Ήταν μια σημαία παρατημένη στη γωνία. Μόνη. Τσαλακωμένη τόσους μήνες στην απραξία της. Περίμενε τα χέρια που θα της έδιναν ξανά την περηφάνια της. Ποιος θα βρισκόταν; Ποιος θα ξυπνήσει νωρίς στην αργία του; Ποιος θα αφήσει τη βόλτα του γι’ αργότερα; Το σχολείο έτσι κι αλλιώς είχε λίγους υπερασπιστές. Ίσως και να είχαν κουραστεί από τις τόσες επιθέσεις.
Ώσπου ένα κορίτσι είπε: « Εγώ».
Και ήρθε πρωί-πρωί. Χαμογελαστό. Ντυμένο τον ουρανό και τη θάλασσα. Συντρόφεψε τη σημαία εκείνη τη γιορτινή μέρα. Της παραστάθηκε. Την τίμησε. Την κράτησε στο ύψος που της έπρεπε.
Αθηνά το όνομά της. Σημαιοφόρος του Γυμνασίου Εράτυρας. Πρώτη στη βαθμολογία, πράγματι. Και οι διακρίσεις της ήτανε κι αυτές πολλές. Άξια σε πνεύμα και ήθος. Αλλά αυτό που την ξεχώρισε τούτη τη δύσκολη χρονιά ήταν η προθυμία και η δύναμή της να μετατρέψει το «πρέπει» σε αυτόβουλο «θέλω».
Μήτου Γιώτα ΠΕ02
Και σαν εκείνες τις μακρινές αγωνίστριες του 1821 πήγε η Αθηνά μας τη σημαία εκεί που έπρεπε να πάει. Όχι μόνο στην πλατεία, όχι μόνο στην εκκλησία, όχι μόνο στο μνημείο με τα στεφάνια αλλά και κει στον δρόμο τον μεγάλο. Εκεί που άλλοτε οι φωνές των μαθητών του Γυμνασίου της Εράτυρας γέμιζαν ασφυκτικά το πλακόστρωτο και κρεμόταν στα φύλλα των δέντρων της πλατείας. Λίγο παραπίσω στάθηκε μια φίλη της και στην ίδια γραμμή μια καλή μας καθηγήτρια – Μήτου η αγαπημένη. Έτσι. Η σημαία μας πέρασε. Μια σημαιοφόρος. Μια φίλη. Μια καθηγήτρια. Τρεις. Ανέκαθεν ο αριθμός τρία έκρυβε την ολότητα. Εύγε σε αυτούς που τολμούν! Ναι, ας μη γελιόμαστε. Αυτό θέλαν να μας πουν εκείνοι οι μακρινοί πρόγονοι, που ένα πρωί σήκωσαν το κεφάλι, είδαν τον ήλιο κι είπαν “Φτάνει πια, μέχρις εδώ! Κι ο κόσμος ας μας πει τρελούς!”
Σε αυτούς που τολμούν
Κωνσταντινίδου Σέβη ΠΕ01
Φωτογραφία: Γιώργος Βλάχος