Αριστοφάνης και ελληνικότητα (3)

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ-2-1

Ούνα φάτσα ούνα ράτσα (1)
Καθώς μελετά κάποιος τον Αριστοφάνη δεν διαπιστώνει μόνο τη συνέχεια της γλώσσας, αλλά και τη συνέχεια αντιλήψεων και συμπεριφορών, ηθών και εθίμων που θαρρείς πως κι αυτά έμειναν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου. Καταγράφω εδώ μερικά μόνο που νομίζω ότι έχουν ενδιαφέρον από τους Αχαρνής, τις Νεφέλαι και τον Πλούτο. Θα ακολουθήσουν Σφήκες, Λυσιστράτη, Ιππείς και Εκκλήσιάζουσαι.

Από τους Αχαρνείς
Το έργο ξεκινά με τον Δικαιόπολη να κάθεται μόνος του στην πρώτη σειρά της Εκκλησίας του δήμου που συνεδριάζει στο λόφο της Πνύκας και να μονολογεί ανάμεσα στα άλλα ( στιχ.29-31) τα εξής: «κᾆτ’ ἐπειδάν ὦ μόνος, στένω, κέχηνα, σκορδινῶμαι, πέρδομαι, ἀπορῶ, γράφω, παρατίλλομαι, λογίζομαι….», (κι ύστερα μοναχός μου στενάζω, χασμουριέμαι τεντώνομαι, συχνοκλάνω, γραμμές στη γη χαράζω αφηρημένος, τις τρίχες μου τραβάω από τα ρουθούνια, κάνω λογαρισμούς…) (Ρούσσος Τ. , Αριστοφάνης Αχαρνής, 1992). Το απόσπασμα προκαλεί ενδιαφέροντες συνειρμούς για τις ομοιότητές του με εικόνες από τη σημερινή βουλή και δίνει μια ανάγλυφη εικόνα, παρά την ενδεχόμενη υπερβολή, για την βουλή των κλασσικών χρόνων.
Πόσες φορές στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητά μας δεν έχουμε ακούσει ότι ένα από τα άγχη των γερόντων είναι να έχουν λίγο πριν πεθάνουν τα χρήματα της κηδείας τους; Παρόμοιο είναι και το άγχος του χορού στον στίχο 723: «Οὗ μ’ ἐχρῆν σορόν πρίασθαι τοῦτ’ ὀφλών ἀπέρχομαι», (πάνε στο πρόστιμο όσα είχα την κηδεία μου για να κάνω). Παρόμοια και στον Πλούτο (στ.555), «μοχθήσας καταλείψει μηδέ ταφῆναι», ( παρά τον μόχθο δεν θα αφήσει δεκάρα ούτε για την κηδεία του).
Από τις Νεφέλαι
Η συνήθεια, επίσης, να δίνονται τα ονόματα του παππού στους εγγονούς καταγράφεται στο στίχο 65, όπου ο Στρεψιάδης αφού αναφέρεται στον καυγά του με τη γυναίκα του για το όνομα του γιου του, πληροφορεί ότι πρότεινε το όνομα του παππού του: «ἐγώ δέ τοῦ πάππου ΄τιθέμην»( εγώ το όνομα του παππού πρότεινα).
Από τον Πλούτο
Το έθιμο και σήμερα να κρεμούν ρούχα ως αναθήματα στα εξωκκλήσια, κυρίως σε δέντρα προς τιμήν κάποιου αγίου που βοήθησε, έρχεται από την αρχαιότητα. Συναντάται στον Πλούτο στους στ. 841-43. Ο Δίκαιος που έχει ευεργετηθεί από τον Πλούτο φτάνει στο σπίτι του Χρεμύλου για να αφιερώσει το κουρέλι, που φορούσε όταν ήταν φτωχός, στο Θεό: «καί τοῦτ’ (το τριβώνιον) ἀναθήσων ἔρχομαι πρός τόν θεόν» (αυτό το κουρέλι έρχομαι να αφιερώσω στο θεό). Ο δούλος του Χρεμύλου τον ρωτά, μάλιστα, αν μυήθηκε στα Μεγάλα Ελευσίνια, καθώς σύμφωνα με τον αρχαίο σχολιαστή του έργου οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια έπρεπε να φορούν το ρούχο που φορούσαν κατά τη μύηση, ώσπου να γίνει κουρέλι και μετά να το αφιερώσουν σε κάποιο θεό (Ρούσσος Τ. , Αριστοφάνης Πλούτος, 1994, σ. 146).
(Συνεχίζεται)

Κατηγορίες: ΓΛΩΣΣΑ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.