ιδιωματισμούς, παροιμίες, χαρακτηρισμούς και προσωνύμια που παρέμειναν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα.
Στο σύνολο των έργων αυτών, ήτοι Αχαρνής, Νεφέλαι, Πλούτος, Σφήκες, Λυσιστράτη, Βάτραχοι, Ειρήνη, Ιππείς, Εκκλησιάζουσαι, Θεσμοφοριάζουσαι και Όρνιθες, έχω καταγράψει εκατοντάδες τέτοιες γλωσσικές μαρτυρίες, ελάχιστες από τις οποίες παραθέτω εδώ, από τις κωμωδίες Αχαρνής και Νεφέλαι.
Αχαρνής
Στη δεύτερη σκηνή του έργου ένας αθάνατος Σπαρτιάτης (είχε αρσενικά παιδιά και κατά συνέπεια είχε εξασφαλίσει τη συνέχεια της γενιάς), ο Αμφίθεος, γυρίζει από τη Σπάρτη φέρνοντας μαζί του προτάσεις για τη σύναψη ειρήνης με τον Δικαιόπολη. Φτάνει λαχανιασμένος έξω από το σπίτι του Δικαιόπολη γιατί τον κυνηγούν οι Αχαρνιώτες και λέει: «οἱ δ’ ὤσφροντο πρεσβῦταί τινες Ἀχαρνικοί…», (αλλά κάποιοι γέροντες Αχαρνής με μυρίστηκαν). Η φράση με μυρίστηκαν (ὤσφροντο) χρησιμοποιείται εδώ με την ίδια σημερινή μεταφορική σημασία, δηλ. με κατάλαβαν.
Στον στίχο 158 ο Δικαιόπολις σχολιάζει το κρύο που κάποια χρονιά έπηξε τα ποτάμια και σκέπασε όλη τη Θράκη με χιόνι σημειώνοντας ότι εκείνη τη χρονιά σίγουρα θα είχε ανεβάσει τραγωδία ο Θέογνις, Θέογνις ἠγωνίζετο. Ο υπαινιγμός παραπέμπει στο αντίστοιχο σημερινό επικριτικό σχόλιο όταν κάποιος λέει κρυάδες. Ο Θέογνις ήταν πασίγνωστος για τις «κρυόπλαστες», όπως θα λέγαμε τραγωδίες του (Ρούσσος Τ. , Αριστοφάνης Αχαρνής, 1992, σ. 154).
Στον στίχο 130 συναντάμε μια βρισιά, εναντίον του Κλεισθένη, γνωστού θηλυπρεπούς της Αθήνας, χαρακτηριστική της αθυροστομίας του ποιητή: πρωκτόν ἐξυρημένε, δηλαδή ξυρισμένε κώλε. Μπορεί η γλώσσα να άλλαξε μερικώς, η σημασία όμως της φράσης παραμένει.
Νεφέλαι
Στον στίχο 945 συναντάμε το ρήμα ἀναγρύζω στην πρόταση «ἤν ἀναγρύζει», ( αν πει γρυ). Το άκλιτο ηχομιμητικό γρυ, με τη σημασία του «τίποτα», χρησιμοποιείται στις πανομοιότυπες με σήμερα αρχαίες συνεκφορές «μηδέ γρῦ, οὐδέ γρῦ», συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα γρύζω και προκύπτει από τον ήχο του γουρουνιού. «Δεν καταλαβαίνω μήδε γρυ, δε σκαμπάζω γρυ». Παρόμοια και στον στίχο 963 , «φωνήν παιδός γρύξαντος», και στις Σφήκες, στ. 741 «γρύζει».
Το βλίτο που συναντάται και βλήτο είναι φυτό εδώδιμο, που τρώγεται, κυρίως, βραστό. Αν κάποιος βέβαια σήμερα σε αποκαλέσει βλίτο τίποτα θετικό δεν σου προσάπτει, αλλά αντίθετα σε λοιδορεί ως χαζό. Όπως στο στίχο 1001 προειδοποιεί τον νέο ο άδικος λόγος, ότι αν πειστεί στον δίκαιο «καί σε καλοῦσι βλιτομάμμαν» (θα σε αποκαλούν βλίτο). Πιο ακριβές θα ήταν να το μεταφράσουμε μητέρα των βλίτων, από το αρχαίο μάμμαν, μάνα δηλαδή, άλλη μια ηχοπλαστική λέξη, κοινή σε πολλές γλώσσες του κόσμου.

Άλλες απαξιωτικές μεταφορικές εκφράσεις συναντάμε και στον στίχο 1202 όπου οι θεατές «λούζονται» με διάφορα κοσμητικά επίθετα, «ὄντες λίθοι, ἀριθμός, πρόβατα», ( επειδή είστε ντουβάρια, νούμερα, πρόβατα)!
Ποιος θα περίμενε ότι από το 425 π. Χ. με την ίδια μεταφορική σημασία αυτές οι φράσεις; Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι να αγανακτείς με τα νούμερα (αριθμούς) που δεν συναισθάνονται το μεγαλείο αυτής της ελληνικότητας, αλλά ακολουθούν σαν τα πρόβατα άλλα ντουβάρια ( λίθους)…. Κρίμα….
Ι. Αναγνώστου

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.