Το κλίμα της Γης πάντα άλλαζε και πάντα θα αλλάζει. Οι αλλαγές και στο κλίμα της χώρας μας είναι προφανής. Ποια πρόκειται όμως να είναι η κατάσταση στο μέλλον; Θα αποκτήσει η Ελλάδα κλίμα …τροπικό;

Το μέλλον μας επιφυλάσσει ζέστη και λιγότερες βροχές. Σε αυτό το συμπέρασμα συγκλίνουν οι εκτιμήσεις της επιστημονικής κοινότητας για τις αλλαγές που πρόκειται να υποστεί το κλίμα της Ελλάδας, οι οποίες αναμένεται να γίνουν ορατές μέσα στις επόμενες δεκαετίες, με πιθανολογούμενη κορύφωση τους μέχρι το 2100.

Το γνωστό εύκρατο μεσογειακό κλίμα της χώρας μας με τους ήπιους, βροχερούς χειμώνες και τα σχετικώς θερμά και ξηρά καλοκαίρια θα αποκλίνει προς μια θερμότερη και περισσότερο ξηρή εκδοχή.

Τα καταγραφέντα στοιχεία δείχνουν τριπλασιασμό της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων, μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια και αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, ιδιαιτέρως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά, με το καλοκαίρι του 1999 να λαμβάνει τον τίτλο του θερμότερου καλοκαιριού του 20ου αιώνα. Οι επιστήμονες προβλέπουν γενικά αύξηση της θερμοκρασίας στην ελληνική επικράτεια μεταξύ 0,9 και 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα και αυτό θα εξαρτηθεί φυσικά από το βαθμό των συγκεντρώσεων των “αερίων του θερμοκηπίου” στην ατμόσφαιρα.

Ένα άλλο ζήτημα είναι οι βροχοπτώσεις. Αν και οι υπάρχουσες επιστημονικές αναφορές είναι αρκετές φορές αντικρουόμενες, το γενικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι αναμένεται σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι περιοχές που θα επηρεαστούν εντονότερα θα είναι αυτές της Ανατολικής και Νότιας Ελλάδας, ιδιαίτερα στην Αττική, τη Θεσσαλία, τη Θεσσαλονίκη και την Ανατολική Πελοπόννησο.

Την ίδια ώρα η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace, επικαλούμενη έρευνα του βρετανικού πανεπιστημίου προβλέπει ειδικά για την περιοχή της Κρήτης αύξηση της θερμοκρασίας έως δύο βαθμούς περίπου, μέχρι το 2030, αύξηση των καταρρακτωδών βροχοπτώσεων κατά τους χειμερινούς μήνες και σημαντική άνοδο, κατά 18 πόντους, της στάθμης της θάλασσας.

Γενικότερα για τη στάθμη της θάλασσας οι επιστήμονες προβλέπουν άνοδο των υδάτων κατά πέντε εκατοστά ανά δεκαετία, με την περιοχή της Θεσσαλονίκης να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλέον “ευάλωτες” της Μεσογείου.

Οι επιπτώσεις που απορρέουν από τυχόν κλιματικές μεταβολές είναι πολλές και ποικίλες, επηρεάζοντας ζωτικούς τομείς του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και της οικονομίας.

Για παράδειγμα η ξηρασία και η άνοδος της θερµοκρασίας θα οδηγήσουν σε προβλήµατα λειψυδρίας, υποβάθµισης της ποιότητας του νερού, αλλά και στις αποδόσεις των αγροτικών καλλιεργειών. Η άνοδος του επιπέδου της θάλασσας θα επιφέρει καταστροφές στις παραγωγικές δραστηριότητες σε παράκτιες περιοχές. Και φυσικά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η επίδραση στην ανθρώπινη υγεία.

Σημειωτέον ότι δεν είναι εύκολο για τους επιστήμονες να προχωρήσουν σε ασφαλείς προβλέψεις για τις μελλοντικές διαφοροποιήσεις στις κλιματικές παραμέτρους που αφορούν τη χώρα μας, καθώς υπάρχει διάσταση στα δεδομένα και στις μεθόδους που χρησιμοποιούν τα υπολογιστικά μοντέλα.

Απάντηση στο πρόβλημα έρχεται να δώσει το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το οποίο αυτόν τον καιρό εκπονεί μελέτη βασιζόμενη σε εξειδικευμένο κλιματικό μοντέλο, μέσω του οποίου, για πρώτη φορά, θα καταστεί δυνατό να δοθεί σαφής εικόνα για το τι μέλλει γενέσθαι, από περιοχή σε περιοχή.

