Λόγια κλίση θηλυκών σε -ος


α) Τα ιδιόκλιτα θηλυκά σε -ος είναι:

1. ΟΞΥΤΟΝΑ (τονίζονται στη λήγουσα), π.χ. οδός.
2. ΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ (τονίζονται στη παραλήγουσα), π.χ. ψήφος.
3. ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ (τονίζονται στην προπαραλήγουσα), π.χ. ερήμος.

β) Τα οξύτονα και τα παραξύτονα τονίζονται σε όλες τις πτώσεις εκεί που τονίζονται και στην ονομαστική ενικού: η συνοδός, της συνοδού…
η ψήφος, της ψήφου… 

Αντίθετα τα προπαροξύτονα στην γενική ενικού και πληθυντικού και στην αιτιατική πληθυντικού κατεβάζουν τον τόνο κατά μια συλλαβή: η είσοδος, της εισόδου

 

Κατοικία - e-class

 

 

Η οικογένεια της λέξης οδός

Από τη λέξη οδός προέρχονται πολλές άλλες λέξεις της γλώσσας μας που είτε είναι, παράγωγες της λέξης αυτής (σχηματίζονται δηλαδή από το ίδιο θέμα [οδ-] με την προσθήκη κάποιας κατάληξης) είτε είναι σύνθετες και περιέχουν τη συγκεκριμένη λέξη ως πρώτο η δεύτερο συνθετικό. Έτσι, λοιπόν, από τη λέξη οδός έχουμε:

Παράγωγες: οδικός, -ή, -ό (επίθ.),  οδικώς (επίρρ.) ,  οδεύω (ρήμα: βαδίζω, πηγαίνω κάπου), όδευση (ουσ.: η πορεία)

• Με τη λέξη οδός ως α’ συνθετικό

Οδηγός (οδός + άγω), οδοδείκτης (οδός + δείκτης), οδοιπόρος (οδός + πόρος), οδοκαθαριστής (οδός + καθαριστής), οδομαχία (οδός + μάχη), οδοποιία – οδοποιός (οδός + ποιώ [= φτιάχνω, κατασκευάζω]) , οδοσήμανση (οδός + σήμανση), οδόσημο (οδός + σήμα), οδόστρωμα , οδόστρωση – οδοστρωτήρας (οδός + στρώνω), οδόφραγμα (οδός + φράγμα) κ.ά.

• Με τη λ. οδός ως β’ συνθετικό

αδιέξοδο (α- + δι[ά] + εξ- [εκ] + οδός), άνοδος (αν[ά] + οδός), διέξοδος (δι[α] + εξ- [εκ] + οδός), δίοδος (δι[ά] + οδός), είσοδος (εις + οδός), έξοδος (εξ- [εκ] + οδός), κάθοδος (καθ- [κατά] + οδός), μέθοδος (μεθ- [μετά] + οδός), πάροδος (παρ[ά] + οδός), περίοδος (περί + οδός), πρόοδος (προ + οδός), πρόσοδος (προς + οδός), σύνοδος (συν + οδός) κ.ά.