Η οργή κάνει κακό ακόμα και στους καλύτερους
Η οργή είναι ένα πολύ παράξενο κακό. Δεν θα μπορούσε να μην περιληφθεί ανάμεσα στα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, επειδή είναι κακό να εξοργιζόμαστε. Το πρόσωπο παραμορφώνεται, χάνουμε το λογικό έλεγχο των πράξεών μας, αφροί γεμίζουν το στόμα μας και είμαστε έτοιμοι να διαπράξουμε αδίκημα. Η Βίβλος δεν είναι επιεικής με την οργή. Κάνει πολύ άσχημα ο Κάιν που εξοργίζεται επειδή ο Κύριος προτιμάει τα δώρα του Άβελ. Στο βιβλίο του Ιώβ διαβάζουμε ότι η οργή σκοτώνει τον άμυαλο. Στις Παροιμίες αναφέρεται ότι είναι άμυαλος όποιος αφήνει αμέσως να φανεί ο θυμός του και ότι ο άνθρωπος που οργίζεται εύκολα δημιουργεί τους καβγάδες. Ο Εκκλησιαστής μας θυμίζει ότι ο φθόνος και η οργή συντομεύουν τη ζωή. Ο απόστολος Παύλος δεν επιδοκιμάζει τους οργίλους.
Η ανθρωπότητα, όμως, ποτέ δεν έπαψε να θαυμάζει μερικά ξεσπάσματα οργής, (όσο κι αν προκάλεσε άσχημες καταστάσεις, η οργή του Αχιλλέα έχει μια δική της ευγένεια), και σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε στο σημείο να αποδίδει την οργή ακόμα και στους θεούς. Αν οι καταιγίδες αποτελούν εκδήλωση της θεϊκής οργής, θα λέγαμε ότι κατά τους θερινούς μήνες οι θεοί οργίζονται με υπερβολική συχνότητα κι ότι η οργή τους είναι ακόμη κι απαραίτητη για την ανάπτυξη της γεωργίας.
Όλοι οι μεγάλοι θεωρητικοί των παθών, αρχίζοντας από τον Αριστοτέλη, έχουν κάτι να μας πουν για την οργή, στα περιορισμένα όμως όρια αυτού του σημειώματος δεν μπορώ παρά να διαλέξω έναν μόνο συγγραφέα, και διαλέγω τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη, για έναν πολύ απλό λόγο. Χοντρός, ήρεμος, αγγελικός, δεν παρασύρεται απ’ την οργή αλλά φροντίζει να εκδηλώνει το θυμό του με καυστικά ευφυολογήματα. Παρ όλα αυτά ακόμη κι αυτός παρασύρθηκε, κι αυτό έγινε όταν άρπαξε ένα αναμμένο κλαδί κι έδιωξε τη μισόγυμνη κοπέλα που τα αδέρφια του είχαν στείλει στο δωμάτιό του για να τον πείσει να μην γίνει καλόγερος. Υπήρξαν βέβαια και στιγμές που έδειξε τον ανυπόφορο χαρακτήρα του, όπως όταν αντιμετώπιζε τους θεωρητικούς του αντιπάλους και του άρεσε να τους διαμελίζει έστω και μόνο στα χαρτιά.
Τι μας λέει ο Ακινάτης για την οργή; Ο ίδιος επεξεργάζεται μια λεπτότατη και εξαιρετικά περίπλοκη θεωρία των παθών. Η οργή είναι το μόνο πάθος που δεν αντιπαρατίθεται σε ένα άλλο. Δεν έχει αντίθετα και συνεπώς είναι το αντίθετο του εαυτού του: συνεπώς είναι ένα πάθος αντιφατικό. Η οργή θέλει και δεν θέλει. Θέλει το καλό, επειδή γεννιέται από μια βασανιστική λαχτάρα για δικαιοσύνη, θέλει όμως και το κακό εκείνων που διέπραξαν αδικίες. Θέλει ταυτόχρονα την δικαιοσύνη και την αδικία, συλλογίζεται λογικά και παράλογα. Εκδηλώνεται σαν Χολή (που πυρπολεί την ψυχή), σαν Μανία (που σιγοκαίει για πολύ καιρό) και σαν Μνησικακία που δεν βρίσκει ησυχία αν δεν επιτευχθεί η εκδίκηση. Προκαλεί μια παράξενη ευχαρίστηση, μια γλυκιά αναταραχή στην καρδιά, εμποδίζει όμως τη χρήση της λογικής και συχνά οδηγεί σε μια μακρόχρονη και τρομερή σιωπή. Η οργή είναι δυστυχισμένη γιατί στέκει στα μισά του δρόμου, ανάμεσα στη δράση και την απραξία, ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος.
