“Η διαθήκη μου” και το “Υστερόγραφο” – Μιχ. Κατσαρός
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
Το ποίημα αυτό έχει πίσω του μια ιστορία. Δημοσιεύθηκε το 1953 στην εφημερίδα “Δημοκρατικός Τύπος” του Τάκη Σοφιανόπουλου, ο οποίος πολιτευόταν με το “Αγροτικό Κόμμα”, τότε συνεργαζόμενο με το ΚΚΕ. Δυστυχώς, όμως, ο Σοφιανόπουλος δεν μπόρεσε να αντέξει τον πύρινο λόγο του Κατσαρού και αποφάσισε να λογοκρίνει το ποίημα, κόβοντας τα κομμάτια που είναι υπογραμμισμένα.
Ο Κατσαρός επανήλθε με το “Υστερόγραφο“:
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί -καθώς διαβάστηκε-
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες, πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο.
Εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν
–Τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα.
Ποιός είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
Στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Τελικά, η ανοησία του Σοφιανόπουλου έγινε αφορμή να καταγραφεί ένας ακόμη σπουδαίος στίχος που έγινε σύνθημα: “Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν”…
Και ένα σχόλιο απο την εφημερίδα Ελεύθεροτυπία (11-2-2011)
«Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ».
Μιχάλης Κατσαρός
Είδα τον Μιχάλη Κατσαρό να στέκεται όρθιος ανάμεσα στα ερείπια του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Η φωνή του ήταν γεμάτη εκρήξεις και οι στίχοι του καθόριζαν το περιεχόμενο του όρου ποίηση. Κρατούσε στο αριστερό χέρι του ένα βιβλίο με τίτλο Κατά Σαδδουκαίων· μια ποιητική συλλογή που θα άφηνε έκθετη στο δάσος ανάμεσα σε χιλιάδες δέντρα. Ψιθύρισε λίγα λόγια που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει. Κανείς δεν ήξερε πώς μεταφράζεται η γλώσσα των παιδιών ή των πουλιών. Κανείς δεν ήθελε ν’ ακούσει τη γλώσσα ενός ερημίτη της λογοτεχνίας. Ετσι εκείνος συνέχισε τον δρόμο του και η κοινωνία τον δικό της δρόμο. Ετσι τα λόγια πέσανε στο χώμα, που όμως ήταν υγρό χώμα του φθινοπώρου. Την άνοιξη, στο ίδιο σημείο, είχαν φυτρώσει αγριολούλουδα διαφόρων χρωμάτων.
«Η διαθήκη μου», έτσι ονόμασε το εμβληματικό ποίημα, που αγαπήθηκε όσο ελάχιστα άλλα ελληνικά ποιήματα. Οι συνειρμοί που μπορεί να κάνει ο αναγνώστης διαβάζοντάς το, φτάνουν πολύ μακριά. Στο ποίημα αυτό η λέξη και η έννοια αντίσταση δεν ορίζονται μόνον ως πάλη εναντίον της άρχουσας τάξης, όπως θα ήθελαν οι δογματικοί κομμουνιστές τότε και σήμερα, αλλά και ως πάλη εναντίον εκείνης της νοοτροπίας που μας κάνει σκλάβους πλαστών επιθυμιών, με αποτέλεσμα να χάνουμε τη ζωή μας και τον χρόνο μας προσπαθώντας να τις ικανοποιήσουμε.
Ο Κατσαρός είχε αντιληφθεί αυτό που σήμερα μοιάζει κοινός τόπος, ότι ο καπιταλισμός -η παγκόσμια θρησκεία της εποχής μας- καλλιεργεί και μεγεθύνει τα «ταπεινά ένστικτα» των ανθρώπων, όπως η μεγαλομανία, ο συντηρητισμός, ο εγωκεντρισμός, η επίδειξη, η δουλοπρέπεια απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, ο χωρίς νόημα ανταγωνισμός με τους συνανθρώπους μας. Μόνον έτσι θα επιτευχθεί, υπέρ μιας ασήμαντης μειοψηφίας του πληθυσμού, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, το μέγιστο αποτέλεσμα εις βάρος των προσώπων και των λαών.
Η βαθμιδωτή δομή της εξουσίας, αλλά και της κοινωνίας σε όλους σχεδόν τους τομείς, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι εάν κάποιος ανεβεί ένα σκαλί, θα αλλάξει η ζωή του. Προσπαθώντας όμως να ανέλθει στην κοινωνική ιεραρχία, γίνεται άθελά του θύμα και ταυτόχρονα καύσιμη ύλη ενός απάνθρωπου μηχανισμού, παίρνοντας ως μοναδικό αντάλλαγμα διαρκώς και περισσότερη τροφή για τη ματαιοδοξία του, δηλαδή όλο και μικρότερη ικανοποίηση από την πραγματική ζωή, μια κατάσταση που φτάνει συχνά στην απόσυρση από την πραγματικότητα και στην αντικατάστασή της με φαντασιακές εμμονές. Το κυνήγι της κοινωνικής αναγνώρισης και ανέλιξης είναι ένας σίγουρος δρόμος για την απομάκρυνση από τη φύση μας, ένας σίγουρος δρόμος για την αλλοτρίωση.
Αλλά και η λέξη «ελευθερία» χρησιμοποιείται εδώ με ιδιαίτερη σημασία, που παραπέμπει ακόμη και στις ιδέες του πλατωνικού Σωκράτη. Αν δεν αντισταθούμε στις δικές μας αντικοινωνικές παρορμήσεις (που έχουμε διδαχθεί να τις θεωρούμε ή να τις ονομάζουμε «κοινωνικότητα»), δεν πρόκειται να αλλάξουμε, όχι μόνο τον κόσμο, αλλά ούτε τον μικρόκοσμο γύρω μας. Μόνον οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν στις κοινωνίες τους τη χαμένη ελπίδα.
Εδώ και καιρό στη σκέψη μου αυτό το ποίημα έχει συνδεθεί με το ποίημα του Καβάφη «Δυνάμωσις», που ο ίδιος δεν είχε δημοσιεύσει όσο ζούσε, αλλά το κρατούσε στο αρχείο του. Μεταφέρω τους δύο πρώτους στίχους:
Οποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
Διονύσης Στεργιούλας, Θεσσαλονίκη