Ας περάσουμε όμως στην εστία του προβλήματος: τις εκλύσεις αερίων που επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα. Φυσικά και η Ελλάδα αποτελεί μέρος του προβλήματος. Τι κάνει όμως για να γίνει μέρος της λύσης;

Η Ελλάδα υπέγραψε τη Σύµβαση-Πλαίσιο για τις Κλιµατικές Αλλαγές στο Ρίο ντε Τζανέϊρο, τον Ιούνιο του 1992 και την έκανε νόμο του κράτους τον Απρίλιο του 1994. Στόχος της Σύµβασης είναι “η σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων των αερίων του θερµοκηπίου στην ατµόσφαιρα, σε επίπεδα τέτοια, ώστε να προληφθούν επικίνδυνες επιπτώσεις στο κλίµα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες”.

Στο Κιότο, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσµεύτηκε ότι το 2010 θα έχει µειώσει κατά 8% τις εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου σε σχέση µε τα επίπεδα του 1990. Στα πλαίσια του καταµερισµού των ευθυνών ανάµεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα επετράπη αύξηση των εκποµπών της κατά 25% ως το 2010 (σε σχέση πάντα µε τα επίπεδα του 1990).

Από την πλευρά της πολιτείας υπάρχει αισιοδοξία ότι θα υλοποιηθούν οι ελληνικές δεσμεύσεις απέναντι στο πρωτόκολλο του Κιότο, αν και προς το παρόν δεν βρισκόμαστε εντός των προβλεπόμενων ορίων, γεγονός που αποδίδεται στις μεγάλες πυρκαγιές του 2000.

Την ίδια ώρα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος παρουσιάζει το σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με χρονικό ορίζοντα το 2008.

Στο σχέδιο αυτό που υλοποιείται σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία περιλαμβάνονται νομοθετικές και θεσμικές παρεμβάσεις, όπως θέσπιση χαμηλότερων ορίων εκπομπών, επέκταση της χρήσης φυσικού αερίου, εφαρμογής και πιστοποίησης συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης, οικονομικά και χρηματοδοτικά κίνητρα για την αντικατάσταση παλαιών καυστήρων, ανανέωση του στόλου των Ταξί, χρήση εναλλακτικών οχημάτων και καυσίμων, ανανέωση και ενίσχυση του στόλου των μέσων μαζικής μεταφοράς με αγορά οχημάτων φιλικών προς το περιβάλλον.

Πολεοδομικές παρεμβάσεις, όπως μονοδρομήσεις, πεζοδρομήσεις, αναπλάσεις, ενίσχυση του αστικού και περιαστικού πρασίνου και εξάλειψη των χώρων ανεξέλεγκτης εναπόθεσης αστικών απορριμμάτων.

Επίσης δίνει έμφαση στο θέμα ενημέρωση-ευαισθητοποίηση του κοινού, είτε με την αναβάθμιση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας σχετικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση, είτε μέσω έντυπου υλικού, είτε με τη διοργάνωση σεμιναρίων και συνεδρίων, καθώς και με προγράμματα εκπαίδευσης.

Ο επίσημος απολογισμός του πρώτου χρόνου εφαρμογής του σχεδίου, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, δείχνει μία καθοδική τάση στις τιμές των ρύπων που αφορούν στο μονοξείδιο του άνθρακα, στο διοξείδιο του αζώτου, στο διοξείδιο του θείου και στο μόλυβδο, ενώ έχει ανακοπεί η αυξητική τάση του όζοντος.

Η ολοκλήρωση των χωματουργικών εργασιών στα μεγάλα έργα αναμένεται να περιορίσει τις τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων, ενώ η παράδοση στην κυκλοφορία των μεγάλων συγκοινωνιακών έργων αναμένεται να επηρεάσει θετικά το σύνολο των ρύπων και ιδιαίτερα του βενζολίου.

Ταυτόχρονα, υπογραμμίζεται ότι λόγω της ιδιαιτερότητας των ελληνικών κλιματολογικών συνθηκών απαιτείται χρόνος και εντατικοποίηση των προσπαθειών για να επέλθει ουσιαστική μείωση των τιμών των τριών τελευταίων ρύπων.

Ωστόσο, η κριτική από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι σκληρή. Η Greenpeace υπογραμμίζει ότι η χώρα μας κάνει πολύ λιγότερα από αυτά που μπορεί και μιλά για “απαράδεκτους στόχους” και “αναιμικές δεσμεύσεις” όσον αφορά τις ευθύνες που έχει επωμιστεί στο πλαίσιο της ΕΕ και του Κιότο για τις εκπομπές αερίων. Ταυτόχρονα καταλογίζει ανεπάρκεια ή μη εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων, δείχνοντας ως σημείο-κλειδί την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.