Γιορτή της Μάνας: η ωραιότερη της οικουμένης (1)
Το σχολείο μας τιμάει την γιορτή της μητέρας με ένα τριήμερο αφιέρωμα. Σήμερα παρουσιάζουμε ένα κείμενο του δοκιμιογράφου και ποιητή Άρη Δικταίου, ένα ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά και τον περίφημο θρήνο της Εκάβης απ την Ω ραψωδία της Ιλιάδας
ΜΗΤΕΡΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Όταν πριν μερικά χρόνια μόλις, η πολιτισμένη ανθρωπότητα δημιουργούσε την αναμφισβήτητα ωραιότερη γιορτή της, για να τιμήσει τη Μητέρα, κατ΄ ουσία επαναλαμβάνουμε ό,τι είχαν κάνει κιόλας οι άνθρωποι της εποχής του μύθου, που, θεοποιώντας την, στο πρόσωπό της συνόψιζαν ολόκληρο το μυστήριο της ζωής. Την είχαν ονομάσει Ινιννί ση Σουμμερία, Ίσιδα στην Αίγυπτο, Ιστάρ οι Φοίνικες, Θεά – Μητέρα Δίκτυννα οι Κρήτες, Κυβέλη οι Φρύγες, Δήμητρα και Ήρα οι Έλληνες και, τέλος, Παναγία οι χριστιανοί. Με μια διαφορά: ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, γιορτάζοντας τη Μητέρα, την απογύμνωσε απ’ όλα τα σύμβολα της αρχαιότητας, βλέποντας σ’αυτή μόνο τη συγκεκριμένη Μάνα του: αυτήν που τον γέννησε, τον θήλασε, βασανίστηκε να τον μεγαλώσει, ξενοδουλεύοντας συχνά, αγρυπνώντας πάνω απ το προσκέφαλό του, σπαζοχολιάζοντας μπροστά σε κάθε πραγματικό ή φανταστικό κίνδυνο, κόβοντας το ψωμί απ’ το στόμα της γι αυτόν. Εκφράζει, έτσι, μια επιστημονική (ψυχολογική, βεβαίως, κι όχι βιολογική) αλήθεια: ότι ο ομφάλιος λώρος εξακολουθεί να συνδέει το παιδί με τη μάνα του και πέρα από τη γέννησή του, ως το θάνατο, αλλά και πέρα από το θάνατο για τον εναπομείναντα.
Θεμελιώδες ανθρώπινο συναίσθημα η αγάπη ανάμεσα σ αυτά τα δύο πλάσματα, τη μάνα και το παιδί, δεν ήταν δυνατόν παρά να εκφραστεί και σε μνημείο λόγου από τον ποιητή, που, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι παρά ο εντολοδόχος της ανθρωπότητας, ο εκφραστής των ευχών, ελπίδων, επιθυμιών, τάσεων, χαρών και πόνων και βουλήσεων της ανθρωπότητας. Έτσι, η μορφή της Μητέρας περνά μέσα από χιλιάδες στίχους και σελίδες, ελληνικές και ξένες, από τις απαρχές της λογοτεχνίας ως σήμερα, σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη και σ’ όλες τις φυλές, σε κείμενα που δονούνται απ’ όλη τη συγκινησιακή κλίμακα του αισθήματος αυτού που δένει Μάνα με Παιδί.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ
ΜΑΝΑ
Μάνα! – Δε βρίσκεται
λέξη καμμία
νάχῃ στον ήχο της
τόση αρμονία·
σαν ποιός να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο.
Όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα
ζωμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και, μάνα, κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης,
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τα’ απάτης,
και, αναστενάζοντας,
μάνα μου! λέει,
μάνα! και κλαίει.
Της νειότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη·
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ως που στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καϋμένος.
Και, πριν την ύστερη
πνοή του στείλη,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το – Μάνα μου! –
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.
ΙΛΙΑΔΑ Ω : Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΤΟΡΑ
Και με τον θρήνον πόκαμνε στενάζαν οι γυναίκες
και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να θρηνήσει:
«Έκτορ, ω το ακριβότερο απ’ όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ’ αγαπούσαν
και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ’ άλλα παιδιά μου, όσα ‘πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ’ από την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ, αφού σ’ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ’ έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλο ν’ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ’ άλυπά του βέλη».
Και η κλάψα της εσήκωσε γύρω οδυρμόν και θρήνους.