Γιορτή της Μάνας: η ωραιότερη της οικουμένης (3)

14 Μάιος 2017

tumblr_ner1zekGL81s1qe1go6_1280Γιορτή της Μητέρας σήμερα και κλείνουμε το αφιέρωμα με ένα κείμενο του φιλόσοφου Paul Valery, το ποίημα του Παπαδιαμάντη “Προς τη μητέρα μου” και τη μελοποίηση του ποιήματος που ερμήνευσε ο Σωκράτης Μάλαμας.

 

PAUL VALERY

Η ΝΕΑΡΗ ΜΗΤΕΡΑ

maternity

Αυτό το απομεσήμερο της πιο όμορφης εποχής  είναι τόσο τέλειο, όσο κι ένα πορτοκάλι που η ωριμότητά του εκδηλώνεται.

Ο κήπος σ΄ όλο το σφρίγος του, το φως, η ζωή, διασχίζουν αργά την εποχή της τελειότητας της φύσης τους. Θα νόμιζες πως το κάθε τι από τον καιρό της γένεσής του ωριμάζει μόνο την λάμψη τούτη μερικών στιγμών. Η ευτυχία είναι ορατή όπως ο ήλιος.

Η νέα μητέρα ζει το πιο αγνό της υπόστασής της στα μάγουλα του μικρού παιδιού που κρατάει. Το σφίγγει πάνω της, για να μείνει πάντα ο εαυτός της.

Αγκαλιάζει αυτό που γέννησε. Λησμονεί και διασκεδάζει γιατί δόθηκε, αφού ξανασυλλαβίζει και ξαναβρίσκει τον εαυτό της αόριστα στην τρυφερή επαφή αυτής της σάρκας που η δροσερότητά της την μεθά. Και μάταια τα ωραία χέρια της σφίγγουν τον καρπό που αυτή δημιούργησε, αισθάνεται ολότελα αγνή και τέλεια σαν παρθένα.

Τα αφηρημένα μάτια της χαϊδεύουν τα φυλλώματα, τ΄ άνθη και το λαμπερό σύνολο του κόσμου.

Είναι όπως ένας Φιλόσοφος κι ένας Φυσικός που βρήκε την ιδέα του και που έχτισε αυτό που του χρειαζόταν.

Αμφιβάλλει, αν το κέντρο του σύμπαντος είναι στην καρδιά της ή σ΄ αυτή την καρδιά που χτυπά ανάμεσα στα μπράτσα της και που κάνει να ζει το κάθε τι με τη σειρά του.

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Μάννα μου, ἐγώ ‘μαι τ’ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι’ ἂν στραφῇ κι’ ἀπ’ ὅπου κι’ ἂν περάσῃ
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.


Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ’ ἀφρισμένη,
παλεύω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι’ ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.


Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μαννούλα μου, ν’ ἀράξω,
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοὺ βουλιάξω.
Μαννούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν’ ἀγναντέψω.


Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω,
κι’ ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοῖρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.


Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βάσανά μου,
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι’ ἄμμο•
εἶναι κι’ ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴν ψυχὴ τὴ μαύρη,
π’ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι’ ὁπὄλεος δὲν θαὔρει.


Κι’ ἐκείνη μ’ ἀποκρίθηκε κι’ ἐκείνη ἀπελογήθη:
«Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης•
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες•
ὅντας σὲ ἔπλασ’ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες».

 

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση