Αθώοι και άδολοι

19 Ιανουάριος 2015
Εβαλα τις σακούλες μου στο πορτμπαγκάζ και κάθησα στο πίσω κάθισμα. «Βλέπω, βγήκαμε για να τονώσουμε την αγορά» σχολίασε. Γέλασε βαριά, ξεδιάντροπα, με αυτό το «μπούχαχαχα!» που μοιάζει με ξέσπασμα βήχα, και συνέχισε: «Αφού τα έχεις, αλί σε εμάς που δεν έχουμε ούτε να φάμε». Προσπερνώντας την ενόχληση που μου προξένησε η αδιακρισία του (πού ήξερε τι έχω και πόσα έχω;), ένιωσα τη (βλακώδη) ανάγκη να δικαιολογηθώ: «Μερικά δωράκια είναι για να βγάλω κάποιες υποχρεώσεις». «Εσύ, μάγκα, βγάζεις τις υποχρεώσεις σου και εμάς μας βγάζουν το λάδι. Μπούχαχαχα!». Ενιωσα, ξαφνικά, στο πίσω μέρος του ταξί, παρατηρώντας με μέσα από τα μάτια του, σαν τον Αλβάρο Αλφόνσο ντε Μιράντα Νέτο (της Αθηνάς Ωνάση): τόσο υπεράνω, τόσο σύζυγος ζάπλουτης κληρονόμου, τόσο εκτός οικονομικής κρίσης. Συνέχισε να μουρμουρίζει διάφορα για «εκείνους που έχουν» και για «εκείνους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι για να αλιεύσει και άλλους πελάτες – «πού πάει το κορίτσι να το πάμε;». Κάποτε φρέναρε μπροστά σε ένα τυροπιτάδικο: «Δεν σε πειράζει να σταματήσουμε για να πάρω καφέ;». Δεν με πείραζε – τι άλλο να έλεγα; Πήρε τον καφέ και συνεχίσαμε, με τον ταξιτζή να μου εξηγεί ότι προτιμά το εν λόγω μαγαζί «γιατί δίνει τζάμπα το νεράκι. Μεγάλο πράγμα, ειδικά σήμερα που μας έκαναν να λέμε και το νερό νεράκι. Μπούχαχαχα!». Συμφώνησα και πάλι και συνέχισα να κοιτάζω αμήχανος έξω από το παράθυρο, ενώ εκείνος σχολίαζε αρνητικά όποιον περαστικό έβγαινε από εμπορικό κατάστημα και έβριζε «αυτούς που μας έφεραν εδώ», ξεκινώντας από τις οικογένειες Καραμανλή, Παπανδρέου και Μητσοτάκη και φτάνοντας στον Αλέξη Τσίπρα, «γιατί και αυτός την τσέπη του θα κοιτάξει… Μήπως τον “σταυρώνεις” και σε χαλάω; Μπούχαχαχα».

Κάπου εκεί, ανάμεσα σε μία ακόμη έκρηξη γέλιου
και μια τζούρα καφέ, έκανε την επικίνδυνη ερώτηση: «Εσύ τι δουλειά κάνεις είπαμε;». «Δημοσιογράφος» ψέλλισα και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω ένα νέο κύμα απαξίωσης: «Είσαι και εσύ σύστημα! Εφαγες και εσύ πολλά τις καλές εποχές, γι’ αυτό τώρα μπορείς να ψωνίζεις!». Αποφασισμένος να μη δώσω συνέχεια δεν απάντησα. Τότε, κλείνοντάς μου το μάτι, έγινε… συνένοχός μου στο κόλπο: «Εγώ, φίλε, που με βλέπεις είχα τρία σουπερμάρκετ και 50 άτομα προσωπικό, αλλά τα έχασα όλα και βρέθηκα οδηγός. Ας όψονται οι αλήτες που μας έμαθαν να ζούμε στις φούσκες και μετά μας τα πήραν όλα! Εσύ είχες παίξει πολλά στο Χρηματιστήριο;». «Ούτε δραχμή». «Αλήθεια;». «Αλήθεια! Εσείς είχατε παίξει πολλά;». «Αφού σου είπα, είχα αγοράσει τρία μαγαζά! Πού αλλού θα έβρισκα τα φράγκα;». Συνέχισε να αναπολεί τις ημέρες της αφθονίας και να βρίζει «τα λαμόγια που μας κατέστρεψαν!» ως τη στιγμή που φτάσαμε στον προορισμό μου. Τότε πρόσεξα ότι δεν είχε βάλει ταξίμετρο. «Δώσε οκτώ και καθάρισες» είπε. Εδωσα οκτώ για μια διαδρομή που δεν άξιζε περισσότερο από τέσσερα ευρώ και βλέποντάς τον να γκαζώνει καταγγέλλοντας τους «απατεώνες που μας ρουφάνε το αίμα» αισθάνθηκα πως δεν υπάρχει ελπίδα.  
 
ΥΓ.: Ετυχε αυτή τη φορά να είναι ταξιτζής. Εχω συναντήσει και άλλους τέτοιους, σε άλλους χώρους, να μεταθέτουν τις όποιες ευθύνες, μη αντιλαμβανόμενοι τη δική τους συμμετοχή στο θέατρο του παραλόγου που μας οδήγησε εδώ. Και δηλώνοντας πως οι ίδιοι υπήρξαν και παραμένουν αθώοι και άδολοι.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015
Για χαλαρό προβληματισμό ακούστε το “The Sound of Silence
Καλή εβδομάδα

Hello, darkness, my old friend
I’ve come to talk with you again
Because a vision softly creeping
Left its seeds while I was sleeping
And the vision
That was planted in my brain
Still remains
Within the sound of silence

In restless dreams I walked alone
Narrow streets of cobblestone
Beneath the halo of a street lamp
I turned my collar to the cold and damp
When my eyes were stabbed
By the flash of a neon light
That split the night
And touched the sound of silence

And in the naked light I saw
Ten thousand people, maybe more
People talking without speaking
People hearing without listening
People writing songs that voices never share…
And no one dare
Disturb the sound of silence.

“Fools,” said I, “you do not know
Silence like a cancer grows.”
“Hear my words that I might teach you,
Take my arms that I might reach you.”
But my words like silent raindrops fell,
And echoed in the wells of silence.

And the people bowed and prayed
To the neon god they made.
And the sign flashed out its warning
In the words that it was forming.
And the signs said:
“The words of the prophets
Are written on the subway walls
And tenement halls,
And whisper’d in the sound of silence.”

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση