Ημέρα της Μητέρας
Μέρα εορτασμού της μητρότητας και ευχαριστιών προς τη μητέρα, με αρχαιοελληνική προέλευση. Στη σύγχρονη εποχή, η Αμερικανίδα Άννα Μαρία Ριβς Τζάρβις ήταν εκείνη που είχε πρώτη την ιδέα να καθιερωθεί μια ιδιαίτερη ημέρα προς τιμή όλων των μητέρων.
Οι αγώνες της ευοδώθηκαν στις 9 Μάιου του 1914, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντρο ου Ουίλσον υπέγραψε προκήρυξη, σύμφωνα με την οποία η Ημέρα της Μητέρας καθιερωνόταν ως εθνική εορτή τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου. Έκτοτε, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, γιορτάζουν την Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου που για φέτος είναι η 12η Μαΐου.
Ελάχιστη απόδοση τιμής, ευγνωμοσύνης και αγάπης προς τη μάνα, τη μητέρα τη μαμά, δύο ποιήματα (παιδικές μνήμες) από τις ατελείωτες, αλλά τόσο λίγες αφιερώσεις που έχουν γίνει στις μανάδες όλου του κόσμου.
Χρόνια πολλά μαμά!
Μάνα κράζει το παιδάκι
”Μάνα” κράζει το παιδάκι,
”Μάνα” ο νιος και ”Μάνα” ο γέρος,
”Μάνα” ακούς σε κάθε μέρος,
α ! τι όνομα γλυκό ,
Τη χαρά σου και τη λύπη
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.
Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.
Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ’ αψηφάει
για το τέκνο π’ αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.
‘Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει σ
μ’ ανυπόμονη καρδιά.
Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ’ α ‘ πανταίνει
με τα ολόθερμα φιλιά.
Δυστυχής όποιος τη χάνει
‘0 καημός είναι μεγάλος
Σαν τη μάνα δεν είν’ άλλος
εις τον κόσμο Θησαυρός.
Κι’ όποιος μάνα πια δεν έχει,
”Μάνα” κράζει στ’ όνειρό του.
πάντα ”Μάνα” στον καημό του
είν’ ο μόνος στεναγμός !
Γεωργίου Μαρτινέλλη
ΠΩΣ ΝΑ ΠΕΙΡΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Πως να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πως ν’ αρνηθώ ή ν’ αναβάλλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν κι αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει,
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω,
φιλά, να γιάνει την πληγή,
αυτή, τι πρέπει εγώ ν’ αφήσω
και τι να κάνω μ’ οδηγεί.
Πως το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάνω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Γ. Βιζυηνού