Στις μέρες μας την οργή τη λέμε και «λύσσα». Η οργή (ή «λύσσα») είναι ένα πάθος που εκδηλώνεται σε περιόδους κρίσης και είναι ένα πάθος λανθασμένο, τόσο στο καλό όσο και στο κακό. Οι μεγάλοι εγκληματίες, εκείνοι που τους θαυμάζουμε για την τελειότητα των εγκλημάτων τους, ποτέ δεν παρασύρονται από την οργή. Καλλιεργούν το φθόνο και το μίσος για πολύ καιρό, χτυπάνε παραμένοντας στη σκιά, αλλά δεν εξοργίζονται. Όπως δεν εξοργίζονται οι μεγάλοι πολέμαρχοι και πολιτικοί, από τον Οδυσσέα ως τον Ναπολέοντα. Η οργή παρέσυρε τον Αχιλλέα και είδαμε τι έγινε. Ο Θεός οργίστηκε με τον Αδάμ, ο Θεός που με ψυχρότητα και υπομονή είχε ολοκληρώσει το αριστούργημα της πλάσης, εξαιτίας της οργής προκαλεί το μεγαλύτερο μπέρδεμα της ιεράς ιστορίας. Για το Θεό, όμως, θα πρέπει ίσως να πούμε ότι συχνά προσποιείται τον οργισμένο, κι αυτό είναι κάτι άλλο, είναι παιδαγωγική τεχνική, όποιος προσποιείται τον οργισμένο δε σημαίνει ότι είναι οργισμένος.
Οι μεγάλοι επαναστάτες δεν εξοργίζονταν, ήταν ψυχροί υπολογιστές που υπολόγιζαν τα αντίθετα, το καλό και το κακό, το μίσος και την αγάπη, την ελπίδα και το φόβο, κινούνταν με προσεχτικά ζυγίσματα των αντιθέσεων. Η οργή και η «λύσσα» είναι οι πλέον α-πολιτικές αρετές. Πρέπει να παραπονιόμαστε γιατί ζούμε σε μια εποχή εξαιρετικά σκοτεινή, όταν όλοι εκφράζουν οργή, και όχι όπως θα έπρεπε, μίσος και αγάπη, ελπίδα ή τόλμη, απελπισία ή φόβο, επιθυμία ή απέχθεια. Αντίθετα: υπάρχει οργή, νευρωτικό πάθος που δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στην ήττα, των φίλων και των εχθρών.
Με την οργή φουσκώνουν τα λειριά και οι άνθρωποι μοιάζουν με γαλοπούλες. Μια κοινωνία που εκτιμά την οργή ή την εξαλλοσύνη σαν πολιτική αρετή, είναι μια κοινωνία που δεν έχει πλέον εμπιστοσύνη στην λογική και τον υπολογισμό. Τι ατυχία! Ζούμε σε μια κοινωνία οργισμένων και μας το αποδεικνύουν οι οδηγοί των αυτοκινήτων που κλείνουν την κυκλοφορία για να καβγαδίσουν για μια γρατζουνιά στον προφυλακτήρα του αμαξιού τους, έστω κι αν είναι από καουτσούκ.
Κι ανάμεσα στους πιο οργισμένους και τους έξαλλους οι πιο επικίνδυνοι δεν είναι εκείνοι που έχουν άδικο, ούτε εκείνοι που πιστεύουν (αδίκως) ότι έχουν δίκαιο, αλλά εκείνοι που πραγματικά έχουν δίκαιο. Ο Θεός να μας φυλάει από την οργή τους, γιατί είναι εξαιρετικά βλαβερή, πρώτα απ όλα για τους ίδιους, κι αποτελεί σημάδι της υποταγής τους. Πως όμως να τους σώσουμε όταν κι ο ίδιος ο Θεός δείχνεται ανεκτικός στην οργή, ίσως για να τους εξαπατήσει και να τους οδηγήσει στην απώλεια;
Umberto Eco, Σημειώματα, Εκδοτικός Οργανισμός Θεσσαλονίκη, απόδοση Θόδωρος Ιωαννίδης